Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η Πολιτεία (κι ιδιαίτερα η ελληνική) αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες με τρεις τρόπους:
Είτε τους δέχεται και τους ευνοεί, όταν υπηρετούν τους κρατούντες. Είτε τους ανέχεται και τους αγνοεί, όταν δεν θίγουν τους κρατούντες. Είτε τους αποστρέφεται και τους μάχεται, όταν ενοχλούν τους κρατούντες…
Αυτά έγραφε το 1983 ο Μάριος Πλωρίτης στο ΒΗΜΑ, 26 χρόνια πριν.
Επίκαιρα; Παρωχημένα;
Ασφαλώς η εξουσία σε όλες τις εποχές και σε όλες τις εκφάνσεις της, αποστρέφεται οποιονδήποτε την κρίνει, οποιονδήποτε μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στον αυταρχισμό της, οποιονδήποτε απεχθάνεται τους “ελέω θεού” και “ελέω πατρός” ηγεμόνες, οποιονδήποτε απαιτεί να ζει σε μια κοινωνία με όραμα, οποιονδήποτε τέλος πάντων επιζητά το αυτονόητο. Να είναι πολίτης και όχι υπήκοος.
Το ερώτημα όμως, που εύλογα τίθεται, είναι: Υπάρχουν στην σημερινή Ελλάδα καλλιτέχνες; (Με τον όρο “καλλιτέχνες” ο συγγραφέας εννοεί και τους πνευματικούς ανθρώπους, αφού όλοι “τέχνη καλή ποιούν”, βεβαίως)
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει καίριο και αιχμηρό; Υπάρχουν σήμερα καλλιτέχνες στην Ελλάδα;
Είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι σήμερα δεν υπάρχουν μουσικοί, ζωγράφοι, ηθοποιοί – όχι μόνο της εμβέλειας των προγόνων τους – αλλά ούτε καν της στοιχειώδους βαρύτητας. Έτσι σήμερα απουσιάζει ένας Μητρόπουλος, ένας Καζαντζίδης, ένας Μπιθικώτσης, ένας Χατζιδάκις, ένας Λύτρας, ένας Γύζης ή ένας Τσαρούχης ή Παρθένης, ένας Μινωτής ή ένας Κατράκης ή μια Παξινού ή ένας Λογοθετίδης, ένας Τερζάκης ή ένας Τσιφόρος ή ένας Ψαθάς. Και πόσοι άλλοι ακόμη η απαρίθμηση των οποίων μόνο θλίψη μας προκαλεί;
Μήπως όμως υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι;
Υπάρχει ένας Καζαντζάκης, ένας Σεφέρης, ένας Ελύτης, ένας Παλαμάς, ένας Καβάφης, ένας Παναγιωτόπουλος, ένας Παπανούτσος, ένας Παπαδιαμάντης, ένας Καρκαβίτσας, ένας Παπαντωνίου, μια Δέλτα, ένας Πολυλάς, ένας Βάρναλης, ένας Μυριβήλης, ένας Βιζυηνός και πόσοι άλλοι ακόμη η έλλειψη των οποίων μόνο θλίψη – αν όχι πανικό - μας προκαλεί;
Σήμερα ζούμε στο πετσί μας τον φασισμό της μετριότητας. Της μετριότητας – για να μην πω σαβούρα – του Κουμανταρέα, του Δήμου, του Τατσόπουλου, του Αυγούστου Κορτώ ο οποίος ζει την ομοφυλοφιλία του πολύ πιο χαρούμενα από τους δυστυχισμένους ήρωές του, της Σώτης Τριανταφύλλου, του Δάνδολου, του Χωμενίδη, της Έρσης Σωτηροπούλου και τόσων άλλων ακόμη η παρουσία των οποίων μόνο απογοήτευση – αν όχι απόγνωση - μας προκαλεί.
Κάτοχοι όλοι, σχεδόν, κρατικών βραβείων. Κρατικών βραβείων που απονέμει το υπουργείο Πολιτισμού. Υπουργείο όπου κουμάντο κάνουν οι Ζαχόπουλοι. Όπου στις κριτικές επιτροπές εκτός από παντελώς άγνωστους και ολίγιστους “λογοτέχνες” και “κριτικούς”, συμμετέχουν και δημόσιοι υπάλληλοι. Βραβεία από οργανισμούς με συμβούλια και επιτροπές όπου τα καλλιτεχνικά θέματα συγκροτούνται από τους διαβόητους υπηρεσιακούς παράγοντες. Και αν τυχόν πλαισιώνονται από καλλιτέχνες, μοναδικό κριτήριο επιλογής είναι η κομματική νομιμοφροσύνη και υποταγή, η αδιαμαρτύρητη αφοσίωση και πειθαρχία που οδηγούν στην υποτέλεια και τον πλήρη εξευτελισμό.
Και συνεχίζει ο Πλωρίτης: “Ο διανοούμενος είναι δημιούργημα, μάρτυρας και συνείδηση των διχασμένων κοινωνιών… (Άρα) καμιά κοινωνία δεν μπορεί να παραπονεθεί για τους διανοούμενούς της, χωρίς να κατηγορήσει, την ίδια στιγμή, και τον ίδιο τον εαυτό της, επειδή έχει τους διανοούμενους που η ίδια φτιάχνει…”
Δεν συνεχίζουμε άλλο με τον προβληματισμό μας, αφού το ζήτημα είναι χρόνιο και δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι στο άμεσο μέλλον, και, πολύ φοβάμαι, και στο μακρινό μέλλον. Όσο υπάρχουν γονείς που διαβάζουν στα παιδιά τους χάρρυ πότερ και άλλες τέτοιες παπαριές, εγχώριες και μη, δεν υπάρχει λόγος να είμαστε αισιόδοξοι. Όσο αφήνονται στα ράφια ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Βασίλης Ρώτας και όλοι αυτοί οι πλαστουργοί των παιδικών ψυχών, όσο επιβεβαιώνεται η άποψη του Σταμάτη Σπανουδάκη, τόσο βαθύτερα στα σκατά θα είμαστε βουτηγμένοι.
Πολύς λόγος έγινε πέρσι με την Έρση Σωτηροπούλου και το βιβλίο της “ζιγκ-ζακ στις νερατζιές”. Ή ίδια, κατά δήλωσή της, αισθάνεται υπερήφανη που η 13χρονη, τότε, κόρη της υπήρξε η πρώτη αναγνώστρια της ξεφτίλας των δικέφαλων πεών.
Έρση, αν ήθελες να δείξεις στην κόρη σου πώς μπορεί να περιγραφεί το παιδικό ερωτικό σκίρτημα, με πόσο λυρικό, σαδιστικά απολαυστικό τρόπο μπορεί να μπει η μια λέξη δίπλα στην άλλη, δεν είχες παρά να της διαβάσεις το “Όνειρο στο κύμα” του “θρησκόληπτου”, του απόφοιτου Γυμνασίου, του Παπαδιαμάντη.
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Μάλλον, όμως έπραξες καλώς που δεν της το διάβασες. Ήδη μαντεύω την ετυμηγορία σου. Το πτωχόν βοσκόπουλον ευτυχώς που δεν κατάφερε ποτέ να γνωρίσει την Μοσχούλα, αφού μην έχοντας δικέφαλο πέος δεν θα ήδύνατο να ικανοποιήσει ταυτοχρόνως και επαρκώς την μικρή κόρη, ταυτόχρονη απόλαυση την οποία προφανώς ζεις και διδάσκεις.
Ρε άει στο διάολο καραγκιόζηδες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου