ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Θα προχωρούν σε κατασχέσεις μισθών, συντάξεων και κάθε περιουσιακού στοιχείου προληπτικά!ΑΚΟΥΣ ΜΑΛΑΚΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ;



Οι άνθρωποι ζουν αλλού και έχουν βαλθεί καθημερινά να το επιβεβαιώνουν. Την ώρα που ο σταλινισμός έχει μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, κάποιοι στο υπουργείο Οικονομικών φαίνεται ότι ετοιμάζονται να τον νεκραναστήσουν. Τώρα αποφάσισαν να καταργήσουν ακόμη και τις αρχές δικαίου του φιλελεύθερου κράτους, εδώ και αιώνες, που μεταξύ άλλων προβλέπουν το αυτονόητο, ότι όλοι είναι αθώοι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.

Ιδού λοιπόν τι σκέφτηκαν οι φωστήρες της Καραγεώργη Σερβίας. Να προχωρούν σε κατασχέσεις μισθών, συντάξεων και κάθε περιουσιακού στοιχείου προληπτικά! Οχι δηλαδή γιατί χρωστά κάποιος και δεν έχει πληρώσει τους φόρους, αλλά γιατί μπορεί να κρίνει ο κάθε έφορος ότι είναι ύποπτος να μην πληρώσει τους φόρους που θα του επιβάλουν. Μάλιστα σκέφτονται αυτή τη φαεινή ιδέα τους να τη μετατρέψουν και σε εγκύκλιο που θα την αποστείλουν για υλοποίηση-εξπρές στις εφορίες, ζητώντας ακόμη και εγγραφές υποθήκης των σπιτιών. Μήπως οι άνθρωποι το έχουν χάσει εντελώς;

Δεν θα αναφερθούμε στο πόσο συνταγματικό είναι αυτό, αλλά θα επικαλεστούμε την κοινή λογική που πρέπει να υπάρχει πίσω από κάθε απόφαση. Αλλά φαίνεται ότι εκεί στο οικονομικό επιτελείο έχουν πάρει διαζύγιο και από την κοινή λογική. Είναι δυνατόν να σκέφτονται κάτι τέτοιο; Παίζουν με τον πόνο των ανθρώπων ή οι εγκέφαλοι του υπουργείου Οικονομικών (βλ. Στουρνάρα, Σταϊκούρα, Θεοχάρη) έχουν βαλθεί να προκαλέσουν κοινωνική έκρηξη, υιοθετώντας τις (ιστορικά χρεοκοπημένες άλλωστε) σοβιετικού τύπου συνταγές;

Θα θέλαμε να δούμε πραγματικά ποιος είναι αυτός που θα αποφασίσει να κάνει προληπτικές κατασχέσεις, επωμιζόμενος την ευθύνη για όσα τυχόν ακολουθήσουν. Το τραγικό συμβάν με τον νεαρό στο Περιστέρι που έχασε τη ζωή του για ένα εισιτήριο δεν στέλνει ήδη ένα ηχηρό μήνυμα;

Ας σοβαρευτούν επομένως στο υπουργείο Οικονομικών και, αντί να μηχανεύονται τρόπους που θα φτωχοποιήσουν κι άλλο τους Ελληνες, ας ψάξουν να βρουν πώς θα δημιουργήσουν επιτέλους συνθήκες ανάπτυξης και -πραγματικές- θέσεις εργασίας. Ολα τα άλλα εκτός από ασόβαρα είναι και άκρως επικίνδυνα, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την κοινωνία. Ιδιαίτερα αυτή την περίοδο…ΠΗΓΗ

ΑΙΣΧΟΣ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ: Σύσσωμο το καθεστώς προσκύνησε τον σφαγέα των Ελλήνων, Κεμάλ – Φωτο

Σήμερα 16 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του μνημείου-σπιτιού όπου έζησε ο Κεμάλ Ατατούρκ (γεννήθηκε στον Λαγκαδά και ήρθε στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 6 ετών), ο πατέρας της σύγχρονης Τουρκίας, που ήταν ο καθοδηγητής του σφαγιασμού των Ελλήνων Ποντίων και της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το 2011, επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η Τουρκία απευθύνθηκε στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης και ζήτησε άδεια για να προχωρήσει στην ανακαίνιση του σπιτιού στη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε ο «Τούρκος εθνάρχης Κεμάλ Ατατούρκ». Το υπουργείο Πολιτισμού απάντησε ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο προηγουμένως το ακίνητο πρέπει να κηρυχθεί ως μνημείο. Η Άγκυρα επανήλθε στο αίτημά της και τον Μάιο του 2011 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού αναβαθμίζει το κτήριο που γεννήθηκε ο Ατατούρκ σε μνημείο.
Μερικούς μήνες αργότερα, στις 18 Ιουνίου του 2012, δίνονται οι σχετικές άδειες και με δαπάνες του τουρκικού υπουργείου Τουρισμού αρχίζει η ανακαίνιση του «ιστορικού μνημείου» την ίδια ακριβώς εποχή που στην Τουρκία μετατρέπεται ο ναός της Αγια-Σοφιάς στην Τραπεζούντα σε τζαμί.

Μετά από ένα περίπου χρόνο, που ήταν κλειστό για λόγους ανακαίνισης, άνοιξε και πάλι για το κοινό το σπίτι μουσείο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν, από τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, Ömer Çelik, παρουσία του πρέσβη της Τουρκίας, Kerim Uras, του πρόξενου Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, Tugrul Biltekin, του υφυπουργού Εξωτερικών Ελλάδος, Κυριάκου Γεροντόπουλου, των πρακτόρων της Άγκυρας στην ελληνική βουλήΖεϊμπέκ Χασάν Χουσείν (Σύριζα), Αϊχάν Καραγιουσούφ (Σύριζα) και Χατζηοσμάν Αχμέτ (Πασόκ) και άλλων εκπροσώπων τόσο της Τουρκίας όσο και της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα στα εγκαίνια παραβρέθηκε και ο Αμερικανός Πρόξενος Robert Sanders.
Μάλιστα την ώρα των εγκαινίων η Τροχαία έκλεισε την οδό Αγίου Δημητρίου!
Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, Ömer Çelik, επισήμανε ότι η ανακαίνιση του σπιτιού του Τούρκου ηγέτη αφενός θα συμβάλλει στην τουριστική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, αφετέρου θα βοηθήσει στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δυο κρατών.
(Σημείωση: Η Κωνσταντινούπολη αναφέρεται ως Istanbul και στα αγγλικά και στα ελληνικά! Ο ραγιαδισμός σε όλο του το μεγαλείο!)
«Αυτό το σπίτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για τον τουρκικό λαό θα συμβάλει στην αύξηση του τουρισμού» τόνισε ο Çelik συμπληρώνοντας «πρέπει να επισκέπτονται οι δυο λαοί τις δυο χώρες, αυτό είναι η διπλωματία των λαών. Να γνωρίζουνε ο ένας τον άλλον, να μην το βλέπουμε μόνο ως οικονομικό όφελος αλλά και ως όφελος προς την ειρήνη για την περιοχή μας». Τέλος, ο Çelik, ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση για τις αδειοδοτήσεις σχετικά με τις εργασίες ανακαίνισης στην οικία Ατατούρκ και τόνισε ότι ως υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού είναι έτοιμοι να συμβάλλουν και σ’ άλλες ανακαινίσεις κτιρίων στη Θεσσαλονίκη.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Κυριάκος Γεροντόπουλος, σε δηλώσεις του ανέφερε τα εξής: «εμείς οι Έλληνες σεβόμαστε τη φιλία και τη συνεργασία των Βαλκανικών λαών. Τα σημερινά εγκαίνια το αποδεικνύουν». 
Μάλιστα το ίδιο έγραψε και υπέγραψε στο βιβλίο επισκεπτών!
Όμως και ο Κεμάλ πίστευε στην συνεργασία των λαών των Βαλκανίων… δια της σφαγής!
Καταστροφή Σμύρνης 1922 
Γενοκτονία Ποντίων με τουλάχιστον 353.000 νεκρούς 
Υ.Γ. Το μουσείο Κεμάλ, αποσκοπεί στην διάλυση της εθνικής συνειδήσεως, ώστε να καταστεί η Θεσσαλονίκη μία πολυπολιτισμική χώρα και να δημιουργηθεί εν τέλει η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων».ΠΗΓΗ

Η σφαγή του Κομμένου (16 Αυγούστου 1943)


Αγαπητοί φίλοι

Στο μικρό χωριό Κομμένο του νομού Άρτας διαπράχτηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ένα απερίγραπτο έγκλημα πολέμου εναντίον αμάχων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1943 120 στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος πεζικού της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών του γερμανικού στρατού έκαναν στάχτη ολόκληρο το χωριό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ 317 κατοίκους, μεταξύ των οποίων 72 παιδιά ηλικίας 4 μηνών έως 10 χρονών. Περιληπτικά η ιστορία της σφαγής και της φρίκης έχει ως εξής:

Η «επίσκεψη Ζάλμινγκερ»

Χωμένο στην άκρη του Αμβρακικού και κρυμμένο στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση τότε, το Κομμένο δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, αλλά συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. «Οι κάτοικοι το Κομμένου», αναφέρει στην αγόρευσή του ο Στέφανος Παππάς κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης, «ήταν φιλήσυχοι αγρότες, εκτός ελαχίστων μεταξύ των οποίων και εγώ, που είχαμε καταταγεί αντάρτες στο βουνό διακείμενοι φιλικά στην οργάνωση των εθνικών ομάδων Ζέρβα. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι ήταν αμέτοχοι σε οργανώσεις και εργάζονταν καλλιεργώντας και σκάβοντας τη γη». (Στέφανου Παππά «Η σφαγή του Κομμένου, Αθήνα 1976, σελ.132)

Τον Αύγουστο, ωστόσο, του 1943 σημειώνεται μια περίεργη κινητικότητα, καθώς ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. έρχεται στο Κομμένο και ζητά απ’ τις αρχές να μεριμνήσουν για την τροφοδοσία του με μεγάλες ποσότητες αγαθών. Λίγες μέρες νωρίτερα προηγήθηκε η τροφοδοσία των ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ., οι οποίοι αποζημίωναν τους κατοίκους με τα ανάλογα χρηματικά ποσά.

Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του Ε.Λ.Α.Σ., υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ.. Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο.

Στις 12 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο ίδιος ο διοικητής του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, έφτασε στο Κομμένο, προφανώς για να ερευνήσει αν πράγματι στο χωριό δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως υποδείκνυαν οι πληροφορίες που οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν συλλέξει. Η «επίσκεψη» Ζάλμινγκερ στο Κομμένο αποτελούσε μέρος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του 98ου Συντάγματος στην περιοχή της Ηπείρου, με σκοπό την εξόντωση των ανταρτών και το κάψιμο των χωριών εκείνων για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι τους τροφοδοτούν και τους ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο. Το Κομμένο θα ήταν η συνέχεια της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν οι Γερμανοί σε βάρος αμάχων και είχαν ήδη μετατρέψει σε ερείπια δεκάδες χωριά της Ηπείρου.

Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού οι αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Όταν ο Γερμανός Διοικητής βρέθηκε μπροστά στην εικόνα αυτή, διέταξε τον οδηγό του και έκανε αμέσως στροφή αφήνοντας πίσω τους το χωριό, με την απόλυτη πλέον βεβαιότητα πως οι πληροφορίες του ήταν βάσιμες και δε χωρούσαν την παραμικρή αμφιβολία. Μερικές γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς.

Από τη στιγμή εκείνη που φεύγουν οι Γερμανοί, αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ’κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ μια επιτροπή, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας Λάμπρο Ζορμπά, μετέβη την επόμενη κιόλας μέρα στην Άρτα και ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές ελληνικές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές, μάλλον με κάποια αδιαφορία, ίσως διαβεβαίωσαν την επιτροπή πως το χωριό δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, και η ίδια η επιτροπή να μην είδε με τη δέουσα σοβαρότητα το γεγονός και να μην έδωσε την πρέπουσα σημασία στην τακτική των αντιποίνων που εφάρμοζαν οι Γερμανοί.


Έτσι στις 15 Αυγούστου, ημέρα που κοιμήθηκε η Παναγία Θεοτόκος, γιόρταζαν όπως είχαν συνήθεια το πανηγύρι τους. Και ο Θόδωρος Μάλλιος τέλεσε το γάμο της κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από το χωριό Παχυκάλαμος.

Η εξόντωση

Τα χαράματα, ωστόσο, της 16ης Αυγούστου 120 άντρες του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άρτας, επιβιβάζονται πάνοπλοι στα φορτηγά και σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.

Ήδη όμως από την Πέμπτη 12 Αυγούστου ο Διοικητής του 98ου Συντάγματος συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ σημείωνε στην αναφορά του σχετικά με την επίσκεψή του στο Κομμένο: «Προσωπική αναγνωριστική επιχείρηση διαπίστωσε ότι το Κομμένο (12 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Άρτας) βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών, 25 – 30 άντρες με στολές ερήμου. Προς το παρόν δεν έχουν σχεδιαστεί αντίποινα» (Χ. Φ. Μάγερ, 59) και το Σάββατο 14 Αυγούστου έλαβε διαταγή «να προετοιμάσει αιφνιδιαστική επιχείρηση κατά της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 60)

Την Κυριακή 15 Αυγούστου συγκέντρωσε τη μονάδα του, για να της ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως με σκληρά αντίποινα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους. Οι στρατιώτες δε δέχτηκαν με ιδιαίτερη προθυμία τη διαταγή να συμμετάσχουν εθελοντικά στην επιχείρηση. «Τουλάχιστον δώδεκα – δεκαπέντε άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά για την επιχείρηση». (Mark Mazower, 226) Έτσι η διαταγή άλλαξε και η επιχείρηση ανατέθηκε στο 12ο λόχο του 98ου Συντάγματος. Διοικητής του 12ου λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός ναζί και αποκαλούμενος Νέρων από κάποιους στρατιώτες. Οι στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.

Οι άντρες του 12ου λόχου του 98ου Συντάγματος Πεζικού συγκεντρώθηκαν στις 5.00 το πρωί πάνοπλοι με οβιδοβόλα, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και καραμπίνες, και επιβιβάστηκαν στα στρατιωτικά αυτοκίνητα, για να διανύσουν μια διαδρομή μιάμισης περίπου ώρας από την κοιλάδα του ποταμού Λούρου ως το Κομμένο

Αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και τη ρητή διαταγή «κανείς δεν πρέπει να επιζήσει, όλοι στο χωριό πρέπει να εκτελεστούν» (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 67), περικύκλωσαν το χωριό από τρεις πλευρές, αφήνοντας αφύλαχτη τη δυτική πλευρά όπου κυλούσε ο Άραχθος ποταμός, ο οποίος, κατά τη γνώμη του Ρέζερ, αποτελούσε φυσικό εμπόδιο διαφυγής. Όλα οργανώθηκαν με κανονικό σχέδιο μάχης, καθώς για τους Γερμανούς το χωριό ήταν κέντρο ανταρτών, οι οποίοι την ώρα εκείνη βρίσκονταν στον ύπνο μαζί με τους άλλους κατοίκους. Γι’ αυτό και δεν πείραξαν κανέναν και τίποτε πριν δοθεί το σύνθημα της μάχης.

«Είδαμε τους Γερμανούς, μια μικρή ομάδα, την ώρα που βγαίναμε απ’ το χωριό», αφηγείται η Ιφιγένεια Παππά – Κοντογιάννη, κορίτσι 18 χρονών τότε. «Είχαμε ακούσει τα αυτοκίνητα που έρχονταν, αλλά δεν ξέραμε ούτε τι κουβαλούσαν ούτε τι έρχονταν να κάνουν. Μας σήκωσε ο πατέρας μου και μας έδιωξε απ’ το σπίτι, φοβόταν ο άνθρωπος μη μας κάνουν κακό. Φύγετε, να περάσετε το ποτάμι και να πάτε να κρυφτείτε στα χωράφια, μας είπε. Σηκωθήκαμε. Μόλις είχε σκάσει ο ήλιος. Στο χωριό ακούγονταν αμάξια, θόρυβος, φασαρία. Φτάσαμε στα τελευταία σπίτια. Σχεδόν πέσαμε απάνω τους. Δε μας πείραξαν. Κρατούσαν όπλα στα χέρια τους και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Νιώσαμε το κορμί μας να τρέμει. Εκείνοι, κάτι όμορφα παιδιά, μας κοίταξαν και κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους χαμογελώντας. Ήταν παιδιά. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε στα εκατό μέτρα κι άρχισε το μακελειό».

Θα πρέπει να ήταν 6.30 το πρωί όταν δόθηκε το σύνθημα της «επίθεσης εναντίον των ανταρτών» με δυο φωτοβολίδες που ρίχτηκαν στον αέρα. Οι μονάδες εφόδου άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Στόχος τους η εξαφάνιση από γης ολόκληρου του χωριού, χωρίς κανένα έλεος. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Οι στρατιώτες, κρατώντας μια χειροβομβίδα στα χέρια τους, έσπρωχναν βίαια τις πόρτες των σπιτιών και, ρίχνοντάς την μέσα, τα έκαναν κάρβουνο.

Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους για να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα έγιναν κομμάτια ή διαλύθηκαν εντελώς και δε βρέθηκαν ποτέ. Η διαταγή του υπολοχαγού Ρέζερ και των ανωτέρων του ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό, να μη μείνει τίποτε όρθιο σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.

Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Οι δρόμοι, οι αυλές, τα καμένα σπίτια, τα χαντάκια, οι κήποι, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να θάψει τους νεκρούς του. Το Κομμένο σβήνει και χάνεται τυλιγμένο στις φλόγες και βουβό κάτω απ’ τους καπνούς και τις στάχτες που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι άντρες του 12ου λόχου.

Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με σαράντα άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, δεκατριών και δέκα χρόνων, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.

Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, δεκαεφτά άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.

Σώθηκαν περνώντας στην άλλη όχθη του Αράχθου ή κρυμμένοι στους θάμνους, στα καλαμπόκια και στα λαγκάδια τριακόσιοι πενήντα (350) περίπου. Κι έκαναν μερικοί μέρες πολλές να γυρίσουν στα σπίτια τους και τους νεκρούς να μετρήσουν. Γιατί φώλιασε στην ψυχή τους ο φόβος μήπως ξανάρθουν οι Γερμανοί, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Όταν πια δε γινόταν αλλιώς, βρήκαν τη δύναμη και το πήραν απόφαση. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Τρία χρόνια έζησαν με τους τάφους των αγαπημένων προσώπων τους στις αυλές τους. Ύστερα μάζεψαν ό,τι είχε απομείνει από αυτούς και το μετέφεραν στο κοιμητήριο του χωριού. Εκείνοι που σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.

Η μάχη τελειώνει

Όταν το μεσημέρι χτύπησε η καμπάνα για να δώσει το μήνυμα στους Γερμανούς στρατιώτες ότι η μάχη τελείωσε, ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έγινε. Αλλά ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και με τους κατοίκους του Κομμένου που κατόρθωσαν να σωθούν και να επιζήσουν. Το τοπίο έμοιαζε απερίγραπτο και απίστευτο. Κάποιοι από αυτούς που άκουσαν το θόρυβο των αυτοκινήτων, σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία για να δουν ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν και τι ήθελαν. Άλλοι, αντί να φύγουν για να σωθούν, βγήκαν στους δρόμους για να δουν τι συμβαίνει, ακόμη κι όταν άρχισε η «μάχη» και το χωριό μεταβαλλόταν σε κόλαση. Κι άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, είχαν την πλάνη στο νου τους, ίσως γιατί έτσι μπορεί να διαδόθηκε την προηγούμενη μέρα, πως οι Γερμανοί θα κάψουν τα σπίτια που θα βρουν άδεια και δε θα πειράξουν τα σπίτια που θα βρουν μέσα ανθρώπους.

«Ήμουν στο γάμο του Μάλλιου, μέχρι το πρωί», αφηγείται ο Χρήστος Χαραλάμπους, 24 χρονών τότε. «Γυρίζω στο σπίτι μου, έπαιρνε να χαράξει. Είχε ξυπνήσει ο πατέρας μου. Ακούμε θόρυβο από αυτοκίνητα. Έρχονται Ιταλοί, είπε ο πατέρας μου. Ξύπνα και τον αδερφό σου το Σπύρο και φύγετε, με συμβούλεψε. Έρχονται να μαζέψουν την ηλικία σας. Εμάς δε θα μας πειράξουν. Ξύπνησα το Σπύρο, ένα θηρίο παλικάρι μέχρι εκεί πάνω. Μόλις βγήκαμε έξω απ’ το χωριό, ακούμε εδώ πέρα να γίνεται χαλασμός. Τρέχαμε σαν παλαβοί. Χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν στ’ αφτιά μας κι έπεφταν δίπλα στα πόδια μας. Μέχρι το μεσημέρι το ’καναν το χωριό κάρβουνο. Γυρίσαμε σπίτι μας την άλλη μέρα. Τι να ιδούμε! Μια αυλή γεμάτη πτώματα. Η δική μας οικογένεια και ολόκληρη η οικογένεια του προέδρου Λαμπράκη Ζορμπά. Τι να κάνουμε; Ανοίγουμε ένα λάκκο και τους τραβάγαμε με μια τριχιά και τους ρίχναμε μέσα. Δεκαπέντε – είκοσι νοματαίοι».

Ο Νάσος Βλαχοπάνος έμεινε στο σπίτι για να παρακαλέσει τους Γερμανούς να μην το κάψουν, γιατί είχε μέσα φυλαγμένα τα προικιά της κόρης του Γιαννούλας, την οποία θα πάντρευε ύστερα από λίγες μέρες. Δεκατρείς σφαίρες τρύπησαν το κορμί του και η φωτιά έκαψε και το σπίτι και τα προικιά. Ο Βασίλης Σκουραβέλης έμεινε με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα στο σπίτι, για να μην το βρουν άδειο οι Γερμανοί και το κάψουν. Μαζί με το σπίτι έκαψαν και ολόκληρη την οικογένεια του Βασίλη Σκουραβέλη, εννιά άτομα.

Είναι αλήθεια πως οι Γερμανοί στρατιώτες πίστευαν πως λάβαιναν μέρος σε μια μάχη με τους αντάρτες. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και δε συναντούσαν πουθενά αντίσταση, όπλα, πυρομαχικά και αντάρτες, κάποιοι από αυτούς άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη σκοπιμότητα της επιχείρησης και να περιορίζουν την πολεμική τους δράση, αποφεύγοντας να σκοτώνουν άμαχους και αθώα γυναικόπαιδα, με κίνδυνο μάλιστα να τιμωρηθούν με στρατοδικείο για άρνηση εκτέλεσης διαταγών. Για έξι ώρες οι Γερμανοί πολεμούσαν με φαντάσματα ανταρτών και σκότωναν ανελέητα ανυπεράσπιστους αμάχους.

Όταν δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης του 12ου λόχου απ’ το Κομμένο, ο νεαρός διοικητής του, υπολοχαγός Ρέζερ, θα πρέπει να αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος γιατί η επιχείρηση στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια από τις δυνάμεις του, ενώ οι «εχθροί» κατατροπώθηκαν και άφησαν στο πεδίο της «μάχης» εκατοντάδες θύματα και το χωριό τυλιγμένο στις φλόγες. Αρκετοί, ωστόσο, από τους στρατιώτες του θα πρέπει να έφευγαν βαθιά μελαγχολικοί και συλλογισμένοι, γιατί τους εξαπάτησαν και τους υποχρέωσαν να σκοτώνουν αθώους. Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ θυμάται πως μετά την επιχείρηση κάθισαν κάτω από τις πορτοκαλιές για να προφυλαχτούν από την αφόρητη ζέστη του Αυγούστου. «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα μα τα μάτια μου στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν κι έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 81)

Οι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν το Κομμένο μέσα σε μια κόλαση φωτιάς και σε έναν τρομερό εφιάλτη, που κάποιοι από αυτούς μπορεί να τον κουβαλούσαν μαζί τους και να τον έφερναν με πολύ τρόμο στο νου τους, όταν ο πόλεμος τέλειωσε και η ζωή ξαναμπήκε στον κανονικό της δρόμο. Για πολλά χρόνια. Νικητές; Σε τι είδους μάχη; Ηττημένοι; Ίσως.

«Ο ανθυπολοχαγός ή αρχηγός της ομάδας μου έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά και νομίζω μια από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ετοιμαζόμουν να διαπράξω ένα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω από όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει με το οπλοπολυβόλο του σε περίπτωση που θ’ αρνιόμουν να εκτελέσω τη διαταγή του. Αυτή την απειλή την πήρα πολύ σοβαρά. Όλοι μας είχαμε αναγκαστεί να λάβουμε μέρος στην επιχείρηση. Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Αμέσως άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων, οι οποίοι προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από τα κασόνια», θυμάται αρκετά χρόνια μετά ο στρατιώτης Άλμπερτ Τσάντερ. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 76).

Το ταξίδι της επιστροφής τους στη βάση της μονάδας τους θα ήταν ασφαλώς πιο δύσκολο από τον πρωινό τους περίπατο τόσο μέχρι να φτάσουν στο Κομμένο όσο και κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στους άδειους από εχθρούς δρόμους του. Και ήταν πολύ φυσικό για κληρωτούς αξιωματικούς και στρατιώτες, που μέσα σε λίγες ώρες μετέτρεψαν σε κόλαση ένα παραδεισένιο χωριό που δεν τους έφταιξε σε τίποτε και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στην επιχείρησή τους. «Οι αντιδράσεις των κληρωτών ήταν κι αυτές ταραγμένες. Στα φορτηγά που πήγαιναν πίσω στη Φιλιππιάδα, συζητούσαν γι’ αυτό που είχαν κάνει. Πολλοί απ’ αυτούς έδειχναν μελαγχολικοί και συγκλονισμένοι. Ο Καρλ Ντ. θυμόταν ότι “στον 12ο λόχο η ενέργεια αυτή συζητήθηκε πολύ. Σύντομα όλοι οι στρατιώτες έμαθαν γι’ αυτή. Λίγοι την έβρισκαν σωστή. Εγώ ήμουν τόσο επηρεασμένος απ’ αυτές τις ωμότητες που για εβδομάδες είχα χάσει την ψυχική μου ισορροπία”. Την ώρα των τουφεκισμών αναφέρεται πως ένας υπαξιωματικός πέταξε το πηλήκιο στα πόδια του Ρέζερ και φώναξε: “Herr Oberleutnant, απλώς να θυμάστε ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που συμμετέχω σε κάτι τέτοιο. Αυτό είναι μια Schweinerei (αθλιότητα) που δεν έχει τίποτα να κάνει με τον πόλεμο”» (Mark Mazower, σελ. 226, και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 82)

Οι Γερμανοί φεύγουν

Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό. Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 95 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 126 γυναίκες.

Αυτό όμως δεν εμπόδισε στο ελάχιστο τους γραφειοκράτες της γερμανικής πολεμικής μηχανής να αναφέρουν την ίδια ημέρα του ολοκαυτώματος με υπερβολική δόση ανανδρίας και ανεντιμότητας, διαστρεβλώνοντας βάναυσα την αλήθεια, πως στο Κομμένο έγινε μάχη με τους αντάρτες: «Σήμερα το πρωί, κατά την περικύκλωση του Κομμένου που έγινε από τρεις πλευρές, ο 12ος Λόχος δέχτηκε πολύ πυκνά πυρά απ’ όλα τα σπίτια. Τότε ο Λόχος άνοιξε πυρ με όλα του τα όπλα, επέδραμε στον οικισμό και τον πυρπόλησε. Φαίνεται πως κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης μερικοί από τους ληστές κατάφεραν να ξεφύγουν προς τα νοτιοανατολικά. Υπολογίζεται ότι σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 150 άμαχοι. Τα σπίτια δέχτηκαν έφοδο με χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να πάρουν φωτιά. Όλα τα βοοειδή και το μαλλί έγιναν λάφυρα. Θα ακολουθήσει χωριστή αναφορά λαφύρων. Κατά την πυρπόληση των σπιτιών μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών εξερράγησαν και κρυμμένα όπλα είναι επίσης πιθανόν να κάηκαν μαζί τους». (Mark Mazower, σελ. 223 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 83)

Μπορεί στη συνείδηση πολλών Γερμανών στρατιωτών να έμεινε χαραγμένη η εικόνα του πλιάτσικου, «με την πρόφαση ότι πρόκειται για αντίποινα ύστερα από την επίθεση κατά κάποιου στρατηγού», οι Γερμανικές, ωστόσο, αρχές δε δυσκολεύτηκαν στα επίσημα έγγραφά τους να κάνουν λόγο για ληστές, συμμορίτες, αποβράσματα και να χρησιμοποιήσουν ανακρίβειες που μπορούσαν να εμφανίσουν τα εγκλήματά τους εναντίον ανυπεράσπιστων και αμάχων ως πραγματική μάχη με τον εχθρό που τους επιτέθηκε.

Έτσι την επόμενη ημέρα νέα αναφορά σημειώνει, μετατρέποντας τους 150 άμαχους σε 150 νεκρούς από την πλευρά του εχθρού: «Αποτέλεσμα εκκαθαριστικής επιχείρησης στο Κομμένο: 150 νεκροί από την πλευρά του εχθρού, μερικά βοοειδή, όπλα ιταλικής προέλευσης. Η φωτιά στο χωριό ανατίναξε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης επιβεβαίωσε την υποψία και την αναφορά της μεραρχίας ότι η ανατολική πλευρά του κόλπου της Άρτας αποτελεί κέντρο συμμοριτών με ισχυρές ενεργούς ληστοσυμμορίες». (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 93, και Mark Mazower, σελ. 224) Ενώ ο τότε υπολοχαγός και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Κουρτ Βαλντχάιμ, ο οποίος υπηρετούσε στο γραφείο συντονισμού του γερμανικού γενικού επιτελείου στην Αθήνα, σημείωνε στις 17 Αυγούστου στο Ημερολόγιο Πολέμου της μονάδας του: «17 Αυγούστου: Αυξανόμενη αεροπορική δραστηριότητα του εχθρού με επιδρομές εναντίον της δυτικής ελληνικής ακτής και των Ιόνιων νησιών. Στην περιφέρεια της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, η κωμόπολη του Κομμένου (βόρεια του κόλπου της Άρτας) καταλαμβάνεται ύστερα από έντονη εχθρική αντίσταση. Απώλειες του εχθρού». (Mark Mazower, σελ. 224 και Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 96)

Τόσο απλά, λοιπόν, και τόσο σαθρά. Ένα χωριό παραδομένο στις φλόγες των ναζί και 317 άμαχοι και ανυπεράσπιστοι νεκροί, εκτελεσμένοι στα σπίτια τους, στις αυλές και τους δρόμους, δεν ήταν παρά οι εχθροί που πρόβαλαν έντονη αντίσταση στους πάνοπλους Γερμανούς του 12ου Λόχου! Η Γερμανία διέτρεχε κίνδυνο από τα γυναικόπαιδα, τα μωρά και τους άοπλους του Κομμένου!

Μεσημέρι 1.30΄, σημειώνει ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς, οι Γερμανοί φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους ένα ολοκαύτωμα, ένα απέραντο νεκροταφείο. Και παίρνουν μαζί τους τα λάφυρα του πολέμου: κοπάδια ζώων μεγάλων και μικρών που συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού, κουβέρτες, σεντόνια, φορέματα, κουστούμια, παπούτσια, γραμμόφωνα, χρήματα, χρυσαφικά. (Στέφανου Παππά, σελ. 29) Η επίσημη έκθεση, ωστόσο, της Βέρμαχτ αναφέρει: «16 κεφάλια βοοειδή, 1 γεμάτο φορτηγό σακιά με μαλλί, 5 ιταλικές καραμπίνες, 1 ιταλικό αυτόματο πιστόλι». (Mark Mazower, σελ. 224)

Ο τραγικός επίλογος

Οι σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν το πρωινό της ματωμένης εκείνης Δευτέρας στο Κομμένο και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συνείδηση εκείνων που κρύφτηκαν και είδαν με τα μάτια τους όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας, συνθέτουν ένα πένθιμο εμβατήριο, που ηχεί τυραννικά μέσα μας και μας ελέγχει και μας ανακρίνει και ζητά εξηγήσεις με απόγνωση, μα παίρνει απαντήσεις θολές και μισές, που χάνονται μέσα στον άνεμο.

Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 80 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».

Γιατί το Κομμένο αποθήκευσε κι έκλεισε μέσα στη μικρή του ιστορία όλη την έκταση της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας που σπέρνουν αλόγιστα η καθαρότητα της φυλής και η αίσθηση της υπεροχής απέναντι στον άοπλο και τον ανίσχυρο να προστατεύσει τον εαυτό του. Γιατί τούτη η ματωμένη σελίδα του, τα δάκρυα κι η ορφάνια, η φυγή κι η απόγνωση των δικών του παιδιών είναι το πρώτο του μάθημα που μας ανεβάζει ψηλά και μας πάει στην ευπρέπεια της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της απέραντης αγάπης.

Αν κατορθώσουμε κάποτε να διαβούμε τα στενά σύνορά μας και τολμήσουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη, έτσι που τον πόνο του ανθρώπου να τον κάνουμε πόνο δικό μας, τότε είναι βέβαιο πως η πρώτη μας έγνοια κι η πρώτη μας πράξη θα σταθούν στο Κομμένο και τον άγιο του τόπο θα τον κάνουν πάρκο ανθρωπιάς και μουσείο της ειρήνης και της συναδέλφωσης των ανθρώπων και των λαών.

Και μπορεί από τούτα τα πάρκα της φιλίας και της ανθρωπιάς να ξεχυθεί το μεγάλο ποτάμι σε μια παγκόσμια διαδήλωση, που στις πιο ψηλές κορφές των βουνών θα στήσει τα λάβαρα και στο κέντρο της γης θα θέσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του: Να τελειώνουμε τώρα με τους πολέμους. Να τελειώνουμε τώρα με τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των πυρπολημένων και πλημμυρισμένων στο δάκρυ και στο αίμα χωριών μας. Το απαιτούν οι νεομάρτυρες των φούρνων και των κρεματορίων. Το απαιτεί το Κομμένο με τα 317 θύματά του και τ’ απερίγραπτο ολοκαύτωμά του.

Ο τραγικός απολογισμός και το έγκλημα πολέμου

Την οργή των νεκρών να φοβάστε

Οδυσσέας Ελύτης

Ότι στο Κομμένο διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων, η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έγκλημα πολέμου έχει καταγραφεί. Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και κατά κύριο λόγο ανυποψίαστοι μετατρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών.

Στο Κομμένο οι ναζιστικές δυνάμεις δεν έδωσαν μάχη. Δε συγκέντρωσαν τους κατοίκους του για να επιλέξουν θύματα προς εκτέλεση. Δεν εφάρμοσαν τα γνωστά αντίποινα. Τέτοιος λόγος, ασφαλώς, δεν υπήρχε, αφού κανείς Γερμανός αξιωματικός ή στρατιώτης ούτε εκτελέστηκε ούτε τραυματίστηκε ούτε, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίστηκε με βαναυσότητα από τους κατοίκους του ή από τους αντάρτες που υποτίθεται ότι έδρευαν σ’ αυτό. Ακόμη και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ, που έφτασε σ’ αυτό στις 12 Αυγούστου, διευκολύνθηκε να το εγκαταλείψει ανενόχλητος. «Όχι μόνο δεν πείραξαν τους Γερμανούς οι αντάρτες, αλλά βοηθήσαμε το αυτοκίνητο να βγη από το χαντάκι, που είχε ανατραπή, και να φύγη ανενόχλητο. Κάναμε περισσότερο από ό,τι επέβαλε η εθνική μας τιμή, ενώ μπορούσαμε όλους να τους σκοτώσουμε», αναφέρει ο Στέφανος Παππάς καταθέτοντας στη δίκη της Νυρεμβέργης (Στέφανου Παππά, σελ. 132)

Πλήθος στοιχείων και μαρτυριών από τους ίδιους τους Γερμανούς στρατιώτες δεν αφήνουν το ελάχιστο ίχνος σχετικά με το κακούργημα και το έγκλημα πολέμου. «Χωριά στα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί ή θα απαντώνται οπλισμένοι, θα καίγονται και ο ανδρικός πληθυσμός θα εκτελείται» ανέφερε η διαταγή του στρατηγού Βάλτερ φον Στέτνερ, διοικητή της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών. Στο Κομμένο εκτελέστηκαν οι πάντες χωρίς καμιά διάκριση, παρότι δεν έπεσαν πυροβολισμοί ούτε απαντήθηκαν οπλισμένοι αντάρτες. «Στο χωριό δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση, ούτε καν ένας πυροβολισμός, και από τη δική μας πλευρά δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας», αναφέρει ο δεκανέας Κουρτ Ντρέερ». Παρά ταύτα εκτελέστηκαν 95 παιδιά ηλικία 4 μηνών έως 15 χρονών, 126 γυναίκες από 16 έως 80 χρονών και 96 άντρες από 16 έως 80 χρονών.

«Πρώτα ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και οπλοπολυβόλα από τις πόρτες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η μυρωδιά ήταν αφόρητη», θυμάται ο Γιοχάνες Ραλ. «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι στρατιώτες έχωναν μπουκάλια μπίρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια», εκμυστηρεύεται χωρίς να μπορεί να κρύψει την αηδία του ο Άλμπερτ Σένγκερ.

«Τα μέλη του 12ου λόχου συνέλαβαν εκείνους που ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία… ήταν μια ομάδα 15 – 20 ανθρώπων, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια 12 ή 13 ετών… Ο Τσάντερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10 – 15 μέτρων… έριξε μια σειρά ριπές και θέρισε τον κόσμο», περιγράφει ο Όσκαρ Γκούντμαν, ο οποίος σημειώνει πως ο Τσάντερ άνοιξε πυρ στην αυλή του Θεόδωρου Μάλλιου την ώρα του γάμου, κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού και απειλής ότι σε περίπτωση ανυπακοής θα συντάξει αναφορά σε βάρος του και θα τον στείλει στο στρατοδικείο. Αλλά κι ο ίδιος ο πυροβολητής δεκανέας Άλμπερτ Τσάντερ ομολογεί χαρακτηριστικά: «Ήμουν πολύ ταραγμένος που θ’ αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Τα νεύρα μου ήταν εξαιρετικά τεντωμένα. Πραγματικά δε θυμάμαι πια, είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό». (Βλ. Χ. Φ. Μάγερ σελ. 76 – 82)

Για το ίδιο γεγονός καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο γυμνασιάρχης Στέφανος Παππάς: Οι Γερμανοί «έβγαλαν έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, που γινόταν ο γάμος, 10 – 15 άτομα που εθέρισαν με το πολυβόλο. Είδα με τα μάτια μου απέναντι από τα θύματα σωρός από κάλυκες. Οι υπόλοιποι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και άλλοι εν όλω 32 κάηκαν, έγιναν στάχτη μέσα στο διώροφο σπίτι, που καίονταν μια ολόκληρη ημέρα και νύχτα». (Στέφανου Παππά, σελ. 126)

Οι Γερμανοί φρόντισαν, μετά το τέλος της «μάχης» και παρά την αφόρητη ζέστη, να κάνουν μια τελευταία επιθεώρηση στο χωριό και να αποτελειώσουν ό,τι έμεινε στη μέση. «Παντού υπήρχαν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να μετακινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις κατώτεροι αξιωματικοί έκαναν μια τελευταία περιπολία στο χωριό κι έδωσαν τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους», θυμάται ο δεκαεννιάχρονος στρατιώτης Γιόχαν Χάουσμαν. (Χ. Φ. Μάγερ, σελ. 80)

Λίγο πριν αναχωρήσει ο στρατός, οι επικεφαλής παρότρυναν τους στρατιώτες να πάρουν μαζί τους ό,τι ήθελαν ως λάφυρο από το χωριό. «Οι στρατιώτες όμως ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά κλεμμένα χαλιά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα», θυμάται ένας άλλος δεκαεννιάχρονος στρατιώτης, ο Χανς Τίσλερ. (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 80) Ενώ ο Ρέζερ «διέταξε μερικούς στρατιώτες να βάλουν φωτιά στα λίγα σπίτια που είχαν μείνει ανέπαφα». (Mark Mazower, σελ. 223)

Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αμέτρητα γεγονότα που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν ένα έγκλημα πολέμου, σε βαθμό που ο ίδιος ο ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε, που ακολούθησε την εκκαθαριστική επιχείρηση ως διοικητής του τάγματος στο οποίο ανήκε ο 12ος λόχος, χωρίς να λάβει μέρος σ’ αυτή, να επιπλήξει αυστηρά τον υφιστάμενό του υπολοχαγό Βίλι Ρέζερ, όταν κάτωχρος και αηδιασμένος από αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του μέσα στο Κομμένο, βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του: «αυτό, κύριε υπολοχαγέ, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο. Με κάτι τέτοια δε θέλω να έρθω σε επαφή». (Χ.Φ. Μάγερ, σελ. 90 και Mark Mazower, σελ. 226)

Τα στοιχεία της καταστροφής είναι συνταρακτικά. Εξοντώθηκαν και αφανίστηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες. Δολοφονήθηκαν μαζικά και αποτρόπαια 71 παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια κάηκαν ζωντανοί γονείς μαζί με τα παιδιά τους. Ούτε ένα τουφέκι δε στράφηκε εναντίον των γερμανών. Οι απώλειες του Κομμένου 317 νεκροί. Σπίτια καμένα, αγαθά λεηλατημένα, κτίρια πυρπολημένα. Οι απώλειες των επιδρομέων ένα μεγάλο, ένα τεράστιο και απερίγραπτο μηδέν, που στρέφεται, εντέλει, εναντίον τους και τους εξευτελίζει.

Στο Κομμένο, στις 16 Αυγούστου 1943, γράφτηκε μια από τις πιο τραγικές σελίδες, από εκείνες που αδυνατεί να τις αντέξει ο νους του ανθρώπου και αρνείται να τη συγχωρήσει η παγκόσμια ιστορία. Η μαζική εκτέλεση και ο αφανισμός ολόκληρων οικογενειών συνιστά μια γενοκτονία, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αρχαίες τραγωδίες.

Ο Θεόδωρος Αντωνίου εκτελέστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ηλικίας 4, 3 και 2 ετών. Ο Χρήστου Αποστόλου σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του, τη μητέρα του και τα δύο παιδιά του, ηλικίας 11 και 3 ετών. Ο Αθανάσιος Διαμαντής εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, ηλικίας 30, 10, 16, 8 και 5 ετών. Ο Κων/νος Κριτσιμάς σφαγιάστηκε μέσα στο σπίτι του μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του, ηλικίας 8, 6, 3 και 1 έτους. Η Αικατερίνη Μαράγγου εκτελέστηκε μαζί με το παιδί της, ηλικίας 40 ετών, και τα πέντε εγγόνια της, ηλικίας 14, 11, 8, 6 και 4 ετών. Ο Θεόδωρος Μάλλιος σφαγιάστηκε στο γάμο της κόρης του, μαζί με τη γυναίκα του, τα εφτά από τα εννιά παιδιά του, ηλικίας 25, 24, 22, 21, 16, 11, και 6 ετών, και τη νύφη του, ηλικίας 24 ετών. Στο ματωμένο γάμο δολοφονήθηκαν η νύφη Αλεξάνδρα και ο γαμπρός Θεοχάρης.

Από το γένος Κοντογιάννη εκτελέστηκαν 29 άτομα, από το γένος Κριτσιμά 24, από το γένος Κολιοκώτση 16, από το γένος Διαμαντή 15, από το γένος Αντωνίου 13. Από τους ξένους που εκείνη την ημέρα βρέθηκαν στο Κομμένο λόγω του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου και του γάμου εκτελέστηκαν περίπου 35 άτομα. Εκτελέστηκαν επίσης 3 Ισραηλίτες, οι οποίοι έμεναν στο Κομμένο.

Από το βιβλίο «Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης» του Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου, «Εντύπωσις», 2009

Βασική βιβλιογραφία

1. Στέφανου Παππά: Η σφαγή του Κομμένου

2. Χ.Φ. Μάγερ: Η φρίκη του Κομμένου (Καλέντης)

3. Mark Mazower: Στην Ελλάδα του Χίτλερ (Αλεξάνδρεια)

Με εκτίμηση

Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος

Φιλόλογος

ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ...


Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να είμαι χιπ και τρέντι 
κι οι φουκαράδες να ‘χουνε 
εμένα για αφέντη. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να γδέρνω, να μαδάω. 
Να τρέφομαι απ’ το καθεστώς, 
αυτό που … πολεμάω! 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να παίρνω χορηγίες, 
επιδοτήσεις, αρπαχτές, 
κονδύλια, αργομισθίες. 

Θέλω να γίνω αριστερός 
και στη δεξιά μου τσέπη, 
να βάζω όσα ο λαός 
σε μια ζωή δεν βλέπει. 

Θέλω να γίνω αριστερός, 
χρυσά να ‘χω κουτάλια 
κι όταν μαζί μου διαφωνούν 
να σπάω και κεφάλια. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να έχω ασυλία. 
Θολές παρόλες να πετώ, 
να γράφω και βιβλία. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Ένα με τους παρίες, 
κοστούμι Αρμάνι να φορώ 
δίπλα τους στις πορείες. 

Θέλω να γίνω αριστερός, 
ξερόλας τελοσπάντων, 
κήνσωρ, Ιεροεξεταστής 
και τιμητής των πάντων. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Μονά-ζυγά δικά μου. 
Ο πιο στυγνός δικτάτορας 
να ωχριά μπροστά μου. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να μένω στην Εκάλη. 
Φασίστες, ρατσιστόμουτρα 
να είναι όλοι οι άλλοι.

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να εισβάλω στη Βουλή. 
Να καταλάβω … έδρανο, 
να κοιμηθώ πολύ. 

Θέλω να γίνω αριστερός, 
την ανεργία να σκίσω. 
Δούλους πολλούς, εισαγωγής, 
τον τόπο να γεμίσω. 

Θέλω να γίνω αριστερός, 
να σπάσω τα ταμπού. 
Κόκα, παρτούζα κι αστακοί 
να γίνουν του συρμού. 

Θέλω να γίνω αριστερός 
για να υμνώ τη φύση. 
Ν’ αφήνω οικολογικές πορδές, 
να καλλιεργώ χασίσι. 

Θέλω να γίνω αριστερός 
και να πουλώ κουλτούρα. 
Να εξαίρω καλλιτεχνικά σκατά, 
ξεράσματα και ούρα. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να βγάζω και φιρμάνια. 
Να κάθονται όλοι προσοχή 
στη γκέι περηφάνια. 

Θέλω να γίνω αριστερός.
Να βρίζω τον Χριστό. 
Αλλοδαποί θρησκόληπτοι 
να μ’ έχουν για αρχηγό. 

Θέλω να γίνω αριστερός, 
τις εκκλησιές να κλείσω, 
μπούργκες να βλέπω ολόγυρα, 
πολλά τζαμιά να χτίσω. 

Θέλω να γίνω αριστερός 
και πολυπολιτισμικός. 
Τις παραδόσεις τού Έλληνα 
να θάψω δια παντός. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Μοντέρνος, ριζοσπάστης. 
Δανδής και ανανεωτής. 
Φελλός κι απεργοσπάστης. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Τον Μαρξ ν’ αποκηρύξω. 
Τους συνεπείς αριστερούς 
στα Τάρταρα να ρίξω. 

Θέλω να γίνω αριστερός. 
Να είμαι χιπ και τρέντι. 
Άνεργοι, εργάτες και φτωχοί, 
να μ’ έχουν για αφέντη.    ΠΗΓΗ

ΚΑΝΕΛΛΑ, Η… ΠΑΣΙΟΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΑΛΗΣ: ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟΛΥΟΥΜΕ ΤΟΥΣ 48 ΤΟΥ 902 – ΤΟΥΣ ΠΕΤΑΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ… ΚΑΛΟ ΤΟΥΣ!

Ένα από τα θέματα συζήτησης την τελευταία μαρτυρική (μνημονιακή) τριετία στην πατρίδα μας, είναι και οι απολύσεις. Απολύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, απολύσεις από το δημόσιο, απολύσεις από δω, απολύσεις από κει, απολύσεις (48 παρακαλώ!) κι από τον 902 του… τιμημένου Κουκουέ, που τον πούλησε σκανδαλωδώς σε off shore εταιρεία, με έδρα τις… Παρθένες Νήσους.
kaneli1
Και τα ερωτήματα που τίθενται είναι τα εξής: είναι άραγε πάντα κακές οι απολύσεις; Μήπως υπάρχουν και… καλές; Μήπως κάποιες είναι προς το… συμφέρον του απολυμένου; Τις απαντήσεις στα εύλογα ερωτήματα δίνει με συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» η γνωστή… Πασιονάρια της Εκάλης, Λιάνα Κανέλλα. Ιδού:

Δημοσιογράφος: «Κυρία Κανέλλη, στις ανακοινώσεις για τον «902» το ΚΚΕ αποφεύγει κάθε αναφορά σε απολύσεις εργαζομένων. Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί το ΚΚΕ δεν έδωσε, αφού θέλει τα μέσα παραγωγής στους εργάτες, τον «902» στους εργαζομένους για αυτοδιαχείριση. Δεν είναι απολύσεις;».

Κανέλλα η… Πασιονάρια: «Όχι μωρέ! Δεν είναι απολύσεις, με την έννοια του ότι το ΚΚΕ δεν είναι ο Μάνεσης. Δεν μειώνει την παραγωγή της η βιομηχανία του καπιταλιστή στον ταξικό πόλεμο για να αποφύγει τη μείωση κερδών. Δείτε τι λένε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Πόνος είναι. Και ζωής και ψυχής. Αναγκαστική οικονομία πυρομαχικών, για να μην πάει ούτε σφαίρα χαμένη, τελικά. Stricto sensu οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί και αυτά που έδιναν δεν πληρώνονταν έτσι κι αλλιώς. Οπότε και να αποζημιωθούν πρέπει και να μη μένουν ακάλυπτοι ασφαλιστικά. Αν έκλεινε ο «902», απλώς θα έμεναν και χωρίς τα χρειώδη».

Τα συμπεράσματα δικά σας!44444444444444444444ΠΗΓΗ

Είναι το παιδί σου, ηλίθιε!


Ένα δεκαεννιάχρονο παιδί σκοτώθηκε πηδώντας από ένα τρόλεϊ για να αποφύγει τον εξευτελισμό της κράτησης και την επιβολή προστίμου διότι δεν είχε εισιτήριο. Ο υπουργός μίλησε για «τζαμπατζήδες» που πρέπει να παταχθούν, ξεχνώντας το πάθημά του πριν τρία χρόνια και πόσο εύκολα θα μπορούσε να επαναληφθεί. Το ίδιο και μια από το γνωστό σινάφι που ενώ ξέρει πολύ καλά να εκδίδεται κατ’ επάγγελμα με αντάλλαγμα ακαδημαϊκούς τίτλους, οφίτσια και «όνομα», κανείς δεν τολμά να την αποκαλέσει πόρνη. Ίσως και να έχουν δίκιο, γιατί δεν την οδηγεί η χειρότερη από όλες τις ανάγκες, η ανάγκη της επιβίωσης, όπως συμβαίνει με τις κοινές πόρνες, αλλά λειτουργεί εκ φύσεως, λες και είναι στα γονίδιά της.

Πώς λοιπόν να μην ειρωνευτεί ένα φυσιολογικό παιδί, έναν κανονικό νέο, που δεν ήθελε να υποστεί τον εξευτελισμό και έτσι έχασε τη ζωή του. Πότε ήταν που τελευταία φορά αισθάνθηκε ντροπή, πότε κατάλαβε στη ζωή της την έννοια της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου για να αντιληφθεί την ενέργεια του νέου; Ίσως λίγο πριν προδώσει την αθωότητα της εφηβείας της, αλλά από τότε έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι και η ηθική πώρωση την έχει παραμορφώσει χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσε να το κάνει η χειρότερη μορφή οστεοπόρωσης, από την οποία σίγουρα πάσχει.

Το ξέρω ότι αισθάνεσαι λύπη. Είμαι σίγουρος ότι νιώθεις οργή. Όμως αυτό που ίσως να μην κατάλαβες είναι ότι το παιδί αυτό δεν είναι κάποιου άλλου, δεν είναι του γείτονα, είναι το δικό σου. Κοίτα καλά την φωτογραφία του. Κοίτα το ματωμένο πρόσωπο. Αν κοιτάξεις προσεκτικά είμαι σίγουρος ότι θα δεις το δικό σου παιδί. Θα ξαφνιαστείς με το πόσο μοιάζει με το δικό σου παιδί, με το δικό σου αγόρι, με το δικό σου κορίτσι. Έτσι το ένιωσα κι εγώ. Έτσι το ανακάλυψα κι εγώ. Είναι το δικό μου παιδί, που κάλλιστα θα μπορούσε να βρεθεί σε ανάλογη θέση.

Είναι τζαμπαζήδες τα παιδιά μας; Το δικό σου και το δικό μου; Εσύ δεν το ανάθρεψες για να μην δέχεται δημόσιες προσβολές; Εσύ δεν του έμαθες να μην ανέχεται να του συμπεριφέρονται σαν σκουπίδι; Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν να βρεθεί σε ανάλογη θέση και να αντιδράσει με ανάλογο τρόπο; Το παιδί λοιπόν που σκοτώθηκε δεν ανήκει αποκλειστικά στην χαροκαμένη του οικογένεια, αλλά σε όλους μας, είναι το δικό μας παιδί.

Μα θα μου πεις, για ένα εισιτήριο; Έτσι νομίζεις; Ότι χάθηκε μια νέα ζωή για ένα εισιτήριο; Όχι φίλε μου. Έχουμε δώσει με τη στάση μας δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας, στους αγαπημένους μας. Για σκέψου το λίγο. Αν ήθελαν απλά να ελέγξουν την λαθρεπιβίβαση, αρκούσε να δώσουν εντολή στους ελεγκτές να κατεβάζουν στην επόμενη στάση τους παραβάτες. Ούτε πρόστιμα, ούτε διαπληκτισμοί, ούτε κρατήσεις, ούτε τίποτα. Όμως ο στόχος είναι άλλος. Η άσκηση εξουσίας σε βάρος του άτυχου που βρέθηκε χωρίς εισιτήριο. Ειδικά στις μέρες μας που ακόμη και το αντίτιμο ενός απλού εισιτηρίου αποτελεί δυσβάσταχτο βάρος για πολλούς από εμάς. Και πρωτίστως για τα παιδιά μας.

Γιατί νομίζεις οι αστυνομικοί δεν συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω τον ελεγκτή και τον οδηγό ως συνεργό σε ανθρωποκτονία, όπως όφειλαν; Για σκέψου το λίγο. Οι αστυνομικοί παραλαμβάνουν το πτώμα του νέου και μαθαίνουν για την συμπλοκή που προηγήθηκε με τον ελεγκτή και τον οδηγό. Κι αντί να κάνουν το αυτονόητο, δηλαδή να συλλάβουν τους δράστες και να τους οδηγήσουν στον εισαγγελέα με την διαδικασία του αυτόφωρου, τι κάνουν; Απολύτως τίποτε. Συλλέγουν απλά τη σωρό του παιδιού και αφήνουν τους δράστες ελεύθερους αναγνωρίζοντας τους το δικαίωμα να δράσουν όπως έδρασαν. Έστω κι αν κόστισε μια ανθρώπινη ζωή.

Φαντάσου το συμβάν κάπως διαφορετικά. Φαντάσου το νέο να είχε σπρώξει με δύναμη τον ελεγκτή με αποτέλεσμα ο δεύτερος να βρει τραγική κατάληξη. Τι θα συνέβαινε τότε; Υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει την αυτόφωρη διαδικασία ο νέος; Ούτε κατά διάνοια. Άσε που μέσα στο κρατητήριο σίγουρα θα βρίσκονταν τα γνωστά θρασύδειλα αποβράσματα που κάτω από την αστυνομική στολή φορούν τα εμβλήματα της συμμορίας του υποκόσμου με τον παραφύση μαίανδρο, ο οποίος παραπέμπει στη ναζιστική σβάστικα και θα το είχαν μαυρίσει στο ξύλο για παραδειγματισμό.

Και η δικαιοσύνη; Ποια δικαιοσύνη; Μέσα σ’ ένα τέτοιο καθεστώς όπου η έννοια του δικαίου έχει ταυτιστεί απόλυτα με το συμφέρον του ισχυρού και της εξουσίας η τέχνη κάθε δικαστή και εισαγγελέα συνίσταται – στην καλύτερη περίπτωση – «εις το να πλατύνη τα πράγματα και τα μυίας να μεταποιεί εις ελέφαντας,» όπως έγραφε ο Παύλος Καλιγάς στον Θάνο Βλέκα ήδη από το 1850. Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύει το χειρότερο, δεν είναι παρά τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας κι αυτών που κρύβονται πίσω της. Να γιατί οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ο ελεγκτής κι ο συνεργός του είναι «ανθρωποκτονία εξ αμελείας». Έστω κι αν από τη στιγμή που ασκήθηκε φυσική βία εναντίον του νέου προκειμένου να κρατηθεί παρά τη θέλησή του, το «εξ αμελείας» είναι πρόκληση που προσβάλλει κάθε έννοια δικαίου.

Όμως, εδώ ακριβώς βρίσκεται το κουμπί. Το εντεταλμένο όργανο της εξουσίας, είτε πρόκειται για ελεγκτή, είτε για οποιονδήποτε άλλο, έχει δικαίωμα να ασκήσει φυσική βία, να ποδοπατήσει με τον πιο προκλητικό τρόπο την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε πολίτη, ακόμη και για ένα αντίτιμο εισιτηρίου. Πρέπει ο ραγιάς να αισθάνεται ραγιάς σε κάθε φάση της καθημερινής ζωής του. Και πότε ο ραγιάς έχει πεισθεί ότι δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από ραγιάς; Όταν πληρώνει αδιαμαρτύρητα και από φόβο ότι του απαιτεί η εξουσία, όσο παράλογο κι αν είναι, όσο κι αν θέτει την ίδια την επιβίωσή του σε κίνδυνο. Τα χαράτσια και ο αγάς που τα εισπράττει κάνουν τον ραγιά φιλήσυχο, έλεγε παλιά το δοβλέτι.

Κι αν χαθεί μια ζωή; Κι αν χαθεί η ζωή του παιδιού σου; Τι πειράζει; Το εντεταλμένο όργανο της εξουσίας το πολύ-πολύ να αντιμετωπίσει καμιά κατηγορία «εξ αμελείας» με όλους τους υπουργούς, τους αστυνόμους, τους εισαγγελείς, τους δικαστές, τους επιθεωρητές και τα υπόλοιπα θηρία της εξουσίας σε παρέλαση να εφαρμόζουν το νόμο, το δικό τους νόμο. Κι ο ραγιάς, ραγιάς.

Γιατί εκπλήσσεσαι; Γιατί κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις; Εμείς δεν τους έχουμε επιτρέψει να έχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου στα παιδιά μας; Χρειάζεται να πηδήξει και να σκοτωθεί ένα νέο παιδί ώστε να γλυτώσει τον εξευτελισμό για να αντιληφθούμε πόσο μηδαμινή αξία έχει μια ανθρώπινη ζωή σήμερα μέσα στο καθεστώς που ζούμε; Ειδικά όταν πρόκειται για τη ζωή ενός νέου. Θάνατος δεν είναι για τα παιδιά μας η ανεργία που με δόλιο τρόπο τα έχουν καταδικάσει; Θάνατος δεν είναι για τους νέους το αδιέξοδο μιας δουλειάς χωρίς μέλλον για ένα ξεροκόμματο, ή ενός μέλλοντος χωρίς δουλειά; Τι σε εκπλήσσει λοιπόν;

Γιατί σοκάρεσαι με τον ακαριαίο θάνατο ενός νέου και δεν εξεγείρεσαι με τον αργόσυρτο θάνατο μιας ολόκληρης νεολαίας, μιας ολόκληρης κοινωνίας κάτω από ένα καθεστώς που σε κάθε πτυχή του θέλει να εθιστούμε στο παλιό δόγμα του φασισμού, ότι μόνο η εξουσία έχει το μονοπώλιο της βίας. Τι κι αν πεθάνουν χιλιάδες σαν τον νέο που σκοτώθηκε για να γλυτώσει τον εξευτελισμό. Τι κι αν είναι το δικό σου παιδί. Τι σε νοιάζει; Εσύ θα βρεις χιλιάδες δικαιολογίες για να μην επαναστατήσει το είναι σου. Για να μην κάνεις κάτι. Για να μην κάνεις ότι περνά από το χέρι σου προκειμένου να βουλιάξει αυτό το καθεστώς και οι συνεργοί του, να αποτεφρωθεί από τις φλόγες της οργής ενός λαού που τον θανατώνουν εξεπιτούτου, με πρώτα τα παιδιά του, για να του αρπάξουν την πατρίδα, το βιός και το μέλλον του.

Αισθάνομαι να ξεχειλίζω. Όχι από οργή. Η οργή έχει εξαντληθεί προ πολλού. Ξεχειλίζω από μίσος για όλους αυτούς που μας έχουν φέρει σ’ αυτήν την κατάσταση να βλέπουμε τα παιδιά μας να τους στερούν το παρόν και το μέλλον, να αργοπεθαίνουν καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Και την ημέρα της κηδείας αυτού του νέου, του δικού μας παιδιού, που δολοφονήθηκε από ένα ολόκληρο καθεστώς δεν έχω παρά να διαβεβαιώσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο όλους τους κυρίους και τις κυρίες αυτού του καθεστώτος: Δείτε με τι ταχύτητα η άμμος χάνεται από την κλεψύδρα της ζωής σας. Πολύ σύντομα οι ανοιχτοί λογαριασμοί μαζί σας θα κλείσουν μια και καλή. Ο νόμος της ιστορικής ανταπόδοσης θα λειτουργήσει και πάλι για να αποκαταστήσει τη διαταραγμένη κοινωνική ισορροπία και την ανύπαρκτη δικαιοσύνη. Κι ως τότε στο μόνο που έχετε να ελπίζετε είναι στον οίκτο των θυμάτων σας, του απλού κόσμου, του κόσμου του μεροκάματου, που μέρα με τη μέρα λιγοστεύει επικίνδυνα για εσάς.

Κι όταν θα έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα όπου οι νεκροί και οι αδικημένοι θα βρουν τη δικαίωσή τους, ο αδικοχαμένος νέος, το δικό μας παιδί, θα βρίσκεται εκεί ολοζώντανο να σέρνει τον χορό της νίκης, σαν έναν λεβέντικο τσάμικο, ή ποντιακό πυρρίχιο, με τρόπο που μόνο τα καλύτερα παλικάρια της πατρίδας μας με αλύγιστη ψυχή και ακόρεστη δίψα για την ζωή ξέρουν. Κι εμείς, οι γονείς του, θα είμαστε εκεί να τον χαρούμε στην αυγή μιας νέας Ελλάδας.ΠΗΓΗ