Η
καθοριστική συμβολή ενός άξιου ηγήτορα, του διοικητή της VII Μεραρχίας
Πεζικού, στον θρίαμβο των ελληνικών όπλων. Συμβολή που συνήθως αγνοείται
κατά τους εορτασμούς της ιστορικής επετείου.
Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό.
Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1939 η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της
Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν’
αποκαλύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του
Αίμου και στη Μεσόγειο.
Η κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς
την ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν φυσικό ν’ ανησυχήσουν την ελληνική
κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς
ευθύνης της VIII Μεραρχίας (Ήπειρος) και της IX Μεραρχίας (Δ.
Μακεδονία). Να τονίσουμε εδώ ότι από το 1936 έχει γίνει μια μεγάλη
προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων σε ελαφρύ και βαρύ οπλισμό.
Ο Μουσολίνι, με προσωπικές επιστολές προς τον Ιωάννη Μεταξά,
προσπαθούσε να τον πείσει για τις φιλικές σχέσεις των δύο λαών και ότι η
Ιταλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της
Ελλάδας.
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο
οποίος γνωρίζει όλες τις κινήσεις των Ιταλών στο αλβανικό έδαφος,
περνάει στιγμές αγωνίας γιατί η δύναμη της μεραρχίας είναι ασήμαντη και
δεν έχει γίνει καμιά αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το Γενικό Επιτελείο
Στρατού δεν το είχε απασχολήσει ως το 1939 το ενδεχόμενο ιταλικής
επίθεσης από την ξηρά. Γι’ αυτό δεν υπήρχε σχέδιο επιχειρήσεων για την
αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Όμως, από το 1914, περίοδο του αγώνα των
Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αυτονομία τους, η Ιταλία έχει
αποκαλύψει τα σχέδια της για την κυριαρχία της στην Αδριατική και στη
χερσόνησο του Αίμου.
Οι αγωνίες του Κατσιμήτρου κορυφώνονται όταν την Κυριακή του Πάσχα (9
Απριλίου 1939) έλαβε τηλεφωνικά (χωρίς έγγραφη επιβεβαίωση) από το ΓΕΣ
μια διαταγή «γρίφο» η οποία, μεταξύ των άλλων, περιείχε τούτες τις
διαφορούμενες εντολές:
«Η κυβέρνηση εν όψει ενδεχομένης εισβολής του ιταλικού στρατού εις
ημέτερον έδαφος, εξουσιοδοτεί τον διοικητήν της μεραρχίας να
επιστράτευση ταύτην και δίδει αυτώ εντολήν ν’ απόκρουση δια των όπλων
πάσαν απόπειραν εισβολής».
Στη διαταγή τονίζεται ιδιαίτερα ότι: «Η επιστράτευσις της
μεραρχίας θα ενεργηθή μόνο εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών ιταλικών
δυνάμεων κατά της μεθορίου…» Δηλαδή χρονικά αδύνατο, γιατί επιστράτευση
στο θέατρο των επιχειρήσεων είναι ανέφικτη, εφόσον διεξάγονται
επιχειρήσεις, ή τουλάχιστον είναι άκαιρη. Ακόμη, στην Ήπειρο δεν υπήρχε
οργανωμένη τοποθεσία για την κάλυψη της επιστράτευσης με αμυντικό αγώνα.
Ο Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του “Η Ήπειρος προμαχούσα” (σελίδες
18-19) γράφει: «Είναι ευνόητον πάσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας
δημιουργεί η εντολή αυτή εις τον διοικητήν της Μεραρχίας, όστις όμως δεν
είχε τα μέσα ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του». Και συνεχίζει: «Καθ’
όλην την μακράν αυτού στρατιωτ-κήν ζωήν και τους τεσσάρας πολέμους εις
ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας
έλαβε μέρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας
περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του».
Ο Χ. Κατσιμήτρος επισκέπτεται συχνά τις μονάδες της μεραρχίας από την
Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους
οπλίτες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα
τμήματα προκαλύψεως. Μεταβάλλει τη Μεραρχία σε εργοτάξιο αμυντικής
οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η
απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια
την τοποθεσία Ελαίας. Διαμαρτύρεται εντονότατα προς το Γενικό Επιτελείο
Στρατού για την μη διάθεση επαρκών πιστώσεων για την αμυντική οργάνωση
του εδάφους.
Το αμυντικό δόγμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της κυβέρνησης
έχει μείνει στις αρχές άμυνας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στη
στατική άμυνα βασισμένη στην οχύρωση του εδάφους και όχι στην οργάνωση
ευέλικτων και ταχυκίνητων μονάδων. Από τις 4 Μαΐου 1939 συντάχθηκε το
σχέδιο IB (Ιταλία -Βουλγαρία) που ιεραρχούσε τις απειλές αντίστροφα:
«Βουλγαρία – Ιταλία». Για την αμυντική οργάνωση του εδάφους από τον
Απρίλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940 επί συνολικής δαπάνης 851
εκατ. δραχμών, διετέθησαν 769 εκατ. (90,4%) για οχυρωματικά έργα στον
βουλγαρικό τομέα και 82 εκατ. (9,6%) στον αλβανικό, αν και ήταν πλέον
ορατή η ιταλική απειλή.
Η αμυντική οργάνωση του εδάφους στην Ήπειρο, για τον στρατηγό
Κατσιμήτρο, ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του σχεδίου
του, μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων. Τον συγκινεί
ιδιαίτερα η εθελοντική προσφορά εργασίας των κατοίκων.
Οι απροκάλυπτες πλέον υποσχέσεις προς τους Αλβανούς των Μουσολίνι,
Τσιάνο και στρατάρχη Μπαντόλια, για επέκταση των ορίων της Αλβανίας προς
«Τσαμουριά», η προώθηση σοβαρών ιταλικών δυνάμεων με επιθετική διάταξη,
υποχρεώνουν το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου
1939 να διατάξει την μερική αρχικά και καθολική αργότερα (5 Οκτωβρίου
1940), επιστράτευση της VIII Μεραρχίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ιταλοί
«Τσαμουριά» έλεγαν την «Θεσπρωτία», γιατί εκεί υπήρχε η μειονότητα των
Τουρκαλβανών «Τσάμηδων», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού
πολέμου διέπραξαν βιαιότητες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.
Το 1940 βρίσκει τη Μεραρχία σε πλήρη οργασμό, που καλύπτει όλους τους
τομείς (οργάνωση, εκπαίδευση, αμυντική οργάνωση του εδάφους, διασπορά
αποθηκών) από τη μια άκρη ως την άλλη, της πολύ μεγάλης ζώνης ευθύνης
της.
Ο Μουσολίνι σπεύδει
Η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την επίθεση της Γερμανίας
κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της
κατάληψης των κρατών της Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως
το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Νορβηγία, το
Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρατού
στη Γαλλία και ο εξαναγκασμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη,
δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφοράς της Ευρώπης.
Έκπληκτος ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της
κατάστασης υπέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει
τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν
καταρρεύσει, γιατί φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυτός να
βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου μας.
Με την κατάρρευση της Γαλλίας και την υπογραφή της ανακωχής στις 22
Ιουνίου 1940 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ
Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μάσκα της προσποιητής
ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται απειλητική.
Ο ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργάζεται με την
Αγγλία και την απειλεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέχρι 6 Αυγούστου
ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα προσβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοηθητικό
πλοίο του Στόλου Ωρίων και το αντιτορπιλικό Ύδρα στον Κόλπο Κισσάμου της
Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυχία, τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς
Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέλος, ο
τορπιλισμός της Έλλης (2.115 τόνων), στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι
της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική διαπίστωση της επικείμενης επίθεσης
κατά της Ελλάδας.
Τον τορπιλισμό της Έλλης από ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύπτει στο
Ημερολόγιό του ο κόμης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον
«ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε
Βέκκι».
Η εγκληματική αυτή ιταλική ενέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ολόκληρο
τον ελληνικό λαό, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε το μίσος κατά των Ιταλών. Η
διαίσθησή του δεν του άφηνε αμφιβολίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι
Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν
αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Λίγο πριν από την εισβολή, η διάταξη των δυνάμεων είχε ως εξής:
Ιταλικές Δυνάμεις:
Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση: Διοικητής στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
Το XXV Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Κάρλο Ρόσσι. Τέσσερις μεραρχίες
(η 23η «Φερράρα», η 51η «Σιένα», η 131η Τ/Θ «Κενταύρων» και μια
μεραρχία ιππικού). Συνολική δύναμη 42.000 άνδρες περίπου.
Το XXVI Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Τέσσερις
μεραρχίες (η 49η «Πάρμα», η 29η «Πιεμόντε», η 19η «Βενέτσια» και η 53η
«Αρέτζο»). Συνολική δύναμη 44.000 άνδρες περίπου.
Μεταξύ των δύο σωμάτων στρατού στον Τομέα της Πίνδου. 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».
Γενικό σύνολο: 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες (23 βαριές), 150
άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, έξι τάγματα όλμων και ένα τάγμα
πολυβόλων.
Ελληνικές δυνάμεις:
Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
VIII Μεραρχία Πεζικού: Διοικητής υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος, και το
στρατηγείο της III Ταξιαρχίας Πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη
πεζικού Γιατζή Δημήτριο. Συνολικά περιλάμβανε: τέσσερις διοικήσεις
συνταγμάτων πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, πέντε
ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία
πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Το
39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας (κινούμενο από την
Αιτωλοακαρνανία προς Ήπειρο).
Στις 12 Οκτωβρίου 1940: Τέθηκε στη διάθεση της μεραρχίας ο
υποστράτηγος Λιούμπας Ν. στον οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα της
Θεσπρωτίας. Έφθασε μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία (τρία πυροβόλα), η
οποία διατέθηκε για την προστασία των Ιωαννίνων. Συμπληρώθηκαν οι
διοικήσεις της Μεραρχίας ως ακολούθως: Αρχηγός Πεζικού Μεραρχίας: σ/χης
Ντρες Γεώργιος. Διοικητής του 4ου Συν/τος Πεζικού: σ/χης Παπαδόπουλος Κ.
Διοικητής του 40ού Συν/τος Ευζώνων: σ/χης Τσακαλώτος Θρ.
Στις 27 Οκτωβρίου 1940 η VIII Μεραρχία έχει συμπληρώσει την επιστράτευσή της.
Θέατρο επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας.
Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ): Διοικητής αντιστράτηγος Πιτσίκας Ιωάννης (έδρα Κοζάνη).
Το Β’ Σώμα Στρατού: Διοικητής αντιστράτηγος Παπαδόπουλος Δημήτριος με
τις: Ι Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Βραχνός Δημήτριος, IX Μεραρχία:
διοικητής υποστράτηγος Ζυγούρης Χρίστος, V Ταξιαρχία Πεζικού: διοικητής
συνταγματάρχης Πεζικού Καλής Αναστάσιος, IX Συνοριακό Τομέα.
Το Γ’ Σώμα Στρατού: διοικητής αντιστράτηγος Τσολάκογλου Γεώργιος
(έδρα Θεσσαλονίκη), με τις: Χ Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Κίτσος
Χρίστος, XI Μεραρχία: διοικητής συνταγματάρχης Πυροβολικού Κώσταλος
Γεώργιος: IV Ταξιαρχία Πεζικού, διοικητής υποστράτηγος Μεταξάς
Αγαμέμνονας και τους IX, Χ και XI Συνοριακούς Τομείς.
Το Απόσπασμα Πίνδου: Διοικητής ο έφεδρος, εκ μονίμων, συνταγματάρχης
Δαβάκης Κωνσταντίνος (Επταχώρι). Τομέας Ευθύνης: Μεταξύ του δεξιού της
VIII Μεραρχίας και του αριστερού της IX Μεραρχίας (Ανάπτυγμα ΖΕ 37
χιλιόμετρα περίπου). Περιελάμβανε: Το 51 Σύνταγμα Πεζικού (μείον), μία
ορειβατική πυροβολαρχία 75 χιλ., έναν ουλαμό πυροβολικού συνοδείας των
65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού. Είχε σοβαρές ελλείψεις σε οπλισμό,
ιματισμό, υπόδηση και εφεδρικά πυρομαχικά. Από οκτώ διοικητές λόχων δύο
ήταν ανθυπολοχαγοί και δύο έφεδροι λοχαγοί. Από τους 32 διμοιρίτες τρεις
μόνο ήταν μόνιμοι.
Συνολική ελληνική δύναμη: Τριάντα εννέα τάγματα πεζικού, 40½ πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων. Περίπου δύναμη 35.000 άνδρες.
Σύγκριση δυνάμεων
Στην Ήπειρο: Έναντι των 22 ταγμάτων πεζικού, τριών συνταγμάτων ιππικού,
61 πυροβολαρχιών (18 βαριές) και 90 αρμάτων μάχης του XXV Ιταλικού
Σώματος Στρατού, υπήρχαν 15 τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως και
16 πυροβολαρχίες (δύο μόνο βαριές), της VIII Μεραρχίας.
Στην Πίνδο: Έναντι πέντε ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού της
Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών, υπήρχαν δύο τάγματα πεζικού, μία ίλη
ιππικού και μιάμιση πυροβολαρχία του αποσπάσματος Πίνδου.
Στη Δυτική Μακεδονία: Έναντι 17 ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού,
24 πυροβολαρχιών (5 βαριές) και 10 αρμάτων μάχης του XXVI Ιταλικού
Σώματος Στρατού, υπήρχαν 22 τάγματα πεζικού, δύο ομάδες αναγνωρίσεως και
22 πυροβολαρχίες (επτά βαριές) του ΤΣΔΜ.
Συμπεράσματα: Στην Ήπειρο ήταν συντριπτική η υπεροχή των Ιταλών σε
πυροβολικό και άρματα. Στην περιοχή Δυτικής Μακεδονίας οι μονάδες ήταν
ισοδύναμες με μικρή υπεροχή των ελληνικών. Στην περιοχή της Πίνδου οι
Ιταλοί υπερτερούσαν, σε αναλογίες 1:2 περίπου στο πεζικό και 1:4 στο
πυροβολικό.
Να επισημάνουμε και τα ακόλουθα:
Η ασφάλεια των ακτών μας ήταν επισφαλής, γιατί η ιταλική υπεροχή του
ναυτικού ήταν συντριπτική. Στηριζόμαστε μόνο στις ναυτικές δυνάμεις της
Μ. Βρετανίας και στις δεσμεύσεις της Ιταλίας με τη Λιβύη.
Στην αεροπορία, η ιταλική είχε την κυριαρχία αέρος σ’ ολόκληρο τον
ελληνικό και αλβανικό χώρο. Έναντι 400 αεροσκαφών της ιταλικής
αεροπορίας διαθέταμε 143 αεροσκάφη παλαιού τύπου και μικρής αποδόσεως.
Τα 65 διαφόρων αποστολών (βομβαρδιστικά κ.λπ.) ήταν σε καλή κατάσταση.
(Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου
1940-1941 της Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού). Να
προσθέσουμε ακόμη ότι: Η αμυντική οργάνωση του ελληνικού εδάφους, κυρίως
στην Ήπειρο, με τις έντονες προσπάθειες της VIII Μεραρχίας, το δύσβατο
του εδάφους με τα περιορισμένα δρομολόγια και οι δυσμενείς καιρικές
συνθήκες ήταν αρνητικοί παράγοντες για τις επιθετικές επιχειρήσεις των
Ιταλών. Το στρατηγικό συμπέρασμα ήταν ότι η έκβαση των επιχειρήσεων
κυρίως στην Ήπειρο (τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά) ήταν υπόθεση τόλμης και
αντοχής του προσωπικού της VIII Μεραρχίας, τις 5-10 πρώτες ημέρες,
γιατί, με τον ερχομό των ενισχύσεων και την πτώση του ηθικού των Ιταλών
(επακόλουθο της αποτυχίας), η πλάστιγγα της νίκης θα έγερνε υπέρ των
ελληνικών δυνάμεων. Αυτό πέτυχε η VIII Μεραρχία με διοικητή τον γεναίο
υποστράτηγο Χ. Κατσιμήτρο. Το πώς φτάσαμε σ’ αυτή την κοσμοϊστορική
επιτυχία θα το δούμε στη συνέχεια.
Αποστολή της VIII Μεραρχίας
Όταν από τα επίσημα αρχεία διαβάσεις την αποστολή που δόθηκε στη
Μεραρχία και έχεις έστω και υποτυπώδεις γνώσεις τακτικής και
στρατηγικής, σου είναι αδύνατον να πιστέψεις ότι μια τέτοια «αποστολή»
δόθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με υπογραφή του τότε αρχηγού
Αλέξανδρου Παπάγου. Μέσα από τρία σχέδια επιχειρήσεων (τα IB, ΙΒα και
ΙΒβ) και τις προφορικές οδηγίες του αρχηγού ΓΕΣ προς τον διοικητή της
Μεραρχίας, που μετέφερε ο ταγματάρχης Γρίβας Γεώργιος, επιτελής του ΓΕΣ
(πήγε αεροπορικώς στα Γιάννινα στις 24.8.1940), σταχυολογώ τις κύριες
εντολές:
«Αι δυνάμεις Ηπείρου έχουν ως αποστολήν:
• Την κάλυψιν του αριστερού του θεάτρου της Δυτικής Μακεδονίας από της γενικής κατευθύνσεως Ιωάννινα-Ζυγός Μετσόβου.
• Την απόφραξιν των προς Αιτωλοακαρνανίαν εξ Ηπείρου αγουσών οδεύσεων (κυρία προσπάθεια).
• Την απαγόρευση κατά το δυνατόν της υπό του αντιπάλου καταλήψεως της
ηπειρωτικής ακτής και του ελέγχου των στενών Κερκύρας – Ηγουμενίτσας».
Στις αλλεπάλληλες διαταγές και οδηγίες του ΓΕΣ προς την Μεραρχία υπήρχαν και τα ακόλουθα:
…Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας… Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων.
…Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσητε… τα νώτα σας.
…Η Μεραρχία να μην υπολογ-ζη επί μεταφορών των μονάδων της δια ταχυκινήτων μέσων.
…Η απώλεια του εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η
αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσσαλία και
Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών.
Αυτά τα διαδοχικά σχέδια, διαταγές και οδηγίες, δημιουργούσαν τεράστιες
ευθύνες στον διοικητή της μεραρχίας. Μόνο μια στρατηγική μ. μονάδα (Σώμα
Στρατού και άνω) θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτόν το διμέτωπο αγώνα
από του όρους Γκαμήλα μέχρι του Ιονίου Πελάγους (Ηγουμενίτσα), βάθους
80 περίπου χιλιομέτρων, και από της Ηγουμενίτσας μέχρι και του
Αμβρακικού Κόλπου, του ιδίου περίπου αναπτύγματος.
Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, πέρα από τις γνώσεις του (απόφοιτος της
Ανωτέρας Σχολής Πολέμου), γνωρίζει άριστα τα προβλήματα της διοικήσεως
ως διοικητής μονάδων και μεγάλων μονάδων. Έχει σπουδάσει την τακτική και
τη στρατηγική στα πεδία των μαχών τεσσάρων πολέμων (τραυματίας στη Μ.
Ασία). Κοσμείται δε με τα προσόντα ενός τέλειου ηγήτορα, προβληματίζεται
αλλά δεν αιφνιδιάζεται. Τούτες τις καθοριστικές στιγμές της ζωής του
ακούει το κάλεσμα της μοίρας και δεν υποτάσσεται στο ριζικό της. Είναι ο
«εκλεκτός», και όχι ο «κλητός», ο ευθυνόφοβος, ο ηττοπαθής. Γνωρίζει
άριστα τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου
και το προσωπικό της Μεραρχίας, το σύνολο του οποίου είναι Ηπειρώτες.
Είναι διοικητής της Μεραρχίας από το 1938.
Έχει εκτιμήσει σωστά τις καταστροφικές συνέπειες σε περίπτωση
επιβραδυντικού αγώνα και εγκατάλειψης της Ηπείρου. Απέκλεισε
κατηγορηματικά την αναδίπλωση της Μεραρχίας επί της γραμμής Ζυγός
Μετσόβου-Άραχθος Ποταμός. Παίρνει εκείνος τις δικές του αποφάσεις.
«Η Μεραρχία έχει την απόφασιν να παρασύρη τον αντίπαλον επί της
οργανωμένης κατά το μάλλον και ήττον τοποθεσίας της Ελαίας και αφού
επιφέρει εις τούτον φθοράν, δια γενικής αντεπιθέσεως θα επιδιώξη να τον
απορρίψη πέραν των ουνόρων, αποκόπτουσα αυτόν από τας γραμμάς
συγκοινωνιών και ανεφοδιασμού του».
Αυτά γράφει ο υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος στη διαταγή του της 23ης
Σεπτεμβρίου 1940. Νέες οδηγίες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι οποίες
συνεχίζουν να φωτογραφίζουν την έλλειψη αποφασιστικότητας και ένα βαθμό
ηττοπάθειας, δεν κλονίζουν την απόφαση του διοικητή της VIII Μεραρχίας.
Ιταλική επίθεση: 28 Οκτωβρίου 1940
Κατά την επεξεργασία των πληροφοριών που έφτασαν στις 27 Οκτωβρίου 1940
(ημέρα Κυριακή) στο στρατηγείο της VIII Μεραρχίας από το άρτια
οργανωμένο σχέδιο αναζήτησης και συλλογής πληροφοριών, ο διοικητής της
Μεραρχίας με τους βασικούς επιτελείς του (επιτελάρχη αν/χη Δρίβα Χαρ.,
αρχηγό Πυροβολικού συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Π., δ/ντή 3ου επιτελ.
γραφείου ταγ/ρχη Πετρουτσόπουλο Π.), κατέληξαν στο συμπέρασμα της
εκδήλωσης ιταλικής επίθεσης την επομένη, 28η Οκτωβρίου 1940.
Ο διοικητής της Μεραρχίας, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το ΓΕΣ
(αν/χη Κορώζη) στις 27.10.1940 μεταβίβασε τα ακόλουθα: «Αναφέρατε
παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι
ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με
28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το
καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του
Γ.Ε.Σ. Δύνομαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και
τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».
Αυτό το ιστορικό τηλεφώνημα επιβραβεύει την αυτοπεποίθηση και την
γενναιότητα, ειδικά γνωρίσματα του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.
«Δηλαδή έχουμε πόλεμο»
Είναι γνωστή ή πρέπει να είναι γνωστή η επίδοση τελεσιγράφου, από τον
πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι, την 03:00 ώρα της 28ης
Οκτωβρίου 1940 στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο η
ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να καταλάβει ο στρατός της ορισμένες
στρατηγικές θέσεις στον ελληνικό χώρο, τις οποίες δεν προσδιόριζε.
Αν κοιτάξουμε ερευνητικά το κείμενο αυτού του ιταμού τελεσιγράφου, με
την τρίωρη προθεσμία αποδοχής ή απόρριψης των όρων, θα διαπιστώσουμε ότι
με οποιαδήποτε απάντηση οι Ιταλοί είχαν ήδη αποφασίσει την κήρυξη
πολέμου κατά της Ελλάδας, Αυτό το επισήμανε ο Μεταξάς με την παρατήρηση
που έκανε στον Ιταλό πρεσβευτή αμέσως μετά από την ανάγνωση του
κείμενου. Του είπε ξεκάθαρα: «Δηλαδή έχουμε πόλεμο!».
Ο Μεταξάς, χωρίς να συμβουλευθεί τον βασιλιά Γεώργιο, είπε το
ιστορικό ΟΧΙ στα αιτήματα των Ιταλών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ερχόταν
σε πλήρη αρμονία με την θέληση του δοκιμασμένου από τη δικτατορία
ελληνικού λαού. Η οργή και η αγανάκτηση για τον τορπιλισμό της Έλλης
είχε οδηγήσει σε καθολική εθνική ενότητα.
Η άρνηση του πρωθυπουργού να αποδεχθεί τις ιταλικές απαιτήσεις ήταν
το αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής εκτίμησης των συμφερόντων της χώρας.
Πρέπει να αποδεχθούμε χωρίς υστεροβουλίες ότι με αυτή την απόφαση
αποφύγαμε ένα νέο διχασμό, πολύ χειρότερο από εκείνον της περιόδου
1916-1922, με την γνωστή τραγική του κατάληξη. Εδώ ακριβώς γεννιέται το
πελώριο ερώτημα: Οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του Ι. Μεταξά, που τον
οδήγησαν στην απόφαση της αρνητικής απάντησης στις απαιτήσεις της
Ιταλίας, ήταν ακριβώς όμοιες με εκείνες του Ε. Βενιζέλου για τη
γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου· γιατί
λοιπόν πολέμησε τον εθνάρχη τότε, με ξέσπασμα της διαμάχης τον εθνικό
διχασμό; Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι οδυνηρές εμπειρίες του από την
περίοδο 1914-1922 είχαν επηρεάσει τους προσανατολισμούς του.
Με την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης από τα σπίτια τους, από την
εξορία (το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν εξορία στα νησιά), από τις
φυλακές (ήταν ασφυκτικά γεμάτες από αντιφρονούντες), από το χωράφι, από
το γραφείο, όλοι οι Έλληνες κρεμάστηκαν κυριολεκτικά σε κάθε μέσον
συγκοινωνίας για να φτάσουν το συντομότερο στο μέτωπο.
Η μοίρα είχε διαλέξει τη Μεραρχία Ηπείρου (VIII Μεραρχία), μόνη από
τις μεγάλες μονάδες, να υπερασπιστεί την τιμή και την εδαφική
ακεραιότητα της πατρίδας εναντίον εχθρού με ασύγκριτα περισσότερες
δυνάμεις και με αντίθετες αποφάσεις ως προς την εκπλήρωση αυτής της
αποστολής, μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου (έδρα το ξενοδοχείο Μ.
Βρετανία στην Αθήνα) και του διοικητή της Μεραρχίας, ο οποίος από την
πρώτη ημέρα της έναρξης των επιχειρήσεων εγκατέστησε το στρατηγείο του
στη θέση Βρύση-Πασσά (10 χιλιόμετρα νότια από το Καλπάκι).
Στις 05:30 της 28ης Οκτωβρίου τα ιταλικά στρατεύματα, μισή ώρα πριν
από την εκπνοή του τελεσιγράφου, παραβίασαν την ελληνική μεθόριο στην
περιοχή Πίνδου – Ηπείρου.
Τα τμήματα προκάλυψης στον τομέα της Ηπείρου, μετά από διήμερο (28-29)
σκληρό επιβραδυντικό αγώνα, μπήκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία και
εγκαταστάθηκαν σε προβλεπόμενες από το σχέδιο επιχειρήσεων θέσεις για
την ανασυγκρότηση τους.
Κατά το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, στον τομέα της Πίνδου δημιουργήθηκε
σοβαρή κατάσταση. Οι λίγες δυνάμεις του αποσπάσματος Πίνδου δεν μπόρεσαν
ν’ αναχαιτίσουν τις ισχυρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια».
Δημιουργήθηκε ρήγμα, κυρίως την κοιλάδα του Αώου, το οποίο αποκάλυπτε το
πλευρό των μονάδων του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου. Τα ιταλικά τμήματα
έφθαναν ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Το απόσπασμα
Πίνδου, με διοικητή τον έφεδρο εκ μονίμων (ανακλήθηκε τον Αύγουστο του
1940 στην ενεργό υπηρεσία) συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, δεν μπόρεσε
να κρατήσει τις επιθέσεις της μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια». Την 1η
Νοεμβρίου είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά και να αποχωρήσει. Την
διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης πανάξιος ηγήτορας,
ταγματάρχης τότε, Ιωάννης Καραβίας.
Άνευ ιδέας αποχωρήσεως
Στις 30 Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο, με προσωπική διαταγή προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας, του επισημαίνει τα ακόλουθα:
«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη
του θεάτρου της Δυτ. Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα-Ζυγός
και η απόφραξη των δρομολογίων από την Ήπειρο προς Αιτωλοακαρνανία (…)
Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο δεν
πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν
προβληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».
Ο διοικητής της Μεραρχίας, αφού ανακοίνωσε την διαταγή του Γεν.
Στρατηγείου στους διοικητές των τομέων Νεγράδων και Καλαμά, με έγγραφη
απόρρητη διαταγή τους έκανε γνωστό ότι εξακολουθεί να εμμένει στην
απόφαση του ν’ αντιτάξει σταθερή άμυνα στην οργανωμένη τοποθεσία της
Ελαίας άνευ ιδέας υποχωρήσεως. Για την αντιμετώπιση της απειλής από τις
ορεινές διαβάσεις του όρους Σμόλικα έδωσε εντολή αναδίπλωσης στον
υποτομέα του Αώου και στο απόσπασμα Μετσόβου, το οποίο είχε διατεθεί στη
Μεραρχία από την 31η Αυγούστου.
Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης, ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, ηγέτης
αλλά και οικογενειάρχης, νηφάλιος και ατάραχος, γράφει στην αγαπημένη
σύζυγό του, μέσα από το αμπρί του, που είναι κοντά στο Καλπάκι:
Τ.Τ. 712 τη 30ή Οκτωβρίου 1940
«Αγαπημένη μου Ελένη,
»Μην ανηυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρμόζεται όπως
έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα
είναι φήμαι αδέσποτοι.
»Κρατάμε καλά και εντός ολίγou θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται.
Εξαιρετική είναι η δράσις του πυροβολικού μας το οποίοv έχει καταστρέψει
αρκετά άρματα μάχης του εχθρού και το βαρύ πυροβολικό του το εσίγησε.
Σε ασπάζομαι
Χαράλαμπος»
Διαπίστωση, από τις λίγες αυτές γραμμές, είναι η ακλόνητη εμμονή του
στην αρχική του απόφαση. (Το απόκομμα της επιστολής είναι ευγενική
προσφορά του γιου του στρατηγού, υποστράτηγου ε.α. Γεωργίου
Κατσιμήτρου).
Πρέπει να επισημανθεί η συμβολή, σε αυτό το απίστευτο κατόρθωμα, μιας
φούχτας Ελλήνων, του διοικητή της Ι Μεραρχίας τότε υποστρατήγου
Βασιλείου Βραχνού. Στις 30 Οκτωβρίου, στις κρίσιμες ώρες της μάχης της
Πίνδου, πήγε ο ίδιος με μέρος του επιτελείου του στο Επταχώριο και
ανέλαβε τη διοίκηση όλων των μονάδων στον τομέα εκείνο.
Ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, στρατηγός Βισκόντι
Πράσκα, είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940, ημέρα
απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης για την επίθεση κατά της Ελλάδας, ότι η
ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης.
Δύο μεραρχίες, η Μεραρχία «Κενταύρων» και η Μεραρχία «Φεράρα», με την
υποστήριξη της αεροπορίας και τον καταιγισμό πυρών πυροβολικού, που
αργότερα ενισχύθηκαν από τρεις ακόμη επίλεκτες μ. μονάδες, επί 12 ημέρες
δεν θα μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Θα δουν τα άρματα
τους κατεστραμμένα και γκρεμισμένα σε παγίδες της αντιαρματικής
οργάνωσης που φωτογραφίζει το ελληνικό δαιμόνιο. Παρουσιάζεται για πρώτη
φορά στη στρατιωτική ιστορία το φαινόμενο, μόνο το πυροβολικό να τρέπει
σε φυγή μονάδες αρμάτων και πεζικού σε βάθος 20 χιλιομέτρων. Κάποια
διείσδυση των Ιταλών στον τομέα της Θεσπρωτίας θ’ ανακοπεί στον ποταμό
Αχέροντα.
Η 13η Νοεμβρίου βρίσκει τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην
Πίνδο να έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού μας εδάφους.
Στη ΒΔ Μακεδονία να βρίσκονται μέσα στο αλβανικό έδαφος (Βορείου
Ηπείρου), έτοιμες να καταλάβουν τον ορεινό όγκο της Μόροβας και τον
κόμβο των συγκοινωνιών της Κορυτσάς.
Το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων έχει ανέβει κατακόρυφα. Αντίθετα, το
προσωπικό των ιταλικών μονάδων βρίσκεται ψυχικά σε απελπιστική
κατάσταση. Ο δε αλαζόνας στρατηγός Πράσκα αντικαταστάθηκε ως ανίκανος,
από τον στρατηγό Σοντού, που και εκείνος αργότερα αντικαταστάθηκε με το
ίδιο αιτιολογικό.
Στην ίδια περίοδο επιστρατεύθηκαν, για το θέατρο επιχειρήσεων της
Αλβανίας, 11 μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού, μία μεραρχία και μία
ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες
232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη περίπου. Το σύνολο των
ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, με την άφιξη νέων ενισχύσεων, ήταν δύο
στρατιές, 240-250 χιλιάδες άνδρες περίπου.
Από αυτή τη στιγμή το άστρο της νίκης φωτίζει τα ελληνικά όπλα και ο απόηχος του έπους συγκλονίζει τον τότε φοβισμένο κόσμο μας.
Η ελληνική αντεπίθεση
Ούτε η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, κυρίως σε οπλισμό, αεροπορία
και μέσα μεταφοράς, ούτε οι αντίξοες καιρικές συνθήκες (βαρύς χειμώνας),
ούτε το δύσβατο του εδάφους, ούτε οι φοβερές δυσχέρειες ανεφοδιασμού
εμπόδισαν τον στρατό μας να αναλάβει γενική αντεπίθεση για την κατάληψη
και απελευθέρωση της Β. Ηπείρου.
Στον Νότιο Τομέα, το Α’ Σ.Σ. κατέλαβε τους Αγ. Σαράντα, το Αργυρόκαστρο,
τη Χειμάρρα και άνοιξε τον δρόμο για την προέλαση προς Αυλώνα.
Στον Κεντρικό Τομέα, το Β’ Σ.Σ. κατέλαβε την Πρεμετή και στο τέλος
Δεκεμβρίου έφτασε 15 χιλιόμετρα ανατολικά από την Κλεισούρα, την οποία
κατέλαβε αργότερα.
Στον Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ’ και Ε’ Σ.Σ.) κατέλαβε τον ορεινό όγκο
Μόροβας – Ιβάν, το Πόγραδετς και εξασφάλισε από δυτικά το υψίπεδο της
Κορυτσάς, την οποία κατέλαβε αργότερα.
Τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν να προελάσουν, μέσα σε ενάμιση μήνα,
στο έδαφος της Β. Ηπείρου από 30 ως 80 χιλιόμετρα, μέσω ορεινών
δρομολογίων. Δεν χρησιμοποιούσαν τους πεδινούς χώρους γιατί δεν είχαν
τεθωρακισμένα και οχήματα.
«Εαρινή επίθεση»
Ο σκληρός χειμώνας αναγκάζει τα ελληνικά στρατεύματα να ανακόψουν την
προέλασή τους, η οποία είχε ως τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόρριψη
των Ιταλών στη θάλασσα. Ο Μουσολίνι, που γνωρίζει την επικείμενη επίθεση
των Γερμανών κατά της Ελλάδας, για να εξευμενίσει τον Χίτλερ αποφασίζει
την εξαπόλυση γενικής αντεπίθεσης στις 9 Μαρτίου 1941 με 10 μεραρχίες.
Την αντεπίθεση παρακολουθεί ο ίδιος από το ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα).
Όμως και αυτή τη φορά το ακατάβλητο θάρρος και το πνεύμα αυτοθυσίας των
ελληνικών στρατευμάτων τον απογοητεύουν, γιατί δεν παραχωρούν ούτε μια
σπιθαμή εδάφους. Η αντεπίθεση στις 25 Μαρτίου εκφυλίζεται και ο
Μουσολίνι ταπεινωμένος φεύγει από τα Τίρανα για την Ιταλία με πρόθεση να
την επαναλάβει. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του
1941 θα ματαιώσει τα σχέδιά του.
Στις 6 Απριλίου 1941 η μικρή Ελλάδα δεν θα διστάσει να πει και δεύτερο
ΟΧΙ στην παντοδύναμη Γερμανία. Οι Γερμανοί θα περάσουν, όχι όμως από τα
οχυρά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Εκείνα θα μείνουν απόρθητα, για να
αναγκάσουν τον γερμανικό στρατό να «παρουσιάσει όπλα» προς τιμήν των
υπερασπιστών τους, όταν όλα έχουν τελειώσει.
Ο δραματικός επίλογος αυτού του πολυαίμακτου για την Ελλάδα πολέμου, που
σημαδεύει και το μεγαλείο της θυσίας για τα σύμβολα της πατρίδας και
για τις ανθρώπινες αξίες, θα γραφεί στις 27 Απριλίου 1941 στον Ιερό
Βράχο της Ακρόπολης. Κοντά στο μεσημέρι αυτής της ανοιξιάτικης ημέρας,
ένα γερμανικό τμήμα θα φτάσει στην Ακρόπολη. Εκεί υπάρχει ο Έλληνας
στρατιώτης, φρουρός της γαλανόλευκης που κυματίζει ακόμη ανέμελη στον
αττικό ουρανό.
Αυτό που ακολούθησε, όταν κάποιος στρατιώτης Γερμανός τον πλησίασε, θα
μας το πει με τον δικό του ποιητικό λόγο ο Γιάννης Γαλανός:
Τού ‘παν να κατεβάσει τη σημαία οι Γερμανοί, θα ύψωναν τη δική τους.
Ήταν αφτός φρουρός εκείνη την ώρα. Διπλώθηκε με αφτή κι έπεσε στο βράχο.
Κάτω της Ακρόπολης. Δεν την παρέδωσε. Ήταν Έλληνας αφτός, πώς να το
κάνει. Ένας στρατιώτης Έλληνας, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης. Κι ήταν η ώρα
του μεγάλου όχι αφτή. Άξιος του γένους στάθηκε. Να τον θυμάστε.
(Γιάννης Γαλανός, από τη συλλογή Φύλλα της Ζωής. Εκδόσεις «Φαίδων» 1996).
Επίλογος
Επίκαιρο μα και βασανιστικό προβάλλει το ερώτημα: Πόσοι από μας θα
νιώσουμε την ανάγκη, την 28η Οκτωβρίου, εκείνη την ημέρα της
περισυλλογής για τον έπαινο των θριαμβευτών και τον εντοπισμό των
σφαλμάτων για ένα σωστό φρονηματισμό μας; Πολλοί ή λίγοι; Δική σας η
απάντηση.
Όμως και εδώ τα φαινόμενα δεν απατούν. Η ηθική διαφθορά κορυφής μα και
βάσης, η ανευθυνότητα, η ανεμελιά μας, η απληστία και προ παντός η
απώλεια της ιστορικής μας μνήμης, με επακόλουθα τη λήθη, την ασέβεια
προς τους θριαμβευτές και ήρωες και πάνω από όλα την κατάπτωση των
ηθικών αξιών, που δίνουν το νόημα του ανθρώπινου προορισμού μας, είναι
οι αναμφισβήτητες διαπιστώσεις, που, αλίμονο, και αυτή τη φορά θα
καταλήξουν σε κάποια τραγωδία της πατρίδας μας, αν δεν συνετιστούμε, αν
δεν μας φρονηματίσει το βαθύτερο νόημα αυτής της επετείου.
Οι απογοητευτικές διαπιστώσεις είναι πολλές. Εγώ θα επισημάνω μία: Δεν
άκουσα ποτέ μέχρι σήμερα από τους ομιλητές των «πανηγυρικών» αυτών των
επετείων να μνημονεύουν τα ονόματα των κυρίων συντελεστών αυτού του
θριάμβου, των υποστρατήγων Χ. Κατσιμήτρου και Β. Βραχνού, του γενναίου
ταγματάρχη τότε Ι. Καραβία, ή και άλλων που δεν αναφέρονται σ’ αυτό το
κείμενο. Έχω την διαίσθηση ότι ο ελληνικός λαός, από λαθεμένη ενημέρωση,
θεωρεί ως μόνους δημιουργούς αυτού του «Έπους» τους Ι. Μεταξά, Αλ.
Παπάγο και τον βασιλέα Γεώργιο Β’. Κανείς δεν μπορεί να τους
αμφισβητήσει. Ήταν η ηγεσία της Ελλάδας τότε. Όμως και ο Ι. Μεταξάς και ο
Αλ. Παπάγος έχουν υμνήσει απερίφραστα και έχουν επιβραβεύσει με ηθικές
αμοιβές και τον ελιγμό της VIII Μεραρχίας και τις γενναίες ενέργειες
ηγετών και οπλιτών του στρατού Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας τότε. Ο δε
υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα, μνημεία
της ιστορικής αλήθειας, στον επίλογο του, σελ. 255, γράφει: «…αι παρ’
αυτού διατυπούμεναι γνώμαι και κρίσεις επί της πορείας και εξελίξεως των
πολεμικών επιχειρήσεων, ουδέ πόρωθεν έχουσι σκοπόν επικρίσεως
ουδενός…».
Εμείς γιατί είμαστε δέσμιοι των παθών μας;
Δημήτριος Λιμνιάτης, Αντιστράτηγος ε.α.
(Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 352, Οκτ. 1997)