Ένα ρεπορτάζ στο «βασίλειο των αστέγων» στην Πειραιώς με αφορμή την «ξενάγηση» του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο
Οι άλλοι πρωταγωνιστές Η δυστυχία δεν έχει χρώμα και φυλή
Εκατοντάδες μετανάστες, άστεγοι, τοξικομανείς, αλκοολικοί στο συσσίτιο για ένα πιάτο φαγητό
, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
Ο ήλιος δεν μπορούσε να αλλάξει σε τίποτα το κρύο που ένιωθες κατηφορίζοντας την Πειραιώς. Μια κλούβα της Αστυνομίας στη γωνία με τη Σωκράτους σού έδινε το μήνυμα ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά σήμερα. Μετανάστες, άστεγοι, αλκοολικοί, πρεζόνια, είχαν αρχίσει ήδη να στριμώχνονται στο στενό πεζοδρόμιο. 200... 300... 400... Προσπαθώ να τους μετρήσω, αλλά είναι μάταιο. Ένα ανθρώπινο ποτάμι που συνεχώς φουντώνει περιμένοντας ένα πιάτο φαγητό! Φωνές, σπρωξίματα, πειράγματα, καβγάδες.
Προχωρώ γρήγορα έχοντας στο πλάι μου τη Μαρία τη φωτογράφο. Ένας καλοντυμένος μετανάστης βρίσκεται ξαφνικά στα πόδια μας. Προσπαθούσε να κλέψει τη σειρά των μπροστινών του (!) και τον έσπρωξαν εκτός πεζοδρομίου. Τώρα, για τιμωρία, πρέπει να ξαναπάει στην αρχή της ουράς. Η Μαρία σηκώνει τη μηχανή και φωτογραφίζει. Κάποιοι βάζουν το χέρι τους μπροστά στο πρόσωπο. «Νo foto, no foto», φωνάζει μια παρέα μαύρων με γυαλιά ηλίου και ακουστικά στα αυτιά. Οι περισσότεροι όμως δίπλα τους ποζάρουν.
«Θα έχουμε επισήμους», σχολιάζει δυνατά ένας ξανθός, Αλβανός μάλλον, βλέποντας τη μεγάλη φωτογραφική μηχανή. «Ποιος, ποιος, ποιος;», αρχίζει να φωνάζει το ετερόκλητο πλήθος, οι περισσότεροι για χαβαλέ. «Ο Πατριάρχης»! Τους απαντά αυστηρά ο αστυνομικός που έχει κρεμάσει το αυτόματο στον λαιμό του και προσπαθεί να επιβάλει την τάξη στο ετερόκλητο πλήθος. «Ο Πατριάρχης». Σε λίγα δευτερόλεπτα η λέξη έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, αλλά βεβαίως κανείς δεν συγκινείται.
Ο πατέρας Ιωάννης, γνώριμος από προηγούμενη επίσκεψή μου, με διακρίνει με την άκρη του ματιού του και κάνει νεύμα να ανοίξει λίγο η καγκελόπορτα για να μπω. Όπως όπως, σέρνω μαζί μου και τη Μαρία. Μερικοί άστεγοι επωφελούνται και χώνονται και αυτοί στην αυλή. Μπροστά τους, στην εσωτερική ουρά της αυλής, είναι κυρίως γυναίκες και παιδιά. Οι παπάδες και οι εθελοντές που φυλάνε την πόρτα, τους έχουν επιτρέψει από νωρίτερα την είσοδο. Να μην περιμένουν στην εξωτερική ουρά, στριμωγμένες οι γυναίκες, μαζί με όλους αυτούς τους άνδρες.
«Ο κόσμος έχει αυξηθεί».
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει», με ενημερώνει ο Λευτέρης Σκιαδάς που είναι πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής Αστέγων. «Ο κόσμος έχει αυξηθεί πολύ. Τώρα πια έχουμε τρία συσσίτια την ημέρα, δύο του δήμου και ένα της Αρχιεπισκοπής. Στο μεσημεριανό συσσίτιο γύρω στις δώδεκα έρχονται μόνο Έλληνες, συνταξιούχοι, άστεγοι, εξαρτημένοι, οικογένειες. Το 80% είναι από τον άξονα της φτώχειας, τη Δυτική Αθήνα- Βοτανικός, Ακαδημία Πλάτωνος μέχρι Λιόσια». «Στο απογευματινό στις τρεις και το βραδινό στις έξι έρχονται κυρίως αλλοδαποί, Ασιάτες και Αφρικανοί», συμπληρώνει ο Κωστής Δήμτσας από τη ΜΚΟ της Εκκλησίας «Αλληλεγγύη». Σύνολο; Δυο- τρεις χιλιάδες γεύματα την ημέρα.
Στην άλλη είσοδο του Κέντρου, οι κάμερες έχουν στηθεί και περιμένουν
τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Σε μια γωνία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος συνομιλεί με τον δήμαρχο Νικήτα Κακλαμάνη, αναμένοντας τον Πατριάρχη. «Μέχρι τον Μάιο, τα συσσίτια θα έχουν επεκταθεί σε άλλες πέντε συνοικίες της Αθήνας», ακούω τον δήμαρχο να λέει. «Οι δημοσιογράφοι είναι έξω, εσείς γιατί είστε μέσα;», ρωτάω γελώντας τον Αρχιεπίσκοπο. «Γιατί ένας γέροντας μου έχει συστήσει να αποφεύγω τα 3 δέλτα: τους δημοσιογράφους, τους δικηγόρους και τους δεσπότες», απαντά- πάντα ετοιμόλογος- ο Αρχιεπίσκοπος. Του ζητώ να σχολιάσει αυτά που ακούγονται για κόντρες στην Εκκλησία όσον αφορά την ιθαγένεια στους μετανάστες.
«Η Εκκλησία δεν έφερε τους μετανάστες», μου απαντά. «Είναι υποχρεωμένη όμως, όταν της χτυπούν την πόρτα, να τους προσφέρει ό,τι μπορεί».
Στο «βασίλειο των αστέγων».
Θέλω να τον ρωτήσω γι΄ αυτά που δήλωσε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος, ότι αν εφαρμοστεί η πολιτική της κυβέρνησης για το μεταναστευτικό «θα μαυρίσει ο τόπος και θα γεμίσουμε με παραρτήματα της Αλ Κάιντα». Δεν προλαβαίνω όμως να τελειώσω το ερώτημα και οι φωνές των τηλεοπτικών συνεργείων μάς αναγκάζουν να σπεύσουμε προς την είσοδο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έφθασε. Χειραψίες, φωτογραφίες, συστάσεις και μετά έξοδος, στο «βασίλειο των αστέγων». Μια ντουζίνα κοστουμαρισμένοι από την ασφάλεια υψηλών προσώπων προσπαθούν να κάνουν κλοιό προστασίας για τον Πατριάρχη και τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Ιερώνυμος τους παραμερίζει πρώτος. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που περπατάει σε αυτή την αυλή. Αρχές του χρόνου, είχε έλθει ένα μεσημέρι χωρίς συνοδεία και χωρίς κάμερες και έφαγε μαζί μετανάστες και τοξικομανείς. Ο Βαρθολομαίος μοιράζει πλαστικοποιημένες εικονίτσες της Παναγίας σε μέγεθος πιστωτικής κάρτας και οι γυναίκες σκύβουν να του φιλήσουν το χέρι.
Ένα μικρό παιδί σπρώχνεται από τη μητέρα του κάτω από τα πόδια των αστυνομικών και στέκεται- τσουπ!καμαρωτό μπροστά στον Πατριάρχη. Δεν μιλά λέξη ελληνικά και ο Βαρθολομαίος, όσο πιο φιλικός μπορεί, τον ρωτά: «Ρakistan?». Χαρούμενος που κάποιος ξέρει τη χώρα του ο πιτσιρικάς αρπάζει την εικονίτσα και τρέχει στη μαντιλοφορούσα μαμά του. Δύο μεγάλες σακούλες γεμάτες με τρόφιμα και γρήγορο βήμα προς την έξοδο. «Πάνε να φάνε στο σπίτι, έχει πολλά παιδιά» μου εξηγούν οι πατέρες Ανδρέας και Χρήστος.
Ο Πατριάρχης θέλει και αυτός να βοηθήσει στη διανομή του φαγητού. Όλοι παραμερίζουν και βρίσκεται να μοιράζει ψωμί. Οι περισσότεροι το παίρνουν χωρίς να πουν λέξη, άλλοι σκύβουν ελαφρά το κεφάλι. Μια κυρία προσπαθεί να καθησυχάσει τους μετανάστες που αρχίζουν να διαμαρτύρονται γιατί με όλους αυτούς τους επισκέπτες η διανομή του φαγητού γίνεται αργά. Είναι η κυρία Γεωργία, αρχιμαγείρισσα του συσσιτίου της Εκκλησίας στο Θησείο. Κάθε μεσημέρι ταΐζει 200 άτομα και μετά έρχεται και βοηθάει εδώ. Δίπλα της η Μαίρη Πίνη, συνταξιούχος δημοσιογράφος, μαλώνει έναν μετανάστη που έχει πάρει δύο χυμούς αντί για έναν. Τους εθελοντές τους ξεχωρίζεις από τα λευκά χειρουργικά γάντια που φορούν. Πρώην αλκοολικοί ή πρώην τοξικομανείς μαζί με ανθρώπους της Εκκλησίας και παλιούς μετανάστες που έχουν μάθει πια τα κατατόπια και έρχονται νωρίτερα να βοηθήσουν και να φάνε.
Ιερωμένοι από διάφορα δόγματα ζητούν να συνομιλήσουν με τον Πατριάρχη και τελικά τον παρασύρουν στο εσωτερικό του Κέντρου. Ανάμεσά τους, ο Νιγηριανός επίσκοπος Ντάγιο της Εκκλησία της Πεντηκοστής. Τον είχα γνωρίσει και αυτόν πέρυσι να χορεύει και να ψέλνει σε ένα διαμέρισμα, που το έχει μετατρέψει σε εκκλησία στη Μενάνδρου.
«Είμαι ευγνώμων». Πλησιάζει η ώρα που ο Πατριάρχης πρέπει να αποχωρήσει. Οι δημοσιο γράφοι ζητούν μια δήλωση. «Είμαι ευγνώμων στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος οδήγησε τα βήματά μου εδώ. Είδα στα μάτια των ανθρώπων τον πόνο αλλά και την ανακούφιση από τη θαλπωρή της Εκκλησίας. Αποχωρώ συγκλονισμένος με αυτά που έζησα».
Δίπλα του, ο Ιερώνυμος ζητάει από όλους να σκεφθούν τον Λόγο του Κυρίου: «Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με». Αναρωτιέμαι μήπως αυτή είναι η απάντησή του σε όσους είναι επιφυλακτικοί στην επιχειρούμενη νομιμοποίηση των μεταναστών. Και μάλλον είναι, αφού αμέσως μετά συμπληρώνει: «Είναι άλλο πράγμα να κρίνει και να κατακρίνει κάποιος από τον καναπέ του σπιτιού του και άλλο να βρίσκεται εδώ, να βλέπει τον ανθρώπινο πόνο και να αποφασίζει ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής».
Όταν ο Βαρθολομαίος και ο Ιερώνυμος έχουν φύγει στο Κέντρο Αστέγων έχουν απομείνει μόνο λίγοι τοξικομανείς. Το φαγητό δεν τους ενδιαφέρει. Παίρνουν τον χυμό, το γλυκό και χάνονται. Οι συνάδελφοι του τηλεοπτικού συνεργείου του τουρκικού ΤRΤ κλείνουν την κάμερα και σχολιάζουν: «Στην Ισταμπούλ δεν έχουμε τόσα μεγάλα συσσίτια».
Να μην κρίνει κανείς από τον καναπέ του σπιτιού του αλλά να έρθει εδώ να δει το πραγματικό νόημα της ζωής
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
Είδα στα μάτια των ανθρώπων τον πόνο αλλά και την ανακούφιση από τη θαλπωρή της Εκκλησίας
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
«Δεν είμαστε στην Καμπούλ, αλλά 5 χιλιόμετρα από τα σπίτια μας»
Η Χριστίνα, η Νίκη, η Μαριλίζα, η Αλκιόνη, ο Σταύρος είναι μαθητές της Γ΄ Λυκείου στο Κολέγιο Ψυχικού. Τους είχα δει γύρω από τους πάγκους να μοιράζουν φαγητά στους άστεγους. Αμήχανοι και φοβισμένοι στην αρχή, αλλά όσο περνούσε η ώρα- και συνήθιζαν τις μυρωδιές, τις φάτσες και τους τσαμπουκάδες για ένα παραπάνω γιαούρτι- έκαναν επαγγελματικά τη δουλειά τους.
Δίπλα τους ο καθηγητής τους, Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, πρωτοσύγκελλος του Αρχιεπισκόπου, τους συγχαίρει τελικά για τη βοήθεια που πρόσφεραν. Χωρίς υπερβολές όμως, έτσι για να καταλάβουν ότι ήταν και αυτό καθήκον τους.
«Δεν είχα ξαναέρθει εδώ. Μας είχαν εξηγήσει τι θα βλέπαμε και τι θα κάναμε, αλλά όταν βρέθηκα στην αυλή, δεν πίστευα αυτό που έβλεπα.
Άνθρωποι να σπρώχνονται για ένα κομμάτι ψωμί».
«Έπρεπε τελικά να έρθουμε. Να δούμε ότι υπάρχει και μια άλλη ζωή. Ναρκομανείς, αλκοολικοί, ζητιάνοι, όλοι αυτοί μαζεμένοι μπροστά σου. Στην αρχή νιώθεις παράξενα, μετά όμως καταλαβαίνεις ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι περισσότερο φοβισμένοι από σένα».
«Είχα ξαναέρθει στην περιοχή με τους φίλους μου, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα δω τέτοιες ουρές για φαγητό. Δεν είναι στην Καμπούλ ή στην Αφρική. Είναι πέντε χιλιόμετρα από τα σπίτια μας».