Από τα πολύχρωμα αρχοντικά του Γιαλού έως τα εγκαταλελειμμένα καπετανόσπιτα του Χωριού...
Από το «ζωντανό» καρνάγιο έως το φιλήσυχο Νημπορειό. Η Σύμη μάς
«υποδέχτηκε» αρχοντική, απόμερη, βραχώδης, άγρια. Μα, πάνω απ' όλα,
όμορφη...
Δύσκολο να φτάσει κανείς στη Σύμη. Το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά
κάνει 18 ολόκληρες ώρες για να «ρίξει» άγκυρα στον απομακρυσμένο
προορισμό. Το σκεφτήκαμε λοιπόν διαφορετικά. Μέσω Ρόδου, η διάρκεια του
ταξιδιού θα μειωνόταν αισθητά.
Κατά τη μικρή μας παραμονή στο νησί του ήλιου δεν αντισταθήκαμε σε μια
βόλτα στα καλντερίμια της Μεσαιωνικής Πόλης, ωστόσο αναζητήσαμε δείγματα
αρχιτεκτονικής ομορφιάς και εκτός των τειχών. Μάταια όμως. Εκτός από τη
Λίνδο και μερικά -μετρημένα στα δάχτυλα- χωριουδάκια, τα νεόκτιστα
έχουν πάρει τον «έλεγχο». Ρωτώντας τους ίδιους τους κατοίκους, πήραμε
μία απάντηση που δεν περιμέναμε. Να πάτε στη Σύμη! Γι' αυτούς δεν
νοείται να φτάσεις μέχρι εδώ και να μην επισκεφθείς το «αδελφό» νησί.
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Από τον 18ο μέχρι τον 20ό αι., εποχή άνθησης της ναυπηγικής, του
εμπορίου και της σπογγαλιείας, η Σύμη αποτελούσε πρωτεύουσα των
Δωδεκανήσων. Σήμερα «εξαρτάται» κυρίως από την κοσμοπολίτικη Ρόδο, αφού
μέσω αυτής είναι ευκολότερη η πρόσβαση στον μικρό της λιμένα. Κάπως έτσι
ξεκινάμε το ταξίδι μας. Αν και καθημερινή, στο καράβι οι θέσεις είναι
όλες πιασμένες - όχι τόσο από τουρίστες, αλλά από αυτούς που δεν
«έσπασαν» ποτέ τους επαγγελματικούς δεσμούς με το γειτονικό νησί...
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Βρισκόμαστε ανάμεσα στη Ρόδο και την Τουρκία και τα φουγάρα του πλοίου
μάς «σφυρίζουν» ότι φτάσαμε. Ανταποκρινόμαστε και πλησιάζουμε στο
κατάστρωμα, για την πρώτη πανοραμική ματιά στο λιμάνι... Είμαστε
επιτέλους στη λαμπερή αγκαλιά του Γιαλού. Νεοκλασικά αρχοντικά,
αμφιθεατρικά χτισμένα, μας «κοιτούν» μέσα από τα σιδερένια μπαλκόνια
τους, ενώ στις κεραμιδένιες σκεπές αντανακλώνται οι ακτίνες του ήλιου.
Δίπατα σπίτια στο χρώμα της ώχρας, σκαρφαλωμένα όπως είναι στις
βραχώδεις πλαγιές, ξεπροβάλλουν το ένα πάνω απ' το άλλο. Όσο
πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο χανόμαστε στη μαγεία του διατηρητέου
οικισμού...
ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙ
Ο «μάστορας» καπετάνιος δένει με απίστευτη ταχύτητα στον μικρό μόλο και
πηδάμε στη γη πρώτοι από όλους! Το παραθαλάσσιο κομμάτι της Σύμης
θεωρείται διαφορετικό από την άνω μεριά, την οποία συνήθως θα ακούσετε
να αποκαλούν Χωριό. Ήδη έχουμε κατατοπιστεί. Τα «ξεχωριστά» κτίσματα
διακρίνονται από μακριά σε τούτο το γοητευτικά πανομοιότυπο σκηνικό· το
Ρολόι στην είσοδο του λιμανιού, η Ευαγγελίστρια με το επιβλητικό
καμπαναριό, οι Μύλοι με το Ποντικόκαστρο, και στην κορυφή του λόφου ένα
γαλαζωπό εκκλησάκι.
ΓΙΑΛΟΣ
Πρώτη κίνησή μας, να προμηθευτούμε ένα δίκυκλο. Αν και πολλοί από τους
δρόμους που θα συναντήσετε είναι χωμάτινοι και κακοτράχαλοι, η μηχανή
παραμένει η καλύτερη λύση. Το πρακτορείο ενοικίασης βρίσκεται δυο βήματα
παρακάτω και, «καβάλα» πια, ξεχυνόμαστε στα σοκάκια...
Οι δύο άκρες του λιμανιού συνδέονται με ένα πέτρινο, χιλιοπερπατημένο
γεφύρι. Στο «καλντερίμι», στη δεξιά πλευρά του, συγκεντρώνονται πολλές
ψαροταβέρνες, αλλά και σχεδόν όλα τα τουριστικά μαγαζιά, απ' όπου θα
προμηθευτείτε τα απαραίτητα αναμνηστικά: σφουγγάρια μαζεμένα από βάθος
60 μ. -τα «καλά» κοστίζουν από ?20- αλλά και κοχύλια του βυθού... Η
συγκεκριμένη πραμάτεια δεν είναι τυχαία. Βλέπετε, οι βουτηχτάδες της
Σύμης ήταν ξακουστοί. Σκεφτείτε μόνο ότι ήταν αυτοί που εγκαινίασαν την
αλιεία με σκάφανδρο! Την υποβρύχια τέχνη υιοθέτησαν αργότερα οι
Καλυμνιώτες, οι οποίοι διατήρησαν την παράδοση και τελικώς «υπογράφουν»
ό, τι σφουγγάρι πωλείται πλέον στους πάγκους.
Κινούμαστε αργά, αναγνωριστικά, μέχρι που κάνουμε μια στάση στην πρώην
οικία Καμψοπούλου. Θα την αναγνωρίσετε από την πλακέτα που δηλώνει ότι
εκεί υπογράφηκε η παράδοση του νησιού από τους Γερμανούς στους
συμμάχους. Το τριώροφο αρχοντικό λειτουργεί πλέον ως ξενοδοχείο, αλλά αν
«πετύχετε» την ιδιοκτήτρια θα σας επιτρέψει μια μικρή επίσκεψη...
Με ένα θεόρατο μπρούντζινο κλειδί στο χέρι -σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν
για να ανοίξουν τις πόρτες των κάστρων- μπαίνουμε κι εμείς στα άδεια
δωμάτια. Ο χρόνος είχε σταματήσει στο 1940. Περίτεχνα ζωγραφισμένα
ταβάνια, ψηλές ξύλινες πόρτες, σιδερένια κρεβάτια, ξεχασμένες
μυρωδιές... Αν εσείς δεν καταφέρετε την πολυπόθητη πρόσβαση,
«βυθιστείτε» στο παρελθόν, μέσα από τις ασπρόμαυρες καδραρισμένες
φωτογραφίες.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ
Διασχίζουμε το γεφυράκι. Kαθόμαστε στο πιο «συμπαθητικό» cafe, το Ακτίς.
Εδώ ο κος Βασίλης -από τότε που επέλεξε ν' αφήσει τα καράβια- σερβίρει
snacks και αναψυκτικά στους περαστικούς. Απέναντί μας, οι «καπεταναίοι»
που έμειναν πιστοί στο καθήκον προετοιμάζουν τα καΐκια τους. Τα
αγκυροβολημένα πλοιάρια πραγματοποιούν διαδρομές σε απομακρυσμένες ακτές
και όρμους μυστικούς... Μάλιστα, αυτός είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος
να πάτε για μπάνιο, αφού οι περισσότερες παραλίες είτε δεν είναι
προσβάσιμες είτε βρίσκονται στο τέρμα κάποιου δύσβατου χωματόδρομου.
Όσο για τη ναυτική παράδοση του τόπου; «Αντικατοπτρίζεται» στο Ναυτικό
Μουσείο Σύμης! Το εντοπίσαμε πάνω από την πλατεία του Κάμπου.
Φωτογραφίες, παλιές καταδυτικές μηχανές, μικρογραφίες καραβιών και
χάρτες «αφηγούνται» την άνθηση της σπογγαλιείας.
ΠΡΟΣ ΝΗΜΠΟΡΕΙΟ
Επιστρέφουμε στο Ρολόι. Προσπερνάμε το καρνάγιο με τους καραβομαραγκούς,
που κοπιάζουν αφοσιωμένοι κάτω από τον ήλιο. Στην άκρη του μόλου ο
Θόλος, με τα τραπεζάκια πάνω στο κύμα, σερβίρει μαγειρευτά με θέα στο
γαλάζιο. Λίγο παρακάτω, το εστιατόριο Παράδεισος «κρατά» μία περισσότερο
προνομιακή θέση, ως το μοναδικό στην παραλία Νος, την κοντινότερη στη
Σύμη.
Ο δρόμος συνεχίζεται μέχρι το Νημπορειό. Δεκαπέντε λεπτά μετά, θα
καταλάβετε αμέσως ότι φτάσατε στον οικισμό των 150 κατοίκων... Θα
αντικρίσετε ένα ξενοδοχείο και μία ταβέρνα -με ενοικιαζόμενα- πάνω στη
βοτσαλωτή παραλία. Προσέξτε! Όσο ειδυλλιακό και αν φαντάζει το σκηνικό,
οι πέτρες είναι κοφτερές και το μπάνιο από απόλαυση μπορεί να γίνει...
εφιάλτης. Πάντως, αν θέλετε να χαλαρώσετε μακριά από την πολυκοσμία
υπάρχουν δεκάδες μικροί κολπίσκοι, είτε με σκαλάκια που καταλήγουν σε
«θαλασσοδαρμένα» βράχια, είτε στις μικρές, ιδανικές για βουτιές,
προκυμαίες. Όπου και αν απλώσετε την πετσέτα σας, από απέναντι θα σας
«παρατηρεί» ο Άγιος Μερκούριος. Μιας και ο δρόμος για τους «οδηγούς»
τελειώνει στην ήσυχη ακτή, μπορείτε, αν θέλετε, να του κάνετε το...
χατίρι και να τον επισκεφθείτε με τα πόδια ή με καραβάκι.
ΧΩΡΙΟ
Απομακρυνόμαστε από το λιμάνι και ακολουθούμε την «Καλή Στράτα». Ο
πεζόδρομος με τα 500 φαρδιά, πέτρινα σκαλοπάτια είναι η παλιά εμπορική
οδός Γιαλού-Άνω Σύμης. Αν το συγκεκριμένο νούμερο φαντάζει... βουνό,
καλύψτε τη μισή απόσταση με μηχανάκι - κινούμενοι περιμετρικά του
λιμανιού και δεξιά. Κάπως έτσι φτάνουμε και εμείς έξω από το ομώνυμο
cafe. Εδώ, βρίσκεται το ιδανικό σημείο για να πιείτε ένα ποτό κατά τη
δύση του ήλιου. Αλλά όχι ακόμα. Περπατήστε... Είναι μαγικό να περπατάς
ανάμεσα σε τόσο όμορφα σπίτια. Ακόμα και τα εγκαταλελειμμένα
«ακτινοβολούν» ιδιαίτερη γοητεία. Μην ξεχνάτε, άλλωστε, ότι βρίσκεστε
στη «δικαιοδοσία» των καπεταναίων και των εμπόρων. Τόση αρχοντιά δεν
χάνεται εύκολα...
Κατευθυνόμαστε στο κέντρο του Χωριού, στην πλατεία Συλλόγου. Το σκηνικό
λιτό. Ένα ψιλικατζίδικο βγαλμένο από τα «παλιά», 2-3 γραφικά καφενεία
και ταβέρνες «χωμένες» σε φιδογυριστά καλντερίμια. Στο διάβα μας, μία
από τις λιγοστές ανοιχτές πόρτες μας κινεί την περιέργεια. Είμαστε
τυχεροί. Μόλις που προλάβαμε -πριν κλείσει για μεσημέρι- τον τελευταίο
τσαγκάρη της Σύμης!
ΘΥΜΗΣΕΣ
Ο Νικόλας Καστρούλης είναι 80 χρόνων. Τα 65 από αυτά φτιάχνει παπούτσια.
Είναι, λέει, αληθινός μάστορας, αν και η αληθινή του αγάπη είναι η
τρομπέτα. Αφήνουμε το μικροσκοπικό, σκονισμένο, ασφυκτικά γεμάτο
μαγαζάκι και μεταφερόμαστε απέναντι, στον κήπο του σπιτιού του. Όρθιος
πάντα, μας μιλάει για το νησί του, τη Σύμη, που θυμάται με νοσταλγία.
Για την αριστοκρατική εποχή, όταν οι κάτοικοι έφταναν τους 33.000. Τώρα
είναι μονάχα 3.000 και από τους 12 συναδέλφους έχει μείνει ο μόνος. Η
μουσική «μιλάει» καλύτερα, δηλώνει, και πιάνει την τρομπέτα. Οι ήχοι
φτάνουν μέχρι το λιμάνι στην τόση ησυχία και είναι σαν να δακρύζει, σαν
να χαμογελά με κάθε πλήκτρο που πατά και κάθε ανάσα που παίρνει. Οι
νότες μάς ταξιδεύουν πάνω από πολύχρωμα κτήρια, πάνω από τους μύλους και
τις αραγμένες ψαρόβαρκες. Έχει έρθει η ώρα του γυρισμού...