Ὁ Ἰεχωβὰς εἶναι ὁ θεὸς τῶν χριστιανῶν λέει ἡ Βίβλος:
Ἡ παλαιὰ διαθήκη εἶναι ἡ ἰδία καὶ στοὺς χριστιανοὺς καὶ στοὺς ἰουδαίους.
Οἱ χριστιανοὶ ὅμως, γιὰ νὰ μὴν φαίνεται τὸ ὄνομα Ἰεχωβάς, τὸ ὀνομάσαν Κύριος.
Τοὺς ξεφυγε ὅμως ἡ παράγραφος Ἔξοδος 6-3, ποὺ λεει ὅτι ὁ θεὸς λέγεται Γιαχβέ.
Πιὸ κάτω ἡ παράγραφος για ὅσους δὲν πιστεύουν:
Ἔξοδος 6-3:
καὶ φάνηκα στὸν Ἀβραάμ, στὸν Ἰσαὰκ καὶ στὸν Ἰακώβ, μὲ τὸ ὄνομα ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας•
δὲν γνωρίστηκα ὅμως σ’ αὐτοὺς μὲ τὸ ὄνομά μου Γιαχβέ•
Ἐπάνω, σὲ φωτογραφία ἡ βίβλος, στὰ ξένα, ποὺ γράφει τὸ ἴδιο.
Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι τὸ Ἀλληλούια τὸ ξέρουν καὶ τὸ ψέλνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί.
Δεν εἶναι ἑλληνικὴ λέξη.
Θὰ πῇ δόξα στὸν Ἰεχωβά.
Ἔχουμε συνέχεια.
Κάτω εἰκόνα μὲ τὸν θεὸ νὸ τὸν λεει Ἰεχωβά.
Ἂν εἶναι να βρίσετε, βρίστε αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν εἰκόνα καὶ αὐτούς ποὺ ἔγραψαν τὸ Ἔξοδος 6-3 καὶ ὄχι ἔμενα.
Ἐγὼ ἀντιγραφὴ κάνω.
ΠΗΓΗ
Ὁ θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ Σέθ, ὁ «κακός», ὁ Τυφῶνας τῶν προγόνων μας;
Μήπως γι΄ αὐτό ὅλοι μᾶς μισοῦν; Γιατὶ τὸν σκότωσε ὁ Δίας;
Ὁ Ἰεχωβὰς εἶναι ὁ θεὸς τῶν χριστιανῶν λέει ἡ Βίβλος:
Ἔξοδος 6-3:
καὶ φάνηκα στὸν Ἀβραάμ, στὸν Ἰσαὰκ καὶ στὸν Ἰακώβ, μὲ τὸ ὄνομα ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας•
δὲν γνωρίστηκα ὅμως σ’ αὐτοὺς μὲ τὸ ὄνομά μου Γιαχβέ•
Ὁ Τάκιτος, ὁ Ῥωμαῖος ἱστορικός, στὴν «Ἱστορία» του γράφει γιὰ τὶς τελετὲς τῶν πρώτων χριστιανῶν:
«Στα ἱερά τους λατρεύουν τὴν εἰκόνα τοῦ γαϊδάρου.
Ὁ Munz Felix, στὴν πραγματεία του «Octavius» ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν λατρεία τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῆς κεφαλῆς τοῦ γαϊδουριοῦ.
Γιατί ὅμως λάτρευαν οἱ χριστιανοί τήν εἰκόνα τοῦ γαϊδάρου;
(φωτογραφία ἐπάνω).
Ὡς γάιδαρο (τὸ πρόσωπο) οἱ Αἰγύπτιοι λάτρευαν τὸν εὐνουχισμένο δαίμονα τοῦ κακοῦ, τὸν Σέθ, ποὺ ἑλληνικὰ λεγόταν Τυφῶνας.
Διαβᾶστε τὸ τὶ γράγει ὁ Πλούταρχος, γιὰ τό τὶ πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι στήν ἐποχή του.
Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει: ὅτι ὁ Seth, ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακὼβ – εἶναι ἡ ἰδία ὀντότητα.
«Ὅσοι λέει ὅτι ὁ Τυφῶνας (Seth) μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες πάλης, γιὰ νὰ διαφύγουν σὲ ἕνα γαϊδουράκι, δραπέτευσε καὶ ἔγινε ὁ πατέρας τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς Ἱερουσαλῆμ , ἐκεῖνα ποὺ σαφῶς καὶ προφανῶς ἕλκονται ἀπὸ τὸν μύθο τῆς ἑβραϊκῆς παραδόσεως»,
«On Ἴσις καὶ Ὄσιρις» 31.
Ὁ Πλούταρχος, θυμηθεῖτε, ἔζησε τὸ 45 – 127 μ.Χ., ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἤταν ἀκόμη ἡ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τῶν πιὸ πάνω ἱστορικῶν, βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ θεὸς τῶν χριστιανῶν, ὁ Κύριος, ὁ Γιαχβε εἶναι ὁ Σέθ, ὁ Τυφῶνας.
Ἂν διαβάσετε γιᾶ τὸν Σὲθ ἢ γιὰ τὸν Τυφῶνα θὰ φρίξετε. Γι΄ αὐτὸ στὴν παλαιὰ διαθήκη ὅλο σκοτώνει ὁ θεὸς. (Περίπου 2 ἐκατομμυρια κόσμο) καὶ γιὰ αὐτὸ ἤθελε τὰ πρωτότοκα ἀγόρια τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ ἠ γυναίκα τοῦ Μωϋσῆ ἔκοψε τὴν πόσθη τοῦ παιδιοῦ της καὶ τὴν προσέφερε στὸν Κύριο καὶ αὐτὸς ἐδέχθῃ.
Γιατί ἔμεινε ἰκανοποιημένος μέ τήν περιτομή;
Γιατὶ ὁ Σὲθ ἦταν εὐνουχισμένος, καὶ ὅπως λέει ἡ βίβλος ἦταν ζηλόφθων.
Γι΄ αὐτὸ στὸν χριστιανισμὸ ἡ θέση τῆς γυναίκας εἶναι κατώτερη. Δὲν γίνονται ἱερεῖς καὶ ἀπεφάσισαν οἱ χριστιανοὶ νὰ ποῦν ὅτι ἡ γυναῖκα ἔχει ψύχη, μετὰ τὸν Κωνσταντῖνο.
Αὐτὰ τὰ ἠξεραν οἱ Γνωστικοί.
Γι΄ αὐτὸ τοὺς ἔσφαξαν οἱ χριστιανοί.
Αὐτὸν τὸν Σέθ, τὸν θεὸ τῶν χριστιανῶν, σκότωσε ὁ Δίας.
Νὰ γιατὶ μᾶς Μισοῦν.
Ἐπάνω ὁ Σὲθ σὲ πάπυρο. Ἑλληνορωμαϊκὴ Περίοδος, Ῥωμαϊκή, τοῦ 4ου αἰῶνα, Leiden Μουσεῖο, AMS 75. καὶ στὴν τρίτη φωτογραφία ὁ Σὲθ μὲ κεφαλὴ γαιδάρου.
ΠΗΓΗ
Ὁ Τάκιτος, ὁ Ῥωμαῖος ἱστορικός, στὴν «Ἱστορία» του γράφει γιὰ τὶς τελετὲς τῶν πρώτων χριστιανῶν:
«Στα ἱερά τους λατρεύουν τὴν εἰκόνα τοῦ γαϊδάρου.
Ο Munz Felix, στὴν πραγματεία του «Octavius» ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν λατρεία τῶν πρώτων Χριστιανῶν, τῆς κεφαλῆς τοῦ γαϊδουριοῦ.
Μπορεῖτε νά βρεῖτε ἂν εἶναι ἀλήθεια καὶ ἂν εἶναι, γιατί τούς λάτρευαν;
Ἐπάνω σὲ ἔναν στὴν Ῥώμη, περίπου 200 μ.Χ.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες εἰκόνες.
Ὅσο παράξενο κι ἄν φαίνεται τὴν ἐπάνω ἐικόνα λάτρευαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί.
Εἶναι τοῦ Σέθ.
Ἄντε νὰ τό πῶ…
Αὐτὸ λατρεύει καὶ ὁ πάπας.
Ἕνα κόμμα τῆς Ἀμερικῆς, τὸ ῥεμπουπλικανικό, ἢ τὸ δημοκρατικό, δὲν θυμᾶμαι αὐτὸ τὸ σύμβολο ἔχει .
Τίς ὁ παρ᾽ Ἰουδαίοις Θεός – Ποιός ο Θεός τῶν Ἰουδαίων ~ Πλούταρχος
Γράφει ὁ Πλούταρχος καὶ μεταφράζει ἡ Κόριννα.
Ποιός εἶναι ὁ θεός τῶν χριστιανῶν;7 Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος “ἆρ᾽” ἔφη “σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, “εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον” ( Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;” ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών “ἔα τοῦτον” εἶπεν· “ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.” Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων “πρῶτον μέν” ἔφη “τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τρα πέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγ μέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ (…) ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦ σιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελ θόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους ( 18, 260 ) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου ( fr. 1060 ), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομ ποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς (…) ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσ ῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουρ γίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελί τειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·
—-(Βλ., Πλούταρχος « Συμποσιακῶν» 671.C.4 – 672.C.4)—-
Δηλαδή:
Ἀπορώντας μὲ αὐτό ποὺ ἐλέχθη στὸ τέλος, ὁ Σύμμαχος εἶπε: «Ἐπομένως, Λαμπρία, τόν συμπατριώτη σου Θεό, τόν Διόνυσο τοῦ Εὔιον, ποὺ ξεσηκώνει τὶς γυναῖκες καὶ δέχεται τὶς τιμές ποὺ τοῦ ἀποδίδουν μέσα στὴν μανία τους, τὸν πολιτογραφεῖς καὶ τόν εἰσάγεις κρυφά στὰ ἀπόρρητα δόγματα τῶν ῾Εβραίων; Ἤ μήπως ὑπάρχει ὄντως κάποια παράδοσι ποὺ τὸν ταυτίζει μὲ ἐκείνον;».
Ὁ Μοιραγένης ὅμως πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε: «Ἀφησέ τον Λαμπρία, διότι ἐγώ, ποὺ εἶμαι Ἀθηναῖος, σοῦ ἀπαντῶ καὶ σοῦ λέω πώς δὲν εἶναι διαφορετικός.
Τὰ περισσότερα τεκμήρια γιὰ τὸ θέμα αὐτό εἶναι ρητά και διδάσκονται μόνο σὲ ὅσους μυοῦνται στὰ μέρη μας στὴν Τριετηρική Παντέλεια[1], ἐνῷ ὅσα δὲν ἀπαγορεύεται νὰ ἐκθέση κανείς σὲ φίλους, τὴν στιγμή μάλιστα ποὺ βρισκόμαστε μπροστά στὸν οἶνο καὶ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτοί μοῦ τὸ ζητήσουν, εἶμαι ἕτοιμος νὰ σοῦ τὰ πῶ.» Καθώς ὅλοι τὸν καλοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μιλήση, εἶπε: «Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ καιρός(ἐποχή) καί ὁ τρόπος τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς τους, ταιριάζει στὸν Διόνυσο. Πράγματι, ὅταν τηροῦν τὴν λεγόμενη νηστεία, πάνω στὴν κορύφωση τοῦ τρύγου, στρώνουν τραπέζια μὲ κάθε εἴδους φροῦτα κάτω ἄπό σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως ἀπό κλήματα καὶ κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα τῆς ἑορτῆς ὀνομάζουν σκηνή.
Λίγες μέρες ἀργότερα ἑορτάζουν ἄλλη ἑορτή, πού δέν τήν ονομάζουν (…) μὲ αἰνίγματα ἀλλά τὴν ἀποκαλοῦν ξεκάθαρα «τοῦ Βάκχου».
῾Υπάρχει ἐπίσης σὲ αὐτούς καὶ ἑορτή ποὺ γίνεται λιτανεία μὲ κλαδιά καὶ θύρσους, κατά τὴν ὁποῖα, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στὸ ἱερό. Ἀφ,οὗ μποῦν δὲν ξέρουμε τὶ κάνουν, κατά πᾶσα πιθανότητα ὃμως τά ὅσα γίνονται εἶναι βακχικά: καὶ σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ καλέσουν τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀργεῖοι στὰ Διονύσια, καὶ ἄλλοι προχωροῦν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τοὺς ὁποίους τοῦς ἀποκαλοῦν Λευίτες, καὶ τὸ ὂνομα προέρχεται εἴτε ἀπό τὸ «Λύσιος» ἡ πιὸ πιθανό, ἀπό τὸ «Εὔιος».
Ἀλλά καὶ ἡ ἑορτή τῶν Σαββάτων δέν εἶναι θαρρῶ τελείως ἄσχετη μὲ τὸν Διόνυσο, διότι ἀκόμα καὶ σήμερα πολλοί ἀποκαλοῦν τούς Βάκχους, Σάβους και αὐτή εἶναι ἡ φωνή τους ὅταν τελοῦν τίς ὀργιαστικές τελετές πρὸς τιμήν τοῦ Θεοῦ, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο μπορεί νὰ βρῆ ἐπιβεβαίωσι στὸν Δημοσθένη καὶ στὸν Μέναδρο καὶ δὲν θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ πῆ κανείς ὅτι τὸ ὄνομα εἶναι πεποιημένο ἀπό ἕνα εἴδους παράκρουσεως (σόβησιν) ποὺ κατέχει τοὺς βακχεύοντες.
Οἱ ἴδιοι, ἐξ ἄλλου, μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς παραδόσεως αὐτής, ὅταν ἑορτάζουν τὰ Σάββατα, ὅπου κυρίως καλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον νὰ πίνη καὶ νὰ μεθᾶ, καὶ ἔχουν ἔθιμο, ὅταν τοὺς ἐμποδίζει κάποια ἀνώτερη βία, νὰ γεύωνται τουλάχιστον σὲ κάθε περίπτωσι οἶνο ἄκρατο.
Αὐτὰ βεβαίως θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς πὼς δὲν εἶναι παρά πιθανοφανῆ. Ἰσχυρότατη διάψευσι ὅμως γιὰ ὃσους ἔχουν ἀντίθετη γνώμη εἶναι ὁ ἀρχιερεύς, ὁ ὁποῖος πηγαίνει μπροστά στὶς ἑορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σὲ χρυσοποίκιλτο δέρμα ἐλαφιού[2] (νεβρίδα χρυσόπαστον), φορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ἐνῷ πολλά κουδουνάκια κρέμονται ἀπό τά ροῦχα του, ποὺ ἠχοῦν ὅταν βαδίζει, ὅπως ἀκριβώς καὶ σὲ μᾶς∙ παράγονται ἐπίσης θόρυβοι κατά τὰ νυκτέλια και ὀνομάζονται χαλκόκροτοι οἱ παραμᾶνες τροφοί τοῦ Θεοῦ∙ ἀλλά καὶ ὁ σκαλισμένος θύρσος ποὺ βλέπουμε (…) στὰ πλάγια τοῦ Ναοῦ καὶ τὰ τύμπανα, τὰ ὁποῖα βεβαίως δὲν ταιριάζουν σὲ κανέναν ἀλλον ἀπό τοὺς Θεούς περισσότερο παρά μόνο στον Διόνυσο.
Ἐπίσης, δὲν κάνουν βεβαίως προσφορές μὲ μέλι στὶς ἱερουργίες, ἐπειδή θεωρεῖται ὅτι καταστρέφει τὸν οἶνον ἀνακατεμένο μαζί του, ἀλλά αὐτό ἐχρησιμοποιεῖτο στὶς σπονδές ὡς ποτό, προτοῦ φανῆ τὸ ἀμπέλι.
Ἐπίσης, μέχρι σήμερα ὅσοι ἀπό τοὺς βαρβάρους δὲν φτιάχνουν οἶνο πίνουν μελίτειον (ὑδρόμελι), μειώνοντας τη γλυκύτητά του μὲ ρίζες ποὺ ἔχουν τὴν στυφή γεῦσι τοῦ οἴνου, ἐνῷ οἱ Ἕλληνες τὸ ἴδιο αὐτό μεῖγμα προσφέρουν ὡς νηφάλιες σπονδές καὶ μελίσπονδα (νερό, γάλα καὶ μέλι), ἐπειδή θεωροῦν ὅτι ἡ φύσις τοῦ μελιοῦ εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἀντίθετη πρὸς τοῦ οἴνου.
Γιὰ τὸ ὅτι αὐτὸ πιστεύουν(οἱ Ἰουδαῖοι) ἐνδεικτικό σημεῖο ὄχι ἀσήμαντο εἶναι καὶ τὸ ὅτι ἀνάμεσα στὶς πολλές τιμωρίες ποὺ ἐφαρμόζουν μία εἶναι κυρίως ἡ πιὸ ἀτιμωτική, ἡ ὁποία ἀπαγορεύει στοὺς τιμωρουμένους νὰ πίνουν οἶνο γιὰ ὅσο χρόνο ὁρίσει αὐτός ποὺ ἐπιβάλλει τὴν τιμωρία·τοὺς δὲ οὔτως κολα…..
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταματᾶ ἀπότομα τὸ κείμενο.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ