Άνοιξε, Μάνα μας γλυκειά, την άφθαρτη αγκαλιά σου κι αγκάλιασέ μας τα φτωχά τα μαύρα τα παιδιά σου.
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΣ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΓΓΛΕΖΟΥΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΤΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΙΣ 28.10.1944, 4 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 1940...
Τέσσερα ολόκληρα μαύρα χρόνια πέρασαν από την ιστορική εκείνη μέρα, που αι δυνάμεις του σκότους και της βίας κτύπησαν με τον πιο δόλιοτρόπο τις πόρτες της Ελλάδος.
Ενόμιζεν ο ονειροπόλος ψευδοκαίσαρ της ότι θα εύρισκε την πόρταν ανοιχτήν.
Εφαντάσθη ότι η Ελλάς ήτο μία εύκολος λεία.
Ετρέφετο με την σκέψιν ότι ήρκει ένας απλούς στρατιωτικός περίπατος ολίγων ωρών, διό να πάρει τον καφέ του σε κανένα εξοχικόν καφενείον των Αθηνών.
Εάν όμως αυτός ο κύριος είχε την έμπνευσιν να ανοίξει κανέναν τόμων της Αλλ. Ιστορίας, εάν, λέγω, διάβαζε έστω και μίαν οιανδήποτε σελίδα της τότε, ασφαλώς θα εσκέπτετο περισσότερον Ψύχραιμα και θα ελάμβανε καλυτέρας αποφάσεις.
Αλλά μέσα του λαχτάριζε το αίμα της λύκαινας, το αίμα που σύμφωνα με τη δική τους την πα ρόδο ση κυκλοφόρησε απ' το αιμοβόρο θηρίο στες δικές τους τες φλέβες. Διψούσε το θηρίο για αίμα, διψούσε κατάχτηση.
Όλοι μας ασφαλώς γνωρίζομε ότι τα θηρία βγαίνουν νύχτα για να ξεσχίσουν τα θύματα των.
Νύχτα λοιπόν βγήκε και το απαίσιο θεριό της Ρώμης. Ύπουλα, υποκριτικό, σατανικό, δόλια, απαίσια θέλησε να πραγματοποιήσει τα θηριώδη του ένστιχτα. Στις έξι το πρωί ο αντιπρόσωπός του, δειλός και συνεσταλμένος χτύπησε την πόρτα για να επιδώσει το επαίσχυντο εκείνο τελεσίγραφο.
Η Ιστορία ασφαλώς θα αναφέρει με ντροπή στες πιο μαύρες της σελίδες το μέρος αυτό, που άθελα μάς κάμνει να σκεφτόμαστε αν ζούμε πράγματι στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα, για μέσα σε καμιά ζούγκλα της προϊστορικής περιόδου.
Μα αν οι Ιταλοί διψούσαν αίμα, οι Έλληνες διψούσαν λευτεριά.
Κι όταν λίγες ώρες ύστερα από την απαίσια εκείνη στιγμή, ο κόσμος μάθαινε με ανοιχτό στόμα την απίστευτη τραγική αλήθεια, μάθαινε παράλληλα και κάτι άλλο, κάτι που τον έκαμνε να σκιρτήσει από χαρά.
Μάθαινε πως η Ελλάς απαντούσε.
Μάθαινε πως ο Ιταλός δεν θα συναντήσει πουθενά Έλληνα για να του
δώσει γη και νερό.
Μάθαινε πως ο Ιταλός δεν θα συναντήσει πουθενά Έλληνα που να μην του πει ότι, εν όσω ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή και δύει εις την δύσην, δεν θα παύσουμε ν' αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά μας.
Μάθαινε πως οι Έλληνες τού κλε;Iσαν τις πόρτες. "Όχι!" Βροντοφώναξε ο αείμνηστος πρωθυπουργός, "Όχι", επανέλαβαν οι εύζωνοι, "Όχι", ετόνισαν αι γυναίκες και τα παιδιά μας, "Όχι", διαλάλησαν τα βουνά και τα φαράγγια, οι θάλασσες και οι στεριές, "Όχι" επέμειναν οι Έλληνες με μια φωνή. "Όχι", δεν θα περάσετε.
Και επηκολούθησε το θρυλικόν εκείνο έπος της Αλβανίας. Νικηφόρα τα δαφνοστεφή μας στρατεύματα δρέπουν νέες αμάραντες δάφνες εις τα πεδία των μαχών.
Κορυτσά, Αργυρόκαστρον, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι.
Κάθε όνομα και μια σελίδα. Κάθε πόλη και νέα δόξα. Με χρυσά γράμματα γράφτηκαν όλα τα νέα αθάνατα έπη του στρατού μας πλάι στη Σαλαμίνα και στες Θερμοπύλες. Για μιαν ακόμη φορά αληθεύουν τα λόγια του μεγάλου φιλέλληνα ποιητή:
Ενδοξότερα Ελλάς υψώνει τα βουνά της
από θάλασσαν ασυγκρίτως ωραιότερα.
Παύσατε να υμνείτε μύθους Τρωικούς.
Το αήττητων του άξονος διαλύεται ως απλούς μύθος. Η Ιταλική λεοντή καταπίπτει. Και μέσα από αυτήν αναλάμπει η οιχτρά πραγματικότης.
Μπροστά σ' αυτήν οι Άγγλοι παίρνουν θάρρος. Το ηθικόν αναπτερούται προ των υπερόχων άθλων των Ελλήνων. Το δεύτερον πλήγμα κατά της αξονικής τριάδος δίδεται εις την Λιβύην. Τα όνειρα του Μουσολίνι διαλύονται σαν σαπουνόφουσκες. Μα είναι δυνατό αυτό; Όχι, ωρίεται ο ψευδοκαίσαρ. Και ζητά βοήθειαν από τον συντρόφων του. Και η βoήθεια έρχεται. Η σιδερόφραχτη Γερμανία κτυπά εκ των νώτων. Το φως της Ολυμπίας γυρίζει για να κάψει την χώραν που το γέννησε.
Μα η Ελλάδα αντέταξε και μπρος σ' αυτούς τα στήθη της.
Εγνώριζε η Ελλάς ότι απεδύετο εις άνισον αγώνα. Εγνώριζε ότι ήτο εντελώς αδύνατον να ανακόψει την ορμήν της Γερμανικής λαίλαπος.
Αλλ' εγνώριζε επίσης η Ελλάς και το καθήκον της, που βαρύ και επιτατικό της φώναζε πως είχε χρέος ιερό απέναντι στην ανθρωπότητα όλην αγωνιστεί ενάντια στες δυνάμεις της βίας.
Και ηγωνίσθη η Ελλάς. Με αυτοθυσίαν παραδειγματική έπλευσε ως λέων μέχρις ότου ηναγκάσθη να υποκύψει προ της βίας. Η βαριά μπότα του καταχτητή μολύνει τα άγια χώματα της χώρας της Λευτεριάς.
Ο γαλανός Αττικός ουρανός σκεπάζεται με μαύρα νέφη. Η σβάστιγκα του Φύρερ μολύνει τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως.
Αλλ' η Ελλάς γίνεται σύμβολο, γίνεται ιδέα.
Ω Ελλάς, ω αιωνία χώρα. Ποίον στόμα είναι ικανόν να σε υμνήσει επαξίως; Ωχριούν τα λόγια μπρος στα έργα σου.
Ω Ελλάς. Μόνον λέξεις αδεξίας θαυμασμού είμεθα ικανοί να ψιθυρίζωμεν.
Αλλ' αν η γλώσσα δεν έχει την ικανότητα να τονίσει σε σένα ύμνους και παιάνες στις πιο ψηλές νότες που μπορεί να αποδώσει ανθρώπινος λόγος, η ψυχή μας, η Ελληνική μας ψυχή, η ψυχή μέσα στην οποία τρέχει το αίμα του Λεωνίδα και του Διάκου σε νιώθει και σε καταλαβαίνει, ω Θεά, και αισθάνεται το μεγαλείο της θυσίας σου μπρος στο οποίο θα αποκαλύπτονται ευλαβικά όλοι οι αιώνες και όλες οι εποχές.
Τι κι αν πάτησαν το πόδι τους οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Τι κι αν σκόρπισαν το φως της Ολυμπίας για να κάψει τη χώρα που το γέννησε. Έκαψαν και τότες οι Πέρσαι την Αθήνα. Δυο φορές μάλιστα. Μα λαμπρότερη πρόβαλε μέσα απ' τα ερείπια περιβεβλημένη με τη δόξα που ξεπήδησε μέσ' απ' τα χαλάσματα.
Τι κι αν υπέκυψε η Ελλάς μπρος στη βία. Έχομε όλο το δικαίωμα να βροντοφωνάξουμε σ' όλους τους καταχτητές που πέρασαν από την Ελλάδα. Ε Κύριοι, σεις ω Πέρσαι και Ρωμαίοι, σεις ω Τούρκοι και Γερμανοί, μπορέσατε καμιά φορά να νικήσετε την ψυχή του Έλληνα; Ε λοιπόν, αυτή είναι για μας το λαμπερό διαμάντι που δεν χάνει ποτέ τη λάμψη του. Αυτό είναι για μας το μαγικό έδελβαϊς, που φυτρώνει πάντα θαλερό στες πιο απρόσιτες κορφές κάθε ωραίου και υψηλού ιδανικού. Σκύψτε ντροπιασμένοι το κεφάλι μπρος στο υπέροχο πνεύμα της φυλής μας. Πάρτε απ' αυτό παραδείγματα, όπως πήραν όλοι οι πρόγονοί σας.
Μα εσείς, ω Γερμανοί, σεις αιώνια θα αισχύνεστε, γιατί είχετε την τόλμη να το καταπατήσετε, ναι σεις που αντλήσετε απ' αυτό τόσα και τόσα. Αιώνια θα σας βαρύνει η μαύρη κηλίδα της απαίσιάς σας αυτής πράξης.
Μα το πάθημα ας σας γίνει μάθημα.
Και σαν πάτε πίσω στα σπίτια σας, σαν βρήτε τα παιδιά σας, σαν θελήσετε να τους διηγηθήτε τις περιπέτειες και τις εντυπώσεις σας από την Ελλάδα, να τους λετε πως εκεί στη νότια άκρη της Ευρώπης ζη ένας λαός μοναδικός στην Ιστορία, ένας λαός που, αφού δίδαξε την ανθρωπότητα πώς πρέπει να ζη, τη δίδαξε και πώς πρέπει να πεθαίνει, ένας λαός μικρός σε έκταση μα μεγάλος σε Ιστορία, ένας λαός από τον οποίον πρέπει να αντλείται όλα σας τα παραδείγματα.
Γι' αυτό. Είμαστε 'μεις απόγονοι των ανθρώπων εκείνων, που σε μια εποχή, που όλη η άλλη ανθρωπότητα ζούσε στο σκότος και την αμάθεια, σε μια εποχή που οι άλλοι δεν διέφεραν καθόλου από τα ζώα, αυτοί δημιούργησαν τον υπέροχο εκείνο πολιτισμό, μπρος στον οποίο κλίνει ευλαβικά το γόνυ η ανθρωπότητα ολόκληρη.
Είμαστε απόγονοι εκείνων, που πρώτοι αγωνίστηκαν για τη λευτεριά, εκείνων που τρεις φορές ως τώρα έσωσαν τον κόσμο από τες χειρότερες σκλαβιές, εκείνων για τους οποίους εκστατικοί και πλήρεις θαυμασμού οι Ρωμαίοι, ομολογούσαν πως "ναι μεν τους υπετάξαμεν διά της βίας, αλλά και εκείνοι μας υπέταξαν διά του πνεύματος", εκείνων που πρώτοι γκρέμισαν τα είδωλα και πάνω στα χαλάσματα έκτισαν το λαμπρό του Χριστιανισμού οικοδόμημα, εκείνων που σαν υπετάγησαν κάτω απ' τους Τούρκους, βγήκαν στα βουνά τραγουδώντας το "Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω/δεν ημπορώ δεν δύναμαι...".
Εκείνων που τα παιδιά μέσα στο κρυφό σχολειό, κάτω απ' το φως του κεριού μάθαιναν απ' τους παπάδες πως έχουν μια Μάνα που έθρεψε την ανθρωπότητα όλη με τ' αγνό της γάλα, μια μάνα που κλόνισε τα καταχτητικά σχέδια των αυτοκρατοριών μπρος στες οποίες έτρεμε ο κόσμος όλος, μια μάνα που προορίζεται να ζήσει και θα ζήσει.
Είμαστε απόγονοι εκείνων. Είμαστε όμως αντάξιοι απόγονοί των; Αυτό εναπόκειται να αποδείξουμε. Είμαστε 'μεις από τους οποίους περιμένει πολλά η μαρτυρική μας Μάνα.
Γνωρίζει ότι
απ' τα καλά της τα σχολειά
λαμπρός στρατός θα πεταχτεί
να διώξει αντιπάλους απ' την
κληρονομιά να μην αφήσει
σ' άλλους χώρα της μηδεμιά.
Δεν ζητά καταχτητικούς πολέμους η Ελλάς. Να τι λέει στο παιδί της που
τη ρωτά:
- Μητέρα μου, τι θες να σου χαρίσω
για τον καινούργιο χρόνο που θαρθεί;
- Παιδί μου, το κορμί το λιονταρίσιο
και το παλικαρίσιο το σπαθί
και τη Νεραϊδογέννητη τη χώρα
μαζί με το δικέφαλο αϊτό.
Δεν θέλω εγώ καινούργια ή ξένα δώρα,
παλιά δικά μου πλούτη σού ζητώ.
Ζητεί από μας να συνεχίζουμε το έργο των προγόνων μας. Και είναι εξαιρετικά βαρύ το έργον αυτό. Μα όσο πιο πολύ δύσκολο κι αν είναι, με τόσο πιο πολύ μεγάλο θάρρος θ' αγωνιστούμε και τόσο πολύ περήφανοι θάμαστε για το έργο μας.
Ελληνόπουλα,
Μη ξεχνάτε ποτές πως εμείς θα αποτελέσουμε τα αυριανά στελέχη της κοινωνίας.
Μη ξεχνάτε πως από τη γενιά αυτή θα ξεπηδήσουν οι νέοι Λεωνίδες κι οι νέοι Θεμιστοκλήδες, οι νέες Σουλιώτισσες και οι νέες Σπαρτιάτισσες. Μη ξεχνάτε ποτές πως είμαστε Έλληνες. Και σαν Έλληνες ας σταθούμε στο ύψος της Ιστορίας μας περήφανοι κι αξιοπρεπείς. Να μη ξεχνάτε ποτές πως εμείς οι σκλαβωμένοι Κύπριοι Έλληνες πρέπει ν' ατενίζουμε την Ελλάδα κράζοντάς της πάντα το...
Άνοιξε, Μάνα μας γλυκειά, την άφθαρτη αγκαλιά σου κι αγκάλιασέ μας τα φτωχά τα μαύρα τα παιδιά σου. Αυτά είναι τα λόγια, που αιώνια θα βροντοφωνάζουμε, ως ότου δούμε την ιστορική μας νήσο στης Μάνας μας την αγκαλιά. Και ύστερα όλοι μας ας εργαζόμαστε για την μεγάλη εκείνη μέρα, κατά την οποίαν ο ζωογόνος της ελευθερίας άνεμος θα φωτίσει όλους τους σκλάβους λαούς της γης και ιδιαίτερα τους Πανέλληνες, που θα κληθούν να δημιουργήσουν τον τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό.
Κυριάκος ΠΗΓΗ:www.stoxos.gr