Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου
Περικλής Γιαννόπουλος: Ο σπουδαίος, αλλά παρεξηγημένος οραματιστής, ο πυργωτής της εθνικής ιδέας και της εθνικής συνείδησης, ο απηνής διώκτης της ξενικής επιρροής, ο μεγάλος διδάχος…
Γεννήθηκε το 1870 στην Πάτρα, από Μεσολογγίτικη γενιά. Ο πατέρας του γιατρός και η μητέρα του από τη Βυζαντινή αρχοντική οικογένεια των Χαιρέτηδων. Πανέμορφος νέος κι έμοιαζε σαν αρχαίος έφηβος βγαλμένος από τη σμίλη του Πραξιτέλη. Ήρθε στα δεκαεπτά του χρόνια στην Αθήνα για να σπουδάσει γιατρός. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και φεύγει για το Παρίσι, στους κύκλους του οποίου εύκολα επιβάλλεται. Όλο το Παρίσι, στο οποίο κάνει ζωηρή και άστατη ζωή, τον ξέρει με το όνομα Απόλλων. Σε δύο χρόνια πεθαίνει ο πατέρας του και το χειρότερο κλονίζεται σοβαρά η υγεία του.
Το 1893, τη χρονιά που ο Τρικούπης αναγνώριζε στη Βουλή την πτώχευση της Ελλάδας, ξαναντικρύζει την αγαπημένη του Ακρόπολη και γράφεται στη Νομική Σχολή, που όμως δεν πρόκειται να φοιτήσει ποτέ. Στην Αθήνα αποκαταστάθηκε η υγεία του κι άρχισε να δημοσιεύει μεταφράσεις από έργα του Ντίκενς, του Πόε, του Λοτί και του Μπωντλαίρ.
Συλλαμβάνει την ιδέα συγγραφής μιας ενιαίας συνθετικής εργασίας περί της Ελληνικής Αναγεννήσεως, τμήματα της οποίας, όπως οι μελέτες του περί χρώματος και γραμμής, δημοσιεύονται σε εφημερίδες της εποχής εκείνης. Αρνείται προσφερθείσα εργασία στη Βιομηχανική Τράπεζα και στους σιδηροδρόμους, ζει απομονωμένος σε ένα δωμάτιο κάτω από την Ακρόπολη που του παραχώρησε ο κτηματίας Χαλκιόπουλος και μελετά ασταμάτητα. Προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την μεγάλη αποστολή του, την αναγέννηση δηλαδή της Ελλάδας, άρχισε τις εκδρομές στην αττική γη, που τη θεωρούσε προνομιούχο περιοχή του ελληνικού χώρου. Υμηττός, Πεντέλη, Ελευσίνα, τον περίμεναν καθημερινά.
Έμαθε τα μυστικά κάθε πέτρας, κάθε βράχου, κάθε πλαγιάς και κάθε φυτού. Αντάμωνε τις ελιές, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, σαν φίλους. Τα μελετούσε όλα. Ήξερε πως η φύση κρατάει κρυμμένα καλά τα μυστικά της. Μελετούσε τις αποχρώσεις ενός δέντρου κάτω από το φως του ήλιου, τα κοινά σημεία μιας ανεμώνας και ενός θυμαριού. Μέσα του βούιζαν μέλισσες, σείονταν τα στάχυα, φλέγονταν οι αγροί.
Και ο πόλεμος κηρύχθηκε. Από τη μια μεριά ο καλός κόσμος της Αθήνας, να βρίσκεται και να ζει μες στη χλιδή και την ανεμελιά, ξεχνώντας εύκολα την ντροπή του 1897, να διασκεδάζει με ιταλική μουσική και να μην νοιάζεται για τίποτε το εθνικό και αναγεννητικό, και από την άλλη ο Περικλής Γιαννόπουλος να μαστιγώνει την κατάσταση αυτή καθημερινά, να εξαπολύει βέλη απ’ τη φαρέτρα του εναντίον όσων θέλουν την ξενική επιρροή και την ενσωμάτωση άλλων, εξωελληνικών, συνηθειών και όσων βρίσκονται σε πολιτικό, πολιτιστικό και εθνικό λήθαργο.
Στο ένα στρατόπεδο οι βουλευτές των γηρασμένων και παραλυμένων κομμάτων να διαβάζουν στη Βουλή περικοπές των Ευαγγελίων για να καθυστερήσουν την ψήφιση κάποιου νομοσχεδίου και οι μαγκουροφόροι του Σπύρου Μερκούρη να σπάνε τα παράθυρα των οπαδών του Τσόχα, στις δημαρχιακές εκλογές, και στο άλλο στρατόπεδο η δέσμη φωτός του Περικλή Γιαννόπουλου, ο καθαρός και αμόλευτος αγέρας των ιδεών του για αναγέννηση πνευματική, ηθική και εθνική, για αναμόρφωση της χώρας.
Ήταν ολόσαρκη η Μεγάλη Ιδέα, όπως την οραματίστηκαν οι ήρωες του Μεγάλου Ξεσηκωμού του 1821, όπως την εξέφρασε ο Κωλέττης στην Συντακτική Συνέλευση του 1844. Το 1906 κυκλοφορεί το «NEON ΠΝΕΥΜΑ», έργο που τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της λογοτεχνικής, πολιτικής και πολιτισμικής καταστάσεως της χώρας.
Τα ριπίσματα και ραπίσματα αλληλοδιάδοχα. Στρέφεται κατά της ξενομανίας, κατά των βουλευτών, κατά των ιερέων, που κοιμούνται στα στασίδια τους, όπως έλεγε και ο Ουγκώ, κατά του ψεύδους, κατά των βαρβάρων της Δύσεως και κραυγάζει με οργή: «Με ψευδή δεν δημιουργούνται έθνη, μάθετε να υποφέρετε την αλήθεια, ολόκληρη και γυμνή, πεθαίνετε, διότι εσκοτώσατε το πνεύμα, Κάτω η Ελλάς των ψήφων, των Μισθών, των Χαρτοπαικτών και των βουλευτών». Το βιβλίο αυτό δημιούργησε σάλο πραγματικό μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων της εποχής εκείνης. Γύρισαν την πλάτη με περιφρόνηση οι περισσότεροι στον διαφαινόμενο προφήτη του Ελληνισμού. (Εξαίρεση ο Ξενόπουλος, ο Σικελιανός, ο Γαβριηλίδης και ο Ίων Δραγούμης). Το έτος 1907 κυκλοφόρησε την «Έκκλησιν προς το Πανελλήνιον Κοινόν».
Ο Γιαννόπουλος με το τελευταίο αυτό έργο του, έκανε έκκληση για κοινωνική αναμόρφωση και εθνική Αναγέννηση. Ο πόλεμος κατά της ξενικής επιρροής και του αμαθούς καλογηρισμού γίνεται πιο σκληρός στο βιβλίο αυτό: «Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι, τα χθεσινά αγριογούρουνα, Εμάς, αλλ’ Εμείς θα κρίνωμεν Εσάς και τον Πολιτισμόν Σας», έγραφε. Περιφρονεί και μισεί τους Ευρωπαίους ο Γιαννόπουλος, γιατί θεωρεί ότι μας κρατούν αιωνίως σε δουλεία και εξάρτηση και δεν μας αφήνουν να αναπνεύσουμε.
Στο βιβλίο αυτό ορθώνεται και εναντιούται, όχι μόνο στον Καλογηρισμό, αλλά και στον ίδιο τον Χριστιανισμό, τον οποίο προσπαθεί να αποκαθάρει από τον στείρο Εβραϊσμό, στον οποίο ερείδεται. Θεωρεί τον Χριστιανισμό μέσο και όπλο πολιτικό, επιβολής του Ελληνισμού, και ζητεί από το Ιερατείο να αντιληφθεί και να εφαρμόσει την αποστολή του αυτή, αλλιώς: «Πας παπάς αισθανόμενος ότι είναι πρώτα χριστιανός και δεύτερα Έλληνας ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ»! Από τα δυο αυτά βιβλία του Γιαννόπουλου ευκρινώς διαφαίνεται ο Μεγαλοϊδεατισμός του, που θέλει να σώσει από την κατάπτωση τον Ελληνισμό.
Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενο της Μ. Ιδέας; Αν και τα αναφερόμενα στοιχεία δεν ταξινομούνται και δεν συστηματοποιούνται, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις αναβαθμούς της Ιδέας:
Ο πρώτος, συνίσταται στην αφύπνιση του Έθνους, στην επανάκτηση της συνείδησης αυτού και της αποστολής του.
Ο δεύτερος, συνίσταται στη δημιουργία ενός μεγάλου Κράτους, που θα περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες και όλα τα ελληνικά εδάφη.
Ο τρίτος, συνίσταται στην προς τα έξω ακτινοβολία του Ελληνισμού, την οποία ο Γιαννόπουλος ονομάζει εξανθρωπισμό ή εξελληνισμό της Οικουμένης.
Η «Έκκληση», όμως, του Γιαννόπουλου καμιά δεν βρήκε απήχηση στον πνευματικό κόσμο της εποχής εκείνης, ούτε στο λαό, που συνέχισαν τον λήθαργο του πνευματικού ραγιαδισμού τους. Άλλοι εσίγησαν, οι πολλοί, και άλλοι, οι λίγοι, άρχισαν τις άδικες επιθέσεις σε βάρος του.
Τον ονόμασαν «κίτρινο λεβελλογράφο», «Επιθεωρητή του Υμηττού», «Δον Κιχώτη» και «τρελό». Τρελός, λοιπόν, ο Περικλής Γιαννόπουλος! Και του έδειχναν τον δρόμο για τον Σκαραμαγκά. Ο Γιαννόπουλος κάμφθηκε πλέον και απογοητεύτηκε. Τα εγκατέλειψε όλα και έφυγε στην Αίγυπτο, όπου, κοντά στην αδελφή του, έζησε για λίγο.
Ξαναγυρίζει στην Αθήνα κι από εκεί στο Θεσσαλικό κάμπο, ζώντας σε μια λασποκαλύβα, φτιαγμένη απ’ τα ίδια του τα χέρια, στο κτήμα του Χαλκιόπουλου, ο οποίος για να τον βοηθήσει τον έκανε, δήθεν, επιστάτη. Στις 10 Απριλίου 1910 ήρθε το τέλος για το σύγχρονο «Αντίνοο».
Ο Γιαννόπουλος ντυμένος στα ολόλευκα, με άσπρη φανέλα, κάλτσες καμωμένες στη Θεσσαλία και γάντια γκλασέ, πήρε ένα αμάξι και έφθασε στο Σκαραμαγκά. Εκεί, αφού έφαγε στο χάνι, ζήτησε από τον αμαξά να ξεζέψει ένα άλογο. Το πήρε, καβάλησε και προχώρησε στην ακτή. Μπροστά στο κύμα αλείφτηκε αρώματα, στεφάνωσε με αγριολούλουδα το κεφάλι και κάλπασε προς τα κύματα, μέσα στην ανοιξιάτικη νεροποντή, έχοντας πάνω του ένα σακουλάκι με βαρίδια. Σαν έφτασε έτσι, καβάλα, στα βαθειά νερά, γύρισε το άλογο προς την ακτή και κρατώντας το με τόνα χέρι, πυροβόλησε με τ’ άλλο στον κρόταφό του και χάθηκε μέσα στα κύματα, ενώ το άλογο ξαναγύριζε αγριεμένο στην ακτή.
ΠΗΓΗ