ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΕΙΣΒΑΛΟΥΝ ΣΤΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΣ TV ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΤΟΥΝ ΓΙΑΟΥΡΤΙΑ ΚΑΙ ΑΥΓΑ ΕΠΕΙΔΗ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΛΕΣΕΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΠEIΡΑΖΕΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ...
ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
Σάββατο 7 Απριλίου 2012
Αντωνάκη, τζάμπα καίει η λάμπα…
Καλά, η μαγκιά και το πολιτικό νταηλίκι του Αντώνη του Κομανέτση τρέχει από τα μπατζάκια του!
Αντωνάκη, θυμάσαι που μας έλεγες για εκλογές στις 19 Φλεβάρη; Μετά την έκανες γαργάρα και το γύρισες στο καλαματιανό, «ας μην κοιμόμαστε και με το ημερολόγιο αγκαλιά τώρα»
Εν τω μεταξύ τα πασοκορετάλια στην προσπάθειά τους να περισώσουν ότι σώζεται από το διαλυμένο μαγαζί τους, επιδίδονται με όποιο τρόπο μπορούν στο γνωστότατο σ’ αυτούς ευγενές σπορ του ρουσφετιού και της ρεμούλας, ενώ ο πλαδαρός τραπεζοϋπάλληλος που παριστάνει τον πρωθυπουργό, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, όταν τον ρωτάνε για την ημερομηνία των εκλογών σφυρίζει αδιάφορα!
Ήδη η 6η Μαΐου πήγε περίπατο και απ’ ότι συζητείτε στους διαδρόμους και στο καφενείο της Βουλής, θα βαρεθούμε να βλέπουμε Παπαδήμιο στο Μαξίμου…
Και το ερώτημα εύλογο Σαμάριε Κομανέτσιε, αφού σε κόφτει για εκλογές και αφού βλέπεις ότι ο Παπαδήμιος το παίζει Γερμανός και την ψάχνει από όλες τις μεριές να τις αναβάλλει, γιατί δεν αποσύρεις την εμπιστοσύνη σου από την κυβέρνησή του;
Αλλά καθώς φαίνεται ελαχιστότατε, εκτός από το πιστοποιητικό άκρας υποταγής που υπόγραψες στα φανερά και κάτι άλλο ακόμα στα κρυφά πρέπει να έχεις υποσχεθεί ή να έχεις υπογράψει.
Κατά τα άλλα τζάμπα καίει η λάμπα…
Τα περί αυτοδυναμίας γράφτα στο χιόνι! Την παρτίδα κοίτα να σώσεις, γιατί έτσι και πέσει το ποσοστό της ΝΔ κάτω από το Καραμανλικό χαμηλό, βλέπω να σε πετάνε από κανένα παράθυρο… Και διάλεξες και γραφεία σε όροφο, που να πάρει ο διάολος.
Σαμαράς: «Θάνατος δεν είναι μόνο να πεθαίνει κανείς, αλλά και να ζει χωρίς ελπίδα…»
Αντί να θρηνείτε κύριε Σαμαρά για τους ζωντανούς νεκρούς, πείτε μας για την ωρολογιακή βόμβα της νέας περικοπής μισθών και συντάξεων που με την υπογραφή σας προγραμματίσατε να εκραγεί τον Ιούνιο του 2012… ΠΗΓΗ:kostasxan.blogspot.com
Παρασκευή 6 Απριλίου 2012
ΒRAVO DORA...Κάποιοι θέλουν τη Θράκη γεμάτη μιναρέδες…
Το βράδυ της Πέμπτης, 29 Μαρτίου, εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο,
ύστερα από εισήγηση της Δημοκρατικής Συμμαχίας (ΔΗΣΥ) της Ντόρας
Μπακογιάννη, η τροποποίηση του άρθρου 29 σχετικά με τα απαραίτητα
έγγραφα για την παραχώρηση άδειας ανοικοδόμησης τεμενών χωρίς τίτλους
ιδιοκτησίας, σε περιοχές της Δυτικής Θράκης.
Ο δημοτικός σύμβουλος του δήμου Μύκης, επιχειρηματίας, Γιουσούφ Ντελή, δήλωσε ότι η Ντόρα Μπακογιάννη, τήρησε το λόγο της. Η εισήγηση που επιμελήθηκε το κόμμα ΔΗΣΥ στο κοινοβούλιο σχετικά με αλλαγές στο νόμο περί «παραχώρησης άδειας ανοικοδόμησης στις περιοχές όπου ανοικοδομήθηκαν τεμένη», εγκρίθηκε το βράδυ της 29ης Μαρτίου και τέθηκε σε ισχύ. Σε δηλώσεις του στην ομάδα του «Azınlıkça Online», ο Γιουσούφ Ντελή, δήλωσε τα εξής:
«Επειδή δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας για τα τεμένη μας, αντιμετωπίζαμε επί μακρόν προβλήματα όσον αφορά στις εργασίες ανοικοδόμησης και αποκατάστασής τους. Εγώ προσωπικά ασχολούμαι με τον εν λόγω θέμα εδώ και έξι χρόνια. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε με τα τεμένη μας, είχε κολλήσει στο Υπουργείο Παιδείας. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών που έγιναν, το θέμα διευθετήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Εντούτοις, επειδή δε υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας για τα τεμένη μας, δεν επιτρεπόταν η διενέργεια επισκευών ή εργασιών επέκτασης.
»Τα τεμένη μας δεν αποτελούν ατομική ιδιοκτησία αλλά ανήκουν στην κοινωνία των πιστών και τοιουτοτρόπως δεν υφίστανται και τίτλοι ιδιοκτησίας. Για να τονίσω λοιπόν το πρόβλημα αυτό, συνόδευσα τη γενική πρόεδρο του κόμματός μας, της Δημοκρατικής Συμμαχίας, κα Ντόρα Μπακογιάννη, στο τέμενος της Σμίνθης, στο πλαίσιο της επίσκεψης που είχε πραγματοποιήσει πριν από τρεις μήνες. Της μετέφερα το πρόβλημα και της έδειξα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το τέμενος. Τότε η γενική πρόεδρος μας, κα Ντόρα Μπακογιάννη, μας έδωσε το λόγο της. Έδωσε λόγο να εισηγηθεί στο κοινοβούλιο σχετικό νομοσχέδιο, να αγωνισθεί ψυχή τε και σώματι για να λυθεί το πρόβλημά μας και να βρει οπωσδήποτε μια λύση ακόμη και αν το κόμμα της δεν βρίσκεται στην εξουσία.
»Στα πλαίσια αυτά, το κόμμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας, εισηγήθηκε στο κοινοβούλιο τροποποίηση του νόμου περί παραχώρησης άδειας ανοικοδόμησης ακινήτου για τις περιοχές όπου έχουν ανοικοδομηθεί τεμένη. Πριν από δύο ημέρες ήμουν στην Αθήνα με την κα Ντόρα Μπακογιάννη. Είδα την πρόταση για την τροποποίηση του νόμου και δόξα τω Θεώ, η εισήγηση αυτή εγκρίθηκε. Δι’ αυτής της οδού, αντιμετωπίσθηκε στη ρίζα του, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο λαός μας με τα τεμένη και τους μιναρέδες. Ευχαριστώ από ψυχής την ευγενική μας πρόεδρο, κα Ντόρα Μπακογιάννη, γιατί τήρησε το λόγο της, μας υποστήριξε και διευθέτησε το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε με τα τεμένη μας.
»Θα ήθελα, επί της ευκαιρίας, να δηλώσω και το εξής: χθες το βράδυ, μετά από την ψήφιση της εν λόγω εισήγησης, ακόμη και ο Τσετίν Μάντατζη, πλησίασε την γενική πρόεδρο της ΔΗΣΥ, κα Ντόρα Μπακογιάννη, για τη συγχαρεί για την εισήγηση που κατέθεσε η ΔΗΣΥ. Ναι λοιπόν, το ΔΗΣΥ και η Ντόρα Μπακογιάννη τήρησαν το λόγο τους. Εγώ εύχομαι στο λαό μας, με το καλό».
Αν είναι έτσι τότε «μπράβο Ντόρα» κι από εμάς…
Ας δούμε και τις θέσεις του κόμματος: http://www.defence-point.gr/news/?p=42906
ΠΗΓΗ:www.defence-point.gr
Ο δημοτικός σύμβουλος του δήμου Μύκης, επιχειρηματίας, Γιουσούφ Ντελή, δήλωσε ότι η Ντόρα Μπακογιάννη, τήρησε το λόγο της. Η εισήγηση που επιμελήθηκε το κόμμα ΔΗΣΥ στο κοινοβούλιο σχετικά με αλλαγές στο νόμο περί «παραχώρησης άδειας ανοικοδόμησης στις περιοχές όπου ανοικοδομήθηκαν τεμένη», εγκρίθηκε το βράδυ της 29ης Μαρτίου και τέθηκε σε ισχύ. Σε δηλώσεις του στην ομάδα του «Azınlıkça Online», ο Γιουσούφ Ντελή, δήλωσε τα εξής:
«Επειδή δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας για τα τεμένη μας, αντιμετωπίζαμε επί μακρόν προβλήματα όσον αφορά στις εργασίες ανοικοδόμησης και αποκατάστασής τους. Εγώ προσωπικά ασχολούμαι με τον εν λόγω θέμα εδώ και έξι χρόνια. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε με τα τεμένη μας, είχε κολλήσει στο Υπουργείο Παιδείας. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών που έγιναν, το θέμα διευθετήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Εντούτοις, επειδή δε υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας για τα τεμένη μας, δεν επιτρεπόταν η διενέργεια επισκευών ή εργασιών επέκτασης.
»Τα τεμένη μας δεν αποτελούν ατομική ιδιοκτησία αλλά ανήκουν στην κοινωνία των πιστών και τοιουτοτρόπως δεν υφίστανται και τίτλοι ιδιοκτησίας. Για να τονίσω λοιπόν το πρόβλημα αυτό, συνόδευσα τη γενική πρόεδρο του κόμματός μας, της Δημοκρατικής Συμμαχίας, κα Ντόρα Μπακογιάννη, στο τέμενος της Σμίνθης, στο πλαίσιο της επίσκεψης που είχε πραγματοποιήσει πριν από τρεις μήνες. Της μετέφερα το πρόβλημα και της έδειξα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το τέμενος. Τότε η γενική πρόεδρος μας, κα Ντόρα Μπακογιάννη, μας έδωσε το λόγο της. Έδωσε λόγο να εισηγηθεί στο κοινοβούλιο σχετικό νομοσχέδιο, να αγωνισθεί ψυχή τε και σώματι για να λυθεί το πρόβλημά μας και να βρει οπωσδήποτε μια λύση ακόμη και αν το κόμμα της δεν βρίσκεται στην εξουσία.
»Στα πλαίσια αυτά, το κόμμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας, εισηγήθηκε στο κοινοβούλιο τροποποίηση του νόμου περί παραχώρησης άδειας ανοικοδόμησης ακινήτου για τις περιοχές όπου έχουν ανοικοδομηθεί τεμένη. Πριν από δύο ημέρες ήμουν στην Αθήνα με την κα Ντόρα Μπακογιάννη. Είδα την πρόταση για την τροποποίηση του νόμου και δόξα τω Θεώ, η εισήγηση αυτή εγκρίθηκε. Δι’ αυτής της οδού, αντιμετωπίσθηκε στη ρίζα του, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο λαός μας με τα τεμένη και τους μιναρέδες. Ευχαριστώ από ψυχής την ευγενική μας πρόεδρο, κα Ντόρα Μπακογιάννη, γιατί τήρησε το λόγο της, μας υποστήριξε και διευθέτησε το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε με τα τεμένη μας.
»Θα ήθελα, επί της ευκαιρίας, να δηλώσω και το εξής: χθες το βράδυ, μετά από την ψήφιση της εν λόγω εισήγησης, ακόμη και ο Τσετίν Μάντατζη, πλησίασε την γενική πρόεδρο της ΔΗΣΥ, κα Ντόρα Μπακογιάννη, για τη συγχαρεί για την εισήγηση που κατέθεσε η ΔΗΣΥ. Ναι λοιπόν, το ΔΗΣΥ και η Ντόρα Μπακογιάννη τήρησαν το λόγο τους. Εγώ εύχομαι στο λαό μας, με το καλό».
Αν είναι έτσι τότε «μπράβο Ντόρα» κι από εμάς…
Ας δούμε και τις θέσεις του κόμματος: http://www.defence-point.gr/news/?p=42906
|
|
Ροῦπελ 6 Ἀπριλίου 1941 – «Τά ὀχυρά δέν παραδίδονται ἀλλά καταλαμβάνονται»!!!
Το πρώτο Γερμανικό πολεμικό ανακοινωθέν της 6ης Απριλίου 1941:
«Τα επιτεθέντα Στρατεύματά μας, προσέκρουσαν εις πείσμονα αντίστασην.Η ικανότητα του εχθρού (Ελλήνων) για άμυνα, παραμένει αμείωτος».
Ημέρες και νύχτες διαρκή η γιγαντομαχία…Όλα τα εχθρικά κύματα θραύονται πάνω στην Ψυχή του Έλληνα Στρατιώτη…
9 Απριλίου 1941, 17.15΄.-
Οι Γερμανοί επιστρέφουν στις θέσεις τους. Γερμανικό αυτοκίνητο με υψωμένη της λευκή σημαία, πλησιάζει τις Ελληνικές θέσεις στο κεντρικό δρόμο Κούλας-Σιδηροκάστρου… Τρεις Έλληνες στρατιώτες με επικεφαλή τον Ανθ/γό Ι. Δαμιανό πήγε προς συνάντησή τους. Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, χαιρετά τους Έλληνες σε στάση προσοχής και ζητά την παράδοση του οχυρού διότι οι Γερμανοί ήδη έχουν εισέλθει στην Θεσσαλονίκη και υπεγράφη ανακωχή.
Ο Διοικητής του οχυρού, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απήντησε.-
«Τα οχυρά δεν παραδίδονται, αλλά καταλαμβάνονται»!!!
Ο Γερμανός αξιωματικός διαβεβαιώνει στην στρατιωτική του τιμή, πως δεν πρόκειται για τέχνασμα και ορίζει την επομένη 10η Απριλίου 1941 και ώρα 18.00΄νέα συνάντηση.
Στις 10 Απριλίου το οχυρό εγκαταλείφτηκε…
Εξερχόμενοι οι Έλληνες μαχητές, απολαμβάνουν τιμές από Γερμανικό άγημα, το οποίο καλείται να επιθεωρήσει ο ΄Ελλην Ταγματάρχης!
Η Ελληνική Σημαία δεν υποστέλλεται, παρά μόνο μετά την αποχώρηση και του τελευταίου Έλληνα Στρατιώτη. Τα ξίφη των αξιωματικών και τα όπλα δεν αφαιρέθηκαν!
Ο Γερμανός Ταγματάρχης, Max Wuensche , μετέπειτα Αξιωματικός των SS και Υπασπιστής του Αδόλφου Χίτλερ, απευθυνόμενος στον Έλληνα Ταγματάρχη, είπε.-
«Σας διαβιβάζω τα συγχαρητήρια και τον θαυμασμό των ανωτέρων μου. Οι Γερμανοί αισθανόμεθα υπερήφανοι που είχαμε αντίπαλο έναν τόσο ηρωικό Στρατό».
Ο νεαρός και σκληροτράχηλος Γερμανός Ταγματάρχης, θα γράψει στο προσωπικό του ημερολόγιο…« εδώ πάνω, ακριβώς κάτω από την κορυφή στο κεντρικό σημείο του Ρούπελ, μένουμε άφωνοι! Μπροστά η κορυφή…αδύνατον να προχωρήσουμε. Όποιος τολμήσει να ξεμυτίσει γαζώνεται. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι τα λίγα και με δυσκολία φτιαγμένα αυτά οχυρά, θα ήταν τόσο δυνατά και μοντέρνα! Ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι οι Έλληνας θα μας αντιστέκονταν τόσο σκληρά, με τόσο πείσμα και ηρωισμό!».
Οι Γερμανοί δεν κράτησαν αιχμαλώτους εις ένδειξη τιμής και σεβασμού…
Σ’ ένα οχυρωματικό συγκρότημα προκάλυψης, ένας Γερμανός Ταγματάρχης,ζητά να συναντήσει τον Διοικητή του…Παρουσιάζεται αγέρωχος ο Λοχίας ΄Ιντζος! Ο Γερμανός δεν μπορεί να πιστέψει πως το οχυρό διοικείται από έναν έφεδρο Λοχία! Του λέει
«Λοχία τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες τους καλύτερους άνδρες μου. Σε συγχαίρω!» Του δίνει το χέρι και κατόπιν διατάζει την εκτέλεσή του…Πάνω από 200 επίλεκτοι Γερμανοί Καταδρομείς κείτονταν νεκροί…
Σ’ ένα άλλο παρόμοιο περιστατικό, στην παράδοση του οχυρού «Καρατάς» ο Γερμανός αξιωματικός ζητά να δει κι αυτός τον Έλληνα Διοικητή…Παρουσιάζεται ένας νεαρός Ανθυπολοχαγός… Σαστισμένος ο Γερμανός Ταγματάρχης του προτάσσει το χέρι του και του λέει ,«Ανθυπολοχαγέ…Σε συγχαίρω! Μου θανάτωσες 400 άνδρες!».
Ο ίδιος ο Χίτλερ, τον Μάιο του 1941, ενώπιον του Ράιχσταγκ , ομολόγησε.-
«Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διατυπώσω πως, από όλους τους αντιπάλους μας, τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο ΄Ελλην Στρατιώτης επολέμησεν με ύψιστον ηρωισμόν και αυτοθυσίαν και συνθηκολόγησε μόνον όταν η περαιτέρω αντίστασή του ήτο αδύνατος και κατά συνέπειαν μάταια».
«ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»
«Τα Έθνη τα μικραίνουν ή τ’ απαθανατίζουν οι πολίτες τους.Κάθε πατρίδα χαίρεται τόση ευτυχία, όση αναλογεί στη σωφροσύνη των πολιτών της. Είναι όμως ν’ απορείς! Άμα μπήκαν οι Γερμανοί στο συγκρότημα “Μολών λαβέ” του οχυρού Ρούπελ, απάνω απ’ τους νεκρούς βρήκαν γραμμένη με κιμωλία τη φράση: “Στις Θερμοπύλες σκοτώθηκαν οι Τρακόσιοι. Εδώ θα πέσουν οι Ογδόντα”.
Οι Σπαρτιάτες οι παλιοί ετοιμάζονταν από παιδιά με προσεχτική αγωγή για μεγάλα έργα. Τούτους τους φαντάρους, πότε νοιάστηκε η δική μας πολιτεία να τους διαπαιδαγωγήσει; Το κράτος τους είχε εγκαταλείψει στην τύχη τους κι οι διάφορες αναρχικές προπαγάνδες τους κατηχούσαν ελεύθερα. Ποιός είχε σταλάξει στις καρδιές τους, το μοναδικό δίδαγμα της αυτοθυσίας;
Η Ράτσα!
Αυτή ένωσε μπροστά στον κίνδυνο τους Έλληνες, χωρίς εξαίρεση. Όταν τα χιόνια σταμάτησαν την προέλαση του στρατού μας στην Αλβανία, κάποιος μέραρχος φοβήθηκε πως οι αφάνταστες κακουχίες, θα μπορούσαν να κλονίσουν το ηθικό του μετώπου και ζήτησε στα συντάγματά του να του στείλουν πίνακες από τους στρατιώτες εκείνους που ήταν γνωστοί ως κακόγνωμοι, για να τους απομακρύνει. Άμα όμως έλαβε τους πίνακες αυτούς, διάβασε έκπληκτος : “Δεκανεύς τάδε, εφονεύθη εις την μάχη της Μόροβας. Στρατιώτης τάδε, ετραυματίσθη εις την επίθεσιν της Ντούσνιτσας. Στρατιώτης τάδε, επροτάθη για πολεμικόν σταυρόν”.
Σε μια εποχή που μεγάλα κράτη κλονίσθηκαν κι είχαν διαλυθεί οι στρατοί τους, η φωνή της ράτσας οδήγησε τους δικούς μας φαντάρους, να πολεμήσουν σα να είχαν αναστηθεί, από την ίδια την αρχαία Αθήνα……»
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ρούπελ» του Χ. Ζαλοκώστα)
Αυτοί ήταν οι Έλληνες κι Αυτούς δεν τους νίκησαν ποτέ!
Τιμή και Δόξα σε Αυτούς που δόξασαν την Πατρίδα μας, με τον ηρωισμό και το Τίμιο Αίμα Τους!
Ως μνημόσυνο Τιμής και αιωνίου Μνήμης, με το χέρι στην καρδιά, ας τους δώσουμε την υπόσχεση. »Θα φυλάξουμε Θερμοπύλες κι εμείς, όπως κι εσείς».
Εδώ είναι η ιστοσελίδα του Ρούπελ.
Εδώ είναι μια άλλη αφιερωμένη στους ήρωες του Ρούπελ.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Το άρθρο το είδα στο Makeleio.gr(παλαιότερη δημοσίευση από το Greek American News Agency)
ΠΗΓΗ:www.filonoi.gr
6.4.1941 ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ "ΟΧΙ" !
Το δεύτερον «όχι»
Κατά την πρωίαν της 6ης Απριλίου επανελήφθη η σκηνή του όρθρου της
28ης Οκτωβρίου του 1940, με μικράς διαφοράς. Κατά την 5.15' π.μ. ήχησε το εντός
του κοιτώνος του προέδρου της κυβερνήσεως τηλέφωνον.
Ο καλών ανήγγειλε γαλλιστί εις την λαβούσαν το ακουστικόν κυρίαν Κορυζή ότι ο πρέσβυς της Γερμανίας επιθυμεί να επισκεφθή επειγόντως τον πρωθυπουργόν και εζήτησε να ορισθή προς τούτο ώρα. Του απήντησαν ότι ο πρόεδρος θα εδέχετο τον πρέσβυν μετά ημίσειαν ώραν.
Ο Κορυζής μαντεύων τον λόγον της επισκέψεως έσπευσε να ειδοποιήση αμέσως τον βασιλέα και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Ο πρίγκηψ Έρμπαχ έφθασεν εις την οικίαν Κορυζή κατά την ορισθείσαν ώραν ακριβώς και αφού εχαιρέτησε με τυπικήν ευγένειαν τον πρωθυπουργόν προέβη εις την λακωνικήν δήλωσιν: «Επιτρέψατέ μου να σας αναγγείλω ότι η κυβέρνησίς μου επέδωσε την στιγμήν αυτήν εις τον εν Βερολίνω Έλληνα πρεσβευτήν διακοίνωσιν αντίγραφον της οποίας θα σας αναγνώσω αμέσως».
Ο καλών ανήγγειλε γαλλιστί εις την λαβούσαν το ακουστικόν κυρίαν Κορυζή ότι ο πρέσβυς της Γερμανίας επιθυμεί να επισκεφθή επειγόντως τον πρωθυπουργόν και εζήτησε να ορισθή προς τούτο ώρα. Του απήντησαν ότι ο πρόεδρος θα εδέχετο τον πρέσβυν μετά ημίσειαν ώραν.
Ο Κορυζής μαντεύων τον λόγον της επισκέψεως έσπευσε να ειδοποιήση αμέσως τον βασιλέα και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Ο πρίγκηψ Έρμπαχ έφθασεν εις την οικίαν Κορυζή κατά την ορισθείσαν ώραν ακριβώς και αφού εχαιρέτησε με τυπικήν ευγένειαν τον πρωθυπουργόν προέβη εις την λακωνικήν δήλωσιν: «Επιτρέψατέ μου να σας αναγγείλω ότι η κυβέρνησίς μου επέδωσε την στιγμήν αυτήν εις τον εν Βερολίνω Έλληνα πρεσβευτήν διακοίνωσιν αντίγραφον της οποίας θα σας αναγνώσω αμέσως».
Και ανέγνωσε το ακόλουθον κείμενον:
«Από της ενάρξεως του πολέμου, του επιβληθέντος εις την Γερμανίαν
δια της κηρύξεως του πολέμου εκ μέρους της Αγγλίας και της Γαλλίας, η
κυβέρνησις του Ράιχ εξέφρασε πάντοτε σαφώς και απεριφράστως την θέλησίν της
όπως η στρατιωτική σύρραξις περιορισθή μεταξύ των εμπολέμων κρατών, και ιδίως όπως
παραμείνη εκτός πολέμου η περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου. Μετά της αυτής
σαφηνείας διεκήρυξε κατ' επανάληψιν ότι θα αντετάσσετο αμέσως με όλα τα εις την
διάθεσιν αυτής ευρισκόμενα πολεμικά μέσα εις πάσαν αγγλικήν απόπειραν όπως
μεταφέρη τον πόλεμον και εις άλλας χώρας.
Με την καταστροφήν των αγγλικών εκστρατευτικών δυνάμεων και την εκδίωξιν των υπολειμμάτων αυτών εκ της Νορβηγίας και της Γαλλίας, η ήπειρός μας είχεν απαλλαγή τελείως των βρεταννικών στρατευμάτων. Εκ τούτου ανέκυπτε δι' όλα τα ευρωπαϊκά κράτη το κοινόν συμφέρον όπως διατηρηθή πλήρως η επιτευχθείσα απομάκρυνσις της Αγγλίας εκ της ηπειρωτικής Ευρώπης, ως το πλέον ασφαλές εχέγγυον της ευρωπαϊκής ειρήνης, και μη αφεθή ουδείς Άγγλος στρατιώτης όπως θέση πλέον πόδα επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Το πρόβλημα τούτο ετίθετο και δια τον ελληνικόν λαόν κατά τον αυτόν τρόπον, όπως και δια τους άλλους λαούς της ηπείρου, και ήτο προφανές ότι η ελληνική κυβέρνησις θα προσηρμόζετο κάλλιστα προς την κατάστασιν εάν ετήρει ειλικρινή και αυστηράν ουδετερότητα. Η στάσις αυτή θα ήτο απολύτως φυσική δια την Ελλάδα και θα ανταπεκρίνετο εις τα ζωτικά αυτής συμφέροντα, και τούτο μάλιστα εκ του λόγου ότι ουδείς των εμπολέμων ηδύνατο πράγματι να έχη ζωτικόν συμφέρον όπως εμπλέξη εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις του μίαν χώραν η οποία ευρίσκετο μακράν του πραγματικού θεάτρου του πολέμου. Ούτως η Γερμανία και η Ιταλία ουδέποτε ηξίωσαν άλλο τι από την Ελλάδα ειμή την τήρησιν μιας γνήσιας ουδετερότητος.
Εντεύθεν λοιπόν είναι έτι μάλλον ακατανόητον ότι παρά ταύτα η ελληνική κυβέρνησις εγκατέλειψε την στάσιν ταύτην, η οποία διεγράφετο εις αυτήν σαφώς, και τοιουτοτρόπως εισήλθεν εις τον δρόμον όστις θάττον ή βράδιον ήτο φυσικόν να φέρη τον λαόν της εις φυσικούς κινδύνους. Γνωρίζομεν σήμερον ότι η Ελλάς εγκατέλειψε πράγματι την στάσιν τής ουδετερότητος από της κατά τον Σεπτέμβριον του 1939 εκρήξεως του πολέμου και έλαβε θέσιν κατ' αρχάς μυστικώς και είτα ολονέν εμφανέστερον υπέρ των εχθρών της Γερμανίας και προ παντός υπέρ της Αγγλίας. Μέχρι ποίου σημείου η ελληνική πολιτική και προ της εκρήξεως του πολέμου ήτο επηρεασμένη από τας εις τους κύκλους της ελληνικής κυβερνήσεως επικρατούσας συμπαθείας προς την Αγγλίαν, αποδεικνύει το γεγονός και μόνον ότι κατ' Απρίλιον του 1939 η Ελλάς απεδέχθη πολιτικήν εγγύησιν των Δυτικών Δυνάμεων. Κατόπιν της λίαν γνωστής πείρας της κτηθείσης εκ των αγγλικών εγγυήσεων, έδει να έχη πλήρη επίγνωσιν ότι, ενεργούσα ούτως, έθετεν αναγκαίως την χώραν της υπό την εξάρτησιν της Αγγλίας και ότι μοιραίως θα ευρίσκετο περιπεπλεγμένη εις τα ήδη υφιστάμενα τότε αγγλικά σχέδια κυκλώσεως της Γερμανίας. Η τάσις αύτη εξεδηλώθη το πρώτον εμφανώς μετά την έκρηξιν του πολέμου κατ' Οκτώβριον του 1939, όταν η ελληνική κυβέρνησις ηρνήθη και να συζητήση καν το ενδεχόμενον παρατάσεως του συμφώνου φιλίας μετά της Ιταλίας, του οποίου η ισχύς εξέπνεε κατά το έτος τούτο. Κατά την ιδίαν εποχήν περιήλθον εις την κατοχήν της κυβερνήσεως του Ράιχ στοιχεία συμφώνως προς τα οποία η δια της βρεταννικής βοηθείας εγκατασταθείσα τότε εις την αρχήν ελληνική κυβέρνησις από της εγκαθιδρύσεώς της εις την εξουσίαν είχεν αναλάβει ευρείας υποχρεώσεις έναντι της αγγλικής πολιτικής. Εάν επί του σημείου τούτου υπελείπετο και η ελαχίστη ακόμη αμφιβολία, τα επίσημα έγγραφα άτινα ευρέθησαν εις την Λα Σαριτέ της Γαλλίας και τα οποία ήδη εδόθησαν εις την δημοσιότητα αποδεικνύουν κατά τον πλέον αναμφισβήτητον τρόπον την θέσιν ην έλαβε σαφώς η Ελλάς εναντίον του Άξονος από της εκρήξεως του πολέμου. Από τα επίσημα ταύτα στοιχεία του γαλλικού γενικού επιτελείου και της γαλλικής κυβερνήσεως προκύπτει η ακόλουθος εικών περί της αληθούς πολιτικής, την οποίαν ηκολούθησε μυστικώς η ελληνική κυβέρνησις:
1. Από του Σεπτεμβρίου ήδη του 1939 το ελληνικόν γενικόν επιτελείον απέστειλεν εις Άγκυραν τον συνταγματάρχην Δόβαν ίνα έλθη εις επαφήν με τον στρατηγόν Βεϋγκάν, αρχιστράτηγον του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος εν τη Εγγύς Ανατολή.
2. Την 18ην Σεπτεμβρίου 1939 ο Έλλην πρεσβευτής εν Παρισίοις Πολίτης έδωσε την διαβεβαίωσιν ότι η Ελλάς δεν επεθύμει την ανανέωσιν της μετά της Ιταλίας συνθήκης, ήτις εξέπνεε τον Οκτώβριον, ειμή μόνον “εφ' όσον μία τοιαύτη συμφωνία δεν θα ημπόδιζε τον σχηματισμόν ενός ανατολικού μετώπου”.
3. Κατά τας αρχάς του Οκτωβρίου 1939 ο υφυπουργός των Εξωτερικών Μαυρουδής εδήλωσεν εις τον Γάλλον πρεσβευτήν εν Αθήναις ότι η Ελλάς όχι μόνον δεν θα ημπόδιζε μίαν αποβίβασιν των συμμάχων εις Θεσσαλονίκην, αλλά τουναντίον θα υπεστήριζεν ενεργώς αυτήν, υπό την προϋπόθεσιν μόνον ότι η επιτυχία των επιχειρήσεων θα ήτο εξησφαλισμένη.
4. Η επαφή η λαβούσα χώραν κατά τα τέλη Οκτωβρίου 1939 μεταξύ του εν Αθήναις Γάλλου στρατιωτικού ακολούθου και του Έλληνος αρχηγού του γενικού επιτελείου ωδήγησε την 4ην Δεκεμβρίου 1939 εις την ρητήν επιθυμίαν του ελληνικού γενικού επιτελείου, όπως γίνη έναρξις στρατιωτικών διαπραγματεύσεων, καθώς και εις την αποστολήν εις Ελλάδα του συνταγματάρχου του γαλλικού γενικού επιτελείου Μαριό.
5. Εις σημείωμα του στρατηγού Γκαμελαίν υπό χρονολογίαν 4 Ιανουαριου 1940 λέγεται ότι ο αρχηγός του ελληνικού γενικού επιτελείου κατέστησε γνωστόν ότι ήτο εις θέσιν να εγγυηθή την αποβίβασιν ενός διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος εις Θεσσαλονίκην, υπό την επιφύλαξιν επαρκούς υποστηρίξεως δι’ αεροπορικών δυνάμεων και δια δυνάμεων αντιαεροπορικής αμύνης.
Με την καταστροφήν των αγγλικών εκστρατευτικών δυνάμεων και την εκδίωξιν των υπολειμμάτων αυτών εκ της Νορβηγίας και της Γαλλίας, η ήπειρός μας είχεν απαλλαγή τελείως των βρεταννικών στρατευμάτων. Εκ τούτου ανέκυπτε δι' όλα τα ευρωπαϊκά κράτη το κοινόν συμφέρον όπως διατηρηθή πλήρως η επιτευχθείσα απομάκρυνσις της Αγγλίας εκ της ηπειρωτικής Ευρώπης, ως το πλέον ασφαλές εχέγγυον της ευρωπαϊκής ειρήνης, και μη αφεθή ουδείς Άγγλος στρατιώτης όπως θέση πλέον πόδα επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Το πρόβλημα τούτο ετίθετο και δια τον ελληνικόν λαόν κατά τον αυτόν τρόπον, όπως και δια τους άλλους λαούς της ηπείρου, και ήτο προφανές ότι η ελληνική κυβέρνησις θα προσηρμόζετο κάλλιστα προς την κατάστασιν εάν ετήρει ειλικρινή και αυστηράν ουδετερότητα. Η στάσις αυτή θα ήτο απολύτως φυσική δια την Ελλάδα και θα ανταπεκρίνετο εις τα ζωτικά αυτής συμφέροντα, και τούτο μάλιστα εκ του λόγου ότι ουδείς των εμπολέμων ηδύνατο πράγματι να έχη ζωτικόν συμφέρον όπως εμπλέξη εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις του μίαν χώραν η οποία ευρίσκετο μακράν του πραγματικού θεάτρου του πολέμου. Ούτως η Γερμανία και η Ιταλία ουδέποτε ηξίωσαν άλλο τι από την Ελλάδα ειμή την τήρησιν μιας γνήσιας ουδετερότητος.
Εντεύθεν λοιπόν είναι έτι μάλλον ακατανόητον ότι παρά ταύτα η ελληνική κυβέρνησις εγκατέλειψε την στάσιν ταύτην, η οποία διεγράφετο εις αυτήν σαφώς, και τοιουτοτρόπως εισήλθεν εις τον δρόμον όστις θάττον ή βράδιον ήτο φυσικόν να φέρη τον λαόν της εις φυσικούς κινδύνους. Γνωρίζομεν σήμερον ότι η Ελλάς εγκατέλειψε πράγματι την στάσιν τής ουδετερότητος από της κατά τον Σεπτέμβριον του 1939 εκρήξεως του πολέμου και έλαβε θέσιν κατ' αρχάς μυστικώς και είτα ολονέν εμφανέστερον υπέρ των εχθρών της Γερμανίας και προ παντός υπέρ της Αγγλίας. Μέχρι ποίου σημείου η ελληνική πολιτική και προ της εκρήξεως του πολέμου ήτο επηρεασμένη από τας εις τους κύκλους της ελληνικής κυβερνήσεως επικρατούσας συμπαθείας προς την Αγγλίαν, αποδεικνύει το γεγονός και μόνον ότι κατ' Απρίλιον του 1939 η Ελλάς απεδέχθη πολιτικήν εγγύησιν των Δυτικών Δυνάμεων. Κατόπιν της λίαν γνωστής πείρας της κτηθείσης εκ των αγγλικών εγγυήσεων, έδει να έχη πλήρη επίγνωσιν ότι, ενεργούσα ούτως, έθετεν αναγκαίως την χώραν της υπό την εξάρτησιν της Αγγλίας και ότι μοιραίως θα ευρίσκετο περιπεπλεγμένη εις τα ήδη υφιστάμενα τότε αγγλικά σχέδια κυκλώσεως της Γερμανίας. Η τάσις αύτη εξεδηλώθη το πρώτον εμφανώς μετά την έκρηξιν του πολέμου κατ' Οκτώβριον του 1939, όταν η ελληνική κυβέρνησις ηρνήθη και να συζητήση καν το ενδεχόμενον παρατάσεως του συμφώνου φιλίας μετά της Ιταλίας, του οποίου η ισχύς εξέπνεε κατά το έτος τούτο. Κατά την ιδίαν εποχήν περιήλθον εις την κατοχήν της κυβερνήσεως του Ράιχ στοιχεία συμφώνως προς τα οποία η δια της βρεταννικής βοηθείας εγκατασταθείσα τότε εις την αρχήν ελληνική κυβέρνησις από της εγκαθιδρύσεώς της εις την εξουσίαν είχεν αναλάβει ευρείας υποχρεώσεις έναντι της αγγλικής πολιτικής. Εάν επί του σημείου τούτου υπελείπετο και η ελαχίστη ακόμη αμφιβολία, τα επίσημα έγγραφα άτινα ευρέθησαν εις την Λα Σαριτέ της Γαλλίας και τα οποία ήδη εδόθησαν εις την δημοσιότητα αποδεικνύουν κατά τον πλέον αναμφισβήτητον τρόπον την θέσιν ην έλαβε σαφώς η Ελλάς εναντίον του Άξονος από της εκρήξεως του πολέμου. Από τα επίσημα ταύτα στοιχεία του γαλλικού γενικού επιτελείου και της γαλλικής κυβερνήσεως προκύπτει η ακόλουθος εικών περί της αληθούς πολιτικής, την οποίαν ηκολούθησε μυστικώς η ελληνική κυβέρνησις:
1. Από του Σεπτεμβρίου ήδη του 1939 το ελληνικόν γενικόν επιτελείον απέστειλεν εις Άγκυραν τον συνταγματάρχην Δόβαν ίνα έλθη εις επαφήν με τον στρατηγόν Βεϋγκάν, αρχιστράτηγον του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος εν τη Εγγύς Ανατολή.
2. Την 18ην Σεπτεμβρίου 1939 ο Έλλην πρεσβευτής εν Παρισίοις Πολίτης έδωσε την διαβεβαίωσιν ότι η Ελλάς δεν επεθύμει την ανανέωσιν της μετά της Ιταλίας συνθήκης, ήτις εξέπνεε τον Οκτώβριον, ειμή μόνον “εφ' όσον μία τοιαύτη συμφωνία δεν θα ημπόδιζε τον σχηματισμόν ενός ανατολικού μετώπου”.
3. Κατά τας αρχάς του Οκτωβρίου 1939 ο υφυπουργός των Εξωτερικών Μαυρουδής εδήλωσεν εις τον Γάλλον πρεσβευτήν εν Αθήναις ότι η Ελλάς όχι μόνον δεν θα ημπόδιζε μίαν αποβίβασιν των συμμάχων εις Θεσσαλονίκην, αλλά τουναντίον θα υπεστήριζεν ενεργώς αυτήν, υπό την προϋπόθεσιν μόνον ότι η επιτυχία των επιχειρήσεων θα ήτο εξησφαλισμένη.
4. Η επαφή η λαβούσα χώραν κατά τα τέλη Οκτωβρίου 1939 μεταξύ του εν Αθήναις Γάλλου στρατιωτικού ακολούθου και του Έλληνος αρχηγού του γενικού επιτελείου ωδήγησε την 4ην Δεκεμβρίου 1939 εις την ρητήν επιθυμίαν του ελληνικού γενικού επιτελείου, όπως γίνη έναρξις στρατιωτικών διαπραγματεύσεων, καθώς και εις την αποστολήν εις Ελλάδα του συνταγματάρχου του γαλλικού γενικού επιτελείου Μαριό.
5. Εις σημείωμα του στρατηγού Γκαμελαίν υπό χρονολογίαν 4 Ιανουαριου 1940 λέγεται ότι ο αρχηγός του ελληνικού γενικού επιτελείου κατέστησε γνωστόν ότι ήτο εις θέσιν να εγγυηθή την αποβίβασιν ενός διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος εις Θεσσαλονίκην, υπό την επιφύλαξιν επαρκούς υποστηρίξεως δι’ αεροπορικών δυνάμεων και δια δυνάμεων αντιαεροπορικής αμύνης.
Η κυβέρνησις του Ράιχ, ήτις προ πολλού ετέλει εν γνώσει των στοιχείων τούτων, άτινα επεβάρυνον σοβαρώς την ελληνικήν κυβέρνησιν, ανέμενεν εν τούτοις με υπέρμετρον υπομονήν και μακροθυμίαν την περαιτέρω εξέλιξιν της ελληνικής πολιτικής. Ακόμη και όταν η Ελλάς έθεσεν εις την διάθεσιν του βρεταννικού ναυτικού βάσεις επί των νήσων της και η Ιταλία, η σύμμαχος του γερμανικού Ράιχ; εν όψει της στάσεως αυτής, ήτις δεν ήτο πλέον στάσις ουδετέρου κράτους, εξηναγκάσθη εις στρατιωτικήν δράσιν εναντίον της Ελλάδος, η Γερμανία διετήρησε την στάσιν της αναμονής. Ταύτην καθώριζεν η ειλικρινής ελπίς του γερμανικού λαού, όστις μέχρι τότε διεπνέετο αποκλειστικώς υπό αισθημάτων φιλίας δια τον ελληνικόν λαόν, ότι η Ελλάς θ' ανεμιμνήσκετο εν τέλει των αληθών συμφερόντων της και ότι ούτω η ελληνική κυβέρνησις, παρ' όλα όσα συνέβησαν, θα εύρισκε την ευκαιρίαν να επανέλθη εις την αληθή ουδετερότητα. Υπό το πνεύμα τούτο ο φον Ρίμπεντροπ, υπουργός των Εξωτερικών του Ράιχ, εις συνομιλίαν ην έσχε εν Φουσλ μετά του Έλληνος πρεσβευτού την 26ην Αυγούστου 1940 έδωσεν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν υπό σοβαρόν τύπον την συμβουλήν όπως εγκαταλείψη την μεροληπτικώς ευμενή προς την Αγγλίαν στάσιν της. Πέραν όμως τούτου δι' επανειλημμένων δημοσίων δηλώσεων αυτού του Φύρερ η ελληνική κυβέρνησις κατέστη ενήμερος ότι εν ουδεμία περιπτώσει θα ηνείχετο όπως βρεταννικαί στρατιωτικοί δυνάμεις εγκατασταθούν επί ελληνικού εδάφους. Υπενθυμίζομεν μεταξύ άλλων επί του σημείου τούτου τον λόγον τον εκφωνηθέντα υπό του Φύρερ την 30ην Ιανουαρίου 1941, εν τω οποίω αναφέρεται: “ Ίσως στηρίζουν ελπίδας επί των Βαλκανίων, αλλ' ούτε εκεί βλέπω τύχην δι' αυτούς, διότι εν πράγμα είναι βέβαιον: εκεί όπου η Αγγλία θα εμφανισθή θα της επιτεθώμεν και είμεθα αρκετά ισχυροί δια να το πράξωμεν”.
Η ελληνική κυβέρνησις περιεφρόνησε όλας αυτάς τας προειδοποιήσεις, επί πλέον δε — πρέπει ρητώς τούτο να βεβαιωθή εδώ — ουδέποτε απετάθη προς την κυβέρνησιν του Ράιχ και δια να συζητήση μόνον μετ' αυτής την δυνατότητα επανόδου της Ελλάδος εις την ουδετερότητα. Η αιτία ήτο προφανής. Η Ελλάς είχεν ήδη αφεθή να παρασυρθή πολύ μακράν εις την αγγλικήν πολιτικήν της επεκτάσεως του πολέμου και δεν ήτο πλέον κυρία των αποφάσεών της. Αύται υπηγορεύοντο μάλλον εις αυτήν τότε υπό της αγγλικής κυβερνήσεως. Τα πράγματα έφθασαν εις σημείον, ώστε η ελληνική κυβέρνησις, ήτις αρχικώς, μετά την έναρξιν του κατά της Ιταλίας πολέμου, είχε περιορισθή εις την συνδρομήν βρεταννικών τεχνικών σχηματισμών αεροπορίας, υπεχρεώθη μετ' ολίγον εκ της ανάγκης των πραγμάτων να προχωρήση περαιτέρω εις την οδόν αυτήν. Ολίγον μετά την κατάληψιν της Κρήτης τα πράγματα έλαβον τοιαύτην εξέλιξιν, ώστε συγκεκροτημένοι σχηματισμοί βρεταννικών στρατευμάτων απεβιβάσθησαν εις την Ελλάδα και κατέλαβον όλα τα σπουδαία στρατηγικά σημεία. Αι δηλώσεις αι γενόμεναι από καιρού εις καιρόν υπό της ελληνικής κυβερνήσεως και δια των οποίων επεχείρει ν' αρνηθή τα γεγονότα ταύτα δεν δύνανται να κριθούν ειμή ως νέα απόδειξις της ανειλικρίνειάς της και της εξαρτήσεώς της από της Αγγλίας.
Από τίνων εβδομάδων ουδεμία πλέον δύναται να ύπαρξη αμφιβολία ότι η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήση εν Ελλάδι νέον μέτωπον κατά της Γερμανίας — του είδους της κατά τον παγκόσμιον πόλεμον εκστρατείας της εις Θεσσαλονίκην — δια να προβή εκείθεν εις μίαν τελευταίαν απόπειραν όπως φέρη τον πόλεμον εις την Ευρώπην. Από της απόψεως αυτής αι ειδήσεις, κατά τας οποίας το γενικόν επιτελείον των εν Ελλάδι δρωσών αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων αποκατέστησε σύνδεσμον μετά του εν Βελιγραδίω γενικού επιτελείου, προσλαμβάνουν ιδιαιτέραν σημασίαν. Κατά τας τελευταίας όμως ημέρας η Ελλάς κατέστη πλέον φανερόν πεδίον δράσεως των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Επί του παρόντος οι Άγγλοι ενεργούν εκεί σοβαράς σημασίας στρατηγικάς κινήσεις και μεταφοράς στρατευμάτων, ειδήσεις δε εξ Αμερικής επιβεβαιούν ότι αγγλικός στρατός εκ 200.000 ανδρών ευρίσκεται ήδη έτοιμος προς δράσιν εν Ελλάδι.
Δια του τρόπου τούτου η Ελλάς, ήτις υπήρξε το μόνον ευρωπαϊκόν κράτος το οποίον επέτρεψεν εις τα αγγλικά στρατεύματα να θέσουν πόδα επί του ευρωπαϊκού εδάφους, ανέλαβεν έναντι της ευρωπαϊκής κοινότητος βαρείαν ευθύνην. Αναμφιβόλως ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος δια την εξέλιξιν ταύτην. Ως εκ τούτου όμως είναι ακόμη μεγαλυτέρα η ευθύνη η οποία βαρύνει την παρούσαν ελληνικήν κυβέρνησιν δια την ανεύθυνον αυτήν πολιτικήν της. Η ελληνική κυβέρνησις εδημιούργησε τοιουτοτρόπως μίαν κατάστασιν, έναντι της οποίας η Γερμανία δεν δύναται πλέον να παραμείνη αδρανής επί μακρόν. Δια τον λόγον αυτόν η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματά της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
Η κυβέρνησις του Ράιχ, καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη τον ελληνικόν λαόν ως τοιούτον. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγκασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι, εκδιώκουσα ταχέως τους παρεισάκτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν δια την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Η απάντησις της Ελλάδος
Εις την ανακοίνωσιν ήτο συνημμένον υπόμνημα περιλαμβάνον
λεπτομερεστέραν ανάλυσιν των περιεχομένων εις αυτήν αιτιάσεων περί παραβιάσεων
της ελληνικής ουδετερότητος και περί του αριθμού των ευρισκομένων επί του
ελληνικού εδάφους βρεταννικών δυνάμεων, αποκαλυπτόμενης της δράσεώς της εις την
Ελλάδα γερμανικής κατασκοπείας.
Αλλά και η διακοίνωσις και το υπόμνημα ήσαν απλώς χαρτιά και λόγια δια να στηριχθή η δικαιολογία του πολέμου. Ο Χίτλερ επροσπαθούσε να εφεύρη στοιχεία εμφανίζοντα ανειλικρινή την ελληνικήν ουδετερότητα και δεν εδίσταζε να δικαιολογή και την επίθεσιν της Ιταλίας κατά της Ελλάδος, ενώ εγνώριζεν ότι όλα τα εις την Αλβανίαν επεισόδια και οι ισχυρισμοί των ανθρώπων της Ρώμης ωφείλοντο εις ιταλικήν σκηνοθεσίαν. Όσον αφορά την αποβίβασιν βρεταννικών στρατευμάτων εις την Ελλάδα εγνώριζεν επίσης ότι τούτο έγινεν αφού προηγουμένως αι ιδικαί του μεραρχίαι είχαν περάσει εις την Βουλγαρίαν, ήτο δε προειδοποιημένος, ως είπομεν, ότι Βρεταννοί δεν θ' απεβιβάζοντο αν δεν διέβαινεν ο γερμανικός στρατός τον Δούναβιν φανερώνων τας επιθετικάς κατά της Ελλάδος προθέσεις. Ήτο επομένως ψεύδος ότι δεν ήθελε την επέκτασιν του πολέμου εις τα Βαλκάνια και ότι δεν τον ενδιέφερεν η Ελλάς.
Εκ της αλληλογραφίας του Χίτλερ και του Μουσσολίνι εξάγεται ότι η Γερμανία προ του ελληνοϊταλικού πολέμου ακόμη απέβλεπεν εις την χρησιμοποίησιν της Κρήτης, καταλαμβανομένης υπό ισχυρών δυνάμεων αλεξιπτωτιστών, ως γερμανικής βάσεως εξορμήσεως προς νότον και προς ανατολάς. Εις δε την από 20ής Νοεμβρίου επιστολήν του προς τον Μουσσολίνι ο Χίτλερ έγραφε κατηγορηματικώς, εξάγων συμπεράσματα από τας έως τότε απέναντι των Ιταλών ελληνικάς νίκας: «Ψυχολογικαί συνέπειαι: Είναι δυσάρεστοι, καθ' όσον η ελληνική κατάστασις βαρύνει πολύ καν δυσμενώς επί διπλωματικών προπαρασκευών, αι οποίαι ευρίσκονται εν πλήρει εξελίξει». Υποδεικνύων δε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν έγραφε καθαρά: «Πρέπει να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν κάποιο είδος συνεννοήσεως με την Τουρκίαν δια να εξαλείψωμεν την τουρκικήν πίεσιν επί της Βουλγαρίας... Η Γιουγκοσλαυΐα πρέπει να πεισθή όπως παύση ενδιαφερομένη δια τας παρούσας κατευθύνσεις της και όταν τούτο θα είναι δυνατόν να ενδιαφερθή εις θετικήν συνεργασίαν μεθ' ημών προς εκκαθάρισιν της ελληνικής υποθέσεως». Γράφων δε περί των σχεδιαζομένων γερμανικών επιχειρήσεων προς εκκαθάρισιν της Μεσογείου προσέθετε:
«Τούτο θα είναι το αποφασιστικόν προοίμιον της στρατιωτικής επιχειρήσεως, ήτις αισθάνομαι ότι δεν είναι δυνατόν ν' αναληφθή προ των πρώτων ημερών του Μαρτίου και εναντίον αυτής ακόμη της Ελλάδος. Θεωρώ αναγκαίον το χρονικόν διάστημα δια τον απλούν λόγον ότι θα είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν προ της εποχής ταύτης εν Ρουμανία τοιαύται δυνάμεις, ώστε να εξασφαλισθή εν οιαδήποτε περιπτώσει η επιτυχία. Μόνον κατ’ εκείνην την εποχήν δυνάμεθα ν' αναμένωμεν επιτυχίαν εν βραχυτάτω χρόνω». Ωμολογήθη επομένως υπό του ιδίου το Χίτλερ ότι η κατά της Ελλάδος γερμανική επιχείρησις ήτο αποφασισμένη από του Νοεμβρίου του 1940, οπότε δεν είχον αποβιβασθή Βρεταννοί εις την Ελλάδα. Η γερμανική διακοίνωσις, στηριζομένη επί ψευδών, δεν διέφερεν από το ιταλικόν τελεσίγραφον παρά μόνον εις το ότι δεν ώριζε προθεσμίαν προς απάντησιν και αποδοχήν όρων, αλλά ανήγγελλεν απλώς την εισβολήν. Απορρέουσα από την γερμανικήν ιδιοσυγκρασίαν ήτο ιταμωτέρα του ιταλικού τελεσιγράφου.
Αλλ' η στάσις της ελληνικής κυβερνήσεως απέναντι του δευτέρου εχθρού, στηριζομένη όπως η τηρηθείσα απέναντι των Ιταλών επί των υπαγορεύσεων των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής τιμής, είχεν ήδη προκαθορισθή. Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως απήντησεν εις τον Γερμανόν πρεσβευτήν ότι η Ελλάς υπεραμυνόμενη του εθνικού εδάφους θ' αντιτάξη αντίστασιν εις την προσβολήν των γερμανικών στρατευμάτων.
Ο Κορυζής επεκοινώνησεν αμέσως με τον βασιλέα, υπό την προεδρίαν του οποίου συνεκροτήθη σύσκεψις, εις την οποίαν συμμετέσχον πλην του πρωθυπουργού οι υπουργοί των πολεμικών υπουργείων και ο αρχιστράτηγος. Επηκολούθησεν υπουργικόν συμβούλιον. Ο πρωθυπουργός ανεκοίνωσε τα γεγονότα και οι υπουργοί επεδοκίμασαν την δοθείσαν εις την γερμανικήν διακοίνωσιν απάντησιν και έλαβαν γνώσιν του ακολούθου διαγγέλματος του βασιλέως Γεωργίου προς τον ελληνικόν λαόν:
Αλλά και η διακοίνωσις και το υπόμνημα ήσαν απλώς χαρτιά και λόγια δια να στηριχθή η δικαιολογία του πολέμου. Ο Χίτλερ επροσπαθούσε να εφεύρη στοιχεία εμφανίζοντα ανειλικρινή την ελληνικήν ουδετερότητα και δεν εδίσταζε να δικαιολογή και την επίθεσιν της Ιταλίας κατά της Ελλάδος, ενώ εγνώριζεν ότι όλα τα εις την Αλβανίαν επεισόδια και οι ισχυρισμοί των ανθρώπων της Ρώμης ωφείλοντο εις ιταλικήν σκηνοθεσίαν. Όσον αφορά την αποβίβασιν βρεταννικών στρατευμάτων εις την Ελλάδα εγνώριζεν επίσης ότι τούτο έγινεν αφού προηγουμένως αι ιδικαί του μεραρχίαι είχαν περάσει εις την Βουλγαρίαν, ήτο δε προειδοποιημένος, ως είπομεν, ότι Βρεταννοί δεν θ' απεβιβάζοντο αν δεν διέβαινεν ο γερμανικός στρατός τον Δούναβιν φανερώνων τας επιθετικάς κατά της Ελλάδος προθέσεις. Ήτο επομένως ψεύδος ότι δεν ήθελε την επέκτασιν του πολέμου εις τα Βαλκάνια και ότι δεν τον ενδιέφερεν η Ελλάς.
Εκ της αλληλογραφίας του Χίτλερ και του Μουσσολίνι εξάγεται ότι η Γερμανία προ του ελληνοϊταλικού πολέμου ακόμη απέβλεπεν εις την χρησιμοποίησιν της Κρήτης, καταλαμβανομένης υπό ισχυρών δυνάμεων αλεξιπτωτιστών, ως γερμανικής βάσεως εξορμήσεως προς νότον και προς ανατολάς. Εις δε την από 20ής Νοεμβρίου επιστολήν του προς τον Μουσσολίνι ο Χίτλερ έγραφε κατηγορηματικώς, εξάγων συμπεράσματα από τας έως τότε απέναντι των Ιταλών ελληνικάς νίκας: «Ψυχολογικαί συνέπειαι: Είναι δυσάρεστοι, καθ' όσον η ελληνική κατάστασις βαρύνει πολύ καν δυσμενώς επί διπλωματικών προπαρασκευών, αι οποίαι ευρίσκονται εν πλήρει εξελίξει». Υποδεικνύων δε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν έγραφε καθαρά: «Πρέπει να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν κάποιο είδος συνεννοήσεως με την Τουρκίαν δια να εξαλείψωμεν την τουρκικήν πίεσιν επί της Βουλγαρίας... Η Γιουγκοσλαυΐα πρέπει να πεισθή όπως παύση ενδιαφερομένη δια τας παρούσας κατευθύνσεις της και όταν τούτο θα είναι δυνατόν να ενδιαφερθή εις θετικήν συνεργασίαν μεθ' ημών προς εκκαθάρισιν της ελληνικής υποθέσεως». Γράφων δε περί των σχεδιαζομένων γερμανικών επιχειρήσεων προς εκκαθάρισιν της Μεσογείου προσέθετε:
«Τούτο θα είναι το αποφασιστικόν προοίμιον της στρατιωτικής επιχειρήσεως, ήτις αισθάνομαι ότι δεν είναι δυνατόν ν' αναληφθή προ των πρώτων ημερών του Μαρτίου και εναντίον αυτής ακόμη της Ελλάδος. Θεωρώ αναγκαίον το χρονικόν διάστημα δια τον απλούν λόγον ότι θα είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν προ της εποχής ταύτης εν Ρουμανία τοιαύται δυνάμεις, ώστε να εξασφαλισθή εν οιαδήποτε περιπτώσει η επιτυχία. Μόνον κατ’ εκείνην την εποχήν δυνάμεθα ν' αναμένωμεν επιτυχίαν εν βραχυτάτω χρόνω». Ωμολογήθη επομένως υπό του ιδίου το Χίτλερ ότι η κατά της Ελλάδος γερμανική επιχείρησις ήτο αποφασισμένη από του Νοεμβρίου του 1940, οπότε δεν είχον αποβιβασθή Βρεταννοί εις την Ελλάδα. Η γερμανική διακοίνωσις, στηριζομένη επί ψευδών, δεν διέφερεν από το ιταλικόν τελεσίγραφον παρά μόνον εις το ότι δεν ώριζε προθεσμίαν προς απάντησιν και αποδοχήν όρων, αλλά ανήγγελλεν απλώς την εισβολήν. Απορρέουσα από την γερμανικήν ιδιοσυγκρασίαν ήτο ιταμωτέρα του ιταλικού τελεσιγράφου.
Αλλ' η στάσις της ελληνικής κυβερνήσεως απέναντι του δευτέρου εχθρού, στηριζομένη όπως η τηρηθείσα απέναντι των Ιταλών επί των υπαγορεύσεων των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής τιμής, είχεν ήδη προκαθορισθή. Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως απήντησεν εις τον Γερμανόν πρεσβευτήν ότι η Ελλάς υπεραμυνόμενη του εθνικού εδάφους θ' αντιτάξη αντίστασιν εις την προσβολήν των γερμανικών στρατευμάτων.
Ο Κορυζής επεκοινώνησεν αμέσως με τον βασιλέα, υπό την προεδρίαν του οποίου συνεκροτήθη σύσκεψις, εις την οποίαν συμμετέσχον πλην του πρωθυπουργού οι υπουργοί των πολεμικών υπουργείων και ο αρχιστράτηγος. Επηκολούθησεν υπουργικόν συμβούλιον. Ο πρωθυπουργός ανεκοίνωσε τα γεγονότα και οι υπουργοί επεδοκίμασαν την δοθείσαν εις την γερμανικήν διακοίνωσιν απάντησιν και έλαβαν γνώσιν του ακολούθου διαγγέλματος του βασιλέως Γεωργίου προς τον ελληνικόν λαόν:
«Έλληνες. Νέος εχθρός προσέβαλε σήμερον την πρωίαν την τιμήν της
πατρίδος μας. Χωρίς καμμίαν προειδοποίησιν, την ιδίαν στιγμήν κατά την οποίαν
επεδίδετο από την γερμανικήν κυβέρνησιν εις την ελληνικήν εν έγγραφον
αναγγέλλον απλώς την ενέργειάν της, τα γερμανικά στρατεύματα εκτύπησαν τα
σύνορά μας.
Ο ηρωικός μας στρατός, φρουρός ακοίμητος του ιερού μας εδάφους, το προασπίζει ήδη δια του αίματός του.
Έλληνες, ο ελληνικός λαός, ο οποίος απέδειξεν ήδη εις τον κόσμον ότι θέτει υπέρ παν άλλο την τιμήν, θα την υπερασπισθή και έναντι του νέου εχθρού μέχρις εσχάτων. Η Ελλάς, η τόσον μικρά, την οποίαν προσβάλλει σήμερον μία ακόμη αυτοκρατορία, είναι ταυτοχρόνως τόσον μεγάλη, ώστε να μη δύναται να επιτρέψη εις κανένα να την θίξη.
Ο αγών μας θα είναι σκληρός, τραχύς, αμεί¬λικτος. Δεν θα ορρωδήσωμεν προ ουδενός πόνου, δεν θα σταματήσωμεν προ ουδεμίας θυσίας. Αλλ' η νίκη μας αναμένει εις το τέρμα του δρόμου μας δια να στεφανώση μίαν ακόμη και οριστικήν φοράν την Ελλάδα. Εις το πλευρόν μας ίστανται πανίσχυροι σύμμαχοι, η Βρεταννική αυτοκρατορία με την ακατάβλητον θέλησίν της και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Αμερικής με τους ανεξάντλητους πόρους των. Εις το πεδίον της μάχης αγωνιζόμεθα αγκώνα προς αγκώνα με τους αδελφούς μας Νοτιοσλαύους, οι οποίοι χύνουν και αυτοί μαζί μας το αίμα των δια την σωτηρίαν ολοκλήρου της Βαλκανικής και της ανθρωπότητος.
Θα νικήσωμεν! Με την βοήθειαν του Θεού και την ευλογίαν της Παναγίας θα νικήσωμεν. Η ιστορία των εθνών θα γράψη ακόμη μίαν φοράν ότι η χώρα την οποίαν λαμπρύνει ο Μαραθών και η Σαλαμίς δεν υποκύπτει, δεν κάμπτεται, δεν παραδίδεται.
Όλοι μαζί, Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, υψώσατε το ανάστημά σας, σφίξατε τους γρόνθους σας και σταθήτε εις το πλευρόν μου, προασπισταί της Ελληνικής Πατρίδος, της χθεσινής, της σημερινής και της αυριανής, αντάξιοι των προγόνων σας, παραδείγματα εις τους επιγόνους σας, πρόμαχοι της ελευθερίας, της βγαλμένης από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Εμπρός τέκνα της Ελλάδος εις τον υπέρ πάντων αγώνα».
Ο ηρωικός μας στρατός, φρουρός ακοίμητος του ιερού μας εδάφους, το προασπίζει ήδη δια του αίματός του.
Έλληνες, ο ελληνικός λαός, ο οποίος απέδειξεν ήδη εις τον κόσμον ότι θέτει υπέρ παν άλλο την τιμήν, θα την υπερασπισθή και έναντι του νέου εχθρού μέχρις εσχάτων. Η Ελλάς, η τόσον μικρά, την οποίαν προσβάλλει σήμερον μία ακόμη αυτοκρατορία, είναι ταυτοχρόνως τόσον μεγάλη, ώστε να μη δύναται να επιτρέψη εις κανένα να την θίξη.
Ο αγών μας θα είναι σκληρός, τραχύς, αμεί¬λικτος. Δεν θα ορρωδήσωμεν προ ουδενός πόνου, δεν θα σταματήσωμεν προ ουδεμίας θυσίας. Αλλ' η νίκη μας αναμένει εις το τέρμα του δρόμου μας δια να στεφανώση μίαν ακόμη και οριστικήν φοράν την Ελλάδα. Εις το πλευρόν μας ίστανται πανίσχυροι σύμμαχοι, η Βρεταννική αυτοκρατορία με την ακατάβλητον θέλησίν της και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Αμερικής με τους ανεξάντλητους πόρους των. Εις το πεδίον της μάχης αγωνιζόμεθα αγκώνα προς αγκώνα με τους αδελφούς μας Νοτιοσλαύους, οι οποίοι χύνουν και αυτοί μαζί μας το αίμα των δια την σωτηρίαν ολοκλήρου της Βαλκανικής και της ανθρωπότητος.
Θα νικήσωμεν! Με την βοήθειαν του Θεού και την ευλογίαν της Παναγίας θα νικήσωμεν. Η ιστορία των εθνών θα γράψη ακόμη μίαν φοράν ότι η χώρα την οποίαν λαμπρύνει ο Μαραθών και η Σαλαμίς δεν υποκύπτει, δεν κάμπτεται, δεν παραδίδεται.
Όλοι μαζί, Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, υψώσατε το ανάστημά σας, σφίξατε τους γρόνθους σας και σταθήτε εις το πλευρόν μου, προασπισταί της Ελληνικής Πατρίδος, της χθεσινής, της σημερινής και της αυριανής, αντάξιοι των προγόνων σας, παραδείγματα εις τους επιγόνους σας, πρόμαχοι της ελευθερίας, της βγαλμένης από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Εμπρός τέκνα της Ελλάδος εις τον υπέρ πάντων αγώνα».
Η κυβέρνησις απηύθυνεν επίσης το εξής διάγγελμα προς τον λαόν:
«Ο πρεσβευτής της Γερμανίας επεσκέφθη σήμερον την 5.30' πρωινήν
ώραν τον κ. Πρωθυπουργόν και ανεκοίνωσεν αυτώ εκ μέρους της κυβερνήσεώς του ότι
ο γερμανικός στρατός θα επιτεθή κατά της Ελλάδος. Ταυτόχρονοι εκ των συνόρων
πληροφορίαι έφερον πραγματοποιουμένην την γερμανικήν απειλήν. Ούτω κατά τα εξημερώματα
της 6ης Απριλίου του 1941 επανελαμβάνοντο ακριβώς παρά του ετέρου μέλους του
Άξονος τα γεγονότα της νυκτός της 28ης Οκτωβρίου 1940. Απέναντι της νέας ταύτης
επιβουλής κατά της τιμής, της ελευθερίας και της ακεραιότητος της χώρας μας, ο
ελληνικός στρατός και ο ελληνικός λαός καλούνται και πάλιν να πράξουν με
δύναμιν και ευψυχίαν και σταθερότητα το απέναντι της λατρευτής πατρίδος καθήκον
των με πλήρη συναίσθησιν του δικαίου των, με την ευλογίαν του Θεού και με την
βοήθειαν των γενναίων και μεγάλων συμμάχων μας».
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος εξέδωσε ταυτοχρόνως την ακόλουθον
ημερησίαν διαταγήν προς τον στρατόν:
«Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώται! Δια μίαν ακόμη φοράν τα
ελληνικά όπλα καλούνται να υπερασπίσουν το πάτριον έδαφος. Ένας επί πλέον
εισβολεύς, ένας επί πλέον αντίπαλος, ανήκων ατυχώς εις την ομάδα των
αυτοκαλουμένων πεπολιτισμένων κρατών, επιχειρεί να καταπατήση τα ιερά του
έθνους.
Θα αντιστώμεν και θα νικήσωμεν, όπως ενικήσαμεν και τον άλλον πολυάριθμον εχθρόν, όπως αντεστάθημεν και εις εκείνου τας ορδάς και τας περιφρονητικάς προς την προσφιλή πατρίδα μας αξιώσεις.
Θα νικήσωμεν, διότι θα πολεμήσωμεν πάλιν υπό την σημαίαν της υπερτάτης δικαιοσύνης και διότι παρά το πλευρόν μας ίσταται συμπολεμιστής και αποφασιστικός σύμμαχος ο στρατός της πανίσχυρου Βρεταννικής αυτοκρατορίας.
Θα πολεμήσωμεν αντιτάσσοντες εις την βίαν του επιδρομέως τα όπλα μας και τα στήθη μας, διδάσκοντες και τον νέον αντίπαλον ότι η Ελλάς, από την οποίαν ήντλησε τόσα πολύτιμα διδάγματα, δεν ατιμάζεται.
Μαχηταί του ιταλικού μετώπου. Εξακολουθήσατε την ένδοξον και απαράμιλλον προσπάθειαν κρατούντες πάντοτε υπό το πέλμα σας και υπό την θέλησίν σας τον αντίπαλόν σας. Προσθέσατε νέας δάφνας εις τας σημαίας σας.
Μαχηταί του γερμανικού μετώπου. Αποδείξατε ότι είσθε ισάξιοι των συναδέλφων σας του ιταλικού μετώπου. Φιλοδοξήσατε να προσθέσετε νέας ενδόξους σελίδας εις την ιστορίαν του έθνους μας.
Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται. Ο Θεός της Ελλάδος είναι μαζί μας. Η Θεομήτωρ Μαρία θα μας παρακολουθήση με στοργήν εις τους νέους αγώνας μας. Η αθάνατος μοίρα του έθνους, αυτή που το συνετήρησε, που το διεφύλαξε πρόμαχον των ελευθεριών και των υψηλών εκδηλώσεων του ανθρωπίνου πνεύματος, της ηθικής και του καλού δια μέσου των αιώνων, μας παραστέκει σήμερον.
Με τους Βρεταννούς αδελφούς μας εν όπλοις και εν ψυχαίς — διότι είναι αδελφοί μας πλέον και αι δύο χώραι ακολουθούν ηνωμέναι την ιδίαν φωτεινήν λεωφόρον που οδηγεί εις τον δύσκολον θρίαμβον — θα διαφυλάξωμεν την τιμήν της πατρίδος μας.
Ατενίζοντες υψηλά, αντλούντες υπεράνθρωπον θάρρος από τας ψυχάς μας, αι οποίαι διαισθάνονται πλήρως ότι μαχόμεθα πάντοτε υπέρ βωμών και εστιών, με το όπλον ανά χείρας και υπό την σκέπην του Θεού θα προχωρήσωμεν προς την νίκην. Την τελικήν πλέον, την λαμπροτέραν, την ιερωτέραν ελληνικήν νίκην, η οποία και την φοράν αυτήν — ουδείς Έλλην αμφιβάλλει — θα είναι ιδική μας».
Θα αντιστώμεν και θα νικήσωμεν, όπως ενικήσαμεν και τον άλλον πολυάριθμον εχθρόν, όπως αντεστάθημεν και εις εκείνου τας ορδάς και τας περιφρονητικάς προς την προσφιλή πατρίδα μας αξιώσεις.
Θα νικήσωμεν, διότι θα πολεμήσωμεν πάλιν υπό την σημαίαν της υπερτάτης δικαιοσύνης και διότι παρά το πλευρόν μας ίσταται συμπολεμιστής και αποφασιστικός σύμμαχος ο στρατός της πανίσχυρου Βρεταννικής αυτοκρατορίας.
Θα πολεμήσωμεν αντιτάσσοντες εις την βίαν του επιδρομέως τα όπλα μας και τα στήθη μας, διδάσκοντες και τον νέον αντίπαλον ότι η Ελλάς, από την οποίαν ήντλησε τόσα πολύτιμα διδάγματα, δεν ατιμάζεται.
Μαχηταί του ιταλικού μετώπου. Εξακολουθήσατε την ένδοξον και απαράμιλλον προσπάθειαν κρατούντες πάντοτε υπό το πέλμα σας και υπό την θέλησίν σας τον αντίπαλόν σας. Προσθέσατε νέας δάφνας εις τας σημαίας σας.
Μαχηταί του γερμανικού μετώπου. Αποδείξατε ότι είσθε ισάξιοι των συναδέλφων σας του ιταλικού μετώπου. Φιλοδοξήσατε να προσθέσετε νέας ενδόξους σελίδας εις την ιστορίαν του έθνους μας.
Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται. Ο Θεός της Ελλάδος είναι μαζί μας. Η Θεομήτωρ Μαρία θα μας παρακολουθήση με στοργήν εις τους νέους αγώνας μας. Η αθάνατος μοίρα του έθνους, αυτή που το συνετήρησε, που το διεφύλαξε πρόμαχον των ελευθεριών και των υψηλών εκδηλώσεων του ανθρωπίνου πνεύματος, της ηθικής και του καλού δια μέσου των αιώνων, μας παραστέκει σήμερον.
Με τους Βρεταννούς αδελφούς μας εν όπλοις και εν ψυχαίς — διότι είναι αδελφοί μας πλέον και αι δύο χώραι ακολουθούν ηνωμέναι την ιδίαν φωτεινήν λεωφόρον που οδηγεί εις τον δύσκολον θρίαμβον — θα διαφυλάξωμεν την τιμήν της πατρίδος μας.
Ατενίζοντες υψηλά, αντλούντες υπεράνθρωπον θάρρος από τας ψυχάς μας, αι οποίαι διαισθάνονται πλήρως ότι μαχόμεθα πάντοτε υπέρ βωμών και εστιών, με το όπλον ανά χείρας και υπό την σκέπην του Θεού θα προχωρήσωμεν προς την νίκην. Την τελικήν πλέον, την λαμπροτέραν, την ιερωτέραν ελληνικήν νίκην, η οποία και την φοράν αυτήν — ουδείς Έλλην αμφιβάλλει — θα είναι ιδική μας».
ΠΗΓΗ: Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών: «Ιστορία της
Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις Μέλισσα.
Από το αρχείο του κ. Γεώργιου Μαυράκη ΠΗΓΗ:monoistoria.blogspot.com
Φτάσε όπου δεν μπορείς! Νίκος Καζαντζάκης
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό,
βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι
μου, στο χώμα. 'Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο
ήλιος βασίλεψε…» Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957), απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλιου "Αναφορά στον Γκρέκο", Εκδόσεις Καζαντζάκη.
… Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από...
τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κι έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουνταν η γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.
Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!...
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!».
… Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από...
τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κι έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουνταν η γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.
Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!...
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!».
ΠΗΓΗ:diadrastiko.blogspot.com
Κάποιοι μας θέλουν στον πάτο, μα εμείς "παντρευτήκαμε" τον ήλιο, τον αέρα και τη θάλασσα!
Αυτή
η φωτογραφία ανήκει σε εμάς. Κανείς δεν θα μας την στερήσει. Είναι δική
μας όσο και αν πτωχεύσουμε. Αυτό δεν πρέπει να χαθεί!
Λουκάς Συμπεράς
Κάποιοι
μας θέλουν στον πάτο ώστε μετά να έρθουν κάποιοι και δήθεν να μας
σώσουν. Μπορεί αυτοί που το αποφάσισαν να φέρουν ελληνικά ονόματα,
ωστόσο δεν είναι και το δια ταύτα Έλληνες. Όσον αφορά αυτούς που θα
έρθουν λίγο νοιάζονται για αυτό και καλά κάνουν. Αυτοί που θα έρθουν δεν
μοιάζουν με εμάς γιατί έχουν αυτό που εμείς δεν έχουμε. Είναι ένας λαός
πραγματικά διαφορετικός από εμάς γιατί γαλουχήθηκε στην «κλεισούρα». Η
έκταση μιας χώρας δεν σε «απελευθερώνει» από την «κλεισούρα» ωστόσο
μπορεί να μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα!
Τι σημαίνει «κλεισούρα» θα αναρωτηθεί ο καθένας;
Κλεισούρα
χωρίς εισαγωγικά σημαίνει Ιστορία. Αυτό ισχύει όμως για εμάς. Όχι για
εκείνους. Κλεισούρα για εμάς σημαίνει Πόνος, Πόλεμος, Νίκη και
Δικαιοσύνη! Κυρίως το τελευταίο, γιατί αυτό είναι το σημαντικότερο μετά
το πέρας του πολέμου. Εκεί πολεμήσαμε τους Ιταλούς μα εγώ θα πω τον
Άξονα τον οποίο καθοδηγούσε το τότε Γερμανικό όνειρο. Εκείνο το όνειρο
που ξεκίνησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο - το όνειρο που ο δεκανέας τότε
Χίτλερ άφησε μισό και έμελλε να του αφήσει (δεν το πιστεύω)…ψυχολογικά
κατάλοιπα - και ολοκληρώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα γνωστά σε
όλους αποτελέσματα.
«Κλεισούρα»
με εισαγωγικά σημαίνει καταπίεση, σκοτάδι, εργασιομανία και τελειότητα.
Ο ίδιος εργασιομανής ή πια πρώην (σήμερα δηλώνω εθελοντής αλήτης),
γνωρίζω, κατανοώ και αντιλαμβάνομαι την «κλεισούρα» ορισμένων που
αποφάσισαν να εργάζονται συνειδητά πέραν του επιτρεπτού. Δεν εννοώ όμως
αυτό ακριβώς. Άλλο η έννοια της εργασιομανίας στη Γερμανία για
παράδειγμα και άλλο εκείνης στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα η εργασιομανία στις
περισσότερες των περιπτώσεων βαφτίζεται με τη δουλεία. Εκεί στη
Γερμανία συνήθως αποδίδει καρπούς ενώ βαφτίζεται και ως ευσεινηδησία και
κυρίως επιβραβεύεται. Να τα λέμε και αυτά.
Είμαστε
από την άλλη ο λαός που «παντρεύτηκε» τον ήλιο, τον αέρα και τη
θάλασσα. Τα τρία αυτά από μονά τους κάλλιστα «παντρεύονται» με την
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Αυτό κανείς δεν θα μας το αλλάξει πόσο μάλλον στερήσει.
Κάποιοι αποφάσισαν να τα καταχραστούν γιατί απλούστατα ζούνε στην
…«κλεισούρα».
Δεν θέλω να πιστεύω ότι τελικά θα τα καταφέρουν. ΠΗΓΗ:geopoliticsdailynews.blogspot.com
Ιδού γιατί θέλουν να αναβάλουν τις εκλογές: Νέα χρεοκοπία (η 3η...) στις 15 Μαϊου!
Γίνεται ένα χρεοκοπημένο («και με σφραγίδα») κράτος, δηλαδή με πληρωμή ακόμα και των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) στους δικαιούχους κατόχους των απλήρωτων ομολόγων, να ξαναχρεοκοπήσει δύο μήνες μετά την πρώτη του χρεοκοπία; Γίνεται, αν πρόκειται για την Ελλάδα και την κρίση χρέους της την έχουν διαχειριστεί ξένα κέντρα με πολιτικούς- μαριονέτες!
Ιδού λοιπόν, πως διαμορφώνεται η κατάσταση μόλις είκοσι ημέρες πριν από την ολοκλήρωση του περίφημου PSI (που θα «έβαζε πάτο στο βαρέλι» κατά την έκφραση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ε.Βενιζέλου από το περασμένο ακόμα καλοκαίρι) και πως η Ελλάδα παρ’ότι έχει πιάσει «πάτο» πλέον εν είδη γεωτρύπανου σκάβει τον πάτο του βυθού για οριστικό ενταφιασμό.
Βέβαια το πιθανότερο είναι ότι θα έχει και παρέα σύντομα στην χρεοκοπία: «Η
Ελλάδα ήταν ένα σπυρί, η Πορτογαλία είναι πληγή και η Ισπανία όγκος».
Αυτή είναι η κατάσταση στην ευρωζώνη αυτή στιγμή σύμφωνα με τον
επικεφαλής της Pimco, Bill Gross.
Η τοποθέτηση αυτή έγινε μετά τη νέα άνοδο στην απόδοση του ισπανικού 10ετούς ομολόγου που άγγιξε το 5,85% (!), επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, προτού δηλαδή ξεκινήσει η ΕΚΤ τις μαζικές ενέσεις ρευστότητας προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Αλλά
προηγούνται τα δικά μας, όπου: Ομόλογα αξίας περίπου 8,5 δισ. ευρώ
ξένου δικαίου , δεν δέχονται το PSI και ζητούν να αποπληρωθούν στο 100%
της αξίας του και αυτό είναι οριστικό αρά τη νέα αναγκαστική παράταση
που έδωσε το υπουργείο Οικονομικών, μπας και συγκινηθούν.
Είναι αυτό ακριβώς που είχαμε προβλέψει: Αυτούς
δεν μπορεί κανείς να τους εκβιάσει γιατί τα έχουν αγοράσει βάσει του
ξένου δικαίου τα ελληνικά ομόλογα που σημαίνει ότι πάνε στα ξένα
δικαστήρια και ξεκινούν τις κατασχέσεις κρατικής περιουσίας, αφού πρώτα
πληρωθούν και τα ασφάλιστρα κινδύνοτυ (CDS).
Δηλαδή, αυτοί δεν θέλουν, δεν τους συμφέρει καν, να πληρώσουμε!
Ότι
θα συμβεί δηλαδή, πολύ σύντομα και με τον κύριο όγκο των λοιπών
ομολόγων που ανταλλάχθηκαν από την «ελληνική» κυβέρνηση Παπαδήμου, αφού
όλοι οι δείκτες δείχνουν ότι είναι πρακτικά αδύνατον να πληρωθεί το
χρέος με το βάραθρο της ύφεσης που έχουν οδηγήσει τη χώρα η εγχώρια
οικονομικο-πολιτική ελιτ και οι ξένοι συνεργάτες τους.
Αυτά,
λοιπόν τα ομόλογα που ζητούνται να αποπληρωθούν στο 100% της αξίας τους
είναι καθαρά κερδοσκοπικά και άρα πιο επικίνδυνα και ανεξέξεγκτα:
Ανήκουν σε hedge funds, τα οποία απέκτησαν τους τίτλους σε ιδιαίτερα
χαμηλές τιμές, στο 35-40% της ονομαστικής τους αξίας και εκβιάζουν τώρα
να αποπληρωθούν στο 100% της ονομαστικής τους αξίας.
Η κυβέρνηση αμήχανα δηλώνει ότι "το
οικονομικό της πρόγραμμα δεν προβλέπει διαθέσιμα κεφάλαια για την
πραγματοποίηση πληρωμών σε ιδιώτες πιστωτές που αρνούνται να λάβουν
μέρος στο PSI πέρα των ποσών που αυτοί θα λάμβαναν σε διαφορετική
περίπτωση", αλλά η ISDA, από την πλευρά της έχει
προειδοποιήσει ότι η μη πληρωμή των συγκεκριμένων ομολόγων, θα
αποτελέσει εκ νέου πιστωτικό γεγονός και βέβαια μετά έρχονται οι
κατασχέσεις!
Η πρώτη κατραπακιά έρχεται στις 15
Μαΐου, που λήγει το πρώτο ομόλογο της συγκεκριμένης κατηγορίας. Αν δεν
πληρωθεί στο 100%, έρχεται νέα πτώχευσης, νέα ενεργοποίηση CDS, αλλά και
κάτι άλλο που δεν είχαμε στην πτώχευση του Μαρτίου: Προσφυγή σε ξένα
δικαστήρια όπου θα γίνουν απαιτητά ή τα λεφτά ή η περιουσία του
ελληνικού δημοσίου! Το ύψος του ομολόγου που λήγει στις 15 Μαΐου είναι
450 εκατ. ευρώ.
Δεν είναι σοβαρό το ποσό, αλλά αν
πληρωθεί τότε θα γίνει … χαμός: Αυτομάτως θα τεθεί θέμα αξιοπιστίας του
PSI, αφού η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει στο 100% τα ομόλογα όσων
αρνούνται το PSI, καθώς αναμένονται οι εύλογες αντιδράσεις όσων
αποδέχτηκαν το haircut κατά 53,5%.
Εδώ λοιπόν πιθανόν να έχουμε
και μία πρώτη εξήγηση για τους λόγους που σπρώχνουν σε αναβολή των
εκλογών, πέρα από την αφορμή που είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Ποιος θα ήθελε να σκάσει στα χέρια του μια δεύτερη χρεοκοπία στις 15
Μαΐου, αν οι κελογές γίνουν στις 6 του ίδιου μήνα; φαντασθείτε μια
συγκυβέρνηση π.χ. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ (αν μπει στη Βουλή) και να τους σκάει
δεύτερη χρεοκοπία, πιο βαριά για διάφορους λόγους, από την πρώτη, την
πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησης! Γιατί τα παραπάνω που γράφουμε δεν
είναι εικασίες, αλλά γεγονότα για τα οποία βέβαια είχαμε προειδοποιήσει
εγακίρως, όλους αυτούς που υποστήριζαν ότι "Με το PSI μπήκε σε ένα δρόμο η ελληνική οικονομία".
Πέρα
από αυτά, τα νέα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν την πτωτική (βασικά
ελεύθερη πτώση) πορεία των πρώτων ημερών εκπέμποντας εξαιρετικά άσχημα
μηνύματα στις αγορές: Διαπραγματεύονται περί το 20% της αξίας τους. Γιατί
την ακρίβεια τα νέα ελληνικά 11ετή ομόλογα που αντικατέστησαν τα παλιά,
που έχουν υποχωρήσει κοντά στο 22% των ονομαστικών τους τιμών,
ακολουθώντας μάλιστα πτωτική πορεία από την έκδοσή τους (12 Μαρτίου)
μέχρι και σήμερα.
Έτσι οι απώλειες που υπέστησαν
από το PSI οι κάτοχοί τους, θεσμικοί και φυσικά πρόσωπα π.χ. οι
μικροομολογιούχοι ήταν αρχικά 53,5%, και τώρα η τρέχουσα αξία των
συγκεκριμένων χαρτοφυλακίων είναι μειωμένη έναντι των αρχικών
ονομαστικών τιμών κατά 72-75%!
Μιλάμε πλέον όχι για haircut (κούρεμα), αλλά για headcut (αποκεφαλισμό).
Μέσα
σε όλα αυτά το spread του 11ετούς -που χρησιμοποιείται ως ομόλογο
αναφοράς 10ετούς διάρκειας από την αγορά- έχει αυξηθεί περισσότερο από
400 μονάδες βάσης σε λιγότερο από ένα μήνα, ξεπερνώντας τις 2.000 μβ,
ενώ η απόδοση έχει ενισχυθεί περίπου 4%, διαμορφούμενη στο 22,1% από
18,26%, εξακολουθώντας σαφώς να είναι μακράν η υψηλότερη στην Ευρωζώνη.
Και
βέβαια στο εξωτερικό όλοι μιλάνε για το … επόμενο PSI. Πρόσφατη έκθεση
του ΔΝΤ αποκαλύπτει χρηματοδοτικό κενό στο ελληνικό πρόγραμμα κατά 32
έως 67 δισ. ευρώ, από το 2015 και μετά.
Πρακτικά: Μόνη
λύση η ολική διαγραφή του χρέους μονομερώς. Tι φοβόμαστε; Μην μας
πτωχεύσουν; Μα εδώ πτωχεύουμε κάθε δεύτερο μήνα και ταυτοχρόνως
αυξάνεται ο δανεισμός και το έλλειμμα και βυθιζόμαστε σε φαύλο κύκλο
ύφεσης καθημερινά. Μέχρι στιγμής πτωχεύσαμε δύο φορές από το καλοκαίρι:
Μία περιορισμένη χρεοκοπία τον Ιούλιο και μία ολική χρεοκοπία τον Μάρτιο
και έρχεται και η 15η Μαΐου για τρίτη και δεύτερη ολική.
Το
χρέος πρέπει να διαγραφεί μονομερώς, συνολικά. Με εξαίρεση τους ιδιώτες
Έλληνες ομολογιούχους. Με όποιο κόστος. Το όποιο κόστος μπορεί να
σημαίνει ωδίνες 2-3 χρόνια. Αλλά οι νυν επιλογές για τις οποίες
επαίρονται ΠΑΣΟΚ (κυρίως) και ΝΔ (κατά δεύτερον), οδηγεί σε μία
καταστροφή η οποία θα συνεχίζεται χωρίς τέλος για την Ελλάδα,
τουλάχιστον μέχρι τα βάθη του 21ου αιώνα... ΠΗΓΗ:www.defencenet.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)