«Η Ελλάδα, λέει, δεν μπορεί να πάψει να
αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης, χωρίς η τελευταία να μετατραπεί
σε μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο
παταγώδη αποτυχία. Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης».
Και το νήμα της αφήγησης ξετυλίγεται:
«Σε εκείνο το δείπνο, πριν από μερικά χρόνια, κάθισα δίπλα σε μια
ηλικιωμένη κυρία που κάλυπτε τα μάτια της με μεγάλα σκούρα γυαλιά. Ήταν
συμπαθητική, κομψή, μιλούσε εξαίσια γαλλικά και, παρόλο που κατέβαλλε
μεγάλες προσπάθειες για να το κρύψει, σε ό,τι έλεγε και σκεφτόταν έλαμπε
ένας τεράστιος πολιτισμός. Μόνο στα μισά του δείπνου αντιλήφθηκα, από
την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία χειριζόταν τα μαχαιροπήρουνα, πως
ήταν τυφλή ή, τουλάχιστον, ότι η όρασή της ήταν πολύ περιορισμένη. Μόνο
όταν χωρίσαμε μετά το δείπνο, ανακάλυψα ότι η Ζακλίν ντε Ρομιγί ήταν μια
μεγάλη ελληνίστρια, καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στην Ecole
Normale και στη Σορβόννη, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του Κολεγίου της
Γαλλίας και μία από τις λίγες εκπροσώπους του γυναικείου φύλου στη
Γαλλική Ακαδημία. Το πρώτο βιβλίο της που διάβασα, το «Γιατί η Ελλάδα»;,
με εντυπωσίασε όσο και η ίδια.
Παρά το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι
πέντε αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να
είναι υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους τούτες τις μέρες που,
τρομοκρατημένοι από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, το ιλιγγιώδες χρέος
της, την πολιτική αναρχία, τη φοβερή φτώχεια και την άνοδο του
φασιστικού και κομμουνιστικού εξτρεμισμού στις τελευταίες εκλογές,
πιστεύουν ότι η έξοδος της χώρας από το ενιαίο νόμισμα, και ακόμη και
από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αναπόφευκτη έως και αναγκαία.
Το βιβλίο εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια
Θουκυδίδη και πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο
πατέρες της Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη
μελέτη της κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το
δοκίμιο κάνει έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ,
σπάνιος συνδυασμός για ειδικό, εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ
Κοινής Εποχής στον οποίο ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική,
ρητορική,
ιατρική, γλυπτική έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα
θεμέλια γι’ αυτό που τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός. Ο Όμηρος
και ο Ησίοδος είναι σημαντικά προγενέστεροι του 5ου αιώνα, φυσικά, ενώ
υπάρχουν καλλιτέχνες, διανοητές και κωμωδιογράφοι και μετά την εν λόγω
ιστορική περίοδο.
Το βιβλίο δεν διστάζει να υποχωρεί ή να προχωρεί στον χρόνο, ώστε να
τους εντάξει όλους στην ελληνική κληρονομιά, παρόλο που το μεγαλύτερο
μέρος αυτού που αποκαλεί «μια ξενάγηση μέσα από τα κείμενα»
επικεντρώνεται σε εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα των 100 χρόνων, όπου
στον περιορισμένο χώρο του ελληνικού κόσμου υπάρχει μια ορμητική έκρηξη,
μια φρενήρης δημιουργικότητα σε όλους τους τομείς του πνεύματος, με
ιδέες, αισθητικά πρότυπα, πνευματικά μοντέλα, εφευρέσεις και
ανακαλύψεις, χάρη στις οποίες ο πολιτισμός του λόγου θα έπαιρνε μια
κρίσιμη απόσταση από όλους τους άλλους πολιτισμούς του παρελθόντος και
της εποχής του, και, χωρίς να το επιδιώκει ή να το γνωρίζει, θα άλλαζε
για πάντα την παγκόσμια ιστορία.
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα γεννήθηκαν, ή
απέκτησαν μια πραγματική υπόσταση και έναν δυναμισμό που ποτέ πριν δεν
είχαν υπάρξει στην κοινωνική ζωή κανενός λαού, οι καθοριστικοί
παράγοντες της ανθρώπινης προόδου, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, το
δίκαιο, η τέχνη και ο λόγος χωρίς τα δεσμά της θρησκείας, οι έννοιες της
ισότητας, της υπεροχής του ατόμου, του πολίτη, και ένας μοναδικός, νέος
τρόπος σύνδεσης του ανθρώπου με τη μετά θάνατον ζωή και τους θεούς,
και, φυσικά, οι ιδέες της ομορφιάς και της ασχήμιας, του καλού και του
κακού, της ευτυχίας και της δυστυχίας που, αν και με τις αναπόφευκτες
αποχρώσεις και προσαρμογές που έχει επιβάλει η ιστορία, παραμένουν εν
ισχύι.
Προκαλεί τον θαυμασμό το ότι ένας λαός τόσο μικρός και τόσο ελάχιστα
συνεκτικός πολιτικά, φτιαγμένος από λίγες πόλεις και αποικίες απλωμένες
σε όλη την Ευρώπη και τη Μικρά Ασία, οι οποίες διατηρούσαν μεγάλο βαθμό
ανεξαρτησίας μεταξύ τους, ένας λαός ενστικτωδώς απρόθυμος να
δημιουργήσει μια αυτοκρατορία, να ασκήσειαυτοκρατορική εξουσία και να
υποστεί την κυριαρχία ενός τυράννου (όπως έκαναν
όλοι οι άλλοι) ήταν
σε θέση να αφήσει στην ιστορία της ανθρωπότητας ένα ίχνος τόσο βαθύ,
τόσο παρόν τόσους πολλούς αιώνες αργότερα, όταν σχεδόν όλες οι άλλες
μεγάλες αυτοκρατορίες ή πολιτισμοί, οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι, για
παράδειγμα, αποτελούν σήμερα ως επί το πλείστον, χωρίς να ξεχνάμε κανένα
από τα θαύματά τους, μουσειακά κομμάτια.
Δεν ήταν ατύχημα ούτε έργο της τύχης, υπήρχαν λόγοι γι' αυτό και στο
βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγί παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας με το
ίδιο παράστημα, την ομορφιά και την κομψότητα που με μάγεψαν εκείνο το
βράδυ στη συνομιλία μας. Οι σωκρατικοί και πλατωνικοί διάλογοι, εκτός
του ότι ήταν ένας τρόπος φιλοσοφικής διδασκαλίας, μας εξηγεί η
συγγραφέας, έμαθαν στους ανθρώπους ότι η συνομιλία, η συζήτηση σε
ομάδες, είναι ένας πιο πολιτισμένος και ηθικός τρόπος συνύπαρξης απ’
ό,τι οι διαταγές ή η υπακοή, είναι μια μορφή επικοινωνίας που
αναγνωρίζει ή καθιερώνει εξαρχής μια βασική ισοτιμία, μία αμοιβαιότητα
δικαιωμάτων μεταξύ των συνομιλητών. Έτσι αναδύθηκε η ελευθερία, έπαψε ο
άνθρωπος να είναι ζώο, γεννήθηκε αληθινά η ανθρωπιά του ανθρώπου.
Αυτή η παρουσίαση στο Γιατί η Ελλάδα; δεν εμφανίζεται ως μια
αφηρημένη συζήτηση, αλλά μέσα από σχόλια και λογοτεχνικά αποσπάσματα,
γιατί, όπως η συγγραφέας ποτέ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, ό,τι
αποτελεί έναν πολιτισμό εκπροσωπείται κατ' ουσίαν στα λογοτεχνικά του
έργα, και η πραγματική κριτική είναι αυτή που ερευνά την ποίηση, την
πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο που παράγει μια κοινωνία καθώς αναζητά
τις κρυμμένες αλήθειες που τροφοδοτούν τη φαντασία της και διαπερνούν
τις περιπέτειες και τους ήρωες στους οποίους οι καλλιτέχνες έδωσαν ζωή
για να κατευνάσουν τη δίψα των ανθρώπων της για το απόλυτο, τη δίψα τους
να ζήσουν άλλες ζωές.
«Χωρίς να το ξέρουμε, αναπνέουμε τον αέρα της Ελλάδας κάθε στιγμή»,
γράφει σε μια από τις σελίδες του. Ένα από τα μεγάλα παράδοξα είναι ότι
οι Έλληνες, οι οποίοι ποτέ δεν κατέκτησαν κανέναν λαό και πολέμησαν μόνο
για την υπεράσπιση της ελευθερίας τους, αργότερα κυριάρχησαν διακριτικά
σε όλο τον κόσμο, αρχίζοντας από τη Ρώμη, της οποίας οι λεγεώνες
πίστεψαν ότι κατέλαβαν άκοπα την Ελλάδα, όταν στην πραγματικότητα θα
ήταν οι ηττημένοι που θα κατόρθωναν να διεισδύσουν στον νου, στο πνεύμα
και ακόμη και στη γλώσσα του κατακτητή. (Το δοκίμιο αποκαλύπτει ότι επί
πολλά χρόνια εθεωρείτο εκλεπτυσμένο για τις ρωμαϊκές οικογένειες των
συγχρόνων του Κικέρωνα και του Βιργιλίου να μιλούν ελληνικά.)
Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι πολύ διαφορετική από
εκείνη που έκτισε τον Παρθενώνα, από εκείνη στην οποία φιλοτέχνησε τα
γλυπτά του ο Φειδίας και αγόρευσε ο Σόλωνας. Στους είκοσι πέντε αιώνες
που μεσολάβησαν ο λαός της έχει βιώσει ίσως πιο πολλές συμφορές και
καταστροφές από τους περισσότερους άλλους: εξωτερικούς και εμφυλίους
πολέμους, κατοχές που επί αιώνες κατέστρεψαν την ελευθερία της,
τυραννίες και απομόνωση που αρκετές φορές απείλησαν να τη διαλύσουν.
Σήμερα το πρωί διάβασα στην International Herald Tribune μια τρομακτική
περιγραφή της κατάστασης της οικονομίας της, για τα τερατώδη προνόμια
που απολάμβαναν όλα αυτά τα χρόνια οι εφοπλιστές, ο τραπεζίτες και οι
πιο πλούσιοι επιχειρηματίες, απαλλασσόμενοι από την καταβολή φόρων, και
για τις περιουσίες που έχουν διαφύγει και εξακολουθούν να διαφεύγουν από
τη χώρα προς την Ελβετία και τους ασφαλέστερους φορολογικούς
παραδείσους ανά τον κόσμο, ενώ οι Έλληνες εξακολουθούν να γίνονται
φτωχότεροι, να βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται ή να περνούν
στην ανεργία, στην επαιτεία και την πείνα.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες
ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές ναζί και εξτρεμιστές της αριστεράς, αλλά
το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί Έλληνες που πιστεύουν στη
δημοκρατία, και ότι οι δημοσκοπήσεις για τις επόμενες εκλογές δείχνουν
πως τα κόμματα της κεντροδεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς που
υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή επιλογή και αποδέχονται τους όρους που
έχουν επιβάλει οι Βρυξέλλες για τη σωτηρία της Ελλάδας, θα μπορούσαν να
έχουν την πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η ελπίδα μου είναι ότι αυτό θα συμβεί επειδή, απλά, η Ελλάδα δεν
μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης, χωρίς η
τελευταία να γίνει μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της,
καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία. Η Ευρώπη γεννήθηκε εκεί, στους
πρόποδες της Ακρόπολης, είκοσι πέντε αιώνες
πριν, και ό,τι καλύτερο
έχει, ό,τι αποδέχεται και θαυμάζει περισσότερο στον εαυτό της,
συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής θρησκείας, μία από τις πιο όμορφες
σελίδες του δοκιμίου της Ζακλίν ντε Ρομιγί εξηγεί γιατί τα περισσότερα
Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, καθώς και των δημοκρατικών θεσμών, της
ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει τις μακρινές ρίζες του
σε αυτή τη μικρή γωνιά της γηραιάς ηπείρου, στις ακτές του Αιγαίου, όπου
το φως του ήλιου είναι πιο δυνατό και η θάλασσα πιο γαλάζια. Η Ελλάδα
είναι το σύμβολο της Ευρώπης και τα σύμβολα δεν μπορούν να καταλυθούν
χωρίς αυτό που ενσαρκώνουν να καταρρεύσει και να αποσυντεθεί σε εκείνη
τη βάρβαρη σύγχυση του παραλογισμού και της βίας από την οποία μας
έβγαλε ο ελληνικός πολιτισμός». ¿Por qué Grecia?
PIEDRA DE TOQUE: Grecia no puede dejar de formar parte integral de Europa sin que ésta se vuelva una caricatura grotesca de sí misma, condenada al más estrepitoso fracaso. Ella es el símbolo de Europa
El primer libro suyo que leí, Pourquoi la Grèce?, me deslumbró tanto como su persona. Aunque lo que dice y cuenta en él ocurrió hace 25 siglos, es de una extraordinaria actualidad y su lectura debería ser obligatoria en estos días para aquellos europeos que, espantados con lo que está ocurriendo en Grecia, su deuda vertiginosa, su anarquía política, su empobrecimiento pavoroso y la ascensión de los extremismos fascista y comunista en sus últimas elecciones, creen que la salida de ese país de la moneda única, e incluso de la Unión Europea, es inevitable y hasta necesaria.
El libro cuenta cómo la joven Jacqueline leyó en sus años escolares a Tucídides y cómo la impresión que hizo en ella uno de los dos fundadores de la disciplina histórica (con Heródoto) orientó su vocación a los estudios de la Grecia clásica, a la que dedicaría su vida. El ensayo pasa revista, de manera clara, entretenida y profunda —rara alianza para una especialista— a ese milagroso siglo V antes de nuestra era en el que la historia, la filosofía, la tragedia, la política, la retórica, la medicina, la escultura alcanzan en Grecia su apogeo y sientan las bases de lo que con el tiempo se llamaría la cultura occidental. Homero y Hesíodo son bastante anteriores al siglo V, desde luego, y hay artistas, pensadores y comediógrafos posteriores a ese marco temporal. El ensayo no vacila en retroceder o avanzar para incluirlos en el legado griego, aunque el grueso de lo que llama “una visita guiada a través de los textos” se concentra en ese pequeño período de 100 años en que en el reducido espacio del mundo heleno hay como una eclosión frenética, enloquecida, de creatividad en todos los dominios del espíritu, con ideas, modelos estéticos, patrones intelectuales, inventos y descubrimientos, gracias a los cuales la civilización del logos tomaría una distancia decisiva respecto a todas las otras culturas del pasado y de su tiempo y, sin pretenderlo ni saberlo, cambiaría para siempre la historia del mundo.
Jacqueline de Romilly muestra que en Grecia nacieron, o cobraron una realidad y dinamismo que nunca tuvieron antes en la vida social de pueblo alguno, los factores determinantes del progreso humano, como la democracia, la libertad, el derecho, la razón y el arte emancipados de la religión, las nociones de igualdad, de soberanía individual, de ciudadanía, y una manera absolutamente nueva de relacionarse el hombre con el más allá y con los dioses, además, por supuesto, de una idea de la belleza y de la fealdad, de la bondad y la maldad, de la felicidad y la desdicha, que, aunque con los inevitables matices y adaptaciones que ha ido imponiéndoles la historia, siguen vigentes.
Los diálogos socráticos y platónicos enseñaron que conversar es una manera más civilizada de convivir
No fue un accidente, ni obra del azar, hubo razones para ello y el libro de Jacqueline de Romilly las hace desfilar ante nuestros ojos con la misma desenvoltura, belleza y elegancia con que su conversación me hechizó a mí aquella noche. Los diálogos socráticos y platónicos, además de una manera de filosofar, nos explica, enseñaron a los seres humanos que conversar, hablar en grupo, es una manera más civilizada y ética de convivir que dando órdenes u obedeciéndolas, una forma de la comunicación que reconoce o establece de entrada una igualdad de base, una reciprocidad de derechos, entre los interlocutores. Así fue surgiendo la libertad, desanimalizándose el hombre, naciendo de verdad la humanidad del ser humano.
Esta demostración en Pourquoi la Grèce? no aparece como un discurso abstracto, sino a través de comentarios y de citas literarias, porque, como su autora no se cansa de repetirlo, todo aquello que constituye una cultura está esencialmente representado en sus obras literarias, y la verdadera crítica es aquella que escudriña la poesía, la narrativa, el drama, los ensayos que una sociedad produce en busca de esas verdades recónditas que alimentan su imaginación e impregnan las aventuras y los personajes a que sus artistas dieron vida para aplacar la sed de absoluto, de vivir otras vidas, de sus gentes.
“Sin saberlo, respiramos el aire de Grecia a cada instante”, dice en una de sus páginas. No es la menor de las paradojas que los griegos, que nunca conquistaron a pueblo alguno y sólo combatieron en defensa de su libertad, hayan dominado luego discretamente al mundo entero, empezando por Roma, cuyas legiones creyeron apoderarse de Grecia sin esfuerzo, cuando, en verdad, sería el pueblo vencido el que terminaría por infiltrarse en la mente, el espíritu y hasta la lengua del conquistador. (El ensayo revela que, durante buen tiempo, fue de buen gusto entre las familias romanas contemporáneas de Cicerón y de Virgilio hablar en lengua griega).
Es verdad que la Grecia de nuestros días es muy distinta de aquella donde se construyó el Partenón, en la que peroraba Solón y esculpía Fidias sus estatuas. En los 25 siglos intermedios su pueblo ha experimentado acaso más infortunios y catástrofes que la mayoría de los otros: guerras externas e internas, ocupaciones que por siglos acabaron con su libertad, tiranías y segregaciones que varias veces amenazaron con desintegrarla. Esta mañana leo en el International Herald Tribune una espeluznante descripción del estado de su economía, los grotescos privilegios de que han gozado en todos estos años sus armadores, banqueros y empresarios más prósperos, exonerados de pagar impuestos, y las fortunas que han fugado y siguen fugando del país hacia Suiza y los paraísos fiscales más seguros del planeta, en tanto que el pueblo griego se sigue empobreciendo, viendo encogerse sus salarios o pasando al paro, a la mendicidad y al hambre.
Ante este panorama, lo que debería sorprender no es que muchos griegos hayan votado en las últimas elecciones por nazis y extremistas de izquierda; sino, más bien, que haya todavía tantos griegos que sigan creyendo en la democracia, y que las encuestas para la próxima elección señalen que los partidos de centro izquierda, centro y centro derecha, que defienden la opción europea y aceptan las condiciones que ha impuesto Bruselas para el rescate griego, podrían obtener la mayoría y formar gobierno.
Mi esperanza es que así sea porque, simplemente, Grecia no puede dejar de formar parte integral de Europa sin que ésta se vuelva una caricatura grotesca de sí misma, condenada al más estrepitoso fracaso. Europa nació allá, al pie de la Acrópolis, hace 25 siglos, y todo lo mejor que hay en ella, lo que más aprecia y admira de sí misma, incluyendo la religión de Cristo —una de las páginas más hermosas del ensayo de Jacqueline de Romilly explica por qué buena parte de los Evangelios se escribieron en lengua griega—, así como las instituciones democráticas, la libertad y los derechos humanos tienen su lejana raíz en ese pequeño rincón del viejo continente, a orillas del Egeo, donde la luz del sol es más potente y el mar es más azul. Grecia es el símbolo de Europa y los símbolos no pueden desaparecer sin que lo que ellos encarnan se desmorone y deshaga en esa confusión bárbara de irracionalidad y violencia de la que la civilización griega nos sacó. ΠΗΓΗ:elpais.com