Οι αναρχικοί για τα Δεκεμβριανά
Τα
γεγονότα το Δεκέμβρη του 1944 αποτελούν την πλέον αιματοβαμμένη στιγμή
της μετα-απελευθερωτικής Αθήνας, αν λάβουμε υπ’ όψη το περιορισμένο
χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε και την ένταση με την
οποία εκδηλώθηκε.
Κάποιοι τον χαρακτήρισαν «κόκκινο»,
εμπνευσμένοι, ίσως, από το αίμα που χύθηκε ή για να του δώσουν έντονη
κομμουνιστική απόχρωση.
Άλλοι τον ονομάτισαν «Μεγάλο», θεωρώντας
ενδεχομένως πως οι 17.000 νεκροί και τραυματίες μιας σφαγής είναι
μεγαλείο. Το ζήτημα που τίθεται είναι: για ποιους;
Ορισμένοι το είπαν επανάσταση. Ξέχασαν, όμως, πως μια επανάσταση που έχει σκοπό την ανατροπή μιας κατάστασης για την επιβολή
μιας άλλης παρόμοιας ή και χειρότερης, δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί η επανάσταση είναι μέσο κι όχι σκοπός.
μιας άλλης παρόμοιας ή και χειρότερης, δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί η επανάσταση είναι μέσο κι όχι σκοπός.
Και βέβαια ο
προσδιορισμός εκείνων των ημερών σαν «Μάχη της Αθήνας», δεν προσφέρει
τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από μια αναφορά γεωγραφικού και στρατιωτικού
χαρακτήρα.
Μέσα από αυτές ή ανάλογες διατυπώσεις
χαρακτηρίζεται ή προσδιορίζεται μια κορύφωση καταστάσεων και συνθηκών,
οι οποίες οδήγησαν σε μια σφαγή.
Όλα όσα έχουν γραφτεί κάτω από το πρίσμα
μιας μαρξιστικής, αριστερής, αριστερίστικης ή «ντούρας» καθεστωτικής
σκοπιάς, βαρύνονται με την σκοπιμότητα και την προπαγάνδα. Πρόκειται για
τις συνηθισμένες περιπτώσεις όπου γράφονται πάρα πολλά για να ειπωθούν πολύ λίγα και για να κρυφτούν τα περισσότερα από αυτά που συνέβησαν.
Ο υποκειμενισμός και ο καλλιεργημένος
φανατισμός, έδωσαν μια εικόνα αποσπασματική και διαστρεβλωμένη. Αλλά η
αποσπασματικότητα που προβάλλει ξεχωρισμένα τα γεγονότα της μιας
χρονικής περιόδου από άλλα που —μολονότι φαίνονται μακρινά— έχουν
ουσιαστική σύνδεση μεταξύ τους, οδηγεί στην χρησιμοποίησή τους σαν
εργαλεία σκοπιμοτήτων και πολιτικών χειρισμών ή στην αποσιώπηση.
Αυτές οι σκόπιμες και αθέλητες (σε
ελάχιστες περιπτώσεις) αποσιωπήσεις αφήνουν ανοιχτό το πεδίο για την
προσφυγή σε μεταφυσικές αναγωγές («ανεξήγητο», «ακατανόητο», «λάθος»)
και άλλα παρόμοια.
Η αλληλουχία γεγονότων και καταστάσεων,
χαμένη μέσα στην αποσπασματικότητα, την περιπτωσιολογία, την ιδιοτέλεια,
τη σκοπιμότητα και τον υποκειμενισμό, είναι ένα δάσος που επιχειρείται
δεκάδες χρόνια τώρα να χαθεί πίσω από μικρούς και κακοφυτεμένους
θάμνους.
Δεν θεωρούμε πως υπάρχει το κλειδί που
αλάθητα και απρόσκοπτα ανοίγει τις πόρτες της κοινωνικής ιστορίας, της
απόλυτης δηλαδή γνώσης των κοινωνικών αγώνων.
Μπορούμε, όμως, να συμβάλλουμε στην
κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος κάποιων ουσιαστικών δεδομένων έτσι ώστε να
βγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα για την ανάπτυξη των κοινωνικών
απελευθερωτικών προσπαθειών συλλογικοτήτων και ατόμων. Των προσπαθειών
που καταβάλλουν όλοι όσοι θεωρούν πως η άθλια καταπιεστική
πραγματικότητα, που έχει επιβληθεί και οφείλεται σε συγκεκριμένους
παράγοντες, μπορεί να ανατραπεί με τον εμπλουτισμό των
εμπειριών, το ξεκαθάρισμα από τις σκόπιμες και μισαλλόδοξες καταγραφές
και την συνεχή και αδιαπραγμάτευτη αντικρατική κοινωνική δράση.
Οι καταγραφές αυτού του συνταρακτικού
συμβάντος κινούνται και ξετυλίγονται κάτω από μια εξουσιαστική και
κρατιστική οπτική και λογική. Από τις πλέον «μετριοπαθείς» μέχρι και τις
πιο «ακραίες», όλες τους προσπαθούν να περιπλέξουν τα ζητήματα αντί να
τα ξεδιαλύνουν. Από τους λυσσαλέους εχθρούς του
«αναρχοκομμουνιστοσυμμοριτισμού» μέχρι και τους κάθε απόχρωσης
κομμουνιστές (δογματικούς, διαφωνούντες ή μη με το ΚΚΕ), αριστερούς και
από τις υποκειμενικές καταγραφές αγωνιζόμενων ανθρώπων, καπεταναίων,
πολιτικών κ.λπ. στήνεται με διάφορους τρόπους ένα τεράστιο δίχτυ μέσα
στο οποίο έχει εμπλακεί ο κοινωνικός χώρος και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι
για περισσότερο από εξήντα χρόνια. Ένα δίχτυ από ψέματα και προσπάθειες
να αποσεισθούν ή να επιρριφθούν ευθύνες σε πρόσωπα.
Μέσα απ’ όλες αυτές τις τοποθετήσεις ένα είναι δεδομένο.
Πως πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει μια
πραγματικότητα. Αυτή είναι που οδήγησε σε ασάφεια μέχρι σήμερα. Αυτή
είναι που αποδεικνύει πως όλα τα αντιφατικά και πολλές φορές ψεύτικα
συμπεράσματα και γεγονότα θέλουν να συγκαλύψουν ένα τεράστιο έγκλημα.
Ένα έγκλημα που έγινε με την κοινή δράση όλων των συνασπισμένων ή
ανταγωνιστικών δυνάμεων που είχαν σαν στόχο την κατάληψη ή ανακατάληψη
της εξουσίας.
Αυτοί που πίστεψαν στην αριστερά
και την απελευθέρωσή τους, εξαπατήθηκαν και σύρθηκαν με δόλο στη σφαγή
του Δεκέμβρη, αλλά και μετέπειτα.
Εκείνοι που μεθόδευσαν αυτή τη σφαγή δεν άφησαν κανένα περιθώριο, καμία πιθανότητα επιτυχίας στους καταπιεσμένους.
Οι αγωνιζόμενοι για δικαιοσύνη και
λευτεριά άνθρωποι ήθελαν και μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό
κόσμο. Άλλωστε, τα τελευταία είκοσι χρόνια είχαν επιδείξει ένα
δυναμισμό, που έκανε το κράτος να στήνει απανωτές δικτατορίες για να συγκρατήσει την κοινωνική ορμή.
Οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι βασανισμοί και οι εξοντώσεις χιλιάδων
ανθρώπων μέσα σε συνθήκες «ειρήνης» και πολέμου δεν τους έκαμψαν.
Οι κοινωνικοί αγώνες, όταν δρουν
αχειραγώγητα, μπορούν να κατορθώσουν πράγματα που δεν είναι ικανός να τα
φανταστεί ο ανθρώπινος νους, ιδιαίτερα όσων είναι πλημμυρισμένος από
την εξουσιαστική σαβούρα.
Όμως εδώ είχαμε ένα προμελετημένο
έγκλημα εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας. Ένα έγκλημα το οποίο
εφαρμόστηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν τα «δεκεμβριανά».
Είναι αποδειγμένο πως το προμελετημένο σχέδιο καταστροφής για εξουσιαστικούς και μόνο σκοπούς είχε ξεκινήσει από πολύ πιο πριν.
Τότε που οι ανυπότακτοι —που είχαν ανέβει στα βουνά— εξοντώθηκαν με συστηματικό και δόλιο τρόπο(1), γιατί ήταν επικίνδυνοι για τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς της συνασπισμένης υπό το ΚΚΕ αριστεράς —κι όχι μόνο. Γιατί, η
ένοπλη αντίσταση ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις δεν θα έπρεπε να
αρνείται τον κρατισμό, αλλά να τον αντικαθιστά και να τον ενισχύει με
αριστερές και κομμουνιστικές φανφάρες.
Οι
ίδιοι που γέμιζαν την «Πηγάδα» στο Μελιγαλά, ήξεραν πολύ καλά τον
ποταμό αίματος που θα ακολουθούσε. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα,
εξαπολύθηκε μια τεράστιας έκτασης εκκαθαριστική επιχείρηση στην
Πελοπόννησο εναντίον των ταγμάτων ασφαλείας, όπου ο ΕΛΑΣ υφίσταται τόσες
απώλειες, όσες δεν είχε υποστεί σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Ανοίχτηκε, έτσι, ένας νέος κύκλος μίσους, αίματος, αλληλοσφαγών,
βασανιστηρίων και λεηλασιών και από τις δύο πλευρές. Έναν κύκλο που
συντηρούσαν αμφότεροι σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Πως είναι δυνατόν οι αριστεροί, αφού
είχαν παραδώσει τον κοινωνικό χώρο, του οποίου κατείχαν σημαντικό μέρος,
στους παραδοσιακούς κρατιστές, μετά να ζητούν να τον πάρουν πίσω; Όταν
βάζεις τον αντίπαλο από την πόρτα, δεν ξέρεις ότι θα σε βγάλει από το
παράθυρο; Είχαν υπογράψει και εφαρμόσει συμφωνίες παράδοσης στους
«αντιπάλους» σε εφαρμογή των συμφωνιών των «Μεγάλων».
Η τελευταία πράξη αυτής της παράδοσης επιβεβαιώθηκε με τη συμφωνία Στάλιν – Τσώρτσιλ στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας (9
Οκτωβρίου 1944) που αφορούσε τον χώρο των Βαλκανίων και μετά από
απαίτηση των Άγγλων μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 1944 τα βουλγαρικά
στρατεύματα αποσύρθηκαν από τις περιοχές Μακεδονίας και Θράκης. Το ΚΚΕ,
σε αντιστάθμισμα, ζήτησε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα την
αποστολή μεγάλης ποσότητας όπλων και πυρομαχικών, για να λάβει αρνητική
απάντηση στις 21 του ίδιου μήνα. Το αιτιολογικό ήταν οι κίνδυνοι διεθνών
επιπλοκών αλλά και η έλλειψη όπλων.
Σε σχετική, μάλιστα, εισήγηση του
Γκεόργκι Δημητρώφ προς τον Μολότωφ, που κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα,
αναφερόταν η ανάγκη «ηθικής στήριξης μέσω καταλλήλων δημοσιευμάτων στον
Σοβιετικό Τύπο».(2) Αλλά όπως θα δούμε ούτε και αυτό έγινε.
Εγνώριζαν, λοιπόν, οι αριστεροί και
ιδιαίτερα το ΚΚΕ πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έχουν κάποια βοήθεια
από τη Ρωσία ή τα γειτονικά κομμουνιστικά κόμματα. Είναι χαρακτηριστική
άλλωστε η απέχθεια των ρώσων συντρόφων για αυτούς, που έδειχναν ξεκάθαρα
πως δεν θα ανέχονταν εύκολα την εξουσία της αριστεράς και του ΚΚΕ στην
περίπτωση που επικρατούσε.
Ο Λήπερ σε τηλεγράφημά του προς τον Ήντεν αναφέρει στις 22/11 πως ένα «μέλος
της ρωσικής αποστολής είπε εμπιστευτικά σ’ ένα βρετανό αξιωματικό στη
Μακεδονία ότι, αν και η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για την Ελλάδα, ο ίδιος
βρίσκεται σε απορία να καταλάβει ένα πράγμα: πώς μπορούν οι βρετανοί να
ανέχονται επί τόσο πολύ καιρό αυτόν τον όχλο».(3)
Συνεπώς το «Δεκεμβριανό Κίνημα» δεν
εξυπηρετούσε τα «συμφέροντα του λαού» όπως ισχυρίζονταν οι αριστεροί.
Ούτε καν την απαλλαγή του από τον «μοναρχοφασισμό», αφού η συντριβή
αυτής της κοινωνικής δυναμικής, που υπήρχε, άνοιγε διάπλατα τον δρόμο
για την επιστροφή του βασιλιά και την ισχυροποίηση του παραδοσιακού
κρατισμού. Και ενώ στις διακηρύξεις μιλούσαν για εθνική ανεξαρτησία,
άφηναν στην Κάζα να περάσει ανενόχλητο ένα ολόκληρο σύνταγμα Άγγλων που
επιτέθηκε στη συνέχεια στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Όσο για τον ανεφοδιασμό
των Άγγλων και των κυβερνητικών από τον Πειραιά μέσω της Λ. Συγγρού
γινόταν συνεχώς και απρόσκοπτα.
Όλος αυτός ο κόσμος, λοιπόν, ήταν η
καύσιμη ύλη για την εδραίωση των καθεστώτων της Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας
και Βουλγαρίας, αλλά και για την συναίνεση και τη σιωπή στην
εγκαθίδρυση λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων, εκεί όπου δεν υπήρχαν
ξεκάθαρες διευθετήσεις (π.χ. Πολωνία). Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Άλλωστε, ο Λένιν ήταν γνήσιος αδελφός του Νετσάγιεφ. Και οι επίγονοι και
συνεχιστές του «έργου» τους, ακόμα χειρότεροι.
Αυτή, λοιπόν, η δυναμική που υπήρχε στην
κοινωνία του ελλαδικού χώρου παραμένει επικίνδυνη για κάθε εξουσιαστή.
Γι’ αυτό, ακόμα κι αν την χαλιναγωγήσει σε μεγάλο βαθμό, δεν νοιώθει
ικανοποίηση, αν δεν την εξαφανίσει.
Πώς
λοιπόν μεθοδεύτηκε όλα αυτό το σχέδιο σφαγής μπορεί να γίνει αντιληπτό
αν κάποιος παρακολουθήσει, έστω και εν συντομία, τη διαδικασία
καταστροφής κάθε απελευθερωτικής δυνατότητας, με έναν τρόπο συστηματικό
και απάνθρωπο.
Την ίδια στιγμή που ο Σιάντος αναλαμβάνει
αρχιστράτηγος μετά την ανασύσταση της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ προετοιμάζοντας τον
«κόκκινο Δεκέμβρη», ένα άσκοπο κυνηγητό του Ζέρβα (με 14.000 μάχιμους
αντάρτες) ελάμβανε χώραν στην Ήπειρο. Αυτός ήταν ένα εύσχημος λόγος για
να αφήσουν έκθετους στις δυνάμεις του καθεστώτος και των αγγλικών
στρατευμάτων, όσους μάχονταν στην Αθήνα.
Κι ενώ η πρόταση του Γενικού Στρατηγείου
του ΕΛΑΣ στις 6 και 7 Δεκέμβρη ήταν «να κτυπήσει παντού και να
εξουδετερώσει τις βρετανικές δυνάμεις που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα» η
ΚΕ του ΕΛΑΣ έδινε «αυστηρές οδηγίες να μην πυροβολεί κανείς κατά των
Άγγλων, αλλά μόνο να αμύνεται».(4)
Γι’ αυτό, οι γενικές προτάσεις «έξω από
το χορό» γίνονταν μόνο για τα μάτια, αφού οι αποφάσεις είχαν σημασία. Κι
αυτές παίρνονταν από άλλους και αλλού…
Έτσι, το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας
του ΕΛΑΣ υπό τον Δημ. Δημητρίου (Νικηφόρο) αιχμαλωτίζεται στην Φιλοθέη
από τους Άγγλους. Προηγούμενα, ο Νικηφόρος στέλνεται στην Κηφισιά για να
αφοπλίσει τον σταθμό χωροφυλακής, ενώ αν ήταν παρών δεν θα είχε
αιχμαλωτιστεί το 2ο Σύνταγμα. Η αιχμαλωσία αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου
που απέβλεπε στην παράδοση δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους.(5)
Έτσι, θεωρητικά, για τη «Μάχη της Αθήνας»
προετοιμάζουν 13.000 μαχητές (οι οποίοι θα μειωθούν και ποιοτικά μετά
την αιχμαλωσία και τον αφοπλισμό του 2ου συντάγματος), εναντίον 18.000
καλά εξοπλισμένων αντιπάλων, που τις αμέσως επόμενες μέρες θα αυξηθούν
σε 28.000, με τον ερχομό, επί πλέον, 10.000 αγγλικών στρατευμάτων.
«Μια επίθεση στο Γουδί εναντίον της
Ταξιαρχίας του Ρίμινι αποτυγχάνει με μεγάλες απώλειες. Το Σύνταγμα
Χωροφυλακής του Μακρυγιάννη βάλλεται, αλλά δεν επιχειρείται η κατάληψή
του. Έτσι περνάνε οι μέρες με την αγωνία και την πείνα του πληθυσμού. Η
μόνη δραστηριότητα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, αλλά προ
πάντων στην Αθήνα ήταν τα γεμάτα λύσσα και κτηνωδία πογκρόμ εναντίων των
διεθνιστών επαναστατών, των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών και
άλλων παλιών μελών του ΚΚΕ που είχαν κάποτε διαφωνήσει. Έρευνες στα
σπίτια, συλλήψεις και εκτελέσεις, αυτό ήταν το καθημερινό έργο του ΕΛΑΣ.
Όταν εξαπολύεται η τελική επίθεση του
Σκόμπυ από ξηράς, θαλάσσης και αέρος, ο ΕΛΑΣ καταρρέει και τροχάδην
εγκαταλείπει την Αθήνα τραβώντας μαζί του χιλιάδες ομήρους και μέσα σ’
αυτούς πολλούς γέρους, γυναίκες, παιδιά και άρρωστους. Πολλοί πεθάνανε
από το κρύο του Γενάρη και πολλούς εκτελούσανε στο δρόμο. Η
εκκένωση της Αθήνας ήταν τόσο γρήγορη και τόσο κανονική ώστε
αναμφισβήτητα ήταν από προηγούμενα μελετημένη και προγραμματισμένη.
Και αναμφισβήτητα θα την δέχτηκαν με ανακούφιση. Και τα παιδιά που
σκοτώθηκαν ή πιο σωστά δολοφονήθηκαν; Ε, αυτό πολύ λίγη σημασία είχε γι’
αυτούς».(6)
Τα Χριστούγεννα του 1944 έφτασε στην
Αθήνα ο Τσώρτσιλ και κατέλυσε στο Ξενοδοχείο της Μ. Βρεταννίας, όπου
βρισκόταν και η σκιώδης κυβέρνηση, καθώς και ο Σκόμπυ με το επιτελείο
του. Ένα ουλαμός Ελασιτών κατόρθωσε συρόμενος μέσα στο βούρκο των
υπονόμων να φτάσει κάτω από το ξενοδοχείο και να τοποθετήσει έναν τόνο
δυναμίτιδα. Αλλά δεν τον πυροδότησαν, με αποτέλεσμα, να ανακαλυφθεί το
πρωί της επόμενης. Η ανατίναξη αυτή είναι σίγουρο πως θα άλλαζε την ροή
των γεγονότων. Κι έτσι, οι διαφημιστικές κινήσεις και τα «δοσίματα» δεν
συναντήθηκαν στο ελάχιστο με το πάθος των ανθρώπων για λευτεριά.
Ο Τσώρτσιλ, μάλιστα, δεν παραλείπει να επαινέσει τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης: «Ο Στάλιν εκράτησε αυστηρά και πιστά την συμφωνία μας του Οκτωβρίου και
ούτε η «Πράβντα» ούτε η «Ισβέστια» διατύπωσαν το παραμικρό παράπονο
όλες τις εβδομάδες που πολεμούσαμε εναντίον των κομμουνιστών στους
δρόμους της Αθήνας».(7)
«Ο κόκκινος Δεκέμβρης», στην ουσία ήταν η συνέχεια άπειρων εγκλημάτων που προηγήθηκαν από τους αριστερούς.
«Σκότωναν φτωχές γυναίκες γιατί πλένανε
ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη
αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος να φλέγονταν αυτός ο
λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα, που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί
για τα παιδιά της;
Σκοτώσανε εργάτες γιατί δούλευαν σε
γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που ανοίξανε στο
Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία από τα αγγλικά εργατικά συνδικάτα,
όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια
εργατών…
…Σκότωσαν γυναίκες γιατί από την πείνα ή
για να σώσουν τα παιδιά τους δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα
σε ιταλούς ή γερμανούς στρατιώτες».(8)
Μέχρι τις 25 Δεκέμβρη ο αριθμός των
συλληφθέντων από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ φθάνει τις 8.000, οι οποίοι με την
αποχώρησή τους από την Αθήνα ξεπερνούν τις 15.000 ομήρους.
Το
εγκληματικό όργιο στο οποίο αποδύθηκαν οι αριστεροί στις μέρες των
Δεκεμβριανών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Η Κυψέλη, το Περιστέρι, η Ούλεν
στο Γαλάτσι, το Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω, το Γ΄ Νεκροταφείο και οι
υπόλοιπες συνοικίες περισσότερο ή λιγότερο ή μία από την άλλη, έγιναν οι
χώροι όπου κορυφώθηκε η εξουσιαστική κτηνωδία με την αριστερή της εκδοχή.
Με κονσερβοκούτια, τσεκούρια και σκεπάρνια εξόντωναν ανυπεράσπιστους
ανθρώπους διαγράφοντας το μέλλον που ετοίμαζαν στην περίπτωση που
επικρατούσαν. Αυτό το εγκληματικό όργιο έφερε αρνητικά αποτελέσματα για
τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αφού ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού άρχισε να
απομακρύνεται από τους «απελευθερωτές».
Η «αναμόρφωση» των ελλαδιτών και η
υποταγή τους θα πραγματοποιηθεί δια πυρός και σιδήρου από τις
αντιμαχόμενες εξουσιαστικές μερίδες.
Η συμφωνία της Βάρκιζας εξασφάλισε την αμνήστευση μόνον των στελεχών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ,
αλλά άφησε ανοιχτό το έδαφος για τα «εγκλήματα ποινικού δικαίου» με
βάση τα οποία θα διώκονταν όλοι οι υπόλοιποι. Ένα άγριο κυνηγητό θα
ξεκινήσει από την αντίθετη πλευρά, αυτή τη φορά.
Οι αγριότητες όχι μόνο δεν σταμάτησαν,
αλλά με μεθοδικότητα ετοιμαζόταν η συνέχειά τους από τους μεγάλους
τραγωδούς της απέραντης κτηνωδίας…
Συσπείρωση Αναρχικών
———————————–1. Δ. Μπαλλή, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981.
2. Ιορντάν Μπάεφ, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 1997.
3. Γιάννη Ανδρικόπουλου, 1944 Κρίσιμη Χρονιά, τόμος Β΄, έκδοση Διογένης, Αθήνα 1974.
4. Ιορντάν Μπάεφ, όπ.π.
5. Σόλωνος Γρηγοριάδη, Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τόμος Β΄.
6. Άγι Στίνα, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ, έκδοση Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984.
7. Τσώρτσιλ, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τόμος 4, Εκδοτικός Οργανισμός Μορφωτικής Εστίας.
8. Άγι Στίνα, όπ.π.