«Ρίζαμ (ρίζα μου), έρθα από το Καζακστάν. Έρθα (ήρθα) στην Πατρίδαμ. Να ποθάνω αδά (εδώ). Οι καημένοι οι Πόντιοι υπόφερτσαν (υπέφεραν) ας ούλτς πολλά (απ’ όλους πιο πολλά)».»Το 1942 εδήκαν (έδωσαν) εμάς 2 ώρας για να στοιβάξουμεν τα πράματα και μας έστειλαν στο Καζακστάν. Έναν μίναν απές σε έναν τραίνον. Στην στέπαν εχτίσαμεν σπίτια. Επείκα (έκανα) εκεί πολλά δουλείας. Ατόρα έρθαμεν στην Ελλάδαν».
Της ανέφερα ότι και εγώ είμαι Πόντιος. Δεν καταδέχθηκε να πληρωθεί:
«Ρίζαμ, κ’θέλω (δεν θέλω) λεφτά. Να εφτάς (να κάνεις) πολλά μωρά και να φορούν ατά. Ευλόγησά τα (τα ευλόγησα)».
Ταξίδεψα από την Κύπρο στης 30.01 στην Αθήνα για να ενώσω τη φωνή μου με όλους τους Έλληνες ενάντια στα σχέδια διάλυσης της Γης των Πατέρων μου (Πατρίδα).Είχα να περπατήσω στο κέντρο της Αθήνας 4 χρόνια.Το κέντρο μου θύμισε την κομμουνιστική Μόσχα. Την Μόσχα την οποία οι κομμουνιστές την έχουν μετατρέψει από πρωτεύουσα ενός περήφανου και ένδοξου κάποτε λαού σε ένα «πολυπολιτισμικό» βόθρο τουρκο-χάζαρων και κάθε λογής ασιατών.Σε ένα από τους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας, μέσα σε ένα καταναλωτικό, αποχαυνωμένο πλήθος και ανάμεσα σε μαύρους (κυριολεκτικά) παράνομους πωλητές διέκρινα μια γριούλα. Καθότανε σε μια γωνιά με τα χέρια της στα γόνατα. Το βλέμμα της ήταν έξυπνο και χαμογελαστό. Πωλούσε πλεκτά τα οποία έπλεκε μόνη της, 3-4 σκουφάκια, λίγες κάλτσες. Σαν αυτά που έπλεκε και η γιαγιά μου.
Η γριούλα δεν ταίριαζε στο περιβάλλον. Αταίριαστο σκηνικό. Μια συμπαθέστατη γριούλα ανάμεσα σε ανθρώπους με παγωμένα βλέμματα, που μπαινόβγαιναν στα καταστήματα, και σε μαύρους, που κοιτούσαν δεξιά-αριστερά για τυχόν «αστυνομικούς» (οι οποίοι ήταν πιο πέρα αλλά ”σφύριζαν” αδιάφορα) και πωλούσαν τα ρολόγια και άλλα «αγαθά» που έφεραν μαζί τους σαν «οικονομικοί πρόσφυγες».
Αποφάσισα να την γνωρίσω, αγοράζοντας ένα ζευγάρι κάλτσες. Ένα μικροσκοπικό ζεύγος για νεογέννητα.
Η γιαγιά μου ξανοίχθηκε:
«Ρίζαμ (ρίζα μου), έρθα από το Καζακστάν. Έρθα (ήρθα) στην Πατρίδαμ. Να ποθάνω αδά (εδώ). Οι καημένοι οι Πόντιοι υπόφερτσαν (υπέφεραν) ας ούλτς πολλά (απ’ όλους πιο πολλά)».»Το 1942 εδήκαν (έδωσαν) εμάς 2 ώρας για να στοιβάξουμεν τα πράματα και μας έστειλαν στο Καζακστάν. Έναν μίναν απές σε έναν τραίνον. Στην στέπαν εχτίσαμεν σπίτια. Επείκα (έκανα) εκεί πολλά δουλείας. Ατόρα έρθαμεν στην Ελλάδαν».
Της ανέφερα ότι και εγώ είμαι Πόντιος. Δεν καταδέχθηκε να πληρωθεί:
«Ρίζαμ, κ’θέλω (δεν θέλω) λεφτά. Να εφτάς (να κάνεις) πολλά μωρά και να φορούν ατά. Ευλόγησά τα (τα ευλόγησα)».
Από το ταξίδι στην Αθήνα κράτησα την εικόνα της γριάς Ελληνίδας. Εν’ όσω μιλούσε κοιτούσα τα ”άγια” χέρια της. Αχ αυτά τα χέρια! …πόσα έχουν περάσει! 76 έτη και ακόμα αυτά τα χέρια παλεύουν τις αντιξοότητες. Τις κάλτσες που μου χάρισε, τις έπλεξε σε 5-6 ώρες.
Τι έκαναν για αυτήν την Ελληνίδα γυναίκα οι πολιτικάντηδες που μας κυβερνούν;
Η «Ελληνική» κυβέρνηση και οι εξουσιαστές εξισώνουν τους ομογενείς με τους κάθε λογής μαύρους και κίτρινους που κατακλύζουν την χώρα μας.Πόσο διαφορετικούς κόσμους αντιπροσωπεύουν οι μαύροι ξένοι παράνομοι πωλητές λαθραίων και η περήφανανη Ελληνίδα γιαγιά που εγκατεστάθη στην αφιλόξενη Πατρίδα της και μέχρι να πεθάνει είναι αναγκασμένη να εργάζεται σκληρά!
Σπαρτιάτης Ν.Ι.
http://antistasi.org/?p=5194
Της ανέφερα ότι και εγώ είμαι Πόντιος. Δεν καταδέχθηκε να πληρωθεί:
«Ρίζαμ, κ’θέλω (δεν θέλω) λεφτά. Να εφτάς (να κάνεις) πολλά μωρά και να φορούν ατά. Ευλόγησά τα (τα ευλόγησα)».
Ταξίδεψα από την Κύπρο στης 30.01 στην Αθήνα για να ενώσω τη φωνή μου με όλους τους Έλληνες ενάντια στα σχέδια διάλυσης της Γης των Πατέρων μου (Πατρίδα).Είχα να περπατήσω στο κέντρο της Αθήνας 4 χρόνια.Το κέντρο μου θύμισε την κομμουνιστική Μόσχα. Την Μόσχα την οποία οι κομμουνιστές την έχουν μετατρέψει από πρωτεύουσα ενός περήφανου και ένδοξου κάποτε λαού σε ένα «πολυπολιτισμικό» βόθρο τουρκο-χάζαρων και κάθε λογής ασιατών.Σε ένα από τους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας, μέσα σε ένα καταναλωτικό, αποχαυνωμένο πλήθος και ανάμεσα σε μαύρους (κυριολεκτικά) παράνομους πωλητές διέκρινα μια γριούλα. Καθότανε σε μια γωνιά με τα χέρια της στα γόνατα. Το βλέμμα της ήταν έξυπνο και χαμογελαστό. Πωλούσε πλεκτά τα οποία έπλεκε μόνη της, 3-4 σκουφάκια, λίγες κάλτσες. Σαν αυτά που έπλεκε και η γιαγιά μου.
Η γριούλα δεν ταίριαζε στο περιβάλλον. Αταίριαστο σκηνικό. Μια συμπαθέστατη γριούλα ανάμεσα σε ανθρώπους με παγωμένα βλέμματα, που μπαινόβγαιναν στα καταστήματα, και σε μαύρους, που κοιτούσαν δεξιά-αριστερά για τυχόν «αστυνομικούς» (οι οποίοι ήταν πιο πέρα αλλά ”σφύριζαν” αδιάφορα) και πωλούσαν τα ρολόγια και άλλα «αγαθά» που έφεραν μαζί τους σαν «οικονομικοί πρόσφυγες».
Αποφάσισα να την γνωρίσω, αγοράζοντας ένα ζευγάρι κάλτσες. Ένα μικροσκοπικό ζεύγος για νεογέννητα.
Η γιαγιά μου ξανοίχθηκε:
«Ρίζαμ (ρίζα μου), έρθα από το Καζακστάν. Έρθα (ήρθα) στην Πατρίδαμ. Να ποθάνω αδά (εδώ). Οι καημένοι οι Πόντιοι υπόφερτσαν (υπέφεραν) ας ούλτς πολλά (απ’ όλους πιο πολλά)».»Το 1942 εδήκαν (έδωσαν) εμάς 2 ώρας για να στοιβάξουμεν τα πράματα και μας έστειλαν στο Καζακστάν. Έναν μίναν απές σε έναν τραίνον. Στην στέπαν εχτίσαμεν σπίτια. Επείκα (έκανα) εκεί πολλά δουλείας. Ατόρα έρθαμεν στην Ελλάδαν».
Της ανέφερα ότι και εγώ είμαι Πόντιος. Δεν καταδέχθηκε να πληρωθεί:
«Ρίζαμ, κ’θέλω (δεν θέλω) λεφτά. Να εφτάς (να κάνεις) πολλά μωρά και να φορούν ατά. Ευλόγησά τα (τα ευλόγησα)».
Από το ταξίδι στην Αθήνα κράτησα την εικόνα της γριάς Ελληνίδας. Εν’ όσω μιλούσε κοιτούσα τα ”άγια” χέρια της. Αχ αυτά τα χέρια! …πόσα έχουν περάσει! 76 έτη και ακόμα αυτά τα χέρια παλεύουν τις αντιξοότητες. Τις κάλτσες που μου χάρισε, τις έπλεξε σε 5-6 ώρες.
Τι έκαναν για αυτήν την Ελληνίδα γυναίκα οι πολιτικάντηδες που μας κυβερνούν;
Η «Ελληνική» κυβέρνηση και οι εξουσιαστές εξισώνουν τους ομογενείς με τους κάθε λογής μαύρους και κίτρινους που κατακλύζουν την χώρα μας.Πόσο διαφορετικούς κόσμους αντιπροσωπεύουν οι μαύροι ξένοι παράνομοι πωλητές λαθραίων και η περήφανανη Ελληνίδα γιαγιά που εγκατεστάθη στην αφιλόξενη Πατρίδα της και μέχρι να πεθάνει είναι αναγκασμένη να εργάζεται σκληρά!
Σπαρτιάτης Ν.Ι.
http://antistasi.org/?p=5194
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου