ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝ ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΚΑΝ

Όταν δεν ξέρεις τι σημαίνει κάτι, ετυμολόγησε το.
Ετυμολογία = Έτυμος + λόγος (πραγματικός λόγος)
Πολλά ακούγονται το τελευταίο διάστημα για το φαινόμενο της μετανάστευσης, φαινόμενο το οποίο βέβαια δεν είναι νέο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σκοπός του άρθρου είναι να αποκαταστήσει μια αλήθεια που εντέχνως καλύπτεται μέσα στα πλαίσια του νεοελληνικού αριστερού παραλογισμού που παρομοιάζει τους Αφγανούς, Πακιστανούς, Ινδούς, Αλβανούς λαθρομετανάστες με τους Έλληνες μετανάστες του 19ου και 20 αιώνα.
Το μεγάλο ψέμα.

Οι Έλληνες δεν μετανάστευσαν. Οι Έλληνες ξενιτεύτηκαν.

Αυτό αποτυπώνεται περίτρανα σε εκατοντάδες έργα της λαϊκής μας παράδοσης και διαχωρίζει απόλυτα τον μετανάστη από τον ξενιτεμένο. Η λαϊκή μας βέβαια παράδοση αποτελεί ταυτόχρονα και απόδειξη της συνέχειας του Ελληνικού γένους. Οι διάφοροι πληρωμένοι επιστημονικοί κύκλοι καλά θα κάνουν να πάψουν να προπαγανδίζουν εναντίων του αυταπόδεικτου που δημοτική μας μουσική έχει τεκμηριώσει.

Η σύγχρονη τάση των ψευδοαριστερών προπαγανδιστών είναι να χαρακτηρίζουν ως αμόρφωτους και συντηρητικούς τους φιλοπάτριδες που ανησυχούν για την αλλοίωση του εκλογικού σώματος της Ελλάδας και της εθνολογικής μας σύνθεσης. Βέβαια αμόρφωτοι ήταν και οι Έλληνες επί τουρκοκρατίας. Αυτοί οι “ μορφωμένοι” όμως προοδευτικάριοι διαπράττουν ένα κολοσσιαίο ατόπημα. Λησμονούν ότι η βασίλισσα των γλωσσών εμπεριέχει τη σοφία σε όλο της το μεγαλείο, σοφία που προκύπτει από τη διαφάνεια των Ελληνικών λέξεων.

Τι σημαίνει μετανάστευση; Η ετυμολογία της λέξης έχει ως εξής: Μετανάστευση (μετά + ναίω), κατοικώ εξού και ναός.

Αυτός ο διαχωρισμός της μετανάστευσης από τον ξενιτεμό και τον ξεριζωμό έχει βαθύτατες διαφορές.

Ο μετανάστης δεν έχει κανέναν σύνδεσμο με την προηγούμενη κατοικία του. Η ψυχή του ανήκει σε κάθε τόπο κατοικίας του. Αν αυτό το επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο προκύπτει ότι ο μετανάστης στερείται εθνικής συνείδησης και υπόστασης. Επομένως στερείται και δυνατότητας ενσωμάτωσης από τον εθνικό κορμό του τόπου στον οποίο μεταναστεύει. Με λίγα λόγια από τη συνείδηση του μετανάστη απουσιάζει παντελώς η έννοια της πατρίδας και του έθνους και είναι αδύνατη η εμφύσηση σε αυτόν τέτοιων ιδανικών.

Ο ξενιτεμένος απεναντίας όταν αλλάζει κατοικία αφήνει πίσω του ένα κομμάτι της ψυχής του. Μένει αλλού αλλά η καρδιά του μένει στον τόπο καταγωγής του γιαυτό και δεν αναγνωρίζει ως οικία τον νέο του τόπο αλλά ως ξενιτειά. Ο ξενιτεμένος δεν ψάχνει μια νέα πατρίδα να τον υιοθετήσει και δεν επιθυμεί μητριά στην εθνική ψυχή του που ανήκει στην μητέρα πατρίδα. Ακριβώς επειδή ο ξενιτεμένος έχει πλήρη επίγνωση της έννοιας της πατρίδας κατανοεί και σέβεται το γεγονός ότι διαμένει σε μία ξένη πατρίδα.

Ο ξενιτεμένος Έλληνας ανήκει στον εθνικό Ελληνικό κορμό και επιβάλλεται να ενταχθεί στο εκλογικό μας σώμα. Περιμένει τη στοργή από την μητέρα πατρίδα του για να της προσφέρει όλη την αγάπη που κρύβει μέσα του. Η μη ενσωμάτωση των Ελλήνων της ξενιτιάς στο εκλογικό σώμα είναι προδοσία.

Ο ασιάτης μετανάστης απεναντίας δεν έχει πατρίδα, η πατρίδα του είναι η θρησκεία του. Δεν μπορεί να προσφέρει στο πολίτευμα της χώρας που μετανάστευσε γιατί πολύ απλά, δεν ξέρει τι θα πει πατρίδα. Γιαυτό εξάλλου δηλώνει με χαρακτηριστική άνεση Πακιστανός ενώ στην πραγματικότητα είναι Αφγανός.

Δεν υπάρχουν αγαπητοί μου Έλληνες μετανάστες. Υπάρχουν μόνο Έλληνες ξενιτεμένοι.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

του Κώστα Κρυστάλλη

(1868 – 1894)

Αναθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν’ αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

‘Ανοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.

Τραγούδια αν εχ’ η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!

Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια τ’ αδερφού κ’ η συντροφιά του φίλου;
Πούν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;

Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει μαζί σου;
Κι αν έρθει μερ’ αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα σε σαβανώσει;
Στο λειψανό σου ποιος θαρθεί λουλουδια να σε ράνει;
Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκρεββατό σου
για να σε κλάψει; Ποιος θα ειπεί για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νάξερες, και πως τους παν τους ξένους!..
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!

Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..

Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ’ αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν’ με φαρμακώνουν!

Ανάθεμά σε ξενιτια, με τα φαρμάκια πόχεις!..

____________

Στην ξενιτιά βραδιάζει πιο νωρίς
Στην ξενιτιά να κλάψεις δε μπορείς
Στην ξενιτιά μανούλα μου γλυκιά
φαρμάκι στάζει η Κυριακή
κι ο κόσμος φυλακή

Πικρά σου τραγουδώ, στου πόνου το σκαλί
Αχ να ‘φτανε ως εδώ της παρηγόριας το φιλί
Στην ξενιτιά με ρίξαν οι καιροί
Στην ξενιτιά θα λιώσω σαν κερί
Στην ξενιτιά μανούλα μου γλυκιά
αναστενάζεις και πονείς
μα δίπλα σου κανείς
__________

Άνοιξε, φλιβερή καρδιά, και πικραμέν’ αχείλη,
άνοιξε, πες μας τίποτες, και παρηγόρησε μας
«παρηγοριά ‘χ’ ο θάνατος και λησμοσύνη ο Χάρος,
κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει
χωρίζει η μάνα το παιδί, και το παιδί τη μάνα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα,
τώρα όντας χωρίζονται, τα δέντρα ξιριζώνουν,
και πάλ’ όταν ‘νταμώνουνται, τα δέντρα φύλλα βγάζουν».

__________

Με βλέπετε που τραγουδώ
και λέτε δε χολιάζω.
Το ντέρτι που ΄χω στην καρδιά,
κανένας δεν το ξέρει.
Μικρός πήγα στην ξενιτιά
κι εκεί μαραζωμένος.
Δεν έχω μάνα να το πω,
πατέρα να το κλάψω.
Δεν έχω κι έναν αδερφό,
να με ρωτήσει τι έχω.
Ανάθεμα, ποιος έλεγε,
τα δέρφια δεν πονούνε,
τα δέρφια σχίζουν τα βουνά
κι αδερφές τους κάμπους
κι μάνα σχίζει θάλασσες,
όσο να τ’ ανταμώσει.

Πολυφωνικό τραγούδι της ξενιτιάς από τη συλλογή του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ “ ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ”, εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ. Οι στίχοι του συναντιούνται με άλλα, γνωστά πολυφωνικά τραγούδια.

Μία εκ των χιλιάδων ιστοσελίδων με δημοτικά τραγούδια εδώ

Ο Θεμιστοκλής προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πολεμήσει την πατρίδα του.

Οδυσσέας: 20 χρόνια ξενιτιάς και πειρασμών δεν έσβησαν την επιθυμία του να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Αναδημοσίευση απο http://stravon.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: