Κύπρος, Λάπηθος. Καλοκαίρι της εισβολής.
Εκτελούσα καθήκοντα φρουρού σε φυλάκιο, που είχαμε στημένο στην εκκλησία των Πανάγρων. (…) Κάποια στιγμή ένιωσα να πεινώ. (...) Έβγαλα τότε από το σακίδιο μου μισό ψωμί που είχα, αφαίρεσα την ψίχα κι έχωσα μέσα το κρέας μιας μικρής κονσέρβας. Δαγκώνοντας την πρώτη μπουκιά, αντιλήφθηκα να στέκει εκεί κοντά μου και να με παρακολουθεί ένα ρακένδυτο αγοράκι ηλικίας 9-10 χρόνων. Μου έκαναν ζωηρή εντύπωση τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του, που κοίταζαν με λαχτάρα το λιτό πρόγευμά μου.
-Πεινάς ρε; το ρώτησα.
-Ναι, απάντησε με μια αδύναμη φωνή, ενώ ταυτόχρονα είδα να ξεροκαταπίνει ένα κόμπο σάλιου.
Του πρόσφερα αυθόρμητα ολόκληρο το ψωμί που κρατούσα. Ο μικρός το πήρε δειλά, λες και δεν πίστευε στην προσφορά μου. Αμέσως, όμως, άρχισε να τρώει βιαστικά καταβροχθίζοντας τις μπουκιές του με βουλιμία. (…) Καθώς ο μικρός έτρωγε, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί ένα μοναχικό παιδί γυρόφερνε μέσα στο έρημο χωριό. Κανονικά, εκείνες τις ώρες έπρεπε να βρίσκεται στην οικογένειά του σε ασφαλέσετερες περιοχές. (...)
-Τι κάνεις εδώ; Είσαι μόνος;
-Ο παπάς μου βόσκει τα πρόβατα. Εγώ είμαι εδώ και προσέχω τον αδελφό μου…
Ακούοντας την απάντησή του, σχημάτισα την εντύπωση πως ο μικρός ανήκε σε μια οικογένεια απλοϊκών ανθρώπων του χωριού, που δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα των στιγμών που ζούσαμε. Ο πατέρας, λοιπόν, είχε βγει με το κοπάδι του έξω στους αγρούς αφήνοντας το μικρό στο χωρίο να προσέχει ένα μικρότερο αδελφάκι του. (...)
-Καλά, και πού άφησες τον αδελφό σου;
-Εδω είναι… κοντά. Θέλεις να τον δεις;
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο αντικαταστάτης μου στο φυλάκιο και ήμουν ελεύθερος. Η περιέργειά μου να δω το αδελφάκι που είχε στη φροντίδα του ο μικρός μου φίλος ήταν μεγάλη.
-Εντάξει, πάμε να μου δείξεις τον αδελφό σου!
Στο χέρι, κρατούσε το τελευταίο κομμάτι ψωμί που του είχα δώσει. Το απόθεσε προσεκτικά σε μια πέτρα και ξεκίνησε. Εγώ τον ακολουθούσα μηχανικά, και χωρίς να μιλούμε φτάσαμε γρήγορα στην άκρη του χωριού. Ύστερα, μπήκαμε σ’ ένα χωματόδρομο, που μας έφερε έξω από το μικρό κοιμητήρι της κοινότητας.
Ο μικρός έσπρωξε το κάγκελο, μπήκαμε μέσα και με οδήγησε σε μια γωνιά του νεκροταφείου, μπροστά από ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο σταυρό, πάνω στον οποίο έγραφε ένα όνομα. Δίπλα ήταν ένας μισογερμένος ιστός, από τον οποίο κρεμόταν μια ελληνικη σημαία. (...)
-Αυτός είναι ο αδελφός μου…Έρχομαι εδώ και τον προσέχω.. Εσκοτώθη ψηλά στα βουνά… ήταν λοκατζής!
(Αφήγηση του Χαράλαμπου Χαμπουρή, στρατιώτη τότε του 256 ΤΠ , από το βιβλίο ”256 ΤΑΓΜΑ ΠΕΖΙΚΟΥ”)
Εκτελούσα καθήκοντα φρουρού σε φυλάκιο, που είχαμε στημένο στην εκκλησία των Πανάγρων. (…) Κάποια στιγμή ένιωσα να πεινώ. (...) Έβγαλα τότε από το σακίδιο μου μισό ψωμί που είχα, αφαίρεσα την ψίχα κι έχωσα μέσα το κρέας μιας μικρής κονσέρβας. Δαγκώνοντας την πρώτη μπουκιά, αντιλήφθηκα να στέκει εκεί κοντά μου και να με παρακολουθεί ένα ρακένδυτο αγοράκι ηλικίας 9-10 χρόνων. Μου έκαναν ζωηρή εντύπωση τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του, που κοίταζαν με λαχτάρα το λιτό πρόγευμά μου.
-Πεινάς ρε; το ρώτησα.
-Ναι, απάντησε με μια αδύναμη φωνή, ενώ ταυτόχρονα είδα να ξεροκαταπίνει ένα κόμπο σάλιου.
Του πρόσφερα αυθόρμητα ολόκληρο το ψωμί που κρατούσα. Ο μικρός το πήρε δειλά, λες και δεν πίστευε στην προσφορά μου. Αμέσως, όμως, άρχισε να τρώει βιαστικά καταβροχθίζοντας τις μπουκιές του με βουλιμία. (…) Καθώς ο μικρός έτρωγε, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί ένα μοναχικό παιδί γυρόφερνε μέσα στο έρημο χωριό. Κανονικά, εκείνες τις ώρες έπρεπε να βρίσκεται στην οικογένειά του σε ασφαλέσετερες περιοχές. (...)
-Τι κάνεις εδώ; Είσαι μόνος;
-Ο παπάς μου βόσκει τα πρόβατα. Εγώ είμαι εδώ και προσέχω τον αδελφό μου…
Ακούοντας την απάντησή του, σχημάτισα την εντύπωση πως ο μικρός ανήκε σε μια οικογένεια απλοϊκών ανθρώπων του χωριού, που δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα των στιγμών που ζούσαμε. Ο πατέρας, λοιπόν, είχε βγει με το κοπάδι του έξω στους αγρούς αφήνοντας το μικρό στο χωρίο να προσέχει ένα μικρότερο αδελφάκι του. (...)
-Καλά, και πού άφησες τον αδελφό σου;
-Εδω είναι… κοντά. Θέλεις να τον δεις;
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο αντικαταστάτης μου στο φυλάκιο και ήμουν ελεύθερος. Η περιέργειά μου να δω το αδελφάκι που είχε στη φροντίδα του ο μικρός μου φίλος ήταν μεγάλη.
-Εντάξει, πάμε να μου δείξεις τον αδελφό σου!
Στο χέρι, κρατούσε το τελευταίο κομμάτι ψωμί που του είχα δώσει. Το απόθεσε προσεκτικά σε μια πέτρα και ξεκίνησε. Εγώ τον ακολουθούσα μηχανικά, και χωρίς να μιλούμε φτάσαμε γρήγορα στην άκρη του χωριού. Ύστερα, μπήκαμε σ’ ένα χωματόδρομο, που μας έφερε έξω από το μικρό κοιμητήρι της κοινότητας.
Ο μικρός έσπρωξε το κάγκελο, μπήκαμε μέσα και με οδήγησε σε μια γωνιά του νεκροταφείου, μπροστά από ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο σταυρό, πάνω στον οποίο έγραφε ένα όνομα. Δίπλα ήταν ένας μισογερμένος ιστός, από τον οποίο κρεμόταν μια ελληνικη σημαία. (...)
-Αυτός είναι ο αδελφός μου…Έρχομαι εδώ και τον προσέχω.. Εσκοτώθη ψηλά στα βουνά… ήταν λοκατζής!
(Αφήγηση του Χαράλαμπου Χαμπουρή, στρατιώτη τότε του 256 ΤΠ , από το βιβλίο ”256 ΤΑΓΜΑ ΠΕΖΙΚΟΥ”)
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου