ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910) Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ: ΟΧΙ ΞΕΝΑ


Εἰς αὐτὴν τὴν ἰδίαν στήλην εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ προχθὲς ἐφώναζα κατὰ τῆς ξενομανίας καὶ ἀνέφερα ὡς παράδειγμα τὸ μπακάλικον ἔργον τοῦ Σούδερμαν ποὺ μοῦ ἔφερεν ὅλον τὸ βράδυ ποὺ τὸ ἤκουα εἰς τὴν μύτην λαδωμένην ποδιά, ὁ ποιητὴς τοῦ «Τάφου» Παλαμᾶς σᾶς εἶπεν «νὰ γονατᾶτε πάντα, ὦ ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλληνικῆς γῆς!» ἐμπρὸς εἰς ἕναν ἁμαξᾶν Ἔνσελ καὶ ἐμπρὸς εἰς ἕνα σακατεμένον παληόγερον τὸν ὁποῖον εἴδατε νὰ πίπτῃ τὸ καλοκαῖρι ἀπὸ τὸ «Μπαλκόνι» τῆς νέας σκηνῆς.
Ὁ ποιητὴς τοῦ «Τάφου» εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους κατόρθωσε νὰ συνδυάσῃ εἰς μίαν εὐχὴν ἐν τῇ Ἀκροπόλει μίαν ἰδέαν νικημένην, νεκράν, ἰδέαν μουχλιασμένην τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἰδέαν ἀντεθνικωτάτην, εὐχόμενος καὶ δεόμενος εἰς τὸ Πανελλήνιον νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ Ψυχαρικὴ γλῶσσα τὴν ὁποίαν ὀρθῶς ἀποκαλεῖ «Σταχτοπούταν», καὶ μίαν ἰδέαν βαθυτάτην καὶ ἐθνικωτάτην, μίαν ἰδέαν ὡραίαν διὰ κάθε παρελθὸν καὶ διὰ κάθε μέλλον, ἰδέαν ἀληθῶς ἀνταξίαν μεγαλοψύχου καὶ μεγαλοκάρδου Ἕλληνος ποιητοῦ.
Μεταφράζω εἰς τὴν γλῶσσάν μου τὴν κουτσουρεμένην εὐχήν:
«Δέομαι ... ἕνα ἄλλον ἀλφαβητάριον νὰ ἀνοιχθῇ πρὸ τῶν ματιῶν τοῦ σημερινοῦ παιδιοῦ, τοῦ αὐριανοῦ πολίτου.
Διδάσκαλος νὰ γίνῃ ὁ Ποιητής.»
Καὶ ὅπως συνέβη ἀπὸ τὰ πρῶτά μου σαλπίσματα -τὰ ὁποῖα ἀνεκόπησαν, ὅπως διόλου δύσκολον νὰ συμβῇ καὶ τώρα- αὐτὸ εὐχήθην καὶ ἐγώ, δι᾿ αὐτό, ὅταν μεταξὺ τῶν εὐχῶν τῶν ἐπιτελῶν καὶ ἡμιτελῶν μὲ τὰ ἀπαίσια νεροζούμια «τό γε νῦν ἔχον εὔχομαι τῇ φίλῃ Πατρίδι» -καὶ εἶναι νέος ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἔγραψεν αὐτό; ἀπήντησα τὴν εὐχὴν τοῦ ποιητοῦ, ἐστάθην μὲ ρίγος καὶ ἤκουσα σχεδὸν τὴν φωνήν μου νὰ ἐπαναλαμβάνῃ ἀδελφωμένη μὲ τὴν φωνὴν τοῦ ποιητοῦ τὴν ὡραίαν εὐχὴν καὶ ἠσθάνθην τὴν ψυχήν μου σὰν νὰ σηκώνῃ δισκοπότηρον εἰς τὴν Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ καὶ νὰ λέγῃ:
«Δέομαι Διδάσκαλος νὰ γίνῃ ὁ Ποιητής.»
Καὶ δὲν βλέπω διατὶ διδάσκαλος νὰ μὴν εἶναι πρῶτος αὐτὸς ὁ ποιητὴς Παλαμᾶς.
Καὶ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν βλέπω διατὶ νὰ εἶναι διδάσκαλος κακός. Καὶ εἶναι. Ἀλλὰ δὲν βλέπω διατὶ νὰ εἶναι ἤκιστα -ἐμένα μοῦ ἀρέσουν αὐτὰ τὰ ξεράδια- ποιητὴς ὅταν διδάσκει· καὶ εἶναι.
* * *
Δὲν ἔρχομαι νὰ πολεμήσω τὸν Ποιητὴν διότι νομίζω ἀνόητον τὸν πόλεμον τῶν ἀνθρώπων τοῦ παρόντος αἰῶνος. Διότι νομίζω, μαζὺ μὲ κάθε ἀναγνώστην, δονκιχωτικὸν τὸν πόλεμον ἐναντίων ἀνεμομύλων καὶ φαντασμάτων. Καὶ εἶναι ἀνεμόμυλοι καὶ φαντάσματα, τὸ γνωρίζει πλέον ὁ καθείς, ὅλαι αἱ ἰδέαι τοῦ παρελθόντος αἰῶνος.
Δὲν ἔρχομαι νὰ ὁμιλήσω διὰ τὴν «Σταχτοπούταν» διότι εἰς μίαν σοφὴν μελέτην τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησα περὶ γλώσσης -ἀφοῦ εἶνε ὅλοι σοφοὶ εἰς τὸν μακάριον τόπον μας δὲν βλέπω τὶ μοῦ λείπει ἐμένα διὰ νὰ μὴν εἶμαι σοφός- καὶ τὴν ὁποίαν ἐπιγράφω: «ὁ Φόρος τοῦ Αἵματος εἰς τὰ γλωσσικὰ Ξόανα» -εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμνω μόνος μου τὴν διαφήμησιν τῶν μεγαλοφυῶν μου ἔργων, διότι δὲν ἔχω καμμίαν ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς συγχρόνους μου ἀθανάτους καὶ φίλους- δίδω ὅλα τὰ ἀποβράσματα τῶν μακρῶν καὶ ἠλιθίων μου προσπαθειῶν πρὸς δημιουργίαν τῶν τεχνικῶν ξερατῶν τὰ ὁποῖα ἔκοψαν τοῦ καθενὸς τὴν γλῶσσαν καὶ ἐκοκκάλισαν ὡραῖα τοῦ καθενὸς τὸ μυαλό, τὰ φωτεινότατα αὐτὰ ἀποβράσματα διὰ τὸ ζήτημα τὸ ὁποῖον ἂν λυθῇ κατ᾿ εὐχὴν θὰ μᾶς πάῃ -ἂν καὶ μὴ χειρότερα! Γένοιτο!- κατ᾿ εὐθείαν μέσα εἰς τὴν Πόλιν, κατὰ τὸν σοφόν μου φίλον κύριον Κουρκουτουμβάχερ, ὑπερβαίνουσιν τὴν τρίπατον ἐρεβώδη σοφίαν τῶν προηγουμένων μου σοφῶν καὶ ἔχουν μίαν θαυμαστὴν νέαν ἐμβρίθειαν ἡ ὁποία ἔχει μόνον τὸ ἐλάττωμα νὰ πετᾷ κάποτε τὸν κορσέ της διότι εἰσῆλθεν πρὸ πολλοῦ εἰς τὸν δωδέκατον μῆνα. Δὲν ἔρχομαι οὔτε νὰ ἐνοχλήσω τὸν Ποιητὴν διότι τοῦ ἔχω μίαν ὑπερβολικὴν ἀγάπην καὶ ἀδυναμίαν. Ἔρχομαι μόνον νὰ εἰπῶ ὅτι συμβαίνει μία βαθυτάτη παρεξήγησις καὶ ἡ ὁποία καιρὸς εἶναι νὰ διαλευκανθῇ καὶ διορθωθῇ: ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζῃ ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζουν οἱ Δηλιγιαννικοὶ καὶ Θεοτοκικοὶ νέοι τοὺς ὁποίους ὀφείλομεν νὰ γνωρίζομεν περίφημα, ἀφοῦ θέλομεν καὶ πρέπει νὰ θέλωμεν νὰ τοὺς διδάσκωμεν. Τὸ ἕνα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ἄλλον. Ἄλλο τὶ πρέπει νὰ διαβάζῃ ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ χρειάζονται οἱ ξεκουτιάρηδες τῶν πραγμάτων καὶ οἱ Πολυχρονιάται τῶν Γραμμάτων. Ἄλλο τὶ χρειάζεται ὁ συγγραφεὺς νὰ φάγῃ, νὰ ἰδῇ, νὰ πιῇ, καὶ ἄλλο τὶ οἱ ἐκπορνευταὶ τῆς φιλολογίας καὶ οἱ μεγάλοι ἐδωδιμοπῶλαι τῆς ὁδοῦ Σταδίου καὶ Ἑρμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ γνωστὸν φιλόμουσον κοινόν. Ἄλλο τὶ χρειάζεται ὁ συγγραφεὺς καὶ ἄλλο τὶ πρέπει νὰ ἰδῇ, νὰ διαβάσῃ, νὰ ἀκούσῃ ἕνα κοινὸν τῆς κουταμάρας καὶ τῆς ἀκαταληψίας τοῦ ἰδικοῦ μας, μία νεότης τῆς προϊούσης ἀμαθείας τῆς ἰδικῆς μας, μία κοινωνία τῆς μούρλιας τῆς ἰδικῆς μας, ἕνα ἔθνος ξεχαρβαλωμένον σὰν τὸ ἰδικόν μας. Κάθε πρᾶγμα εἶναι καὶ καλὸν καὶ κακόν. Καὶ τὸ ἁγιώτερον τῶν πραγμάτων δυνατὸν νὰ εἶναι εὐεργετικὸν διὰ τὸν ἕνα καὶ φονικὸν διὰ τὸν ἄλλον. Καὶ ὅ,τι τονώνει καὶ ἐμπνέει ἕναν Παλαμᾶν, δυνατὸν νὰ ἀποκοιμίζῃ καὶ νὰ ἀποβλακόνῃ ἕναν κοινότατον θνητόν.
Ὄχι νέοι καὶ γέροι καὶ ἄνδρες καὶ παιδιά. Ὅπως ὁ γέρος ποὺ εἴδατε νὰ πίπτῃ ἀπὸ τὸ «Μπαλκόνι» τῆς Νέας Σκηνῆς δὲν σᾶς ὠφελεῖ εἰς τίποτε. Τίποτε. Τίποτε δὲν ἐμπνέει ἡ ἀκράτεια τῶν οὔρων ἑνὸς σακατεμένου γέρου. Καὶ εἰς τίποτε δὲν σᾶς ὠφελεῖ κανένας ἀμαξᾶς καὶ κανένας σεΐζης καὶ κανένας Ἔνσελ καὶ κανένας Χένσελ. Ὁμολογῶ ὅτι δὲν γνωρίζω τὸν ἀμαξᾶν Ἔνσελ, γνωρίζω μόνον τὸν Κάτσικαν. Καὶ δὲν φαντάζομαι εἰς τὶ δύναται νὰ ὠφελήσῃ ὁ Κάτσικας τὴν Γερμανικὴν φιλολογίαν διὰ νὰ ἐννοήσω τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὴν Ἑλλ. ὁ Χένσελ. Ὄχι! κανένας ἀμαξᾶς, καὶ κανένας σεΐζης, καὶ κανένας ἀρκουδιάρης, καὶ κανένα σάπιο μπαλκόνι, καὶ κανένα ἀμαξοστάσιο καὶ κανένα βουστάσιον καὶ κανένα χάνι δὲν σᾶς διδάσκει τίποτε, καὶ δὲν σᾶς ἐμπνέει ποτὲ τίποτε -ὅπως δὲν ἐνέπνευσε τίποτε ἔτη τώρα ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐμπνεύσῃ πρώτους, δηλαδὴ τοὺς συναγελαζομένους καὶ κορυβαντιάζοντας μὲ τὸ Ἰταλικὸν καὶ Γαλλικὸν καὶ Γερμανικὸν πνεῦμα. Καὶ ἂν ἐκεῖνο δὲν ἐνέπνευσε αὐτούς, σεῖς οἱ ἄλλοι τραβᾶτε τὸν δρόμο σας.
* * *
Καὶ ἀντὶ νὰ χάνετε τὴν ὥραν τῆς ζωῆς σας ὅπως τόσοι γέροι καὶ τόσοι νέοι οἱ ὁποῖοι ἀπεμωράνθησαν καὶ ἐξαίραναν τὴν πηγὴν τῆς ψυχῆς των καὶ τὰς δυνάμεις των πρὸς δημιουργίαν, εἰσπνέοντες μόνον αὐτὰ τὰ ἐκπνευστικὰ πνεύματα τὰ ὁποῖα τοὺς κρατοῦν χλωροφορμισμένους καὶ ἀσκομαχοῦντας δεινότατα, προτιμήσατε νὰ κυττᾶτε τὴν δουλειά σας καὶ τουλάχιστον νὰ ἐρωτεύεσθε κανένα ὡραῖον οἰκόπεδον τοῦ πλησίον. Καὶ ἐὰν θέλετε πράγματι νὰ καρπωθῆτέ τι καὶ νὰ ἐμπνευσθῆτέ τι ἀπὸ τὴν Γερμανίαν, ἀντὶ νὰ περιμένετε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βρασμένα μὲ βρωμερὰ λάδια Γερμανικὰ λάχανα μὲ σάπια λουκάνικα τὰ ὁποῖα δὲν χωνεύει τὸ λεπτό σας στομάχι καὶ τὰ ὁποῖα ἔρριψαν ψόφια τόσα σύγχρονα τσιτσίκια τὰ ὁποῖα θὰ ἐτραγουδοῦσαν ἄνετα εἰς ὅλην τους τὴν ζωὴν τὸ φυσικόν τους τραγοῦδι, εἶνε προτιμότερον νὰ μάθετε ὅτι ἡ Γερμανία παράγει ἕνα ὡραιότατον κρασὶ τὸ ὁποῖον λέγεται Liebfraumilch, -ὅπερ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον, κατὰ τὸ ἕκτον ἐδάφιον τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς, -ἐκδόσει τῶν πατρίων -Ἔρως, γυναῖκα, γάλα -δὲν ὑπάρχει, ἐμπνευσμένος νέος, γερμανικὸν προϊόν, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ μυρίζῃ λουκάνικο ἢ λάχανο ἢ γάλα, καὶ δὲν ὑπάρχει Γερμανὸς συγγραφεὺς εἴτε Goethe εἴτε Heine ὁ ὁποῖος ὅσον καὶ ἂν συχαίνεται καὶ ραπίζει καὶ ἀγωνίζεται νὰ ξεβγάλῃ τὴν Γερμανικὴ κακομοιριά, προστυχιά, πεῖνα, νὰ μὴν ἀδελφώσῃ κάθε στίχον μὲ μίαν κουταλιὰ σοῦπα χελῶνας, μὲ ἄρωμα τηγανητῆς πατάτας -τῇ ἀληθείᾳ θαυμάσιον προϊόν -διότι δὲν τὸ κατασκεύασαν οἱ σοφοί. -Ζητήσατε λοιπόν, ἐμπνευσμένοι νέοι θεσιθῆραι, ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ἀνταποκριτὰς καὶ πρέσβεις τοῦ Γερμανικοῦ οἰνοπνεύματος ἀντὶ ἀλογίλας νὰ σᾶς ἐνσταλάζουν -εὐκολώτατα λαθρεμπορικῶς- ἀπὸ τὸ κρασὶ αὐτό, καὶ ἀγόρασε ὡραῖο μὲν ἀγόρι μίαν φιάλην -καὶ ἐπειδὴ εἶνε πολὺ ἀκριβὸν γράψε τοῦ πατέρα σου ὅτι ἔπαθες περιπνευμονίαν καὶ πληρώνεις ἰατροὺς καὶ χρειάζεσαι φανέλλες- παράλαβε μίαν κόρην -χάριν εὐφημισμοῦ- ἡ ὁποία Ὁπωσδήποτε νὰ μὴν εἶνε πολὺ παλαιὰ γίδα καὶ πήγαινε ἕνα ἡλιόρρυτον πρωΐ -κάθε πρωΐ εἶναι ὡραῖον εἰς τὸν τόπον σου- νὰ λουσθῇς εἰς ἑλληνικὰ νάματα τὰ ὁποῖα ἐπικαλεῖται ὁ Παπαμιστριώτης καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπισκέπτεται ποτέ. Τὰ πάτρια αὐτὰ νάματα μὲ τὰ ὁποῖα σὲ φοβίζει ὁ κάθε Παπαδαμβέργης, εἶνε παντοῦ ὅπου κατεβαίνει μαλακὰ ὁ λόφος καὶ προσψαύει τὸ χαριτωμένον κῦμα τὰ λερά σου πόδια. Κάθου ἐκεῖ καὶ βλέπε, καὶ ἀερίζου καὶ ἰλαρύνου καὶ φίλει τὸ θῆλυ εἰς τὸν ἥλιον καὶ βάλε το νὰ θωπεύῃ ἠρέμα τὸν νωτιαῖον μυελόν. Καὶ πίνε, πίνε Liebfraumilch καὶ δόξαζε τὴν μεγάλην μαντοφόρον Γερμανίαν καὶ θὰ μὲ θυμηθῇς.
* * *
Ἀλλὰ καὶ μελέτα τὴν πλάτην τοῦ λόφου, τὴν κοιλίαν τῆς ἀκτῆς, τὸ μἐτωπον τοῦ βουνοῦ, μελέτα τὰς καμπύλας τῆς κόρης εἰς τὸν ἥλιον, τὰ μάτια, τὰ χείλη, κάθε ἄνθος, κάθε ἀκτίνα, κάθε ἦχον.
Ἐὰν δὲν σοῦ ἀνεβῇ εἰς τὰ χείλη κανένα εὔμορφο ποίημα, βεβαίως δὲν θὰ σοῦ ἀνεβῇ ἡ χολὴ καὶ δὲν θὰ σοῦ κιτρινίσουν τὰ μάτια καὶ δὲν θὰ ἐνοχλῇς τὸν πλησίον σου καὶ δὲν θὰ τὸν ποτίζεις χολήν.
Κατακαϋμένο μου παιδί, εἰς τὸν τόπον ὅπου ὁ Μιστριώτης σύρει τὴν Καμήλαν τῆς Ἑλλ. Σοφίας καὶ ὁ Δαμβέργης τὸ Κάρρο τῶν Πατρίων καὶ ὁ Ψυχάρης τὴν Ἀρκούδα τοῦ Ὡραίου, ἐὰν δὲν ἐμπνευσθῇς ὡραῖα ποιήματα τοὐλάχιστον θὰ ἔχῃς νὰ διηγῆσαι γηροκομούμενος ἀπὸ τὰ δεκαοκτώ, εἰς τὰ δημόσια Πρυτανεῖα καὶ παίζων τὸ κομβολόγι ποὺ σοῦ φέρουν εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ τοῦ Παρνασσοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιον Τάφον, ὅτι ἐπέρασες καὶ σὺ μίαν ὡραίαν ἡμέραν εἰς τὴν ζωήν σου, καὶ θὰ κάθεσαι ἥσυχος καὶ θὰ ἀφίνῃς καὶ τὸν κόσμον ἥσυχον.
Καὶ ἴσως, ἐὰν τὸ κάμνεις τακτικὰ καὶ εὔμορφα, σηκωθῇ καμμία ἄκρα ἀπὸ τὰ ὡραῖα χώματα καὶ κινήσῃ τὸν κάθε Δαμβέργη σας, τὸν κάθε Μιτριώτην σας, πρὸς τὴν ζωὴν καὶ πάρουν καὶ αὐτοὶ οἱ νεογέροντες καὶ οἱ γεροντονέοι ἀπὸ μίαν Ἀντιόπην ἢ Κασιόπην ἢ Νερατζούλαν φουντωτὴν νὰ τοὺς περιποιηθῇ τὸν νωτιαῖον μυελὸν καὶ σοῦ δώσουν πρῶτα αὐτοὶ ποιήματα καὶ πάτρια, καὶ Ἰδανικά, διὰ νὰ ἔχῃς κάτι νὰ μυρισθῇς ἔπειτα καὶ σύ. Διότι, χλωροί μου νέοι καὶ γέροι ξεροί, ὁ νωτιαῖος μυελὸς εἶνε καὶ πᾶσα πηγὴ ἀληθείας, καλλονῆς, Σοφίας, καὶ ὅλη ἡ Σοφία τοῦ Σολωμῶντος εἶνε τὸ νὰ περιποιῆσθε αὐτὸν ὅσον δύνασθε περισσότερον, φθάνει μόνον νὰ μὴν τὸν ὠθεῖτε εἰς τὸν χορὸν ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλλ. γῆς! συνηθίσατε ἀπὸ μικροὶ νὰ κυττᾶτε νὰ ἁρπάζετε σφικτὰ καὶ νὰ τραγωδεῖτε ὅπως σᾶς κατεβῇ τὴν τριγύρω σας ἰδικήν σας ζωήν. Συνηθίσατε ἀπὸ μικροὶ τὴν κάθε Ἰδανικότητα, τὴν κάθε τραγικότητα νὰ μὴν τὴν ἐνσαρκώνετε εἰς τὸ γέρικον ρυπαρὸν κουφάρι κανενὸς μπακάλη, ἀμαξᾶ ἢ σκουπιδιάρη, νὰ μὴν κλείετε εἰς κανένα βουστάσιον καὶ ἀμαξοστάσιον καὶ νὰ φεύγετε εἰς τὰ τέσσερα κλείοντες τὴν μύτην σας ὅταν κανεὶς ὑψιπέτης ποιητὴς καὶ χαμηλοφάγος μπούρμπουλας σὰς ἁπλώνη ἐπάω εἰς τὴν σκηνὴν κοπριὰν διὰ νὰ ἀρωματίσῃ τὸ ἔργον τοῦ Τολστόη διὰ νὰ σᾶς μεταδώσῃ τὰ ὑπέρτατα ρίγη τῆς ἀλογίλας.
Συνηθίσατε, ὦ ἐμπνευσμένοι νέοι τῆς Ἑλλ. γῆς!, ἀπὸ μικροὶ ὅλα σας τὰ ἰνδάλματα νὰ τὰ ἐνσαρκώνετε εἰς ὡραιότατα σώματα καὶ ὅλας τὰς τραγικώτητας εἰς ὑψηλὰ καὶ ὑπέροχα ὄντα, ἀνασηκώνοντες κοινωνίαν, ἀνθρώπους, ψυχήν, πρὸς κάτι τι ὑψηλότερον καὶ εὐγενέστερον.
ΠΕΡ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ὄχι ξένα», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 9, 30-1-1903)                                                                                             ΠΗΓΗ:pheidias.antibaro.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: