Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (Πάτραι 1871 [1]- Ἀθῆναι 1910), ὑπῆρξε ἑλληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ [2] καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ [3], «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» [4], «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» [5], «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» [6], «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» [7], «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» [7], «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» [7], ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» [8]. Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος [9], σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό [2], οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα [2], ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί [7], «ξανθός ἱππότης» [10], μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί [7], ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του [2].
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 [1] καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ στὶς 8 Ἀπριλίου 1910. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη. [11]
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι [12]. Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. [13])
Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας [14]), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.
Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Στὶς 8 Ἀπριλίου 1910, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν [15], στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).
Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα. [15]
Κατὰ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν. [...] ἠγωνίζετο νὰ καταδείξῃ ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶναι τὸ μόνον ἁρμόζον, ἀλλὰ καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ ἑλληνικόν.» Τὴν ἑλληνικότητα αὐτήν, τὸ «κατὰ φύσιν» τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὶς τέχνες μέχρι τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνία, ὁ Γιαννόπουλος τὰ ἀνήγαγε στὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Αἰσθητικὸς μὲ σπάνια εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια, στὴν Φύσι ἔβλεπε τὴν ἀρχὴ τῶν πάντων. Καὶ πρὶν τὴν Ἱστορία, τὴν κοινωνία καὶ τὴν πολιτική, ὁ Γιαννόπουλος, τὴν πρώτη μεγάλη στρέβλωσι καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν φύσιν τὴν ἐντοπίζει στὶς τέχνες.
Θεμέλιον τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος ποὺ ἀνέπτυξε ὁ Γιαννόπουλος εἶναι λοιπὸν ἡ Φύσις, καὶ ἀφετηρία προβληματισμοῦ καὶ μέθοδος ἀναλύσεως καὶ συνθέσεως ἡ αἰσθητική [16]. Ὁ Γιαννόπουλος βρίσκει τὰ πάντα στὴν σύγχρονή του καλλιτεχνική -ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν Τέχνη, καὶ τὰ ἀνάλογα ἐν συνεχείᾳ παρατηρεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους τομεῖς-, ἀρχιτεκτονική, φιλολογική, γλωσσική, θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική Ἑλλάδα, κατ᾿ ἀρχὴν ὡς αἰσθητικός, ἄσχημα. Παρὰ τὴν ὑπέρτατη ὀμορφιὰ καὶ ὑπεροχὴ τῆς γνησίας ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ φύσεως. Διαπιστώνει ὅτι εἶναι ἄσχημα ἐπειδὴ εἶναι ἀφύσικα, ξένα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι. Συμπεραίνει ἑπομένως ὁ ξενισμός, σὲ κάθε τι, εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἑλλαδικῆς κακοδαιμονίας. (Σημειωτέον ὅτι εὑρισκόμεθα στὰ ἔτη μετὰ τὸ 1897 καὶ ἐνώπιον τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου.) Καὶ καταλήγει ὅτι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐπανάστασις ποὺ θὰ ἀναμορφώσῃ τὴν Ἑλλάδα ἔχει ὡς προϋπόθεσι τὴν συστηματικὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς φύσεως καὶ τὴν μελέτη τοῦ πῶς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φύσι θὰ ἔπρεπε ὡς «φυσικὸν ἄνθος» νὰ ἀναπτυχθῇ σωστά, δηλαδὴ φυσικά, κάθε πτυχὴ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης καὶ ζωῆς. Ὁ ἐπανελληνισμὸς αὐτὸς στὸ κάθε τι, μοιραῖα θὰ φέρῃ, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο, τὴν «Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι» καὶ αὐτὴ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλὴ στὸν δρόμο τοῦ φυσικοῦ πεπρωμένου της, τὸ ὁποῖον εἶναι, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453, ἡ ἡγεσία τοῦ παγκοσμίου Πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ μὲ σκοπὸ τὸν «ἐξανθρωπισμὸ τῆς οἰκουμένης». [17]
α) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Τέχνη
Γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσῃ ὁ Γιαννόπουλος τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ἑλληνικότητος στὶς τέχνες (Ζωγραφική, Γλυπτική, Ἀρχιτεκτονική, Μουσική κ.ἄ.), ἀπὸ τὶς ὁποῖες, κατ᾿ αὐτόν, λόγῳ τῆς ξενομανίας, συμπλέγματος κατωτερότητας ἔναντι τῆς Δύσεως, ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ κοινωνία εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, δὲν θέτει ὡς βάσι ὁποιαδήποτε τέχνη, ρυθμὸ ἢ τεχνοτροπία, ἀλλὰ αὐτήν ταύτην τὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Μὲ εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια ὁρίζει τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος, ὅπως αὐτὰ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Φῶς γύρω του. Τὶς θεμελιώδεις του αὐτὲς ἀρχὲς γιὰ τὶς τέχνες, ἀναπτύσσει κυρίως στὰ ἔργα του «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (1902), «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903) και «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904). Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:
i) Ἡ Ἑλληνικὴ Γραμμὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, ἁπαλότητα, καμπυλότητα, λυγεράδα, χάρι, ἀρμονία τοῦ συνόλου ἀλλὰ ποικιλία τῶν λεπτομερειῶν. [18]
ii) Το Ἑλληνικὸν Χρῶμα χαρακτηρίζεται από: ἀϋλότητα, ἐλαφρότητα, μὲ βασικὰ χρώματα τὸ κυανὸ καὶ τὸ χρυσό, ἀλλὰ καὶ ποικιλία στὶς λεπτομέρειες καὶ διαρκεῖς παραλλαγὲς καὶ παιχνίδισμα σὲ ὁλόκληρο φᾶσμα λεπτοτάτων ἀποχρώσεων. [19]
«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος», σημειώνει μὲ ἐκστατικὸ οἶστρο ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὰ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικής Φύσεως πρέπει νὰ καθορίζουν κάθε ἔκφανσι τῆς Ἑλληνικῆς Τέχνης, ὅπως καθορίζουν καὶ τὴν ψυχή, τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα: «σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο [...] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων [...] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».
β) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Φυλή
Γιὰ τὸν Γιαννόπουλο, ἡ Ἑλληνικὴ Φυλή, γέννημα τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, εἶναι, ὡς «φυσικὸν ἄνθος» αὐτῆς ἡ εὐγενεστέρα τοῦ κόσμου. Γράφει στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907):
«Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. [...] Εἶναι τὸ φυσικώτερον τῶν πραγμάτων: Ἡ Ὡραιοτέρα Γῆ νὰ ἀποδίδει τὸ Ὡραιότερον Ἄνθος.»
Τονίζει ὅμως:
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Καὶ δὲν παύει νὰ προτρέπῃ, μὲ ὑπέρτατη φυσιολατρεία:
«Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
«Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
γ) Ξενομανία - Ἑλλὰς καὶ Δύσις
Ἡ ξενομανία εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο το χειρότερο κακό τῆς ἐποχῆς του, αὐτὸ ποὺ πρὸ πάντων πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ:
«Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα. Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος. Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.» («Ἡ ξενομανία», 1903)
Καὶ μάλιστα ἡ δουλοπρέπεια πρὸς τὴν Δύσι, ὁ «φραγκοραγιαδισμός» [20]. Ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν Δύσι εἶναι σφοδρή. Ἀναφέρεται στὴν Δύσι γενικῶς μὲ τὸν ὅρο «Φράγκοι», καὶ χαρακτηρίζει τοὺς δυτικοὺς «ἀγριογουρουνικοὺς λαούς», «θηριόφραγκους», «γουρουνόφραγκους», «φραγκοχοίρους», «σκυλόφραγκους», «φραγκοπιθήκους», «φραγκοκανιβάλους» κ.ἄ., κτήνη ποὺ ἐπιφανειακῶς μόνον ἐξανθρωπίσθησαν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο [21]. (Ἀντιδυτικός, καίτοι πρῶτα ἀρχαιολάτρης καὶ μετὰ ὀρθόδοξος, καίτοι, σὲ ἐποχὴ κορυφώσεως τοῦ Πανσλαβισμοῦ καὶ τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου, ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν σλαβικὴ ἀνατολὴ εἶναι αὐτονοήτως ἐπίσης σφοδρή.) Ἡ ἀντίθεσις ὅμως αὐτὴ πρὸς τὴν Δύσι δὲν εἶναι συναισθηματικὴ ἢ πολιτική. Προκύπτει κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ βαθυτάτη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς βορειοευρωπαϊκῆς φύσεως (βλ. π.χ. «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904) καὶ τὸ συμπέρασμα τῆς ἀσυμβατότητός των [22]. Σημειώνει («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο:
«Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ. [...] Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] ΕΛΛΗΝΑΔΕΣ Μπακαλευόμενοι παντοῦ τῆς Γῆς, ἂν δὲν ξαναβρεθεῖτε γρήγορα σὲ ἀνάλογον ὑψηλὴ μὲ τὴ Βυζαντινὴ Θέσι: ΕΙΣΘΕ ΧΑΜΕΝΟΙ. Δὲν εἶνε στὸ χέρι Σας νὰ ἐκλέξετε τίποτα. Ἢ θὰ εἶσθε εἰς τὴν πρώτην Γραμμὴ τοῦ Πολιτισμοῦ, μεταξὺ τῶν Πρώτων Πρωταγωνιστῶν ἢ στὸν ΠΑΤΟ τῆς Οἰκουμένης.»
δ) Ἑλληνικὴ Ἱστορία καὶ Πολιτισμός
Συνοπτικὴ κριτικὴ ἐπισκόπησις ὁλοκλήρου τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἶναι ἡ «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907. Οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου εἶναι οἱ ἐξῆς:
i) Ὁ Ἕλλην εἶναι αὐτόχθον, εὐγενὲς καὶ θεῖον γέννημα τῆς θείας Ἑλληνικῆς Φύσεως. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱστορία ἀνάγεται ὄχι μόνον στὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας («Ἡ Μυθολογία τῆς Φυλῆς: Κοντινωτάτη Πραγματικὴ Ἱστορία»), ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τούτην τὴν «Ἑλληνικὴ Χλωρίδα», τῆς ὁποίας φυσικὸν ἄνθος, ἐμπεριέχον ὅλην τὴν εὐγένεια καὶ τὸ κάλλος τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς, εἶναι ὁ Ἕλλην. [23]
ii) Ὁ Ὅμηρος ζωγραφίζει τοὺς δύο διαχρονικούς ἑλληνικοὺς τύπους: Τὸν Ἀχιλλέα-Κλέφτη καὶ τὸν Ὀδυσσέα-Ἔμπορο-Ἄποικο.
iii) Ὁ Χρυσοῦς Αἰὼν τῶν Ἀθηνῶν καθορίζει τὸν τέλειον «Τύπον τοῦ Ἀνθρώπου», τὴν «Ὑπερτάτην Θρησκείαν τῆς Οἰκουμένης: Τὸ Ὡραῖον, Ἀληθές, Ἀγαθόν», καὶ θέτει τὰ θεμέλια ὅλων τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν. Μὲ τὸ τέλος τῶν κλασσικῶν χρόνων τελειώνει καὶ ἡ «ἐφηβικὴ» ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων.
iv) Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ἡ Βυζαντινὴ ἐν συνεχείᾳ, ὄχι μόνον δὲν εἶναι κατώτερες ἀπὸ τὴν κλασσική, ἀλλὰ συνιστοῦν τὴν «ἀνδρικὴ» πλέον ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ὁ Ἑλληνισμὸς ἀγωνίζεται νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν ὕψιστο προορισμό του: τὸν «Ἐξανθρωπισμό τῆς Οἰκουμένης». Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, «Ὁ Ἀλέξανδρος ἀρχίζει τὴν πραγματικὴ Ἑλληνικὴ Ἱστορία». [24]
v) Τὸ ἑλληνικὸν Βυζάντιον, ὑψίστη δόξα τῶν Ἑλλήνων, ἐξελληνίζει τὴν νέα θρησκεία, κυριαρχεῖ στὸν κόσμο καὶ ἐξανθρωπίζει, ἔστω καὶ μερικῶς, τὴν οἰκουμένη. (Βλ. καὶ κατωτέρῳ, (ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία).
vi) Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνεται ὁ πολιτικὸς πυλώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπομένει μόνον ὁ θρησκευτικός, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας, ἐπικρατεῖ τὸ ξένον καὶ δουλικὸν στοιχεῖον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ «καλογερισμός». Αὐτὴ εἶναι βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν καθυστέρησι τῆς ἀπελευθερώσεως ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἐν μέρει γιὰ τὴν σημερινὴ κακοδαιμονία. (Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχεται ὁ Γιαννόπουλος, ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε «ἄγκυρα σωτηρίας» τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δουλείας.) (Βλ. καὶ κατωτέρῳ, (ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία).
vii) Ἡ Τουρκοκρατία δημιουργεῖ τοὺς τρεῖς βασικούς τύπους τῆς ἑλληνικῆς παρακμῆς: Τὸν Καλόγερο, Τὸν Δάσκαλο, τὸν Ἔμπορο. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι προστίθεται καὶ ὁ Ἑλλαδικὸς Πρόξενος. Χαρακτηριστικὸ ὅλων ὁ ραγιαδισμός, καὶ μάλιστα πρὸς τὴν Δύσι.
Ἡ κακοδαιμονία τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς πραγματικότητος ἀναλύεται ἐκτενέστερα ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο στὸ «Νέον Πνεῦμα» (1906). Στὴν «Ἔκκλησιν πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907), ὁ Γιαννόπουλος συνεχίζει θέτοντας συμπερασματικὰ τὸ «Ἑλληνικὸν Πρόβλημα», ἀπευθύνοντας «ἱκετἠριον ἔκκλησιν» στοὺς Ἕλληνες καὶ μάλιστα στοὺς νέους, καὶ σκιαγραφώντας τὴν ὑπὸ ἔκδοσιν ἐργασία του γιὰ τὴν «Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν». (Δυστυχῶς, τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐκάη ἀπὸ τὸν ἴδιον πρὸ τῆς αὐτοκτονίας του.) Γιὰ τὸν Γιαννόπουλο, ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Φυλῆς εἶναι, πρῶτον, ἡ Πνευματική, Πολιτιστικὴ Ἐπανάστασις καί, δεύτερον, μὲ ἀναγκαία προϋπόθεσι τὴν πρώτη, ἡ Πολιτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ἐπανάστασις.
«Τὸ Ἑλληνικὸν Πρόβλημα εἶναι:
»1. Ἔχει ἡ Ἑλλ. Φυλὴ μέσα τας τὴν Ζωϊκὴν Δύναμιν νὰ ξανανθίσῃ Ψυχικῶς καὶ Πνευματικῶς, νὰ δημιουργήσῃ Νέον Πολιτισμόν, ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΝΕΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ, ἄξιον τῶν ἀπὸ Καταβολῆς Κόσμου μέχρι Πτώσεως αἰώνων τῆς Ἱστορίας της; Δηλαδὴ νὰ συνεχίσῃ καὶ ἐκτελέσῃ τὸν Προορισμὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἡ Γῆ της τὴν ἐδημιούργησε;»
»2. Ἔχει ἡ Ἑλληνικὴ Φυλὴ τὴν Ζωϊκὴν Δύναμιν μέσα της, ΜΟΝΗ ΤΗΣ, νὰ σηκωθῇ Ὁλόρθη καὶ ΟΛΟΚΛΗΡΗ καὶ νὰ ἀνοίξῃ Συνολικὰ καὶ Πανελλήνια ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ ποὺ ἔχει ἐμπρός της, νὰ ἀντικρύσῃ Πανελληνίως τὸν ΘΑΝΑΤΟΝ διὰ νὰ ἀποκατασταθῇ εἰς ἕνα ΟΛΟΝ;»
ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία
Ἡ ἑνότης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μυθολογίας μέχρι τὴν σύγχρονη ἐποχή, μὲ ἀρχὴ καὶ Μητέρα τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ, ὑφίσταται κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁμοίως καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία, παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς μεταβολές. Οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου, ὅπως τὶς ἀναπτύσσει στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) εἶναι οἱ ἐξῆς:
i) Ἀρχὴ καὶ βαθύτερη οὐσία πάντων (μόνη οὐσιαστικῶς θρησκεία τοῦ Γιαννόπουλου) εἶναι ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ. [23]
ii) Παιδιὰ τῆς Γῆς εἶναι οἱ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ θεοί: «Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.»
iii) Ὁ Χρυσοῦς Αἰὼν τῶν Ἀθηνῶν δημιουργεῖ τὴν «Ὑπερτάτην Θρησκείαν τῆς Οἰκουμένης: Τὸ Ὡραῖον, Ἀληθές, Ἀγαθόν». Πνευματικὴ θρησκεία, ἐλεύθερη, ἑλληνική, ἀντίθετη κάθε ἄλλης ξένης θρησκείας, θεουργικῆς καὶ δογματικῆς. [25]
iv) Ὁ χριστιανισμός, ἀρχικῶς ξένη θρησκεία καὶ ἀσύμβατη μὲ τὸν ἑλληνισμό, υἱοθετεῖται σκοπίμως γιὰ πολιτικοὺς λόγους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (τὴν δημιουργία αὐτοκρατορίας, τὴν κυριαρχία ἐπὶ τῶν ξένων, ὑπανάπτυκτων πνευματικῶς λαῶν καὶ τὸν ἐξανθρωπισμό τους), ἀφοῦ ὅμως, μετὰ ἀπὸ σκληροὺς ἀγῶνες, ἐξελληνίζεται καὶ δημιουργεῖται νέα, ἑλληνικὴ θρησκεία, ἡ ὁρθοδοξία. [26]
v) Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνεται ὁ πολιτικὸς πυλώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπομένει μόνον ὁ θρησκευτικός, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας, ἐπικρατεῖ τὸ ξένον καὶ δουλικὸν στοιχεῖον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ «καλογερισμός». Αὐτὴ εἶναι βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν καθυστέρησι τῆς ἀπελευθερώσεως ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἐν μέρει γιὰ τὴν σημερινὴ κακοδαιμονία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχεται ὁ Γιαννόπουλος, ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε «ἄγκυρα σωτηρίας» τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δουλείας. [27]
vi) Ἀνάγκη εἶναι λοιπὸν ὁ συνειδητὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ὁ Ἕλλην μάλιστα, εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν Φράγκο, δὲν χρειάζεται νὰ στραφῇ ἐνάντια στὴν ἐκκλησία του· ἀρκεῖ νὰ ἀποδιώξῃ τὶς στρεβλώσεις καὶ νὰ ἀναδείξῃ τὴν γνήσια ἑλληνικὴ παράδοσί της. Ὁ Ἕλλην παπᾶς εἶναι γνήσιος Ἕλλην. Ἡ ἀνάδειξις δὲ τῆς ἑλληνικότητος καὶ στὴν θρησκεία, ὡς στοιχεῖον διακρίσεως τῶν Ἑλλήνων ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν, εἶναι ἀναγκαία καὶ λόγῳ τῆς ἀπειλῆς (1907) απὸ τοὺς -χριστιανορθοδόξους- Σλάβους. [28]
Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:
«Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.»
ς) Ἑλληνικὴ Γλῶσσα
Ὁ Γιαννόπουλος κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό:
«Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἴδιος γράφει σὲ «Γλῶσσαν ἀχαλινώτως ἐλευθεριάζουσαν γραμματικῶς», δηώνοντας ὅτι «ἡ Ἐργασία αὐτὴ θέλει νὰ γίνῃ πρῶτον ἡ Συντριπτικὴ Μηχανὴ τῶν ἠλιθίων καλουπιῶν καὶ τῶν Ἀρχαιοβλακογραμματικῶν καὶ τῶν Νεοβλακογραμματικῶν, θέλει νὰ παρουσιάσῃ τέλος πάντων ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον γλωσσικὸν ὑλικόν, διότι νομίζει ὅτι ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα καὶ ἡ Γλῶσσα πρέπει νὰ γίνῃ τρίμματα καὶ Πρώτη Ὕλη πρῶτα, διὰ νὰ ἀναπλασθῇ ἔπειτα Νέα Μορφὴ ΑΛΗΘΙΝΗ ἀποτελουμένη ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν αὐτὴν καὶ ἐμᾶς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
ζ) Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ Κοινωνία
Ἐὰν στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) ὁ Γιαννόπουλος ἐξετάζει κριτικῶς ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία, τὴν κακοδαιμονία τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς πραγματικότητος ἀνατἐμνει καὶ καυτηριάζει, ἐπαγγέλλεται δὲ τὸ ὁλοκληρωτικό της ξερίζωμα, στὸ «Νέον Πνεῦμα» (1906). Βασικὲς αἰτίες καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς οἰκτρῆς καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος τῆς ἐποχῆς, εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:
i) Ἡ «ἄγνοια τῆς φυσιολογίας τοῦ Ἕλληνος καὶ τῆς Φυλῆς». Συνεπείᾳ τούτης ἡ «Ἀκαταληψία τοῦ Παρόντος».
ii) Ἡ «ἐξωφρενική, ἡ μονομανὴς φιλοδοξία καὶ φιλαρχία τῶν Κλεφτῶν. Κλεφτῶν-Ἡρώων διὰ τὸν πόλεμον, Κλεφτῶν-Κουτσούρων διὰ τὴν δημιουργίαν Ἑλλάδος.» Συνέπειες τούτου: Παραμερισμὸς τῶν Φαναριωτῶν, τῆς φυσικῆς ἀριστοκρατίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ἔτσι μὴ πλαισίωσι μὲ αὐτὴν τοῦ βασιλέως καὶ μὴ καλλιέργεια ἑλληνικῆς βασιλείας· παραμερισμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου, τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ· κυριαρχία ἰδιοτελῶν «μπακαλικῶν» συμφερόντων· ἐγκατάλειψις τοῦ ὑποδούλου Ἑλληνισμοῦ καὶ ραγιαδισμός στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικῶς:
«Ἡ ἱστορία τοῦ Αἰῶνος αὐτοῦ ἐγράφη ὑπὸ τὴν Χαντζάραν τῶν Κλεφτῶν καὶ ὑπὸ τὸ τακοῦνι τῶν Βουλευτῶν. Καὶ μὲ ΨΕΥΔΗ δὲν δημιουργοῦνται ΕΘΝΗ.» [...] «Βουλή: Τσουλικὸ Λιμέρι πρὸς διαρπαγὴν Γῆς, Ζωῆς, Τιμῆς καὶ Περιουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.» [...] «Κάτω ἡ Ἑλλὰς τῶν: ΨΗΦΩΝ, τῶν ΜΙΣΘΩΝ, τῶν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ καὶ τῶν ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.»
iii) Θάνατος τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἕνα Ἵδρυμα ποὺ νὰ προάγῃ τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα καὶ Πολιτισμόν. «Πεθαίνετε, διότι ἐσκοτώσατε τό: ΠΝΕΥΜΑ. Ἐνόσω δὲν Ἀναστηθῇ καὶ Ἀναστηλωθῇ τὸ ΠΝΕΥΜΑ, ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ ἡ ὑπάρχουσα: ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΛΛΑΣ.» «ὁ ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ καταντήσας: ΣΑΠΙΟΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙ γεμάτον ξυνόνερα.»
iv) Καταδίκη τῆς Ἑλληνικῆς Νεότητος. «Ἐσκοτώσατε τὴν Ἑλληνικὴν ΝΕΟΤΗΤΑ. Καὶ Ἔθνος χωρὶς ΝΕΟΛΑΙΑΝ εἶναι Ἄνοιξις χωρὶς ΑΝΘΗ.»
Ἔχοντας λοιπὸν ἀνατάμει καὶ κατακεραυνώσει τὴν σύγχρονη Ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ὁ Γιαννόπουλος φωνάζει τὸ πύρινο ἄγγελμα τοῦ ξεριζώματος τοῦ Παλιοῦ καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ Νέου.
«Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.»
Καλεῖ σὲ «Βαθυτάτη Πνευματικὴν καὶ Ἠθικὴν Ἐπανάστασιν, ἤτοι: Ἐπανάστασις Ἀτομική, Κοινωνική, Πολιτική, Ἰδεολογική, Φιλολογική, Καλλιτεχνική. Ἐπανάστασις Καταργοῦσα -Ὁριστικῶς, ΑΠΑΞΑΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΞΙΑΣ, δημιουργοῦσα: ΝΕΑΣ ΑΞΙΑΣ.»
Καὶ καταλήγει μὲ τὸν κεραυνό: «Ἢ ΕΛΛΑΣ Ἢ ΤΕΦΡΑ» [29]
Στὴν δὲ «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) δείχνει ἐπίσης τὸν δρόμο τῆς ἐθνικῆς ἀρετῆς μὲ λόγο κεραυνώδη:
«ΕΛΛ. Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«ΕΛΛ. Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»
«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ. Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ. Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ. Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί. Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ. Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ [2] καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ [3], «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» [4], «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» [5], «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» [6], «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» [7], «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» [7], «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» [7], ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» [8]. Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος [9], σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό [2], οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα [2], ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί [7], «ξανθός ἱππότης» [10], μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί [7], ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του [2].
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)
Κατὰ τὸν Κ.Θ. Δημαρά [30], ὁ Γιαννόπουλος ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωσι τῆς ἑλληνικής ἰδεολογίας τῆς περιόδου 1881-1913, ἡ ὁποία ἰδεολογία μάλιστα φθάνει στὴν κορύφωσί της μὲ τὸν ἴδιον, τὸν Μανουήλ Χαιρέτη καὶ τὸν Ἴωνα Δραγούμη. Τὸ ἑλληνοκεντρικὸ πνευματικὸ αὐτὸ ρεῦμα (Σάθας, Ψυχάρης, Ἐφταλιώτης, Ξενόπουλος, Χαιρέτης, Γιαννόπουλος κ.ἄ.), σημειώνει ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς, ἀξιοποιεῖ τὴν κληρονομιὰ τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ὅπου μὲ τοὺς Σπ. Ζαμπέλιο, Κ. Παπαρρηγόπουλο κ.ἄ. ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους) καὶ προσθέτει ἐπιπλέον δύο σημαντικὲς ἀνελίξεις: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς (ἀρχαιότητα καὶ Βυζάντιο, λαϊκὴ παράδοσις, δημοτικὴ γλῶσσα) σὲ ἕνα ἐνιαῖο καὶ ὀργανωμένο σύνολο, καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν θεωρία στὴν πράξι, μετάβαση ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα καὶ τοὺς νικηφόρους Βαλκανικοὺς Πολέμους.
Τὸ κίνημα τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ, ὅμως, τὸ αἴτημα τῆς ἐπανελληνίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (ὁπότε μάλιστα, μὲ τὴν ἐνσωμάτωσι τῶν προσφύγων στὸν ἐθνικὸ κορμό, ἡ ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐγνώρισε καὶ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀνατολῆς) δὲν ἔπαυσε νὰ ἀποδίδῃ καρπούς, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου [31]: πολιτικὴ καὶ κοινωνία (Ἴων Δραγούμης, Ἐθνικὴ Ἐταιρεία καὶ Μακεδονικὸς Ἀγῶν, Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος (1909), Βαλκανικοὶ Πόλεμοι 1912-13 [30], Ἰωάννης Συκουτρῆς καὶ πολιτιστικὴ ἰδεολογία τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ περὶ «Τρίτου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ», σήμερα Χρίστος Γούδης καὶ Ἰνστιτοῦτο «Ἴων Δραγούμης»), λογοτεχνία (Γενιὰ τοῦ ᾿30) [32], ἀρχιτεκτονική (Δ. Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης), ζωγραφική καὶ γλυπτικὴ (Θεόφιλος, Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Σπύρος Παπαλουκᾶς, Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Ἀντώνης Σῶχος [33]), μουσικὴ καὶ λαϊκὴ παράδοσις (Σίμων Καρρᾶς, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, Δώρα Στράτου, Χριστόδουλος Χάλαρης), κινηματογράφος (Κώστας Φέρρης, Λάκης Παπαστάθης), θρησκεία καὶ φιλοσοφία (περὶ τὸ τέλος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο», ἀφ᾿ ἑνός, καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο, ἀφ᾿ ἑτέρου, πνευματικὸ ρεῦμα) [34].
Ἐὰν ὅμως τὸ ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα ἔδωσε καρποὺς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τῆς πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς παραγωγῆς, ἡ μεγάλη σύνθεσις, τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Γιαννόπουλο, ὁ συνολικὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ ἀναγέννησις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου, ὑγιοῦς καὶ λαμπροῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι μὲ στείρα προγονολατρεία ἀλλὰ μὲ δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως, παραμένει ζητούμενον. Στὴν κατεύθυνσι αὐτὴ δὲν λείπουν μέχρι σήμερα (2009) οἱ νέες, πρωτότυπες προτάσεις [35]. Ἡ ἀναζήτησις συνεχίζεται.
Βιβλία:
- «Νέον Πνεῦμα» (Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1906, σελίδαι 48)
- «Ἔκκλησις πρὸς τὸ πανελλήνιον κοινόν» (Ἔκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1907, σελίδαι 75)
- «Ποῖος εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ζώντων ποιητῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἀπόκρισις σὲ ἔρευνα, ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 31-12-1898)
- «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴν τῶν Ἀθηνῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-3-1899)
- «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἐσωτερικὴν διακόσμησιν τῶν οἰκιῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 23-3-1899)
- «Ἡ Δόξα τοῦ Γύζη» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 31-3-1899)
- «Ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴν ἔκθεσιν: Διδάγματα» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 21, 4-4-1899)
- «Ἀπὸ τοὺς ναούς (Διὰ τοὺς Ἐπιτρόπους)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-4-1899)
- «Τὰ στρατιωτικὰ ἄσματα καὶ οἱ ποιηταί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 25-5-1899)
- «Οἱ παλαιοί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 26-5-1899)
- «Κηδεία μικροῦ παιδιοῦ» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 31, 13-6-1899)
- «Ἐθνικοὶ εὐεργέται» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 18-7-1899)
- «Ἀναμνήσεις ἐκ Βοιωτίας: - Κακοσάλεσι - Σχολεῖον χωρίου» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 38, 1-8-1899)
- «Ὁ Βασιλεύς (Ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-8-1899)
- «Φιλολογία καὶ Πατριωτισμός» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 13, 15, 16-8-1899)
- «Ποιηταὶ καὶ Πατρίς (Πρὸς τὸν κ. Παλαμᾶν καὶ τὴν Σχολήν του» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 15-8-1899)
- «Ὁ Παπακοιλᾶς» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 41, 22-8-1899)
- «Λυκαβηττὸς ἢ Λουλουδάκης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 54, 21-11-1899)
- «Τιγρὰν Ὑεργὰτ» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 24-11-1899)
- «Ὁ Διάδοχος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 4-12-1899)
- «Ὑπάρχει πλατωνικὸς ἔρως. Ὁ σημερινὸς ἔρως τῶν πολιτισμένων τάξεων. Ἀθηναϊκὸς ἔρως.» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 9-12-1899)
- «Τὸ ἐρωτικὸν αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 10-12-1899)
- «Ἑλληνικὰ παράδοξα: - Ἡ ἄγνωστος χώρα» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 10-12-1899)
- «Ὁ Γύζης ἀπέθανε» (ἀνεξακρίβωτον, 1901· ξανατ. ὡς ἀνέκδοτο στὴν ἐφ. «Ἑστία», 22-3-1928)
- «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 7, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 28, 29, 30, 31-12-1902, 5-1-1903)
- «Πρωτοχρονιάτικη εὐχὴ γιὰ τὸ 1903» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 1-1-1903)
- «Μία περίεργος κριτική! (Χωρὶς σύνορα καὶ χωρὶς συνέχεια)» (περ. «Κριτική», 1, 15-1-1903, 1, 15-2-1903, 1-3-1903, σελ. 25-27, 53-57, 84-85, 121-125, 157-159)
- «Τὸ καθῆκον μας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 4, 12-1-1903)
- «Ἡ ξενομανία» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)
- «Ὄχι ξένα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 9, 30-1-1903)
- Ἐπιστολή: Διὰ τὸν κ. Τσαρούχην («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 18, 2-3-1903)
- «Χαιρετισμός» [στὸν Κωστῆ Παλαμᾶ] («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 19, 6-3-1903)
- «Τὰ πανταλόνια τῆς φιλολογίας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 24, 23-3-1903)
- «Ὁ χαλασμένος καθρέπτης» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 27, 3-4-1903)
- Ἐπιστολή: Πρὸς τὸν κ. Αντίλαλον («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 31, 20-4-1903)
- «Βυζαντινὴ μὲν ρινοκλασία δέ» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 32, 24-4-1903)
- «Τὰ ἀρχαῖα δράματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 33, 27-4-1903)
- «Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 35, 4-5-1903)
- «Ὄχι Ἀττικὸς ἀήρ, ἀλλὰ ἀττικὸν χῶμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-1-1903)
- «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Ἀνατολὴ», Φεβ. 1903, σελ. 390)
- «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας: Ζωγράφους, γλύπτας, ἀρχιτέκτονας καὶ μουσικούς» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Α', ἀρ. 12, Φεβ. 1903, σελ. 392-396)
- «Τὰ δύο ἰδανικά: Δύο μηδενικά» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19-2-1903)
- «Πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἀναγέννησιν: Τὸ πρῶτον βῆμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 11, 13-3-1903)
- «Διὰ τὸ Βασιλικὸν Θέατρον καὶ διὰ τὴν δραματικὴν σχολὴν τοῦ Ὠδείου»(ἀπόκριση σὲ ἔρευνα) (περ. «Κριτική», 15-3-1903, σελ. 170-174)
- «Τί νὰ κάμωμεν;» (περ. «Πρωτεύουσα», ἔτος Α', ἀρ. 19, 19-3-1903)
- «Ἡ Ἑλληνικὴ ὡραιότης» (ἐφ. «Ἑστία», 26-3-1903)
- «Περίπατοι (Ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 14-4-1903)
- «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Α'. Ὁ δυνατὸς πόθος» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-4-1903)
- «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Β'. Ἡ ἀοριστία τοῦ πόθου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19-4-1903)
- «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Γ'. Ἡ συνδρομὴ τοῦ τύπου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 22-4-1903)
- «Τηλεφωνήματα (Προσεχὴς ἔκθεσις τοῦ Παρνασσοῦ)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 21-4-1903)
- «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422)
- «Tigrane Yergate» (Ὡς Jean Méandre· περ. «La Revue, ancienne Revue des Revues», Παρίσι 15-6-1903, σελ. 704-706· ξανατ. στὸ τεῦχος τῆς σειρᾶς «Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Παλαμᾶ»: - Tigrane Yergate. Préface de Jean Méandre· Athènes. Imprimerie «Hestia», 1932)
- «Ἡ νέα μας Ἑλληνοποῦλα» (ἐπιστολὴ γιὰ τὴν «Τρισεύγενη» τοῦ Παλαμᾶ) (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-9-1903)
- «Ἕνα ἑλληνοειδὲς θέατρον» (ἐφ. «Ἑστία», 3-7-1904)
- «Τὸ γυναικεῖον καπέλλο» (ἐφ. «Ἑστία», 4-7-1904)
- «Δωρεὰ εἰκόνων» (ἐφ. «Ἑστία», 7-7-1904)
- «Ὁ διάδοχος τοῦ Λύτρα» (ἐφ. «Ἑστία», 10-7-1904)
- «Τὸ γυμνόν: Ὁ διωγμὸς τῶν λουομένων» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-7-1904)
- «Ἐξετάσεις Πολυτεχνείου» (ἐφ. «Ἑστία», 18-7-1904)
- «Καὶ περὶ ἑλληνικῆς μουσικῆς τίποτε;» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-7-1904)
- «Ἑλληνικὴν μουσικὴν ἐμπρός!» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 25, 27, 28-7-1904· καὶ ἐπιστολὴ διορθωτικὴ 29-7-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ παλαιὰ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 30, 31-7-1904, 1-8-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ βασιλικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6-8-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ νέα σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15-8-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ ἀρχαιολογικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 25 (τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὡς Θ. Θάνατος), 26-8-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ ἑλληνικὸν θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 28, 29, 30, 31-8-1904)
- «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ νέον θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 1-9-1904)
- «Τὸ ἑλληνικὸν χρῶμα» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11-9-1904)
- «Οἱ ἀποτρόπαιοι θεοί» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 13-9-1904)
- «Προσέξατε» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16-9-1904)
- «Paul Mathio né poulo» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19, 20, 21, 23, 24, 26-9-1904 (τὸ τελευταῖο ἄρθρο ὡς Θ. Θάνατος))
- «Ἀπὸ τὰ νέα ἐρείπια πρὸς τὴν ἀναγέννησιν: Σαλπίσματα» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 29, 30-9-1904, 1, 4, 5, 9, 11, 13, 15-10-1904)
- «Διαβάζουμε ἢ δὲ διαβάζουμε;» (ἀπόκριση σὲ ἔρευνα γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ βιβλίου στὴν Ἑλλάδα, περ. «Παναθήναια», τόμ. 12, 15-31 Ἰουλ. 1906, σελ. 181· ἀναδημοσίευσις «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 208, 6-9-1906)
- «Ὁ Καλλιτέχνης» (ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀνέκδοτη μελέτη) (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 20, 30-4-1910, σελ. 35-37)
- «Τηλεφωνήματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 600, 1-10-1916· ἐγράφη τὸ 1903)
- «Κλεοπάτρα» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-5-1894)
- «Πόνος» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3-8-1894)
- «Απ᾿ τὴ χαραμάδα» (γιὰ τὸ ψυχομάχημα τοῦ Ἀχ. Παράσχου) (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-1-1895)
- «Τὸ φιλὶ τοῦ σατύρου» (Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ρώπς) (Ὡς Λωτός· «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59)
- «Ἡ ὀπτασία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου» (Εἰκὼν τοῦ Ρώπς) (Ὡς Ὀνούφριος· ἐφ. «Ἑστία», 20-12-1898)
- «Μεσαιωνικὴ Παναγία» (Ὡς Ξηροτάγαρος· ἐφ. «Ἑστία», 26-12-1898)
- «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ γρηοῦλα» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899)
- «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ Παναγία μου - Ἡλίων χαρίσματα - Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)
- «Ἡ χάρες τοῦ φεγγαριοῦ»(ποίημα εἰς πεζὸν τοῦ Βοδελαίρ) (Ὡς Λωτός· «Μικρὸν Ἄστυ» (ἑβδομαδιαῖον παράρτημα τῆς ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»), 21-11-1899)
- «Μάιος» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 41)
- «Αἱ νύμφαι τοῦ Αἰγαίου» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 58-59)
- «Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 15-6-1901, σελ. 181)
- «Ὁ τραγουδιστής» (Ὡς Ι. Ἄνεμος· «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)
- «Αἰγαίου Ἑσπερινός» (ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα»· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)
- «Λόγια τοῦ ἀέρος... τοῦ Ἀττικοῦ ἀέρος λόγια...» (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297)
- «Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Παύλου Τούμαν» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἀνεξακρίβωτον)
- «Δεύτερη ζωή» (ἀνεξακρίβωτον)
- «Τὸ ἄλαλο ἀηδόνι» (ἀνεξακρίβωτον)
- «Πρωτομαγιά» (ἀνεξακρίβωτον)
- Ἐπιστολὴ στὸν Δ. Καμπούρογλου, σταλμένη τὴν παραμονὴ τῆς αὐτοκτονίας του (ἐφ. «Ἐμπρός», 13-4-1910)
- Ἐπιστολὴ στὸν Εὐγενία Ζωγράφου (χρονολ. Αὔγ. 1907, ὅπου τῆς ζητοῦσε συνεργασία γιὰ τὸ περιοδικό της· περ. «Ἑλληνικὴ Ἐπιθεώρησις», ἔτος Γ', 1-7-1910, σελ. 1046-1047· ξανατ. στὴν ἐφ. «Ἡ Καθημερινή», 27-6-1938)
- Ἐπιστολαὶ στὴν «Νέα Ζωή» (περ. «Νέα Ζωή» Ἀλεξανδρείας, ἔτος 6, 1909-10, σελ. 342-344)
- Ἐπιστολαὶ στὸν Δ. Ταγκόπουλο (περ. «Ἑλληνικὰ Γράμματα», τόμ. Δ', 1-2-1929, σελ. 180-181)
- Ἐπιστολαὶ στὴν Σοφία Λασκαρίδου (περ. «Νέα Ἑστία», τόμ. 26, 1 καὶ 15-7-1939, σελ. 878-881, 970-977)
- Ἐπιστολαὶ στὸν Ἴωνα Δραγούμη, 1907-1910 («Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5)
- Charles Dickens, «Ὁ θάνατος τοῦ μεθύσου» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 5-14)
- Edgar Poe, «Τὸ κοράκι» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 116-119)
- «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau) (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 404-405)
- Πιὲρ Λοτί, «Στὸν τάφο τῶν Σαμουράις» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 8, 1894, σελ. 812-816)
- Jules Tellier, «Νυκτωδία» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», 28-12-1898)
- Jules Tellier, «Στὴ θάλασσα ἀνατολὴ σελήνης» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», πανηγυρικὸ τευχίδιο, Χριστούγεννα 1898-1899, σελ. 48)
- Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 1901, σελ. 140-144)
- «La ligne et la couleur grecques» (δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Ἑλληνικὴ Γραμμὴ» καὶ τὸ «Ἑλληνικὸν Χρῶμα») (Γαλ. μετάφρασις Jean Aravantino, στὸ τεῦχος «Permanence de la Grèce», ἔκδ. τοῦ περ. «Les Cahiers du Sud», Μασσαλία 1948, σελ. 161-163)
Πλήρης ἐργογραφία καὶ βιβλιογραφία γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο ἔως τὸν Ἰούνιο τοῦ 1960:
- Γ.Κ. Κατσίμπαλης, Βιβλιογραφία Π. Γιαννόπουλου, β' ἔκδ. Ἰούνιος 1960 (α' ἔκδ. «Τὰ Νέα Γράμματα», τ. 1-3, 1938· ἀναδημοσίευσις: περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 179-185)
- Περιοδικὸν «Τὰ Νέα Γράμματα», Ἰαν.-Μάρτ. 1938, χρόνος Δ' (Περιλαμβάνονται τὰ ἔργα τοῦ Γιαννόπουλου: «Τηλεφωνήματα», «Μία περίεργος κριτική», «Πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἀναγέννησιν», «Ἑλληνικὴν μουσικὴν ἐμπρός!», «Ἡ ξενομανία», «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», «Ὄχι Ἀττικὸς ἀήρ, ἀλλὰ ἀττικὸν χῶμα», «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας», «Ἡ Ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ Ἑλληνικὸν χρῶμα», «Τὸ Ἑλληνικὸν Θέατρον. Τὸ νέον θέατρον», «Καὶ περὶ ἑλληνικῆς μουσικῆς τίποτε;», καθὼς καὶ «κρίσεις καὶ πληροφορίες γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο».)
- Ἐθνικιστικὸς Σύνδεσμος, ἀρ. 10, «Τὸ Μέγα Μήνυμα, ὑπὸ Περικλέους Γιαννοπούλου: Α'. Τὸ Νέον Πνεῦμα· Β'. Ἔκκλησις πρὸς τὸ πανελλήνιον κοινόν», πρόλογος Βλ. Γαβριηλίδη καὶ Δημ. Βεζανῆ, 1951.
- Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἄπαντα (ἐπιμέλεια Δημήτρης Λαζογιῶργος - Ἑλληνικός), Νέα Θέσις, 1963· β' ἔκδ. 1993· ἔκδ. 1999, ISBN 960-7931-17-3, 978-960-7931-17-7
- Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἄπαντα, Ἐλεύθερη Σκέψις, β' ἐπανέκδοσις 1999 (α' ἔκδ. 1988), ISBN 960-7931-17-3
- Ἀπόστολος Σαχίνης, «Ἡ πεζογραφία τοῦ αἰσθητισμοῦ», Ἑστία, 1981, σελ. 219-245 (Περιλαμβάνονται ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πεζὰ ποιήματα τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου.)
- «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή», Ερμείας, 1990, ISBN 960-216-081-0, 978-960-216-081-7
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα», Λιβάνης, 1992, ISBN 960-400-358-5, 978-960-400-358-7
- Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ξενομανία - Τὸ ἑλληνικὸν χρῶμα - Πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἀναγέννησιν», Ροές, 1995, ISBN 960-283-039-5, 978-960-283-039-0
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Προς την Ελληνικήν Αναγέννησιν», περ. «Άρδην», τ. 14-15, Ἰούν. Σεπτ. 1998, ἀφιέρωμα «Αναζητώντας ταυτότητα».
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα», Πελεκάνος, 2005, ISBN 960-400-358-5, 978-960-400-358-7
- Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2009, ISBN 978-960-469-481-5
- Περιοδικὸν «Τὰ Νέα Γράμματα», Ἰαν.-Μάρτ. 1938, χρόνος Δ', σελίδαι 296
- Περιοδικὸν «Νεοελληνικὰ Γράμματα», τ. 77, 21-5-1938
- Περιοδικὸν «Ἑλληνικὴ Δημιουργία», τόμος 12, 1-10-1953
- Ἴων Δραγούμης, «Ὅσοι Ζωντανοί»· «Φύλλα Ἡμερολογίου», τόμος Δ', 1908-1912, Ἑρμῆς, 1988· «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906
- Ἄγγελος Σικελιανός, «Λυρικὸς Βίος», τόμος Α', Ἴκαρος, 1999· τόμος Β', Ἴκαρος, 2003· «Πεζός Λόγος» (1908-1928), τόμος Α', Ἴκαρος, 2001· «Γράμματα», ἐπιμ. Μπουρναζάκης, τόμος Α', Ἴκαρος, 2000
- Σοφία Λασκαρίδου, «Ἀπό τὸ ἡμερολόγιό μου - Συμπλήρωμα: Μιὰ ἀγάπη μεγάλη», 1960
- Χένρυ Μίλλερ, «Ὁ κολοσσὸς τοῦ Μαρουσιοῦ», μτφ. Ἀνδρέας Καραντώνης, Γαλαξίας, 1970
- Σπύρος Μελᾶς, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Δάσκαλος τοῦ Γένους», Ἀθήνα 1971
- Κ.Θ. Δημαρᾶς, κεφ. «Ἡ διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμος ΙΔ', Ἐκδοτικὴ Ἀθηνών, 1977, σελ. 398-409
- Σαρδελῆς Κ., «Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἴων Δραγούμης· Ἑλληνοκεντρισμὸς καὶ ἑλληνορθόδοξη παράδοση», Νέα Ἑστία, τόμος 129, ἔτ. ΞΕ', τ. 1534, 1-6-1991, σελ. 758-763
- Νικόλαος Καρρᾶς, «Μὲ ἰδεολογία Ἑλληνική: Νεοέλληνες πνευματικοὶ ἥρωες», Πελασγός, 1998
- Νικόλαος Μιχαλολιάκος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ Ἀπολλώνιος Λόγος», Χρυσὴ Αὐγή, ἐπανέκδοσις 2008
- Κωνσταντῖνος Τσάτσος, Ἀπ. Βακαλόπουλος, Περικλῆς Γιαννόπουλος κ.ἄ., «Ἡ ἑλληνικὴ παράδοση», Εὐθύνη, 2000, ISBN 960-8150-05-1, 978-960-8150-05-8
- Λεωνίδας Χρηστάκης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ τελευταῖος τῶν Ἀθηναίων», Σπηλιώτης, 2002
- Γιάννης Καιροφύλας, «Αὐτοὶ οἱ ὡραῖοι τρελοί», Φιλιππότης, 2002
- Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2
- Δημήτρης Βλάχος, «Ἡ νεοελληνικὴ ταυτότητα μεταξὺ αἰσθητικῆς καὶ ἰδεολογίας - Ἡ σχοινοβασία τοῦ ποιητῆ-δημιουργοῦ», περ. «Ίνδικτος», τ. 16, σελ. 131-169
- Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 137-178
- Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007, ISBN 978-960-6627-71-2
- Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007
- Μάνια Στάικου, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ προφήτης τοῦ ἑλληνισμοῦ», ἐφημ. «Ὁ Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ», ἔνθετο «Culture», 1-3-2008
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ὁ αὐτόχειρας τοῦ Σκαραμαγκᾶ - Μυθιστορηματικὴ βιογραφία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου καὶ τῆς Σοφίας Λασκαρίδου», Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, 2008, ISBN 978-960-8351-37-0
- Δημήτρης Σαββίδης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Στὴν πρωτοπορία τοῦ Ἐθνικισμοῦ», περ. «Patria», τ. 21, Ἰαν.-Φεβ. 2010
- Περικλῆς Γιαννόπουλος (1871-1910): Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
- Facebook Page: Περικλής Γιαννόπουλος
- Βιβλιοθήκη Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸ scribd
- Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα), Νεκτάριος Μαμαλοῦγκος
- Δημοσιεύσεις γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο στὸ ἱστολόγιον Κρατύλος
- Δημοσιεύσεις γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο στὸ ἱστολόγιον Ἀρετή καὶ Τόλμη
[1] Τὸ ἔτος γεννήσεως τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἶναι ἀνεξακρίβωτον. Σὲ διαφορετικὲς πηγὲς ἀναφέρονται τὰ ἔτη 1869, 1870, 1871, 1872. Στὰ μητρῶα τοῦ Δήμου Πατρέων, ὅμως, ἀναφέρεται ὡς γεννηθεὶς τὸ 1871. (Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007, ISBN 978-960-6627-71-2, σελ. 26-27.)
[2] Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 137-178.
[3] Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007.
[4] Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906 («Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες...»)· Βλάσης Γαβριηλίδης, «Μαστιγωτὴς καὶ προφήτης», ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 1-9-1906· Μάνια Στάικου, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ προφήτης τοῦ ἑλληνισμοῦ», ἐφημ. «Ὁ Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ», ἔνθετο «Culture», 1-3-2008.
[5] Βλάσσης Γαβριηλίδης, ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 12-4-1910.
[6] Γρηγόριος Ξενόπουλος.
[7] Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002.
[8] Ἐπαμεινώνδας Παντελεμίδης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ Ἕλλην», περ. «Τετρακτὺς ἀείγνητος».
[9] Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ἕνα σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906.
[10] Παύλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».
[11] Δημήτρης Λαζογιώργος-Ελληνικός, «Μανουὴλ Θ. Χαιρέτης: Ὁ ἄγνωστος προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», Πελασγός, 1998, σελ. 59-67
[12] «Σ᾿ αὐτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω», γράφει γιὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁ ἀδελφικός του φίλος Ἴων Δραγούμης. Κατὰ τὸν Π. Ταγκόπουλο, «ὁ Ἴων ὁλόκληρος θαρρεῖς κι ἔχει ἀναπηδήσει ἀπὸ τὰ κηρύγματα τοῦ Γιαννόπουλου, σὰ νά ᾿ναι τὸ δεύτερο ἐγώ του, πιὸ φίνο καὶ λαμπικαρισμένο». (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Στέφανος Μπεκατῶρος, «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5, σελ. 209.)
[13] Κατὰ τὸν Α. Καραντώνη, «Ὁ Ἴων Δραγούμης καὶ ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, μορφοποίησαν τὴ συνείδηση τοῦ ἑλλαδισμοῦ τους μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ προφητικό θάμπος ποὺ σκορποῦσε ὁ Γιαννόπουλος ζῶντας καὶ δημιουργῶντας.» (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 209) Ὁ Σικελιανὸς μελετᾷ τὸν Γιαννόπουλο καὶ διατυπώνει τὶς συμφωνίες καὶ τὶς διαφωνίες του σὲ σχετικὸ κείμενό του τὸ 1919. (Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 211)
[14] Ὁ Παῦλος Νιρβάνας χαρακτηρίζει τὸν Γιαννόπουλο «ξανθὸν ἱππότη» καὶ θυμᾶται μὲ θαυμασμὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἐκεῖνος: «Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλῇ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρῃς στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβῃς ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνὴς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του.» Ὁ δὲ θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς ἀναφέρει ὅτι «ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καά, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα... γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακή, καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2, σελ 57)
[15] Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2, σελ. 51-56. Εἰκάζεται ἐπίσης ὅτι ὁ Γιαννόπουλος ἐμπνεύστηκε τὸν τρόπο τῆς αὐτοκτονίας του ἀπὸ τὸ «Βυσσινὶ Τριαντάφυλλο» τοῦ Πλάτωνα Ροδοκανάκη (1909). (Βλ. π.χ. καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ «Rodokanakis Rediscovered 1908-2008. To Βυσσινί Τριαντάφυλλο» τῆς θεατρικῆς ὁμάδος «Ὄχι παίζουμε» καὶ τοῦ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Β. Αἰγαίου, Ἰούλ.-Σεπτ. 2008. Κατὰ τὸ δελτίο τύπου, «Ἡ δράση ὀργανώνεται μὲ ἀφορμὴ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ μοιραία ἀνάγνωση σὲ στενὸ λογοτεχνικὸ κύκλο τοῦ ἔργου «Τὸ Βυσσινὶ Τριαντάφυλλο» τοῦ μυστηριώδους λογοτέχνη. Μοιραία ἀνάγνωση διότι ὁδήγησε τὸν Π. Γιαννόπουλο νὰ ἐμπνευστεῖ τὸν τρόπο τῆς αὐτοκτονίας του, ἔσπρωξε τὸν Κ. Χρηστομάνο στὰ δικαστήρια, εἰσήγαγε τὸν νεαρὸ Πλάτωνα στὰ πιὸ σημαντικὰ λογοτεχνικὰ σαλόνια τῆς ἐποχῆς καὶ ἐπικύρωσε τὸ καθαρόαιμο τῆς μυστικιστικῆς-βυζαντινῆς του καταγωγῆς.» (Ὁ ἥρωας τοῦ Ροδοκανάκη μπαίνει στὴν θάλασσα μὲ ἕνα ἄλογο, ὅπως ἀργότερα ὁ Γιαννόπουλος αὐτοκτόνησε στὸν Σκαραμαγκᾶ. Βλ. σχετικῶς μὲ τὴν παραγωγή, π.χ. «Η Καθημερινή» 1-7-2008, «Ελευθεροτυπία» 29-9-2008.)
[16] Κατὰ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ἕνα σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906: «Ὁ Γιαννόπουλος εἶνε πρῶτα-πρῶτα -καὶ ἴσως δὲν εἶνε τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ- ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ.»
[17] Κατὰ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ἕνα σύστημα», ὅ.π.: «Μὲ σύστημα προβάλλει σήμερα κι᾿ ὁ Γιαννόπουλος, μελετημένο, βασανισμένο, ξεψαχνισμένο, ἀπὸ τὶς πρῶτές του ἀρχὲς ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειες. [...] Ὡραιομανὴς γεννημένος, ἔβλεπε ὅλα μας τὰ πράγματα γύρω του ἄσχημα, καὶ ἔπειτα, ἐξετάζοντας τὴν αἰτία, βρῆκε πὼς ἦταν καὶ παράλογα. Καὶ σκέφτηκε πῶς μπορεῖ νὰ γίνουν ὡραῖα μὲ τὸ νὰ γίνουν λογικά. Τὴν ἴδια αἰτία τῆς ἀσχήμιας, ποὺ τὴ βρῆκε εὔκολα γιὰ τὸ ἕνα [τὴν Τέχνη] -γιατ᾿ ἦταν ὁλοφάνερη,- προσπάθησε νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ καὶ ᾿ςτὸ ἄλλο, κ᾿ εἶδε πὼς ἦταν κρυμμένη κ᾿ ἐκεῖ· ἔπειτα καὶ ᾿ςτὸ ἄλλο, ἔπειτα καὶ ᾿ς ὅλα. Ἔτσι σιγὰ-σιγά βρέθηκε μ᾿ ἕνα σύστημα. Γιὰ νἀνακαινίσῃ τὴν Τέχνη, γιὰ νὰ τὴν κάμῃ δηλαδὴ ἑλληνική, -γιατὶ ἀλλοιώτικα δὲ θὰ τοῦ ἄρεσε,- εἶδε πὼς ἔπρεπε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐπάνω ᾿ςτὴν ἴδια βάση, νἀνακαινίσῃ καὶ τὴν Κοινωνία. Καὶ ἡ ἀνακαινισμένη Κοινωνία θὰ ἔδινε κατ᾿ ἀνάγκην ἀνακαινισμένη Πολιτεία, καινούργιο Κράτος ἑλληνικό, καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ μαζὶ καινούργιο ἑλληνικὸ Πολιτισμό. Τότε ὅλα τὰ πράγματα γύρω θὰ ἦταν ὡραῖα. [...] Παίρνει κ᾿ ἐξετάζει ἕνα-ἕνα ὅλα μας τὰ πράγματα, ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, καὶ μᾶς δείχνει σὲ ποιὰ κατάντια βρίσκεται σήμερα τὸ κάθε τί, καὶ πῶς πρέπει νἀναδημιουργηθοῦν ὅλα, σύμφωνα «μὲ τὴ φυσιολογία τοῦ Ἕλληνος καὶ τὴ φυσιολογία τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς», Τίποτα, φυσικά, δὲν τοῦ ἀρέσει, γιατὶ τίποτα δὲν εἶνε ᾿ςτὴ θέση του, γιατὶ τίποτα δὲν εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε: Κοινωνία, κράτος, πολίτευμα, ἐκκλησία, παιδεία, στρατός, στόλος, τύπος, φιλολογία, γλῶσσα, θέατρο, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτονική. [...] Καὶ ὅ,τι κάνει μὲ τὴ Ζωγραφική, τὸ ἴδιο κάνει μὲ τὴν Ἀρχιτεκτονική, τὴ Γλυπτική, τὴ Μουσική, τὴν Ποίησι, τὸ Διήγημα, τὸ Δρᾶμα, τὴ Γλῶσσα κτλ. κτλ. Ἐξετάζει πῶς εἶνε, καὶ μᾶς δείχνει πῶς ΕΠΡΕΠΕ νὰ εἶνε. Καὶ σιγὰ-σιγά, ἀρχινῶντας ἀπὸ τὴν Τέχνη, περνῶντας ᾿ςτὴ Γλῶσσα, προχωρῶντας ᾿ςτὴν Κοινωνία καὶ καταλήγοντας ᾿ςτὴν Πολιτεία, συμπληρώνει ἕνα σύστημα καθολικῆς νεοελληνικῆς Ἀναγέννησης, μὲ πίστη ἀκλόνητη ᾿ςτὴν ἀξία καὶ τὴ δύναμη τῆς ἀθάνατης Φυλῆς, καταστρώνει τὸ μεγάλο σχέδιο καὶ ρίχνει τὸ στερεὸ θεμέλιο τοῦ ὀνειρευμένου του νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ, -μεγάλου σὰν τὸν ἀρχαῖο, μεγαλείτερου ἀπὸ κάθε ἄλλο σημερινό. [...] Τέτοια γενικὴν ἀντίληψη, τέτοιο σύνολο δὲν παρουσίασε ἀκόμα κανείς μας. Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], στοχάζουμαι, δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.»
[18] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903): «Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ὡραῖα, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον τὴν φυσιογνωμίαν του σὰν ἄτομον, σὰν ἄνθρωπος. [...] Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: . [...] Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμὸς αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. [...] Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μιὰ ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη [...] σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο. [...] Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο [...] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων. [...] Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τεχναι ὅλαι.»
[19] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904): «Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. [...] Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. [...] Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκος Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. [...] ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα λέγει εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοῦ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. [...] Η ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. [...] Καὶ ἡ Ἀϋλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. [...] Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. [...] Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ [...] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς [...] θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξεως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καὶ ...ἡμῶν -διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλανω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν ἐφάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα. [...] ἔχει τὸ χαρακτηριστικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ [...] Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.»
[20] Μὲ δριμύτητα ψέγει τὸν ραγιαδισμό («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907): «ΕΛΛ. Φυλὴ δὲ μᾶς λές; ΚΟΚΟΤΑ κατάντησες καὶ δὲ Σὲ μέλλει καὶ δὲ μιλᾷς γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ ποιὸς Φράγκος σὲ χάιδεψε καὶ ποιὸς σὲ φίλησε καὶ τίνος ἀρέσεις;» Καί: «Οἱ τρισελεεινοὶ Ἀτιμασταὶ τῆς Φυλῆς, οἱ Ἐλεύθεροι πρῶτοι πρῶτοι καὶ οἱ Σκλάβοι δεύτεροι καὶ οἱ ἐλεεινότεροι ὅλων οἱ Ἔξω Φραγκοπάροικοι, τὰ ἔχασαν καὶ τὰ ἔχαψαν ὅλα, ἀλάλιασαν ἐντελῶς, αὐτοπεριεφρόνησαν ὅλοι τους ἑαυτούς των εἰς τὸ ἔσχατον ὅριον, ἔχασαν κάθε φιλοτιμία καὶ κάθε ἀνθρωπισμό, ἐδίδαξαν καὶ ἔσκυψαν καὶ ἐγονάτισαν τὴ Φυλὴ ὁλόκληρον εἰς ἀνδραποδώδη προσκυνημὸν τοῦ Φράγκου καὶ σύμπαντες τρίβοντες τὸ μουσοῦδι των εἰς τὸ χῶμα μέχρι γδαρσίματος καὶ αἱματώματος καὶ φιλοῦντες τὶς ἀγριοπαποῦτσες τοῦ Σκυλόφραγκου, ἐκατόρθωσαν ὥστε νὰ μὴν ἀκούεται ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς Φυλῆς παρὰ ὁ ἐλεεινὸς ἱκετήριος ψαλμός: «Σῶσον, Ἐλέησόν μας Φράγκε. Σὺ ὁ Φωστὴρ ὁ Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἡμῶν...» Καὶ ὁ Γουρουνόφραγκος ὁ μὴ ἔχων τίποτε ἀνθρώπινον μέσα του, ἀλλὰ καὶ δικαιότατα συχαινόμενος τέτοιο σκουληκῶδες ἐρπετόν, κτυπῶν κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ μὲ τὸ μπαστοῦνι του καὶ κλωτσῶν μὲ τὴν παποῦτσα του, τὸ διαρκῶς κολλημένον εἰς αὐτὴν μουσοῦδι, νὰ λέῃ μὲ σαρκασμὸν περιφρονήσεως καὶ ἀηδίας: ΟΥΣΤ ΨΩΡΟΣΚΥΛΟ.»
[21] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (1902): «Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην.» Καὶ στὴν «Ἔκκλησιν πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907): «Ἂν ἐμεῖς ἐκαμπτώμεθα μίαν μόνον ἡμέραν, ὁ Πολιτισμὸς τοῦ Κόσμου ὁλοκλήρου θὰ ἐσκεπάζετο ἀπὸ τοὺς Γουρουνόφραγκους, σὰν μαργαριτάρι ἀπὸ κατρακύλημα βούρκου χαντακιοῦ. Ἐὰν ὁ Φραγκόκοσμος εἶχε καὶ ἴχνος Τιμιότητος, ὄχι εἰς τὸν Ἀρχαῖον, ἀλλ᾿ εἰς τὸν Βυζαντινὸν Ἕλληνα θὰ ἔκαμνε: ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ.» Καὶ συμπληρώνει γιὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή: «Καὶ βεβαίως οὔτε εἶδε ποτέ του, οὔτε θὰ ἰδῇ ὁ Κόσμος Δραματικοτέραν καὶ φανταστικοτέραν Ἱστορικὴν Περίοδον, Μεγαλειότερον Ἀγῶνα μεταξὺ Φωτὸς καὶ Σκότους, μεταξὺ Πνεύματος καὶ Μπαλτᾶ, μεταξὺ Ἀνθρώπου καὶ Κτήνους, δηλαδὴ μεταξὺ Ἕλληνος καὶ ΦραγκοΑσιανῶν Βαρβάρων, δηλαδὴ Ἀσιανῶν, ἀγρίων μὲν ἀλλὰ φωτεινῶν, ὡραίων, μεγαλοπρεπῶν σὰν τὴν Ἀσίαν καὶ Φραγκικῶν θηρίων, ἀνθρωποφάγων, πτωματοφάγων, πανουκλικῶν, ὑαινωδῶν. [...] Οἱ Ἄραβες, οἱ μόνοι Εὐγενεῖς καὶ Ὡραῖοι Ἐχθροὶ ποὺ ἐγνωρίσαμεν, τόσους αἰῶνας ἔχοντες νὰ κάμωμεν μόνον μὲ ΧΟΙΡΟΥΣ.»
[22] Σημειὠνει ἐπίσης («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907): «Ὁ Πολιτισμὸς τῶν Λαῶν εἶνε ζήτημα: Φύσεως καὶ Αἰώνων. ΕΜΕΙΣ, οἱ Ἰνδοί, οἱ Ἰάπωνες, εἴμεθα οἱ Πολιτισμένοι. Οἱ Φράγκοι εἶνε ΑΓΡΙΟΙ καὶ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ πολιτισμοῦ.»
[23] Βλ. χαρακτηριστικῶς καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τῆς «Ἑλληνικῆς Γραμῆς» (1903): «Κάθε Γῆ πλάττει τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Ἑαυτῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπόν της, ὅπως τὸ φυτόν της καὶ τὸ ζῷον της, ἐκδηλωτήν της. Κάθε Γῆς ἄνθρωπος εἶναι μόνον τὸ ὄργανον τῆς ἐκδηλώσεως Αὐτῆς. Ἡμεῖς, ἀπό της προϊστορικῆς ἡμῶν ἐμφανίσεως, αὐτὴν ἐξωτερικεύομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν κινήσεων, αὐτὴν ἀπεικονίζομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν ἐκδηλώσεων, εἴτε συναισθητῶν, εἴτε ἀσυναισθήτων. [...] Μελετῶντες τὴν Γῆν καὶ ψυχολογοῦντες ἑαυτούς, βλέπομεν ὅτι πᾶσα ἐν Αὐτῇ ὑπάρχουσα ὡραιότης καὶ εὐγένεια ἐνυπάρχει καὶ ἐν ἡμῖν. Ὁμοίως πλασμένοι, ὁμοούσιοι, παρομοίας ἔχομεν καὶ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις. Τὴν Ἑλληνικήν μας Φύσιν ἔχοντες ὁδηγόν, ὡς θεότητα λατρεύοντες Αὐτήν, πιστεύοντες εἰς Αὐτὴν καὶ εἰς τὴν φύσιν ἡμῶν, τηροῦντες τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην, ἀνεμποδίστως δὲ καὶ ὑπερηφάνως ἐκφράζοντες τὸν ἔσω καὶ ἔξω κόσμον ἡμῶν, ἐκφράζομεν καὶ ζωγραφίζομεν εἰς τὴν Ἀνθρωπότητα τὴν τελείαν Ὡραιότητα καὶ Εὐγένειαν τοῦ εἴδους ἡμῶν.»
[24] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907): «Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Τότε λοιπόν, ὅτε ἐτελειώθη διὰ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ, τότε μόνον ἡ ὥρα σημαίνει διὰ νὰ ἀρχίσῃ Πραγματικῶς... ἡ Ἑλλ. Ἱστορία. Ἡ ἀληθῶς τρισμεγίστη Ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος εἰς τὸν Κόσμον. Καὶ ἡ Ιστορία αὐτὴ εἶνε: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ»
[25] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907): «Ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς ἔθιξε τὸ Θεῖον πλάσας τὰς ΑΘΗΝΑΣ. [...] Δημιουργεῖ τὴν: ΥΠΕΡΤΑΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ἡ ὁποία περιλαμβάνεται εἰς τὸ ἱερώτατον Τριαδικὸν Σύμβολον: ΩΡΑΙΟΝ, ΑΛΗΘΕΣ, ΑΓΑΘΟΝ. Θρησκεία ἀπηλλαγμένη τῶν κακομοιριῶν τῶν φυσικῶν εἰς τοὺς Θεούς, Κομματάρχας καὶ αὐτοὺς προσπαθοῦντας νὰ ὑπερισχύσουν καὶ κρατηθοῦν εἰς τὰ πράγματα, ἀπηλλαγμένη τῶν φανατισμῶν καὶ τῶν ἀμαθειῶν τῶν Θεῶν καὶ τῶν φύσει σταματημένων μυαλῶν αὐτῶν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ παπούλη των καὶ τῶν φανατισμῶν τῶν ψωμιζομένων ἐξ αὐτῶν, θρησκεία ἀντιθέτως πρὸς ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ἄλλας τῆς Γῆς ποὺ εἶνε φύσει, Ἡ μὴ Ἔρευνα, τὸ Σταμάτημα, τὸ ΑΛΤ, οὖσα ἡ ΚΙΝΗΣΙΣ, Η ΕΡΕΥΝΑ, ΤΟ ΑΕΝΝΑΟΝ ΕΜΠΡΟΣ.»
[26] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907):
«Δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ στιγμὴ καταλληλοτέρα, πρὸς Φανέρωσιν τῆς δυνάμεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ φαίνεται, διὰ πρώτην φοράν, βαθειὰ καὶ πραγματικὰ ὅτι ἡττᾶται.»
«Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούϊα. [...] Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας, ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλλ. ΦΩΣ, εἶνε ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρου τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλλ. Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.»
«Διότι ὅταν ὁ ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ὑψώνεται τρισμέγιστος μὲ τὸν Οὐρανὸ κατάλαμπρον κατεβασμένον στὴ γῆ γιὰ καπέλλο, ὅταν ὁ Ἑλλ. Λαὸς μέσα εἰς τὰς μεγίστας ἀγκάλας του εἰσέρχεται τραγουδῶν τὰ νέα τραγούδια, τώρα ὄχι μόνον ἀκροατὴς τοῦ Ἑλλ. Δράματος ἐν τῷ Θρησκευτικῷ Θεάτρῳ, ἀλλὰ καὶ λαμβάνων μέρος μὲ τὰ τραγούδια του, ὅταν ἐν μέσῳ τῆς καταλάμπρου ΝΕΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ, ποὺ καταστολίζει τὰ πάντα ἀπὸ τὰ βάθρα ἕως τοὺς θόλους καὶ καταθέλγει τὰς ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ του, αἰσθάνεται ὅτι δὲν τοῦ στεροῦν τίποτε ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ τὴν Χαρὰν καὶ τὴν Εὐμορφιὰ ποὺ εἶνε συνειθισμένος νὰ ἔχῃ καὶ νὰ λατρεύῃ, ὅταν οἱ Χοροὶ τραγουδοῦν, καὶ αἱ φωτοχυσίαι καὶ τὰ θυμιάματα καὶ οἱ λαμπροστόλιστοι ΝΕΟΙ ΙΕΡΕΙΣ παίζουν τὸ Θεῖον Δρᾶμα, τώρα μόλις πίσω ἀπὸ ἕνα ἐλαφρότατον παραπέτασμα τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ ἀνοίγεται ὅλην τὴν ὥραν, καὶ ὅταν οἱ ΡΗΤΟΡΕΣ ἀπὸ τὸν Ἄμβωνα τώρα, τοῦ δίδουν τὴν ὑπερτάτην ἀπόλαυσιν παντὸς Ἕλληνος πάσης ἐποχῆς: ΤΟ ΛΟΓΟ! αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν του, ἐννοεῖ ὅτι δὲν ἔχασε τίποτε, ὅτι εἶνε ὅλα τὰ ἴδια, ὅτι τίποτε δὲν τὸν Ἐστέρησαν, ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος, καὶ τότε οὕτω μόνον, ὑπ᾿ αὐτοὺς μόνον τοὺς ὅρους, ἀποδέχεται τελειωτικῶς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Ἑλλ. Λαός. Καὶ ὅταν οἱ Γρηγόριοι θέλοντες νὰ μοναστηριάσουν μεταβάλλουν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ τραγουδοῦν, κιθαρωδοῦν, δραματουργοῦν τὸ Νέον Θρήσκευμα, ἡ Νίκη τοῦ Ἑλλ. Πνεύματος εἶνε τελεία, εἶνε ἀκριβῶς πανομοία μὲ τὴν κατάκτησιν -ἐκεῖ Ξένης- τῆς Ἀριστοκρατίας καὶ Βασιλείας τῆς Ρώμης, καὶ ὅταν οἱ Χρυσόστομοι, ΠαπαΔημοσθένηδες καὶ ΠαπαΠερικλῆδες τῶν Νέων Καιρῶν δημαγωγοῦν τὸν Λαόν των καὶ τὸν καταμεθοῦν καὶ καταμεθοῦνται ὅλοι μαζὺ στὴν καταλαμπρύνουσα καὶ ἐξαίρουσα τὰ πάντα Εὐμορφιὰ τοῦ Ἑλλ. Λόγου, τότε πρέπει νὰ εἶνε κανεὶς Θεόστραβος διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ἐπάνω ἀπὸ τὸν μεγάλον Θόλον, τὴν Ἀήττητον Παρθένον, τὴν Πρόμαχον ΑΘΗΝΑ, τώρα μὲ τὸ Βυζαντινό της Φόρεμα, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Νέου Θεοῦ στὸ στῆθος, προβάλλουσαν μὲ τὸ χέρι της τὸ νέον ὅπλον τό: ΣΤΑΥΡΟ.»
«Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.»
Ἐπίσης, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (1902), «[...] ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. [...] Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν. Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποῦ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας.
[27] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907): «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐνῷ ἀφ' ἑνὸς ἐφαίνετο σώζων τὴν Φυλὴν καὶ τὴν διέσωζε πράγματι ἐν μέρει, ἀφ᾿ ἑτέρου ὅμως ὑπῆρξε καὶ εἶνε καὶ τώρα γενικῶς: ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ. [...] Ἡ μόνη διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Τούρκου καὶ Καλογέρου εἶνε μόνον ὅτι ὁ ἕνας φορεῖ μαῦρο καὶ ὁ ἄλλος κόκκινο Φέσι.»
[28] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907):
«Ἐὰν εἶνε βέβαιον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐχρησίμευσεν ὡς μέσον καὶ ὅπλον πολιτικὸν θαυμάσιον, διὰ τὴν Κοσμοκρατορίαν ἡμῶν τῶν τότε καὶ ἄγκυρα σωτηρίας μετὰ τὸν Τοῦρκον, διπλᾶ δι᾿ αὐτὸ ἀγαπητός, ὑπερβέβαιον εἶνε ἀφ᾿ ἑτέρου ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός, ἀδιάφορον ἂν εἶνε συγγνωστὸν ἕνεκα τῆς φορᾶς τῶν Καιρῶν, ἀλλὰ εἶνε: ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ. Καὶ εἶνε συγχρόνως καὶ λεπτότερον καὶ βαθύτερον Ψυχολογικὸν Κέντρον τοῦ Ἑλλ. Ὀργανισμοῦ, ἐκ τῆς ὀρθῆς κεντήσεως καὶ ἠρέμου ἀφυπνίσεως τοῦ ὁποίου, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρος αὐτὴ ἡ Βαθυτάτη ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ καὶ τὰ δύο ἀγκομαχοῦντα στὰ τρίσβαθα σκοτάδια τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ τελειωτικὴ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ.»
«Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του, ὅπως ἔγινε καὶ γίνεται ἀναγκαστικῶς εἰς ὅλα τὰ Κράτη ποὺ θέλουν νὰ προοδεύσουν, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ κατὰ τοῦ Παπᾶ. Ὁ Ἕλλην Παπᾶς δὲν ἔχει, Δόξα τῷ Θεῷ, καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Φραγκόπαπα. Ὁ Ἑλληνόπαπας, ἀπαραλλακτότατος καὶ κοινωνικότατος πολίτης, [...], ὁ Ἕλλην Παπᾶς, ὁ λαϊκός, ὁ ἐθνικός, ὁ φύσει φιλαλλόδοξος καὶ διόλου φανατικός, εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσῃ περίφημα ὅτι ἡ ἀνωτέρα Πνευματικὴ Ἑλληνικὴ Θρησκεία θὰ σώσῃ εἰς τὸ μέλλον τὴν Φυλήν, ὅτι εἴμεθα χαμένοι μεταξύ της ἀγέλης τῶν Χριστιανῶν μὴ ξεχωριζόμενοι, ὅτι βαθύτερον τοῦ ράσου τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε Ἕλλην.»
«Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.»
«Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.»
«Ἑλλ. Φυλή, διὰ νὰ αἰσθανθῇς τὸν Ἑλληνισμόν Σου πρέπει νὰ περιορίσῃς τὸ Χριστιανικό Σου συναίσθημα εἰς τὰ λογικὰ καὶ πραγματικά του ὅρια. Ὅπως στὴν ἀρχὴ τῆς Νέας Σου Θρησκείας, ἐκατέβασες καὶ κατεπίεσες τὸ Συναίσθημα Ἕλλην, διὰ ν᾿ ἀνυψώσῃς τὸ Συναίσθημα Χριστιανός, τώρα πλέον ποὺ ἡ Χριστιανικότης Σου δὲν ἔχει νὰ πάθῃ τίποτε, μόνον δὲ ἡ Ἑλληνικότης Σου κινδυνεύει, πρέπει νὰ κατεβάσῃς εἰς δευτέραν μοῖραν τὸ συναίσθημα Χριστιανὸς καὶ ν᾿ ἀνυψώσῃς Κυρίαρχον Ἀπόλυτον τὸ Συναίσθημα ΕΛΛΗΝ. [...] Ὅπως ἐδέχθημεν ἐμεῖς τότε τὸν Χριστιανισμόν, τώρα πρέπει νὰ δεχθῇ καὶ ὁ Ἑλληνοχριστιανισμός, τὸν Ἀνασταινόμενον ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ Ἑλληνισμόν μας. [...] Ὅπως ὅταν ἦλθεν ἢ ὥρα, ἐπετάξαμεν τὸ Πολιτικὸν πρόσχημα καὶ ἐφωνάξαμεν: εἴμεθα ΕΛΛΗΝΕΣ, οὕτω καὶ τώρα ὁ Ἕλλην πρέπει νὰ εἶνε ἕτοιμος διὰ τὴν ὥραν τῆς ΑΝΑΓΚΗΣ νὰ πετάξῃ καὶ τὸν Πνευματικὸν Ἑβραϊσμὸν καὶ νὰ ξαναφωνάξῃ -ἂν θέλῃ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὸ ΣΛΑΥΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙ- ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝ.»
[29] Ἡ περίφημος αὐτὴ φράσις εἶναι σήμερα (2009) σύνθημα πολλῶν ἐθνικιστικῶν ὀργανώσεων.
[30] Κ.Θ. Δημαρᾶς, κεφ. «Ἡ διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμος ΙΔ', Ἐκδοτικὴ Ἀθηνών, 1977, σελ. 398-409, καὶ εἰδικῶς κεφ. «Χαιρέτης, Γιαννόπουλος, Δραγούμης» καὶ «Τὰ φτερά...», σελ. 408-409· Βλ. καὶ Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», 9η ἔκδ., γνώση, 1999, ISBN 960-235-638-3· 1η ἔκδ., Ἴκαρος, 1949.
[31] Γενικὴ ἐπισκόπησις τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Γιαννόπουλου στὸ Στέφανος Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 205-218.
[32] Γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου στὴν λογοτεχνία βλ. Μπεκατῶρος, ὅ.π., καὶ Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007.
[33] Βλ. π.χ. στὸ «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6, τὰ κεφ. «Ἀντώνης Σῶχος» (σελ. 91-103), «Σπύρος Παπαλουκᾶς» (σελ. 104-109) κ.ἄ. Ἐπίσης στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, τὸ κεφ. «Τὰ ὁμηρικὰ ἀκρογυάλια καὶ οἱ Ἀριάδνες τοῦ ζωγράφου Στέρη» (σελ. 246-248).
[34] Στὸν χῶρο τῆς θρησκείας (ἀλλὰ καὶ φιλοσοφίας καὶ πολιτικῆς ἰδεολογίας), τὰ δύο σημαντικότερα ἑλληνοκεντρικὰ πνευματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ρεύματα τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο» ρεῦμα (Ἰ. Ρωμανίδης, Κωστῆς Μοσκώφ, Δημήτρης Κιτσίκης, Χρῆστος Γιανναρᾶς, Κώστας Ζουράρις, Θεόδωρος Ζιάκας), ὅσο καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα (μεταξὺ ἄλλων Ι.Δ. Πασσᾶς, Ἀνδρέας Μαζαράκης, Δ.Ι. Λάμπρου, Ι. Φουράκης, Παναγιώτης Μαρίνης, Βλάσσης Ρασσιᾶς, Δημ. Δημόπουλος, Ἄδωνις Γεωργιάδης, Δημήτρης Λιαντίνης (αὐτόχειρ ἐπίσης), Μαρία Τζάνη) (μὲ ποικίλες τάσεις τὸ τελευταῖο, ἀπὸ τὴν σοβαρὴ ἐπιστημονικὴ μελέτη τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παραδόσεως ἔως τὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ἀκόμη καὶ τὴν νεομυθολογία τῶν «ἐξωγήινων Ἑλλήνων - Ἔψιλον»), φαίνεται νὰ βρίσκουν στὸν Γιαννόπουλο ὄχι μόνον ἄμεση ἢ ἔμμεση ἔμπνευσι, ἀλλὰ καὶ ἐπίκαιρη κριτικὴ τῶν ὅποιων σημερινῶν ἐκτροπῶν τους καί, τελικῶς, τὴν ζητούμενη ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο μέχρι σήμερα σύνθεσι. Πράγματι, ὁ Γιαννόπουλος, ἂν καὶ ἀρχαιολάτρης, ὄχι μόνον δὲν ὑποτιμᾷ ἀλλὰ ἐξυμνεῖ τὸ Βυζάντιον καὶ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία· ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν καὶ ἀντιδυτικός, εἶναι πάντοτε ἑλληνοκεντρικὸς ἀγωνιστὴς χωρὶς ποτὲ νὰ παρασύρεται σὲ ἀκραῖο ἀνατολισμὸ- ὀθωμανισμό. (Κριτικὴ ἐπισκόπησις τοῦ ἀρχαιόφιλου ἑλληνοκεντρικοῦ ρεύματος στὸ περ. «Ἄρδην», τ. 52, Ἰαν. 2005, «Ἕλληνες: Ἰνδοευρωπαίοι ἤ... ἐξωγήινοι;»· ἐπίσης, Στέλιος Φανός, «Ὁδηγὸς τῶν βιβλίων γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα», β' τόμος, Κίνηση Ἰδεῶν, 2005. Γιὰ τὴν ἡττοπαθὴ ὑποταγὴ ὁρισμένων ἀντιδυτικῶν διανοητῶν στὴν Τουρκία (ὅσο καὶ ἂν ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ χαρακτηρίζει ἀκόμη περισσότερο τοὺς δυτικόφιλους) βλ. «Νεο-οθωμανισμός», ἐπιμ. Γιῶργος Καραμπελιᾶς, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2009.)
[35] Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικῶς νέες ἀναζητήσεις, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου, ὅπως: i) Ὁ Παῦλος Δημοτάκης, μὲ τὸ βιβλίο του «Τὸ χάος καὶ ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων» (Γεωργιάδης, 2001), ἐπεκτείνει τὴν φυσιοκρατικὴ θεωρία τῶν Χαιρέτη-Γιαννόπουλου, ἐφαρμόζοντας τὶς ἀρχὲς τῆς χαοτικῆς δυναμικῆς. ii) Ὁ Μάνος Δανέζης καὶ ὁ Στράτος Θεοδοσίου, μὲ τὸ βιβλίο τους «Τὸ μέλλον τοῦ παρελθόντος μας: Ἐπιστήμη καὶ νέος πολιτισμός» (Δίαυλος, 2005), προβλέπουν τὴν κατάρρευσι τοῦ δυτικοῦ, παγκόσμιου σήμερα, νεωτερικοῦ πολιτισμικοῦ ὑποδείγματος καὶ τὴν οἰκοδόμησι ἑνὸς νέου, μὲ ἑλληνικὲς ἀρχές, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη (Δύσις: Πραγματισμός - Ἀριστοτέλης (μερικῶς, κατὰ τὴν δυτικὴ πρόσληψί του), Ἰουδαϊσμός - Νευτώνεια Φυσική· Ἑλληνικὴ Ἀνατολή (μελλοντικὸ παγκόσμιο ὑπόδειγμα): Ἰδεαλισμός - Πλάτων - Ἑλληνισμός - Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία - [Νεώτερη Φυσική (;)]). iii) Τὸ περιοδικὸ «Ἄρδην» τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ ἐπαναφέρει τὸ αἴτημα γιὰ ἕνα μετανεωτερικὸ ἐναλλακτικὸ ὑπόδειγμα, βασισμένο στὴν δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς παραδόσεως, τὴν ἐθνικὴ αὐτοδιάθεσι, τὸν κοινοτισμό, τὴν οἰκολογικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ εὐαισθησία. (Στὸ δὲ τ. 14-15, Ἰούν. Σεπτ. 1998, στὸ ἀφιέρωμα «Ἀναζητώντας ταυτότητα», δημοσιεύει καὶ τὸ «Πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν» τοῦ Γιαννόπουλου.) iv) Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, μὲ τὰ βιβλία του ὅπως «Πολιτιστικὴ Διπλωματία» (Ἴκαρος, 2003), καθὼς καὶ τὶς παραδόσεις μαθημάτων πολιτιστικῆς διπλωματίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο, τὶς διαλέξεις του γιὰ τὴν διαχρονικὴ ἑλληνικότητα κ.ἄ. ἐπαναφέρει τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τὴν σχέσι τῆς καταστάσεως τῆς πολιτείας καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν κατάστασι στὴν τέχνη καὶ τὸν πολιτισμό, σὲ σχέσι μάλιστα μὲ τὴν ἑλληνικότητα. Σημειώνεται ἡ φράσις τοῦ Γρηγορίου Ξενόπουλου: «Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.» (Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ἕνα σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906) ΠΗΓΗ:pheidias.antibaro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου