Ο Ρενέ Πυώ είναι Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε ως συντάκτης της Παρισινής εφημερίδας «Χρόνος» (Temps). Υπήρξε ανταποκριτής της εφημερίδας του στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων στην Ελλάδα.
Έχει περιοδεύσει ολόκληρη την Ήπειρο. Διαπίστωσε τον ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων της και έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα, στις οποίες καυτηρίαζε την άδικη στάση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως της Ιταλίας και Αυστρίας απέναντι στην Ήπειρο και στους Ηπειρώτες.
Τις απογοητεύσεις και τις περιπέτειές του περιγράφει παραστατικά στο βιβλίο του «Δυστυχισμένη Ήπειρος» (Οδοιπορικό 1913 - Απελευθέρωση - Αυτονομία).
Με τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίζονται στη Νιβίτσα, χωριό της Χειμάρας, που οι Νιβιτσιώτες νυχτοξημερώνουν για να περιφρουρήσουν τη γη του από την αλβανική διαρπαγή, θεώρησα σκόπιμο να μεταφέρω όσα ο Πυώ έγραψε για τη Νιβίτσα και τους Νιβιτσιώτες, την ημέρα που φιλοξενήθηκε εκεί, μεταφρασμένα από τον Α. Αχ. Λαζάρου.
Για όσα δραματικά συνέβησαν την τραγική εκείνη περίοδο του 1913 που σφράγισε την πορεία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, τα οποία με τόση παραστατικότητα περιγράφει ο Ρενέ Πυώ, δεν χρειάζονται σχόλια. Βανδαλισμοί δεν συνέβαιναν μόνο στη Νιβίτσα, αλλά σε ολόκληρη την Βόρειο Ήπειρο.
Τέτοια αποτρόπαια γεγονότα, καταστροφές και δηώσεις επαναλήφθηκαν και αργότερα και, κυρίως, κατά το επαίσχυντο προηγούμενο δικτατορικό καθεστώς υπό τον Ενβέρ Χότζα.
Οι Νιβιτσιώτες δεν υποχωρούν στις πιέσεις της αλβανικής κυβέρνησης. Αυτοί είναι οι Νιβιτσιώτες, καθώς και οι άλλοι κάτοικοι της ηρωικής Χειμάρας και των χωριών της. Ελληνόψυχοι που ζουν με την απαντοχή της δικαίωσης και έμειναν φύλακες στον τόπο τους να περιφρουρούν τις περιουσίες τους, που τους ανήκουν από αμνημόνευτα χρόνια, και οι οποίες κινδυνεύουν από τις αρπακτικές διαθέσεις των Αλβανών.
«Νόμιζα ότι στους Αγίους Σαράντα είχα γνωρίσει τη μοναδική εμπειρία μιας συγκινητικής δημοτικότητας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε το οποίο να μπορεί να συγκριθεί με ό,τι έζησα φτάνοντας στη Νιβίτσα. Η άφιξή μου εδώ θα μείνει μια από τις αναμνήσεις που ούτε η ηλικία ούτε οι περιπέτειες της ζωής θα επιτρέψουν να λησμονηθεί. Τρεις ώρες ταξιδεύαμε με τα άλογα μέσα από λιβάδια με ανοιξιάτικους ανθούς. Εκείνοι που παραπλέουν με πλοίο την παραλία αυτή της Ηπείρου με τους άγονους ψηλούς λόφους που κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα, δεν φαντάζονται πως πίσω από τα υψώματα κρύβονται θαυμάσιες κοιλάδες που μονάχα η τυραννία και η βαρβαρότητα των Τουρκο-αλβανών δεν επέτρεψαν να μετατραπούν σε γεωργικούς παραδείσους. Το μικροσκοπικό μου άλογο με πάταξε με το κεφάλι κάτω σε ένα ρυάκι με γλοιώδη όχθη, παρ' όλα αυτά οι εντυπώσεις μου ήταν χαρούμενες και η διάθεσή μου πολύ καλή.
Είχαμε ανηφορίσει με δυσκολία —από πραγματικούς κατσικόδρομους— στην πλαγιά ενός μεγάλου λόφου από όπου φαίνονταν πολύ μακριά κλιμακωτά τα σπίτια του μεγάλου χωριού της Νιβίτσας, όταν στο μέσο ενός μικρού δάσους από ελαιόδεντρα, στα διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια, ένα απροσδόκητο θέαμα με έκανε να τραβήξω τα χαλινάρια του αλόγου μου. Ένα μέρος του πληθυσμού ήταν εκεί και στη μέση μιας ομάδας είκοσι μικρών κοριτσιών που κρατούσαν τεράστιες ανθοδέσμες από λουλούδια του αγρού, τρία αγόρια ανέμιζαν δύο ελληνικές σημαίες και μία γαλλική. Ξεπέζεψα και τότε ένας γέροντας με μακριά άσπρα μουστάκια, που πλαισίωναν ρυτιδωμένα μάγουλα, προχώρησε. Κρατούσε στα χέρια, τα οποία έτρεμαν πολύ, ένα φύλλο σχολικού τετραδίου, στο οποίο ήταν γραμμένος ο λόγος του ένας λόγος συγκινητικός, ο οποίος αναφερόταν στη Γαλλία, την προστάτιδα των αδυνάτων και των δίκαιων αξιώσεων, και στους φτωχούς κατοίκους της Νιβίτσας, οι οποίοι προτιμούσαν τώρα το θάνατο παρά τον αποχωρισμό από την Ελλάδα. Ο ρήτορας τελείωσε με τρεις ζητωκραυγές, υπέρ της Ελλάδας, της Γαλλίας και της ένωσης της Ηπείρου με τη μητέρα-πατρίδα... Εκείνη τη στιγμή οι δύο καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να χτυπούν. Στα κατώφλια των σπιτιών οι γυναίκες με καλωσόριζαν με τον ορθόδοξο χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη». Στην είσοδο του χωριού ένα παιδάκι ήρθε προς το μέρος μου και με έρανε με ροδοπέταλα, τα οποία φύλαγε μέσα σε ένα μεγάλο μαντίλι κοκκινόμαυρο, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν αδιάκοπα!
Εκείνη τη στιγμή με κατέλαβε τρόμος. Το χωριό της Νιβίτσας με τα 160 σπίτια δεν ήταν παρά ένας σωρός ερειπίων. Το βράδυ της 13ης του περασμένου Δεκεμβρίου, οι Αλβανοί έβαλαν φωτιά στα περισσότερα σπίτια, τα οποία — ευτυχώς— οι κάτοικοί τους είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν προ του ερχομού των Αλβανών. Στο χωριό έμεναν πέντε ανήμπορες γερόντισσες και δύο γέροντες, τους οποίους οι Αλβανοί πέταξαν στη φωτιά. Από τα παιδιά τους που έμειναν πίσω μαζί τους το ένα δολοφονήθηκε στο ίδιο το δωμάτιο που κάθομαι και γράφω αυτές τις γραμμές. Τα πάντα λεηλατήθηκαν, τα πάντα καταστράφηκαν, όταν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και διαβαίνοντας το βουνό έφτασαν στην παραλία όπου τους περισυνέλεξαν ελληνικά πλοία. Έμειναν στην Κέρκυρα τρεις μήνες φιλοξενούμενοι από την ελληνική κυβέρνηση.
Σήμερα, σύμφωνα με το ελληνικό ημερολόγιο, είναι η Κυριακή του Θωμά, του αποστόλου εκείνου ο οποίος δεν ήθελε να πιστεύσει πριν να δει τον Αναστημένο Ιησού. Όσα είδα με κάνουν να πιστεύω πως είναι αδύνατο να αρνηθούμε σε έναν Λαό, τον οποίο βαραίνουν αιώνες βάσανων, που δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν την ελπίδα του, την τελική απελευθέρωση. Έβαλα στο εικονοστάσι του δωματίου μου τα λουλούδια των κοριτσιών της Νιβίτσας. Κοιτάζοντάς τα την ώρα που έγραφα πάνω στη βαλίτσα μου με το φως μιας ελεεινής λάμπας, θυμήθηκα το αγνό παιδικό τους γέλιο και συγκινήθηκα. Μακάρι η νέα αυτή γενιά, στην οποία η αγωνία δεν έριξε ακόμα το πέπλο της, να απαλλαγεί από την επανάληψη της φοβερής τρομοκρατίας. Και αυτό εξαρτάται από έξι διπλωμάτες, οι οποίοι συσκέπτονται γύρω από ένα τραπέζι στο Λονδίνο.
T T T
Νιβίτσα, 5 Μαίου
Βγαίνοντας το πρωί από την κατοικία στην οποία πέρασα μια νύχτα χωρίς να με λυπηθούν τα ζωύφια, ψείρες και ψύλλοι, που άφησαν με το πέρασμά τους οι Αλβανοί, βρήκα τη φτωχική εξώπορτα στολισμένη με λουλούδια και με σημαίες, την ελληνική και τη γαλλική. Οι κάτοικοι με περίμεναν και κάναμε μαζί το γύρο των χαλασμάτων. Ήταν θέαμα συγκλονιστικό. Για τους δυστυχισμένους χωρικούς σ' αυτά είναι δεμένες θλιβερές αναμνήσεις: «Εδώ βρήκαμε το πτώμα της μητέρας μου», μου είπε ένας από αυτούς και μου έδειξε στάχτη στο μέσο ενός σωρού μαυρισμένων κεραμιδιών. «Να το μέρος όπου σκότωσαν τον θείο μου», μου είπε ένας άλλος, δείχνοντάς μου έναν θάμνο μπροστά σε ένα κλιμακοστάσιο που η φωτιά μετέτρεψε σε άμορφη μάζα. Όλοι ήθελαν να μου δείξουν το κατεστραμμένο σπίτι τους, λες και εγώ, ο περαστικός Γάλλος, ήμουν η ενσάρκωση μιας υψηλής δικαιοσύνης και μπορούσα να αποδώσω ό,τι έχασαν. Πρέπει να συντομεύσω αυτή την επίσκεψη υπάρχουν και άλλα χωριά τα οποία πρέπει να επισκεφθώ και —όπως μου είπαν— είχαν παρόμοια τύχη. Ένας τελευταίος αποχαιρετισμός· και να η συνοδεία ξεκινά για τον Άγιο Βασίλειο, στην πλαγιά λόφων, όπου οι φτέρες θάλλουν στη σκιά των ελαιών. Όλη αυτή η χώρα αποπνέει την πιο ειρηνική ευδαιμονία, στην πραγματικότητα όμως είναι ένας τόπος βυθισμένος στο πένθος και την τρομοκρατία.
Rene Puaux»
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
Πηγή: Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων Τελευταία Ενημέρωση ( Πέμπτη, 22 Ιανουάριος 2009 21:11 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου