Τη 16η Μαρτίου ολοκληρώθηκε η ψήφιση του σχεδίου νόμου: «Σύγχρονες διατάξεις για την ελληνική ιθαγένεια και την πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και άλλες ρυθμίσεις». Η ψήφιση του νομοσχεδίου, αδιαμφισβήτητα, συνιστά ιστορική στιγμή για την Ελλάδα. Επιτέλους, η έννοια του πολιτικού φιλελευθερισμού, που σκάλωσε κάπου στο 1952 με το Ν. 2151 για την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών, εξελίσσεται, καθώς ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας μας, τα παιδιά των μεταναστών, θα σταματήσουν να αντιμετωπίζονται ως παρίες και θα αποκτήσουν το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στο όνειρο, το δικαίωμα στο δικαίωμα, που επί σειρά ετών τους το στερούμε. Και μαζί μ’ αυτά θα νιώσουμε κι εμείς, για λίγο, εθνικά υπερήφανοι. Επιτέλους κάτι σημαντικό γεννάται εν Ελλάδι, μια χαραμάδα ανοίγει, από όπου μπορεί να εισχωρήσει μια αχτίδα φωτός.
Για να φτάσουμε, βέβαια, στο σημείο αυτό προηγήθηκε ένας πενταετής αγώνας από ανθρώπους που τόλμησαν να πιστέψουν – τότε όμως κανείς δεν τους πίστευε. Και για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οι πρώτοι που διεκδίκησαν ηχηρά και μαζικά το δικαίωμα στην ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών ήταν η καμπάνια «Όχι ρατσισμός από την κούνια», το 2005, με πρωτεργάτες τη Σόνια Μητραλιά και τη Λορέτα Μακόλεϊ, αλλά και πολλούς άλλους, γνωστούς τε και αγνώστους.
Με το ψηφισθέν νομοσχέδιο, τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί ή έχουν φοιτήσει σε έξι τάξεις του σχολείου και ζουν στην Ελλάδα, από γονείς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα επί τουλάχιστον πέντε συναπτά έτη, αποκτούν το δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια. Δηλαδή, με το νόμο αυτό για πρώτη φορά «συντίθεται το δίκαιο του αίματος με το δίκαιο του εδάφους και στην πραγματικότητα παράγεται ένας νέος κώδικας, μία νέα αντίληψη στον κώδικα ελληνικής ιθαγένειας, που οδηγεί τα πράγματα στην ενσυνείδητη επιλογή του υποψηφίου για να αποκτήσει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη», όπως το αποτύπωσε εύστοχα ο υπουργός Εσωτερικών κατά τη συζήτηση στη Βουλή. Και το σημαντικό είναι ότι ο κώδικας ιθαγενείας, παρά τα όσα υπόσχεται στους ψηφοφόρους του ο πρόεδρος της ΝΔ, δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στην πρότερη μορφή του, καθώς μετά τη ψήφιση του νομοσχεδίου παράγονται έννομες συνέπειες από το Σύνταγμα που δεν μπορούν να καταργηθούν. Η λαϊκή κυριαρχία είναι ανοιχτή ρήτρα. Μπορεί να διευρυνθεί, αλλά όχι να συρρικνωθεί. Συνεπώς ο νόμος αυτός μόνο καλύτερος μπορεί να γίνει, κάτι που προφανώς και αναμένουμε, διότι εξαιτίας της πίεσης και της οχλαγωγίας των τελευταίων μηνών υπολείπεται κατά πολύ από την πρώτη σύλληψή του. Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα της πίεσης ήταν, μεταξύ άλλων, το email που αποστέλλονταν: «Βουλευτή, η υπερψήφιση νομοσχεδίου είναι πράξη εσχάτης προδοσίας κατά της ελληνικής κοινωνίας, της οποίας η ποινή είναι ο θάνατος. Αν συντελέσεις στην πράξη αυτή θα εκτελεστείς. Αργά ή γρήγορα, όπου κι αν καταφύγεις»!
Στο ίδιο δε πνεύμα κινήθηκε και η συζήτηση στη Βουλή, κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν πολλά απίστευτα, που δεν μας καθιστούν διόλου εθνικά υπερήφανους. Τι να πρωτο-μνημονεύσουμε; «Εθνοκτόνο νομοσχέδιο» να το αποκαλεί ωρυόμενος ο βουλευτής του ΛΑΟΣ (ο τόνος στο Α, παρακαλώ, γιατί έτσι μας αρέσει) κ. Χρυσανθακόπουλος, χαρακτηρίζοντας το γνωστό δημοσιογράφο των «ΝΕΩΝ» κ. Καπλάνι «αρχηγό κόμματος των Αλβανών», ενώ ο κ. Βελόπουλος να τρομοκρατεί το ακροατήριο υποστηρίζοντας ότι όλοι αυτοί οι μετανάστες «ξέρετε τι κάνουν στα εξάχρονα κοριτσάκια; Κόβουν τη κλειτορίδα τους» και ο κ. Γεωργιάδης να σπάζει τις φωνητικές του χορδές στην προσπάθειά του να πείσει ότι οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου δεν έχουν καμία σχέση με τους Αφγανούς πρόσφυγες και ότι τους πρώτους τους υποδεχθήκαμε με ανοιχτές αγκάλες – ευτυχώς δεν είμαστε όλοι αγράμματοι μήτε η μνήμη των παππούδων μας ήταν επιλεκτική κι έτσι καλά γνωρίζουμε ποια τύχη επιφύλαξε το ελληνικό κράτος στους πρόσφυγες του ’22. Ενώ έξω από τη Βουλή μια ομάδα 200 περίπου διαδηλωτών κραδαίνοντας την ελληνική σημαία έρριπτε προς το αυτοκίνητο του κ. Πάγκαλου διάφορα αντικείμενα κραυγάζοντας «προδότες, πουλημένοι». Κι όλα αυτά ενόσω ο πρόεδρος της Βουλής ανακοίνωνε στο Σώμα ότι «τη συνεδρίαση παρακολουθούν από τα άνω δυτικά θεωρεία της Βουλής μαθητές και μαθήτριες από το Γυμνάσιο Σταυρακίου Ιωαννίνων» – κι ύστερα αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο τα δεκαπεντάχρονα σπάνε βιτρίνες ή καίνε σπίτια Μπαγκλαντεζιανών.
Πέρα όμως από τις ασχημοσύνες, η αλήθεια είναι πως τα δύο προοδευτικά κόμματα επέδειξαν μια πρωτοφανή σοβαρότητα και συνέπεια ως προς την ιστορικότητα της στιγμής. Και αυτό δεν ήταν διόλου αυτονόητο. Αφενός η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ελήφθη αβασάνιστα, όχι βέβαια διότι τάσσονταν κατά αυτού, αλλά γιατί το εκτίμησαν ως δειλό και άδικο (δικαίως, θα έλεγα). Παρόλα αυτά έδωσαν τη μάχη στην πρώτη γραμμή και την κέρδισαν. «Έχουμε σημαντικές διαφωνίες με το νομοσχέδιο και το γνωρίζει το Υπουργείο. Όμως ψηφίζουμε το σχέδιο νόμου επί της αρχής, γιατί θεωρούμε ότι είναι ένα πρώτο βήμα, είναι ένας βηματισμός, ο οποίος έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό» τόνιζε ο κ. Φ. Κουβέλης.
Αφετέρου, και για την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν εύκολη η υπεράσπιση του νομοσχεδίου, ύστερα μάλιστα από το εντυπωσιακό ψήφισμα της Νομαρχιακής του ΠΑΣΟΚ Θεσσαλονίκης, που ζητούσε την αντικατάστασή του με άλλο που θα έθετε μεταξύ άλλων κριτηρίων για την απόδοση της ιθαγένειας την «έμπρακτη απόδειξη φιλοπατρίας για την Ελλάδα» και αιτούνταν «η ιθαγένεια να απονέμεται σε αλλογενείς αλλοδαπούς με φειδώ και κατ’ εξαίρεση, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αλλοίωση του χαρακτήρα του Έθνους-Κράτους, ούτε να δύναται να δημιουργήσει στο μέλλον έγερση μειονοτικών ζητημάτων, ιδιαίτερα από όμορες ή ισλαμικές χώρες» (!) Βέβαια η απάντηση προς τη Ν.Ε. ήρθε διά στόματος Πάγκαλου υπό μορφή δελτίου τύπου του ΠΑΣΟΚ: «Οι άνθρωποι αυτοί που ομοφώνως αποφάσισαν, είναι εντελώς ηλίθιοι, δεν έπρεπε να κινούνται στην κοινωνία ελεύθεροι, θα έπρεπε να είναι σε κάποιο άσυλο» με το γνωστό πληθωρικό του τρόπο.
Για να μιλήσουμε όμως λίγο σοβαρά, πράγματι ένας σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας ενίσταται βιαίως (αυθορμήτως ή υποκινούμενοι) κι ένας ακόμα μεγαλύτερος επιφυλάσσεται κι ανησυχεί σιωπηλώς. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής ένα: Μπορούμε να οραματιστούμε μια κοινωνία συνοχής καταδικάζοντας ένα μέρος των συμπολιτών μας στο περιθώριο; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Όχι.
Ο νόμος αυτός αποτελεί ένα ιστορικό βήμα που θα αποτιμηθεί ιστορικά. Δεν θα πρέπει όμως να τον εγκαταλείψουμε στην τύχη του και να επαναπαυτούμε στα δίκαιά μας καταγγέλλοντας απλώς τον διπλανό μας. Ορθώς τονίζει ο κ. Δρίτσας: «Οι φοβίες, οι ξενοφοβίες, η επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε ξένο είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση, μέχρις ότου εξοικειωθεί με τις πραγματικότητες που έχει γύρω του». Αυτή η εξοικείωση όμως δεν θα γίνει μήτε διά μαγείας μήτε διά νόμου και σίγουρα μήτε διά ροπάλου. Χρειάζεται προσπάθεια από όλους μας. Χρειάζονται πολιτικές πρωτοβουλίες. Χρειάζονται πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται κανενός είδους εφησυχασμός. Πρόκειται για ένα στοίχημα που δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε. Και το στοίχημα θα χαθεί εάν επιτρέψουμε να υπάρξουν στην Ελλάδα δύο κατηγορίες Ελλήνων. Γιατί στην περίπτωση αυτή οδηγούμαστε στον εκφασισμό της κοινωνίας, που όταν αυτός ολοκληρωθεί θα είναι τραχύς, αιματηρός, μη ανταστρέψιμος και οπωσδήποτε καθολικός – είναι σαφές ότι δεν υφίσταται επιλεκτικός φασισμός. Συνεπώς, όσο είναι καιρός πρέπει να τον εμποδίσουμε επιστρατεύοντας την κριτική σκέψη και τη λογική μας. Το προοδευτικό κομμάτι της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας οφείλει να εμπλακεί ενεργά, ως μονάδες, ως συλλογικότητες, ως θεσμικοί φορείς – τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι τοπικές οργανώσεις, η τοπική αυτοδιοίκηση και οπωσδήποτε τα ΜΜΕ.
Ο υπουργός Εσωτερικών τόνισε ότι το νομοσχέδιο είναι «ένα ιστορικό βήμα απόλυτης εμπιστοσύνης στην ελληνική παιδεία και στον ελληνικό πολιτισμό». Ορθώς. Δεν θα πρέπει όμως η φράση αυτή να αποτελέσει ευχολόγιο, όπως όλα τα άλλα. Η πρωτοβουλία της ΟΛΜΕ να προτείνει στο Υπουργείο Παιδείας τη διοργάνωση αντιρατσιστικών εκδηλώσεων σε δύο διδακτικές ώρες σε όλα τα σχολεία στις 19 Μαρτίου, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού (21 Μαρτίου), είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται μόνο επετειακά, αλλά να ενταχθεί στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ιθαγένεια δεν είναι πανάκεια. Δεν είναι το μαγικό ραβδάκι διά μέσου του οποίου επιλύονται όλα τα προβλήματα. Χρειάζεται κόπος και επαγρύπνηση. Αλλά αυτό που θα κερδίσουμε στο τέλος θα είναι ανεκτίμητο.
Θα κλείσω με απόσπασμα από την εισήγηση της κ. Σακοράφα: «Η ιστορία δεν είναι ποτέ στατική και τα πρόσωπα που είναι οι “άλλοι” αλλάζουν στη διάρκειά της. Κάποτε οι “άλλοι” ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι γυναίκες, οι κουμμουνιστές, οι ομοφυλόφιλοι, τώρα οι κατεξοχήν “άλλοι” της ελληνικής κοινωνίας είναι οι μετανάστες. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια κοινωνία είναι να φοβάται, καθώς ο φόβος είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος χειραγώγησής της».
Όμως οι μέρες αυτές είναι ημέρες γιορτής, κι όπως λέει κι ο φίλος μου ο Βασίλης, «από αύριο τα δύσκολα, για την ώρα μου αρκεί που βλέπω τα παιδιά αυτά επιτέλους να χαμογελούν». Υ.Γ.:ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ.ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΕΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ ΠΗΓΗ:www.athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου