Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την Τουρκοκρατία που ακολούθησε και που βάσταξε αιώνες, ο λαός κατόρθωσε να δημιουργήσει μια πλούσια παράδοση δημοτικής ποίησης, κάτω από τον πιο άξεστο και βάρβαρο κατακτητή. Μέσα από αυτήν την ποίηση περνάει όλο το ηθικό και πνευματικό υπόβαθρο του γένους, και αναδείχνονται οι μεγάλες μορφοπλαστικές του ικανότητες, η πείρα του, τα πάθη του και τα ενδιαφέροντά του για τη ζωή.
ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Έτσι αρχίζουν να παρουσιάζονται και τα αρματολικά και κλέφτικα καπετανάτα σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα για τη διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας, τα ιστορικά και τα κλέφτικα τραγούδια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επαναστατική διάπλαση του Ελληνικού λαού.
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
- Γιώργαινα ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
- Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε, κι’ αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
“Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε”.
Και τα φυσέκια ανάψανε, κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.
Για να εκτιμήσουμε τη σημασία και την αξία αυτού του τραγουδιού, θα χρειαστεί να το τοποθετήσουμε στο ιστορικό του πλαίσιο.
Ο στίχος “Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε, κι’ αν τούρκεψεν η Κιάφα” αναφέρεται στη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά τον Δεκέμβριο του 1803. Όταν ο Αλή Πασάς δεν κράτησε το λόγο του, και συνέχισε τη δίωξη των Σουλιωτών, ένα σώμα από 78 Σουλιώτες κατέφυγε στο χωριό Ρινιάσα της Άρτας.
Στη μάχη που ακολούθησε με τους Αλβανούς του Αλή Πασά, η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργου Μπότσαρη, οχυρώθηκε με δέκα μέλη της οικογένειάς της σε έναν πύργο που λεγόταν Κούλα του Δημουλά, και αντιστάθηκε ηρωϊκά. Τελικά, όταν είδε πως δεν θα μπορούσε να αντισταθεί για πολύ εναντίον των πολιορκητών της, προτίμησε το θάνατο από την ατιμωτική σκλαβιά.
“Της Δέσπως” είναι ένα από τα κλασικά ιστορικά μας τραγούδια. Επιγραμματικό, μέσα σε 12 στίχους μας δίνει όχι μόνο όλα εκείνα τα στοιχεία που μας χρειάζονται να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το ιστορικό εκείνο γεγονός, αλλά και την ψυχογραφία των Σουλιωτών και των Αλβανών.
Οι τρεις πρώτοι στίχοι είναι στερεότυποι, και συναντιούνται και σε άλλα δημοτικά τραγούδια. Ο τέταρτος στίχος, που έρχεται σαν απάντηση των προηγούμενων, χωρίς τη χρήση επιθέτων, δημιουργεί μια εθνική έξαρση, και διά μέσου του προσώπου της Δέσπως ηρωοποιεί την Ελληνίδα, αφού την βάζει να αγωνίζεται ενάντια στα στίφη των Αλβανών.
Η απαράμιλλη τέχνη του ανώνυμου λαϊκού ποιητή φαίνεται και στον έκτο στίχο:
“Γιώργαινα ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι”. Οι Αλβανοί απαξιώνουν να απευθυνθούν στην Δέσπω με το όνομά της, και την αποκαλούν “Γιώργαινα”, δηλαδή γυναίκα του Γιώργου, υποδηλώνοντας πως η ίδια δεν έχει δική της προσωπικότητα.
Η απάντηση έρχεται σαν ράπισμα, με τον αγέρωχο και υπερήφανο τρόπο που αρμόζει στην περίσταση: “η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει”.
Η Δέσπω απαντάει δίνοντας το όνομά της, τονίζοντας την δική της υπόσταση και προσωπικότητα. Στη συνέχεια, η Δέσπω επιστρέφει στους Αλβανούς την ταπεινωτική τους προσφώνηση, αποκαλώντας τους “Λιάπηδες”.
Λιάπηδες λέγονταν οι εξισλαμισμένοι Αλβανοί της Νοτιοδυτικής Αλβανίας. Εδώ η Δέσπω δεν τους περιφρονεί μόνο, αλλά και τους ταπεινώνει, με το να τους υπενθυμίζει πως αλλαξοπίστησαν.
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑΣ ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το κλέφτικο τραγούδι είναι η πιο ενεργητική έκφραση του Ελληνικού λαού, όπου φανερώνονται το μαχητικό και επαναστατικό πνεύμα του, η περηφάνια του, η αγάπη στη λεβεντιά και στην αξιοπρέπεια, στην τιμή και στην ελευθερία. Μέσα από το κλέφτικο τραγούδι προβάλλεται μια ανθρώπινη εικόνα, όπως την έπλασε η λαϊκή μούσα. Δεν υπάρχουν άγρια αισθήματα και άγριες πράξεις μέσα στο κλέφτικο τραγούδι, παρά παλικαριά, ανθρωπιά, κοινωνικότητα και αξιοπρέπεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του δημοτικού τραγουδιού, που το συναντάμε και στα κλέφτικα τραγούδια, είναι η τάση του λαού να στολίζει τους αρματολούς και κλέφτες με πολύτιμα τσαπράζια, και τα άλογά τους με μαργαριτοκέντητα χαλινάρια, ασημένια πέταλα και μαλαματένια καρφιά. Παράδειγμα ενός τέτοιου τραγουδιού είναι το ακόλουθο:
Των Κολοκοτρωναίων
Λάμπουν τα χιόνια ‘ς τα βουνά κι’ ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ α‘λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
καβάλλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν σ’ άγιους,
και στον αφέντη τον Χριστό τις ασημένιες πάλες.
“Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια”.
Κι’ ο Θοδωράκης μίλησε, κι’ ο Θοδωράκης λέει:
“Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’ στον τόπο σου, Νικήτα, στο λιοντάρι,
εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν’ αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω”.
Στο τραγούδι των Κολοκοτρωναίων ο λαϊκός ποιητής, με αδρές πινελιές δίνει μια εικόνα δόξας και μεγαλείου. Το τραγούδι στην απλότητά του έχει υψηλό ύφος, και είναι γεμάτο αξιοπρέπεια. Η λάμψη και η δύναμη της κλεφτουριάς παρασταίνονται εδώ από τη λαϊκή φαντασία με επιβλητικό μεγαλείο, με μια περηφάνια που στέκεται αλύγιστη μπροστά στα ανθρώπινα και στα θεία.
Στο όνειρο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη δίνονται αληθινά ιστορικά γεγονότα. Στις αρχές του 1800 οι Τούρκοι, με φιρμάνι του Σουλτάνου, κήρυξαν πόλεμο στους κλέφτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μοιραστούν σε μικρές ομάδες για να μπορέσουν να διαφύγουν τον διωγμό. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το 1806 πέρασε στη Ζάκυνθο, που τότε την κατείχαν οι Άγγλοι, όπου εκπαιδεύτηκε ως αξιωματικός, για να ξαναπεράσει στο Μοριά και να αρχίσει τον αγώνα του ‘ 21.
Ο Γάλλος φιλόλογος και λαογράφος Κλαύδιος Φωριέλ, στην συλλογή του “Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια”, Παρίσι 1824-1825, παραθέτει εκτενέστατη εισαγωγή, με πολύτιμες πληροφορίες για τους Κλέφτες, τους Αρματολούς, και γενικά για τα δημοτικά τραγούδια. Δίνω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
{…} (Τα Δημοτικά Τραγούδια) αποτελούν ακριβή και αληθινή έκφραση του χαρακτήρα και της πνευματικής ανάπτυξης του έθνους, την οποία κάθε Έλληνας αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αγαπά, γιατί είναι Έλληνας, και γιατί διαμένει στην Ελλάδα και αναπνέει τον αέρα της. Μια ποίηση, η οποία δεν ζει στα βιβλία μια αφύσικη και συχνά προσποιητή ζωή, αλλά μέσα στον ίδιο το λαό, και προέρχεται από όλη τη ζωή του λαού.
{…} Μια τέτοια συλλογή, αν ήταν πλήρης, θα ήταν συγχρόνως και η πραγματική εθνική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, και η πιο πιστή εικόνα των ηθών των κατοίκων της.
Το παρακάτω δημοτικό τραγούδι δίνει παραστατικότατα τον ασίγαστο πόθο του υπόδουλου γένους για την ελευθερία του:
Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια.
Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Τα ιστορικά και τα κλέφτικα τραγούδια έγιναν η εθνική εποποιία των σκλαβωμένων Ελλήνων. Με τους ηρωικούς τόνους τους, τις νίκες και τους δοξασμένους θανάτους των λαϊκών αγωνιστών που εξυμνούν, ενεργούν μέσα στα πλατιά στρώματα του Ελληνικού λαού σαν μια ηρωική παιδεία, του εξυψώνουν το φρόνημα και τον εξοικειώνουν με τους κινδύνους.
Η ευψυχία, η περιφρόνηση του εχθρού, ο θρύλος που συνόδευε τις σκληρές συνθήκες και τις περιπέτειες της κλέφτικης ζωής, ήταν το ηρωικό δίδαγμα του ιστορικού και του κλέφτικου τραγουδιού, που ετοίμασε ψυχικά το λαό για την Επανάσταση του 1821.
Κυριάκος Αμανατίδης ΠΗΓΗ:eoniaellhnikhpisti.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου