ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΝΕΝΕΚΟΣ:Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ

Το όνομά του έγινε συνώνυμο του προδότη. Στην κρισιμότερη φάση της επανάστασης αν και αναγνωρισμένος επίσημα στρατιωτικός στην περιοχή της Αχαΐας, αποφασίζει ότι το συμφέρον του ήταν να επιστρέψει με το αζημίωτο στην οθωμανική τάξη πραγμάτων. Προσχώρησε μαζί με 2,000 ενόπλους της περιοχής του στα στρατεύματα του Ιμπραήμ, ακολουθόντας τον σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Και άλλοι πήραν αυτήν την απόφαση, εγκαταλείποντας όμως τους Τούρκους εγκαίρως. Ο "μπέης" Νενέκος όμως επέμεινε μέχρι τέλους, με αποτέλεσμα να προγραφεί από τον εξοργισμένο μαζί του Θεοδ. Κολοκοτρώνη.

Για τους αρβανίτες της επαρχίας Πατρών (περιοχή Ζουμπάτας) του Νενέκου, που τους παρέσυρε στην προδοσία, υπάρχουν στοιχεία στο kleftouria.blogspot.



Το γεγονός που εξόργισε τον Κολοκοτρώνη ήταν ότι ο Νενέκος είχε την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει ή να εξοντώσει τον Ιμπραήμ και δεν το έπραξε. Σημειωτέον ότι ο Ιμπραήμ χρησιμοποιούσε κάθε είδους μέσο, τρομοκρατία και βαρβαρότητες, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας κατά του Κολοκοτρώνη για να σβήσει την επάνάσταση.

Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον. [ΦΩΤΑΚΟΣ]




Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.

Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη (2) ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.[ΔΙΗΓΗΣΗ Θ.ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΟΝ Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗ]


Ο εκτελεστής του Νενέκου, ήταν ο Αθανάσιος Σαγιάς, κατά μία εκδοχή ήταν γυναικαδελφός και πρωτοπαλήκαρο του Νενέκου. Ο Φωτάκος τον αναφέρει σαν εξάδελφό του.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΑΓΙΑΣ

Οὗτος ὁ καπετάνιος κατήγετο ἐκ τοῦ χωρίου Ζουμπάτα τῆς ἐπαρχίας Πατρῶν. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἦτο μικρὸς κλέφτης, καὶ ὡς τοιοῦτος τότε ἐγνωρίζετο.

Κατὰ δὲ τὴν ἐπανάστασιν εὑρέθη μὲ σῶμα στρατιωτῶν συγκείμενον ἀπὸ τοὺς γείτονάς του Ἀλβανοὺς, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ ἐπολέμησεν ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Σαγιᾶς ἀνῆκεν εἰς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, ὁ δὲ ἐξάδελφός του Δ. Νενέκος, ὁ προδότης, ἀνῆκεν εἰς τὸν Θάνον Κανακάρην καὶ εἰς τὸν υἱόν του Μ. Ροῦφον, καὶ εἶχε περισσοτέρους στρατιώτας ἀπὸ τὸν Σαγιᾶν. Εἰς τοῦτον τὸν Σαγιᾶν, ἐχθρὸν ὄντα τοῦ Νενέκου, ὁ Κολοκοτρώνης ἔδωκε γραπτὴν ἄδειαν νὰ φονεύσῃ τὸν προδότην Νενέκον, καὶ κατὰ τὸ 1828 εὑρὼν αὐτὸν τὸν ἐφόνευσεν. Τὰ δὲ περὶ τῆς προδοσίας καὶ τοῦ φόνου τοῦ Νενέκου ἱστοροῦνται λεπτομερῶς εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα.


Κατά την παράδοση που αναφέρει ο Πέτρος Μπαλιώτης, από το χωριό Αγία Σωτήρα (Πέρα) Μεσσηνίας, ο Σαγιάς ήταν πρόγονός του και η ιστορία του διασώζεται στην οικογένειά του (www.pera.gr)
...«Πριν από πολλά χρόνια, άρχισε να λέει ό παππούς μου (σ. Σταύρος Μπαλιώτης του Αντωνίου 1870-1952), και μάλιστα πριν την επανάσταση του 1821 ζούσε ό Σαγιάς. Είχε γεννηθεί όπως λένε πριν το 1800 στην Αχαγιά της Πάτρας. Ό πατέρας του ήταν από τους ξακουστούς κλέφτες της εποχής του άλλα τον σκότωσαν οι Τούρκοι την περίοδο του χαλασμού των Κλεφτών του Μωριά. "Έτσι ό Σαγιάς από μικρός πήρε τ' άρματα του πατέρα του και ορκίσθηκε πάνω στο άψυχο κουφάρι του ν' αγωνισθεί για του Χριστού την πίστη και για τη λευτεριά της Πατρίδας του. Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 κατατάχθηκε στα παλικάρια ενός από τους Καπετάνιους της περιοχής πού ζούσε (σ. πρόκειται για τον Δημήτρη Νενέκο).

Στην Επανάσταση του 1821 ό Σαγιάς πολέμησε τους Τούρκους σε πολλά μέρη του Μωριά. Τον αγάπησε για την παλικαριά του και ό Κολοκοτρώνης και οι άλλοι Οπλαρχηγοί άλλα πολύ περισσότερο ό καπετάνιος του ό οποίος όχι μόνο τον έκανε πρωτοπαλίκαρο του άλλα του έδωσε και για γυναίκα του την αδελφή του Άσήμω.

"Όλα πήγαιναν καλά καθώς τα χρόνια περνούσαν και ό Σαγιάς έβλεπε τα παιδικά του όνειρα να πραγματοποιούνται. "Έβλεπε τη λευτεριά της Ελλάδας να πλησιάζει γι' αυτό και πολεμούσε και ήταν έτοιμος να δώσει και τη ζωή του ακόμη. Όλα αυτά όμως μέχρι πού ήρθε στο Μωριά ό Μπραΐμης. Τότε τα πράγματα έγιναν δύσκολα και δυσκόλεψαν ακόμα μετά τη μάχη στο Μανιάκι και την πτώση του Μεσολογγίου. Τα ασκέρια του Μπραΐμη δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο Μωριά. Ή Επανάσταση είχε σχεδόν τελειώσει. Φόβος και τρόμος παντού. Μα το χειρότερο από όλα ήταν ή προσπάθεια των Τούρκων να προσκυνήσουν οι ραγιάδες. Είναι αλήθεια ότι πολλά χωριά, το ένα μετά το άλλο για να σωθούν, είχαν προσκυνήσει ή ήταν έτοιμα να προσκυνήσουν. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους μοίραζαν προστασία και αξιώματα στους προσκυνημένους και ξέσπαγαν εναντίον των Χριστιανών.

Ό Σαγιάς τα ζούσε όλα αυτά στα μέρη της Πάτρας πού πολεμούσε. Έβλεπε τώρα τη λευτεριά να χάνεται, τα όνειρα του να ζήσει ελεύθερος να μένουν όνειρα και τον έπιανε το παράπονο. Φαντάζεσαι λοιπόν τι έγινε όταν μία ημέρα ο Καπετάνιος του τού έδειξε ένα φιρμάνι της Πόλης πού τον ονόμαζε Μπέη. Τού είπε ότι ό Μπραΐμης τον κάλεσε στην Πάτρα τού ζήτησε να προσκυνήσει και αυτός δέχθηκε. Ό Σουλτάνος τον έκανε Μπέη και ότι μεγάλο αξίωμα θα είχε και αυτός αν δεχόταν να προσκυνήσει.

Ό Σαγιάς δεν είπε λέξη, άλλα αμέσως έφυγε για το σπίτι του να το σκεφθεί. Το σκέφθηκε από εδώ το σκέφθηκε από εκεί και τέλος αποφάσισε. Πήγε σε ένα Μοναστήρι κοντά στα Καλάβρυτα βρήκε τον Κολοκοτρώνη και τού ζήτησε την άδεια να σκοτώσει τον προσκυνημένο γυναικάδελφο του. Ό Κολοκοτρώνης δέχθηκε. Γρήγορα όμως ό Σαγιάς μετάνιωσε. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτός ό φονιάς τού αδελφού του. Καινούργιος Κάιν θα γινόταν; Όχι δε θα το έκανε ποτέ αυτό, ας Τούρκεψε ό γυναικάδελφός του. Αποφάσισε λοιπόν να πάρει τη γυναίκα του και ό,τι από το βιός του μπορούσε και να φύγει, να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε για να ζήσει άγνωστος σε άγνωστους.



Ήρθε λοιπόν και έγινε ψυχογιός σε κάποιον στο Μπαλί. Το ξέρεις το χωριό πού είναι πάνω από το Πεταλίδι.

Θα περάσει αρκετός καιρός όταν μια μέρα εκεί πού όργωνε με τα βόδια είδε να τον πλησιάζουν τέσσερα αρματωμένα παλικάρια. Το ένα από αυτά του φάνηκε γνωστό.

-Κερατά Σαγιά. Σκυλί μαύρο. Τουρκόσπορε τού είπαν. Νόμισες ότι θα μας γλιτώσεις. Παρακάλεσε τώρα τον Αλλάχ σου να σε δεχθεί στον Παράδεισο του γιατί θα πεθάνεις.

-Ποιόν Αλλάχ ρε παιδιά; Τι είναι αυτά πού μου λέτε; Ποιος προσκύνησε; Τι θέλετε από μένα; Τόλμησε να ρωτήσει.

-Τότε γιατί δεν έκανες εκείνα πού σε διέταξε ο Κολοκοτρώνης άλλα εξαφανίσθηκες; Του είπαν. Νόμισες ότι δε θα σε βρούμε ε... Τώρα πού έχουμε Πατρίδα. Τώρα πού έχουμε Κυβερνήτη εσείς είσασθε προσκυνημένοι με τους Τούρκους;

Να μην στα πολυλογώ τού έδωσαν ένα γράμμα από το γέρο Κολοκοτρώνη με εντολή να σκοτώσει τον πρώην Καπετάνιο του, πράγμα που ο Σαγιάς δέχτηκε και εκτέλεσε την εντολή.

Όταν γύρισε δεν είπε τίποτε στη γυναίκα του άλλα μάζεψε τα λίγα πράγματα του και ήρθε και εγκαταστάθηκε στους Χαλιάδες (σ. τοποθεσίες του οικισμού Αγίας Σωτήρας Κοινότητας Πανυπερίου) στο γκρεμισμένο σπίτι πού είναι λίγο πάνω από το δικό μας. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν για το ποιος είναι πώς λέγεται άλλα εξακολουθούσε να ζει άγνωστος. Για τους συγχωριανούς και τους φίλους του ήταν ό άνθρωπος από του Μπαλί.

[...] Ο Σαγιάς είχε αποκτήσει και άλλα παιδιά. Κανένας από τους γνωστούς, τους φίλους του, τους συγχωριανούς του δεν γνώριζε το πραγματικό του επώνυμο. Για όλους ήταν ο άνθρωπος από του Μπαλί «ο Μπαλιώτης». Με αυτό το επώνυμο δήλωσε και την οικογένεια του στο Δήμο.
[...]


Πηγή (ολόκληρο το κείμενο) >>>>>>>

ΠΗΓΗ:lykawn.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: