Η 55η επέτειος της έναρξης του αγώνα της ΕΟΚΑ μας καλεί να αναλογιστούμε εκείνους τους τίμιους αγωνιστές που άγιασαν με την θυσία τους κάθε σπιθαμή της Κύπρου. Έχουμε υποχρέωση απέναντί τους να λευτερώσουμε αυτό τον τόπο. Θα είμαστε καταραμένοι όχι μόνο από τους ήρωες της ΕΟΚΑ, αλλά και από όλους τους ήρωες της μακραίωνης ιστορίας της Κύπρου, οι οποίοι με το αίμα τους κράτησαν το νησί ελληνικό. Οι λεβέντες της ΕΟΚΑ βγήκαν στα βουνά ξέροντας ότι: Ή θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε. Και πήραν αυτή την υπερκόσμια απόφαση, που δίδαξε, που καθοδήγησε και έγραψε τη δική της χρυσή ελληνική ιστορία. Είναι αυτές οι στιγμές που μας δένουν ακατάλυτα με την ψυχή μας. Είναι εκείνες οι ιστορικές θύμησες που χαράκτηκαν μέσα μας, αιώνιοι σηματοδότες της λευτεριάς μας.
Ήταν εκείνη την ανοιξιάτικη πρώτη μέρα του Απρίλη του 1955 που τα όνειρα του Κυπριακού Λαού για Λευτεριά και Ένωση με τη μητέρα Πατρίδα έπαιρναν σάρκα και οστά. Αιώνες ολόκληρους ο Κυπριακός Ελληνισμός, καρτερικά περίμενε αυτή τη μέρα. Γενιές και γενιές γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έσβησαν μέσα στην καταφρόνια της σκλαβιάς και της ατίμωσης.
Tο ξημέρωμα της 1ης Απριλίου 1955 ήταν διαφορετικό. Ακούστηκαν πολλές εκρήξεις βομβών σε όλες τις πόλεις , φυλλάδια γέμισαν τους δρόμους καλώντας τους Έλληνες της Κύπρου να ξεσηκωθούν, μαθητές χύθηκαν στους δρόμους με τις γαλανόλευκες. Οι αποικιοκράτες, απορημένοι, αμόλησαν τους χαφιέδες στους δρόμους και στα καφενεία
Μετά από λίγες μέρες οι Άγγλοι ήταν βέβαιοι πως άρχιζε το τέλος της παντοδυναμίας τους. Οι Έλληνες της Κύπρου, παίρνοντας την σκυτάλη από τους προγόνους τους του 1821, απαιτούσαν Ελευθερία ή Θάνατο. Με λιανοντούφεκα, κυνηγετικά και ελάχιστα αυτόματα του 1940 που έφτασαν από την Ελλάδα, τα αμούστακα παιδιά της ΕΟΚΑ έστηναν ενέδρες στους Άγγλους στρατιώτες, προκαλούσαν δολιοφθορές στα στρατόπεδά τους και ενοχλούσαν συνεχώς, με κάθε τρόπο και μέσο, τον αποικιοκράτη δυνάστη.
Θέλοντας να καταστείλουν την επανάσταση, οι αφέντες Άγγλοι μετέφεραν στο νησί περισσότερα στρατεύματα, έκτισαν φυλακές και κρατητήρια, ανύψωσαν την αγχόνη με τον φοβερό της βρόχο. Κι εκεί μέσα στη φυλακή, μεταξύ κελιού και αγχόνης, μεταξύ ζωής και θανάτου, γράφεται μία χρυσή σελίδα του Κυπριακού έπους, μία λάμψη στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων. Η αγχόνη άρχισε το ανατριχιαστικό της έργο, όμως η αποικιακή ηγεσία αντίκρισε με δέος τους καταδικασμένους σε θάνατο αγωνιστές, να προχωρούν προς το ικρίωμα τραγουδώντας ύμνους προς την Ελευθερία Οι απαγχονισθέντες αγωνιστές δεν λιποψύχησαν μπροστά στην αγχόνη, δεν τους επέτρεψε η ελληνική τους περηφάνεια να τους σύρουν εκεί οι υποτακτικοί των Άγγλων.
Δεν τους λύγισαν τα βασανιστήρια, ούτε οι στερήσεις, δεν τους έκαμψε η ψυχολογική πίεση των βασανιστών τους, δε δείλιασαν ακούγοντας τη προηγούμενη μέρα το φοβερό ήχο της αγχόνης την ώρα της εκτέλεσης του συντρόφου τους.
Εκείνος ο ήχος της θηλιάς, όταν τέντωσε το σχοινί για να πάρει τη ζωή του συμπολεμιστή τους, λύγιζε ακόμη και τ' άψυχα σίδερα, όμως δεν στάθηκε ικανός να λυγίσει τους αντρειωμένους αντάρτες της ΕΟΚΑ.
Αμήχανοι οι δήμιοι παρακολουθούν τη λεβεντοσειρά των ηρώων με τη θηλειά στο λαιμό και γρήγορα το εχθρικό μένος τους μεταβάλλεται σε θαυμασμό για τα αμούστακα παλικάρια. Κανένα απ' αυτά τα παλικάρια δε δείλιασε. Από κανέναν δεν απέσπασαν ούτε μία πληροφορία οι Άγγλοι. Έτσι απλά προτίμησαν το Θάνατο από την ατίμωση, την Αρετή από την καλοπέραση, τη Λεβεντιά από τη δειλία. Έτσι, απλά πορευτήκανε μερικά μέτρα από το κελί τους μέχρι την αγχόνη για να μπουν στο πάνθεο των ηρώων και στην αθανασία.
Οι επαναστατημένοι, όμως, συνέχιζαν απτόητοι να κτυπούν στρατιωτικούς στόχους, γράφοντας με το αίμα τους ένα ακόμα έπος στην μακρόχρονη ελληνική ιστορία της Κύπρου. Παρά τις προσπάθειες των αποικιοκρατών, οι αγωνιστές δεν λύγιζαν. Κτυπούσαν και ξανακτυπούσαν τα αγγλικά στρατόπεδα, τα αγγλικά στρατεύματα τα αγγλικά συμφέροντα!
Περπάτησαν μόνοι από τα κελιά των μελλοθανάτων μέχρι τον τόπο της εκτέλεσης και αν δεν ήταν πισθάγκωνα δεμένοι με χειροπέδες θα έπαιρναν οι ίδιοι με τα χέρια τον βρόχο και θα τον έβαζαν στο λαιμό τους. Θεωρούσαν την ακριβή ζωή τους πιο μικρή από τον πόθο της Λευτεριάς. Μπορούσαν να προδόσουν τους συναγωνιστές τους, να πάρουν ένα μεγάλο ποσό για αμοιβή και να φύγουν με την οικογένειά τους για την Αγγλία. Όμως η Ελληνική ψυχή τους το απαγόρευε. Και έμειναν στον τόπο της μάχης για να γίνουν ολοκαύτωμα σε υπόγεια κρησφύγετα, για να πέσουν νεκροί, διάτρητοι από σφαίρες σε αγιασμένους από το αίμα τους αχυρώνες. Γνώριζαν καλά πως με τον θάνατό τους θα φωτιζόταν περισσότερο ο ’Ηλιος της Δικαιοσύνης, τον οποίον επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν πάνω από την πικρή-μικρή πατρίδα. Ξεφτίλισαν τον ίδιο το θάνατο, μεθυσμένοι από το γλυκό κρασί που μόνο οι Έλληνες μπορούν να φτιάχνουν εδώ και αιώνες, όταν η πατρίδα το απαιτεί... ΠΗΓΗ:www.apoellas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου