Κείμενα: Φοίβος Αποστολόπουλος, Γεράσιμος Καραμπελιάς, Χρήστος Κoρκόβελος, Σπύρος Κουτρούλης, Στέφανος Κωνσταντινiδης, Ογκνυάν Μίντσεφ, Θεόδωρος Μπατρακούλης, Γιώργος Ρακκάς, Θέμος Στοφορόπουλος, Θανάσης Τζιούμπας
Σελ. 247
Τιμή: 15 ευρώ
Εισαγωγή
Ο νεο-οθωμανισμός αποτελεί ολοκλήρωση και επέκταση του ισλαμο-κεμαλισμού, στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και της περιφερειακής πολιτικής. Απέναντι στην εξασθένιση των περισσότερων από τους γείτονες της Τουρκίας, γεννιέται ο «πειρασμός» για μια επεκτατική πολιτική με νέους όρους, δηλαδή έναν συνδυασμό οικονομικής, στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος, η οποία χρησιμοποιεί το Ισλάμ και τη στρατηγική συμμαχία με τη Δύση ως τους δύο πυλώνες της. Εξ ου και οι παράλληλες κινήσεις για συμμετοχή-αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης –διότι η τουρκική συμμετοχή θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια «χαλαρή» Ευρώπη– και, παράλληλα, η ενίσχυση των δεσμών με τις γειτονικές χώρες, μέσω της χρήσης της ισχύος, της οικονομίας και του Ισλάμ. είτε ως ομοδοξίας, στην περίπτωση των Αράβων, των Κούρδων ή των κεντροασιατών, είτε με τη χρησιμοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, στην περίπτωση της Ρωσίας και των Βαλκανίων.
Ο νεο-οθωμανισμός –αν και δεν ταυτίζεται, μια και διαθέτει μια αυτόνομη δυναμική–, συμβαδίζει με τους σχεδιασμούς των Η.Π.Α., της Αγγλίας, και των πολυεθνικών, που επιθυμούν να συγκροτηθεί ένας ισχυρός ατλαντικός πόλος στην Ανατολική Ευρώπη γενικότερα, και τη νοτιοανατολική ειδικότερα, ο οποίος θα εμποδίσει οποιαδήποτε επανεμφάνιση της Ρωσίας και θα προσδέσει ολόκληρη την Ευρώπη στο ατλαντικό άρμα, υποσκελίζοντας –σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία– την «παλαιά Ευρώπη». Ο σχεδιασμός αφορά στο σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, Βορειοανατολικής και Νοτιοανατολικής. Ως προς τη βορειότερη, το σχέδιο στηρίζεται αποφασιστικά στην Πολωνία και επιχειρεί να εντάξει την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Ως προς τη νότια πτέρυγα, βασικό κέντρο στήριξης αυτής της πολιτικής είναι η Τουρκία. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, κεντρικός γεωπολιτικός πόλος στην περιοχή θεωρείται η Κωνσταντινούπολη –η οποία, με τα δεκαπέντε εκατομμύρια πληθυσμό της, αποτελεί ήδη το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο– και η Τουρκία ως η σταθερότερη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει την επανεμφανιζόμενη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική προϋποθέτει την κονιορτοποίηση των βαλκανικών, ειδικά των ορθόδοξων, πληθυσμών, και την «ενοποίησή» τους κάτω από μια νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την υψηλή εποπτεία των Η.Π.Α.
***
Ο κεμαλισμός στηριζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική απειλή στο εξωτερικό, παράλληλα με την εσωτερική αναδίπλωση και την καταστολή στο εσωτερικό. Η νεο-οθωμανική στρατηγική εκτός από την στρατιωτική ισχύ πρέπει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την «soft power» της οικονομίας, του πολιτισμού, της διπλωματίας, εάν θέλει να συγκροτήσει, στην άμεση περιφέρειά της, μια σειρά από κράτη και δυνάμεις υποτελή ή εξαρτώμενα.
Χαρακτηριστική είναι η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο, όπου η Τουρκία, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με τη στρατιωτική της ισχύ –την οποία και συντηρεί με τη στρατιωτική παρουσία στο νησί–, από ένα σημείο και μετά, αναπτύσσει μια νέα τακτική, που έχει οδηγήσει στις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις των «κοινοτήτων». Δεν αρκείται στη διχοτόμηση, όπως κάποτε, αλλά, χρησιμοποιώντας το δόλωμα της «επανενοποίησης», απεργάζεται την ουσιαστική επικράτησή της στο σύνολο της νήσου. Το άνοιγμα της πράσινης γραμμής και οι μετακινήσεις Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και Τούρκων στην ελεύθερη Κύπρο νομιμοποιούν το έγκλημα της Κατοχής και εθίζουν τους Ελληνοκυπρίους σε μια νεο-οθωμανική Κύπρο. Στη Βουλγαρία, μέσω της τουρκικής και μουσουλμανικής μειονότητας, η Τουρκία ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις, μια και η μειονότητα συμμετέχει σε όλες τις κυβερνήσεις, άσχετα με τον προσανατολισμό τους και καθορίζει αποφασιστικά τη βουλγαρική πολιτική.
Έναντι της Ελλάδας, χρησιμοποιείται μια πολυεπίπεδη πολιτική. Σε ένα πρώτο αποφασιστικό πεδίο, συνεχίζεται ο στρατιωτικός εκβιασμός και εκφοβισμός σε Ελλάδα και Κύπρο, διότι μια νεο-οθωμανική Τουρκία δεν μπορεί να ανεχτεί ένα ελληνικό Αιγαίο, όπως υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου, ενώ θέλει να ολοκληρωθεί η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα. Όμως, η νεο-οθωμανική Τουρκία χρησιμοποιεί παράλληλα και τη διπλωματία, την οικονομία, τον πολιτισμό και τις μειονότητες για να προωθήσει την πολιτική της. Και η χρήση των μειονοτήτων δεν περιορίζεται στην προφανή χρήση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Θράκη, αλλά περιλαμβάνει και την ίδια τη χρήση των ελληνικών ή «ρωμαίικων» μειονοτήτων στην Τουρκία! Έτσι, το Πατριαρχείο και η ελληνική μειονότητα στην Πόλη επιχειρείται να μεταβληθούν στα χέρια των Τούρκων σε όπλο για την υποταγή της Ελλάδας στην τουρκική πολιτική. Όχι μόνο διότι ο Πατριάρχης είναι υποχρεωτικά Τούρκος υπήκοος, αλλά διότι η παραμονή του πατριαρχείου στην Πόλη ενισχύει το «τουρκικό» λόμπυ στην Ελλάδα, που, με το καρότο της νοσταλγίας για τις «χαμένες πατρίδες» και την οικουμενική ορθοδοξία, θέλει να επιβάλει τη σταδιακή αποδοχή της τουρκικής επικυριαρχίας και την παράλογη στήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Έχει καταντήσει, η επίσημη Ελλάδα, να θέτει ως μοναδικό αίτημα έναντι της Τουρκίας το… άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης!
***
Ωστόσο ο νεο-οθωμανισμός δεν αποτελεί πλέον μια εξωτερική απειλή και μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνιστά μια εσωτερική παράμετρο της πολιτικής μας ζωής, δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί διαρκώς ισχυροποιούμενες ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα και την Κύπρο, που προωθούν και υποστηρίζουν τον τουρκικό νεο-οθωμανισμό, διότι θεωρούν ότι αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους. Ομάδες συμφερόντων που έχουν ως πυρήνα τους τη διεθνοποιημένη και παρασιτική αστική τάξη της Ελλάδας, αλλά επεκτείνονται και σε πολλούς άλλους κύκλους, από ομάδες διανοουμένων και καλλιτέχνες έως προοδευτικά πολιτικά κόμματα και εκκλησιαστικούς παράγοντες και συμφέροντα, που, είτε από εθελοδουλία είτε από πολύ πεζούς και υλικούς παράγοντες (π.χ. ο πολύ μεγάλος αριθμός δίσκων, που ορισμένοι μουσικοί μας πουλούν στην τουρκική αγορά), προωθούν επίσης μια λογική «ελληνοτουρκικής φιλίας».
Ένα μέρος των ελίτ, αναπτύσσει μια τυπικά «νεο-φαναριώτικη» αντίληψη: κάτω από την αμερικανο-οθωμανική ομπρέλα, να αποσπάσει και το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, από τις Τράπεζες έως τα ποικιλώνυμα «λόττο», ένα μερίδιο από τη βαλκανική πίτα, χωρίς να ενδιαφέρει το εάν θα θιγούν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμα και εάν γίνουν εθνικές παραχωρήσεις μεγάλης κλίμακας[1]. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία, ακόμα και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει αποφασιστικό ρόλο ως υποσταθμός και δορυφορική πόλη της Κωνσταντινούπολης και ως πόλος της ατλαντικής πολιτικής. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούσε σχεδόν απροκάλυπτα η κυβέρνηση Σημίτη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, σε αυτήν υπετάγη και η κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ σε μια σημειολογικά φορτισμένη κίνηση ο Γιώργος Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, πέντε μέρες μετά την εκλογή του, τον πρώτο ξένο ηγέτη που συνάντησε τον Οκτώβριο του 2009, ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν, και μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη.
Έχει παρέλθει κατά συνέπεια η εποχή κατά την οποία την υποταγή στα τουρκικά κελεύσματα σε Ελλάδα και Κύπρο επέβαλλαν κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών «συμμάχων» μας, και έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο κατά την οποία η υποταγή στον νεο-οθωμανισμό καθίσταται επιλογή των ελληνικών ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο. Γι’ αυτό και η υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., γι’ αυτό και η αποδοχή των τετελεσμένων της Κατοχής στην Κύπρο, γι’ αυτό και τα γλυκερά κηρύγματα της υποταγής. Από τη στιγμή που η νεο-οθωμανική Τουρκία επιστρέφει ως «μεγάλη δύναμη» στην περιοχή, ενώ παράλληλα εξασθενεί η επιρροή και η ισχύς των Αγγλοαμερικανών, ένα αυξανόμενο τμήμα των ελληνικών ελίτ ετοιμάζεται να αναλάβει ένα ρόλο σύγχρονων Φαναριωτών, αποδεχόμενο την επικυριαρχία των νέων ισχυρών της περιοχής.
***
Η λογική της υποταγής έχει βαθιές ρίζες και μακρά ιστορία στην ίδια τη διαμόρφωση και τη γένεση των σύγχρονων ελληνικών ελίτ. Η διπλή κατοχή του ελληνικού κόσμου από το 1204 και μετά, από τους Δυτικούς και τους Τούρκους, αλληλοδιάδοχα ή και ταυτόχρονα, δεν επέτρεψε στην εγχώρια αστική τάξη να αναπτυχθεί με βάση την εγχώρια παραγωγή. Τα Αμπελάκια θα καταστραφούν από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι όχι μόνο δεν θα προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά θα μεταβάλουν την ίδια την οθωμανική επικράτεια σε ημι-αποικία, εξάγοντας κυρίως πρώτες ύλες –βαμβάκι, σταφίδα, καπνό– και εισάγοντας βιομηχανικά προϊόντα.
Έτσι για τους Έλληνες, αλλά και τους Αρμένιους, ο μόνος ρόλος που ήταν επιτρεπτός ήταν εκείνος του ενδιαμέσου, μεταξύ Δύσης και Οθωμανών, γι’ αυτό και η ελληνική αστική τάξη θα αναπτυχθεί ως εμπορική ή εμποροναυτική δύναμη. Γι’ αυτό και από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες θα δρουν περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Νότια Ρωσία, την Αυστροουγγαρία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ως έμποροι και, στα νησιά, ως ναυτικοί.
Συνέπεια της οθωμανικής κυριαρχίας και του εμπορο-διαμετακομιστικού χαρακτήρα των Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν και οι ανάλογες εξελίξεις στον πνευματικό και ιδεολογικό τομέα. Ο πνευματικός «εκσυγχρονισμός» του νεώτερου ελληνισμού θα αποκοπεί από τη βυζαντινή παράδοση και θα προσκολληθεί στην Αρχαία Ελλάδα και τη δυτική νεωτερικότητα, ενώ θα εξαρτάται απόλυτα από τα δυτικά πανεπιστήμια και τυπογραφεία, το δε Βυζάντιο θα ταυτιστεί μόνο με τη θρησκευτική παράμετρο της ελληνικής πνευματικότητας· διχοτόμηση που θα πυροδοτήσει αναρίθμητες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στη συνέχεια. Έτσι το σύγχρονο θα ταυτιστεί με το εισαγόμενο και στην καλύτερη περίπτωση με το αρχαιοελληνικό, ενώ το εγχώριο με την παράδοση και το «ξεπερασμένο».
Και στις δύο περιπτώσεις, η βάση αναφοράς των αρχουσών ελίτ του ελληνισμού, είτε επρόκειτο για το εμπορικό κεφάλαιο είτε για τους Φαναριώτες, κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα είναι μια οργανική σύνδεση με τον ελληνικό λαό, με παραγωγικά και δημιουργικά χαρακτηριστικά, αλλά οι ποικίλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις είτε με το δυτικό κεφάλαιο και τις ξένες δυνάμεις, είτε με τους Οθωμανούς είτε, κάποιες φορές, και με τους δύο ταυτόχρονα – στην καλύτερη περίπτωση, εκ παραλλήλου. Γι’ αυτό το ελληνικό κεφάλαιο θα είναι πάντα «μεγαλύτερο» από την εσωτερική συσσώρευση της Ελλάδας και της Κύπρου στη συνέχεια.
***
Η πρόσφατη λοιπόν στροφή προς τον νεο-οθωμανισμό συνιστά μια στροφή μεγάλων διαστάσεων, κυριολεκτικά ιστορικής σημασίας, που εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της ελληνικής ιστορίας καθώς και του ιστορικού χώρου που μας περιβάλλει.
Όλη η μακρά περίοδος από την ελληνική επανάσταση μέχρι το 1974 περιγράφει τη δυτικόστροφη φάση του ελληνικού κεφαλαίου και των ελίτ, δεδομένου ότι η οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή μέχρι το 1922, ενώ η Τουρκία δεν θα επανεμφανιστεί ως επεκτατική δύναμη στην περιοχή, παρά το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Η παρασιτική υφή των ελληνικών ελίτ θα εκφράζεται κατ’ εξοχήν ως δυτικολαγνεία και υποταγή στα κελεύσματα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας και των ΗΠΑ, κατ’ εξοχήν.
Από το 1974 αρχίζει μια μεταβατική περίοδος, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, περίοδος κατά την οποία οι ελληνικές ελίτ θα δοκιμάσουν να αντισταθούν στον αρχόμενο μετά την εισβολή στην Κύπρο νεο-οθωμανισμό της Τουρκίας, υπό τη σκέπη της Δύσης με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προστασία.
Ωστόσο, μετά το 1990, τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά. Τα Βαλκάνια αποσυντέθηκαν μετά την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου, ο αραβικός κόσμος υπέστη μια ακόμα δεινή ήττα με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ και η Τουρκία αναδείχθηκε σε έναν σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό πόλο, με έναν πληθυσμό που ξεπερνάει τα 70 εκατομμύρια και εξαγωγές πολλαπλάσιες από τις ελληνικές. Μπροστά στον κίνδυνο του ριζοσπαστικού Ισλάμ για τη Δύση και την επανεμφάνιση της «ρωσικής αρκούδας», η Τουρκία καθίσταται αποφασιστικός κόμβος της νέας τάξης πραγμάτων.
Για τις ελληνικές ελίτ υπήρχαν δύο επιλογές: ή να αντισταθούν στην επέκταση του νεο-οθωμανισμού, συγκροτώντας ένα βαλκανικό και ένα μεσανατολικό μέτωπο αναχαίτισής του, όπως είχε δοκιμάσει να κάνει προς στιγμήν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ή να αποδεχθούν τα νέα δεδομένα και να ενταχθούν στην αναδυόμενη νεο-οθωμανική πραγματικότητα, εξισορροπώντας απλώς την τουρκική επιρροή με άλλες –δυτική ή ρωσική– και πάντα με το «αζημίωτο», κερδίζοντας δηλαδή από αυτή τη νεο-οθωμανική επιχειρηματική ζώνη, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο.
Από την εποχή της τελευταίας διακυβέρνησης Παπανδρέου και κυρίως επί Σημίτη στην Ελλάδα και επί Κληρίδη στην Κύπρο, η δεύτερη γραμμή καθίσταται κυρίαρχη. Με πρωτοπόρους τους βάρδους του αντιεθνικισμού, τους διανοούμενους της Αριστεράς που θα προετοιμάσουν ιδεολογικά το έδαφος, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στη δεκαετία του 2000 θα γίνουν σταδιακά νεο-οθωμανικές. Το Σχέδιο Ανάν και η πολιτική Χριστόφια, ο Γιώργος Παπανδρέου και η Ντόρα Μπακογιάννη, τα τουρκικά σίριαλ στην τηλεόραση, η αλλοίωση της ιστορίας, οι τεράστιες επενδύσεις της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία και ο αυξανόμενος ρόλος του ελεγχόμενου από τους Τούρκους Πατριαρχείου στην ελλαδική Εκκλησία, είναι εκφάνσεις αυτής της νέας πραγματικότητας στην οποία σταδιακώς, με ομοιοπαθητικά αυξανόμενες δόσεις, εθίζεται ο ελληνικός λαός.
Και όμως η Τουρκία δεν είναι παντοδύναμη, όπως φαντάζονται οι ανίκανες πνευματικές και πολιτικές ηγεσίες μας. Δεν είναι, σε καμία περίπτωση, κάτι ανάλογο με την παλαιά οθωμανική Αυτοκρατορία. Όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει το μόνιμο και αξεπέραστο αγκάθι του κουρδικού, αλλά και διότι έχει δίπλα της δυνάμεις που μπορούν να βάλουν φραγμό στην επεκτατικότητά της. Η Ρωσία, το Ιράν, ο αραβικός κόσμος και μια, επιτέλους, ενωμένη Βαλκανική, μπορούν ή θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τη νεο-οθωμανική Τουρκία σε αναδίπλωση και αποδοχή μιας σχετικής ισορροπίας δυνάμεων.
Και το κλειδί μιας ενωμένης Βαλκανικής το κρατάει σήμερα η Ελλάδα, όπως ίσως κάποτε το κρατούσε η Γιουγκοσλαβία. Μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να θέσουν οριστικά τέλος στην προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την παράλληλη συγκρότηση ενός βαλκανικού ευρωπαϊκού πόλου, που θα αποτελεί γέφυρα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και θα διαμορφώνει εκείνες τις συμμαχίες που θα δρουν αποτρεπτικά έναντι του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού.
Με μια προϋπόθεση: Την προϋπόθεση μιας εσωτερικής επ-ανάστασης του ελληνισμού. Μιας καθολικής ανατροπής του κυρίαρχου μεταπρατικού –οικονομικού, πολιτισμικού και πολιτικού– προτύπου, με στροφή προς μια αυτόκεντρη, οικολογική, αποκεντρωτική ανάπτυξη. Μιας ιδεολογικής επανάστασης που θα επαναφέρει στο επίκεντρο των αξιών του ελληνισμού τον πατριωτισμό, την άρνηση του χυδαίου καταναλωτισμού, την ισότητα και την ελευθερία. Που θα ενώσει, επιτέλους, τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» και την αρχαία ελληνική πολιτειότητα, τη λαϊκο-επαναστατική παράδοση του ’21 και της Αντίστασης, με τον Διαφωτισμό, σε μια, εδώ και οκτώ αιώνες, αναζητούμενη αλλά ανολοκλήρωτη σύνθεση.
Και όλα αυτά δεν αποτελούν όνειρα ή αθεμελίωτες ονειροφαντασίες. Αποτελούν προϋποθέσεις της επιβίωσής μας και ταυτόχρονα συμπλέουν, συμβαδίζουν με τις δυνατότητες και τις τάσεις της μετα-παγκοσμιοποιητικής εποχής στην οποία έχουμε εισέλθει. Αρκεί ο ελληνικός λαός να το θελήσει, αποτινάζοντας επί τέλους την αίσθηση της ανημπόριας και την ιστορική κατάθλιψη που τον διαπνέει.
Γι’ αυτό και τη ραδιογραφία του νεο-οθωμανισμού, που επιχειρούμε, δεν πρέπει να τη δούμε ως μια πρό(σ)κληση σε απαισιοδοξία και εγκατάλειψη, αλλά ως μια ρεαλιστική αποτύπωση και καταγραφή ενός φαινομένου, και κατά συνέπεια ως μια πρόκληση για την ανάλογη απάντηση, για την επ-ανάσταση που χρειαζόμαστε. Και επί τέλους, όπως τόνιζε ο Αντόνιο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία του λογικού και αισιοδοξία της βουλήσεως».
Γ. Κ
[1] Αυτή η στρατηγική είχε πρωτοεμφανιστεί στο παρελθόν υπό τη μορφή της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας που προωθούσε η μετεμφυλιακή δεξιά και η χούντα: «Έξι μήνες μετά την πρωθυπουργοποίησή του, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που έδωσε στην καθημερινή εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως, Μιλιέτ, και που δημοσίευε η εφημερίδα αυτή στις 28 Ιουνίου 1968, δήλωσε: “Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Ατατούρκ και του Βενιζέλου… Πρέπει να ενώσουμε τις δύο ακτές του Αιγαίου”. Ο Τούρκος δημοσιογράφος τον ρώτησε τότε εάν με την ένωση δύο χωρών εννοούσε ομοσπονδία. “Θέλω ιδιαιτέρως να υπογραμμίσω”, απάντησε ο Παπαδόπουλος, “την πίστη μου στην αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως αυτής της ομοσπονδίας… Εάν είχα μαγική δύναμη θα έκανα το παν για την πραγματοποίηση της ομοσπονδίας και θα οδηγούσα πάραυτα τον λαό μας προς αυτήν την κατεύθυνση”. Το 1969 και το 1970, ο “αρχηγός της ελληνικής επαναστάσεως” έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αναπτύξει την ελληνοτουρκική φιλία. […]. Αλλά χρειάστηκε να περιμένει τη στρατιωτική επέμβαση στην Άγκυρα, στις 12 Μαρτίου 1971, για να πάρει ευμενή ανταπόκριση από την απέναντι όχθη. Έγινε πρώτα η δήλωση του Μετίν Τοκέρ, γαμπρού του Ισμέτ Ινονού, που ήρθε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 1971. Έλεγε πως, κατόπιν της συναντήσεώς του με τον Παπαδόπουλο, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε ειλικρινά την τουρκοελληνική φιλία. Άλλωστε, επρόκειτο να δημοσιεύσει στη Μιλιέτ, δηλώσεις του […]
Οι δηλώσεις του Παπαδόπουλου δημοσιεύτηκαν πράγματι , στις 29 Μαΐου 1971. Από τις ερωτήσεις έβγαινε καθαρά ότι η πραγματοποίηση της συνομοσπονδίας εξαρτούνταν από δύο όρους: την ύπαρξη και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ισχυρών κυβερνήσεων· και τη λύση του Κυπριακού. […]. Όσο για το Κυπριακό, η γνώμη του “αρχηγού της ελληνικής επαναστάσεως”, ήταν πως η λύση του δεν ήταν αναγκαίο προηγούμενο, διότι διαφορετικά θα κινδυνεύαμε, είπε, “να χάσουμε το πέταλο για το καρφί”. Και πρόσθεσε: “Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μας οδηγεί προς μία ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί ίσως σε 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί. Πρέπει να δεχθούμε πως είμαστε μικρές χώρες. Εάν έχουμε την ένωση, τότε η δύναμή μας έναντι των μεγάλων χωρών δεν θα διπλασιαστεί απλώς, αλλά θα πολλαπλασιαστεί… Ο κ. Ερίμ πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό που λέει ο κ. Παπαδόπουλος το πιστεύει και θα το κάνει… Δηλώνω κατηγορηματικά ότι θα κάνουμε αυτό που κηρύττουμε… Ήμουν στο κρεβάτι μου όταν το έμαθα (τον σεισμό του Μπινγκέλ στην ανατολική Τουρκία). Η πρώτη σκέψη υπήρξε… με ποιον τρόπο η Ελλάς θα μπορούσε να βοηθήσει την Τουρκία στη δύσκολη αυτή στιγμή. Πιστέψτε με, δεν επρόκειτο περί απλής ανθρωπιστικής στάσεως, αλλά διότι η Τουρκία είχε κτυπηθεί». Από το βιβλίο του Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου (1928-1973), σσ. 305-307. Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου