«Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χορός, χορός»
Αϊτή: “Les blancs debarquent»! Χτες ξεμπαρκάρισαν οι λευκοί! Σήμερα ξεμπαρκάρισε ο εγκέλαδος, ξεμπαρκάρισε η καταστροφή, ξεμπαρκάρισε των δήμιων η φριχτή καταπαχτή!
Αμέτρητες χιλιάδες οι νεκροί. Η χώρα βούλιαξε κάτω απ’ τη μανία του εγκέλαδου, λες και κάποιοι θεοί την έχουν καταραστεί!
«Πολλών δ’ ανθρώπων είδον άστεα και νόον έγνων…». Πάνε χρόνια τώρα που μ’ ένα τουριστικό πλοίο, με σημαία Παναμά, το Ocean Islander, είχα επισκεφτεί τη χώρα αυτή. Αυτό που μου έμεινε και το κουβαλάω ακόμη σαν ένα κακό όνειρο, ήταν η γύμνια και η εξαθλίωση του πληθυσμού. Είχα βρεθεί αντιμέτωπος με τους κολασμένους της γης. Μύριζα την άφραχτη οσμή του ντόπιου πληθυσμού κι αυτό μου προκαλούσε αποστροφή.
Χρειαζόταν τόλμη να τους πλησιάσεις, να τους συμπαρασταθείς. Δεν ήταν τότε εύκολο να καταλάβω ότι βρισκόμουνα στο βόρβορο της Δύσης. Γνώριζα τόσα λίγα για την αποικιοκρατία και τα επακόλουθά της. Κι είχα μάλιστα παρεξηγήσει το αγριεμένο βλέμμα των ανθρώπων, όταν έπεφτε πάνω σ’ έναν λευκό.
Και τώρα, μετά το σεισμό, κάθομαι και θυμάμαι και τι δεν θυμάμαι! Αυτοί οι άνθρωποι, μού πλήγωναν την ψυχή. «Άντε, βιάσου, βιάσου, απομακρύνσου από τον κίνδυνο», έλεγα στον εαυτό μου και πήγαινα στην καμπίνα μου να κρυφτώ. Κι όμως έξω έτρεχε όλη η κίβδηλη ιστορία του δυτικού κόσμου. Τα μαύρα σκελετωμένα κορμιά που τριγυρνούσαν στους δρόμους, ήταν το δείγμα γραφής του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού κι εγώ δεν το έβλεπα. Η ζωή μου ήταν γλισχρή, γιατί έτσι την είχε κατασκευάσει το σύστημα. Έβλεπα τον κόσμο με τα μάτια της μικροαστικής κοινωνίας, κάτω απ’ την οποία είχα μεγαλώσει. Στο σχολειό δε μου είχαν πει τίποτα για τους αποικιοκράτες και τους εκμεταλλευτές. Έπρεπε να δω αυτούσιες τις αστραπές της αλήθειας για να μορφωθώ.
Και ήρθε η ώρα για να φύγει το καράβι με τους τουρίστες και όλο τον αμερικάνικο συρφετό. Κάτω στην αποβάθρα ένα ολόκληρο τσούρμο από ντόπιους Αϊτινούς περίμενε μήπως και ναυτολογηθεί. Οι δουλέμποροι ιδιοκτήτες του καραβιού, είχαν ανάγκη από κατώτερο προσωπικό κι έτσι επέλεγαν τους πιο εμφανίσιμους, τους πιο δυνατούς. Ο προσυμφωνημένος μισθός ήταν δέκα δολάρια το μήνα, την ώρα που σ’ εμάς έδιναν από χίλια μέχρι δυόμιση χιλιάδες και βάλε. Έτσι, πήραν μερικούς, τους ανέβασαν στο πλοίο, τους έδωσαν ρούχα και φόρμες, γιατί οι πιο πολλοί ήσαν σχεδόν γυμνοί και μόνο ένα βρώμικο πανί κάλυπτε τα γεννητικά τους όργανα. Δύο απ’ αυτούς τους τοποθέτησαν στην κουζίνα του καραβιού! Πέρασαν μέρες, η ζωή πάνω στο πλοίο κύλαγε ομαλά, οι επιβάτες, έτρωγαν, διασκέδαζαν, χόρευαν και αρλουμπολογούσαν κι εμείς πιστοί υπηρέτες φροντίζαμε τίποτα να μην τους λείψει. Είχαμε πια φύγει από την Αϊτή. Η κόλαση ήταν μακριά. Οι λυγμοί ενός ολάκερου λαού επίσης. Όμως σε κάποια στιγμή έσκασε η βόμβα. Ο εγγλέζος γιατρός του πλοίου είχε πει, ότι οι δυο Αϊτινοί που δούλευαν στα μαγειρεία είχαν σύφιλη και μάλιστα προχωρημένης μορφής!
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό και άλλα που ακολούθησαν ένιωσα να βγαίνω απ’ τον λήθαργο. Ήταν σα να ανοίχτηκαν της κόλασης οι πόρτες και είδα με το μάτι του ελεύθερου παρατηρητή αυτό τον σακατεμένο κόσμο. Από τότε είδα τους τύραννους της γης. Είδα τους δαίμονες εκμεταλλευτές. Είδα την αθλιότητα των ισχυρών. Είδα τους εγκληματίες που καθημερινά πνίγουν και σταυρώνουν τους λαούς.
Σήμερα, μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Αϊτή επέστρεψα στην «προσφιλή» μου οργή. Είδα τα πτώματα, είδα την οδύνη στα πρόσωπα των παιδιών, είδα τις πληγές τους, είδα τα καταπλακωμένα κορμιά τους, δίπλα «στ’ αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο... Είδα όλους τούτους τους χαμένους που ποτέ δε ζήσαν, π’ ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες»*.
Και είδα την πανουκλιασμένη εξουσία των μεγάλων του κόσμου αφεντικών, να το παίζουν, γενναιόδωροι, ευεργέτες και ελεήμονες! Τους είδα όλους με μαύρο δάκρυ να «θρηνούν».
Μα είδα κι εδώ όλους τους ντόπιους κροκόδειλους, όλες τις «σιχαμένες Άρπυιες** που μέσα στα κανάλια της τηλεόρασης φωλιάζουν… φαρδιά φτερά, λαιμός και θώρι ανθρώπου, νυχόποδα και φτερωτή κοιλάρα…»!*** κι είδα όλα αυτά τα τέρατα να συνθρηνούνε δήθεν για τον χαμό τόσων ανθρώπων. Και βγήκα στο μπαλκόνι μου και φώναξα: Ω, λεηλάτες των λαών, ω εγκληματίες, ω κακούργοι, ω φονιάδες, ω δυτική λέπρα, κανένας σας δε βρέθηκε να πει στον Αϊτινό λαό έστω μια συγγνώμη;
Κι εσείς νεοταξική πανούκλα της ντόπιας τηλεόρασης! Κι εσείς φιλάργυρα, της πολιτικής σαπρόφυτα, γιατί κανένας σας δεν είπε, ότι αυτά που έγιναν στην Αϊτή είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των θηρίων, που σήμερα τους ονομάζετε «εταίρους σας»; Γιατί κανένας σας δεν είπε ότι πρόκειται για έναν εξαθλιωμένο λαό, από τους φτωχότερους του δυτικού ημισφαίριου, που λεηλατήθηκε από τους Ισπανούς αποικιοκράτες, από τους Γάλλους, απ’ τους Βορειοαμερικάνους κατακτητές; Που δε μπορεί να φτιάξει ένα σπίτι με αντισεισμικές προδιαγραφές, γιατί οι αποικιοκράτες του αρπάξανε το βιος, τον εξαθλίωσαν, του έδωσαν ναρκωτικά, τον ανδραπόδισαν; Και ποιον; Έναν λαό περήφανο, που είχε πολεμήσει για τη λευτεριά του, που πρώτος και καλύτερος, είχε αναγνωρίσει την ελληνική επανάσταση του 21! Που είχε αποστείλει από τα πενιχρά ταμεία του, βοήθεια στο απελευθερωμένο γένος μας!
Γιατί κανένας σας δεν λέει ότι και σήμερα οι ίδιοι νεο-αποικιοκράτες του κερατά, βομβαρδίζουν τελευταία τη χώρα μας με πικρόχολα σχόλια κι ότι την έχουν βυθίσει στα τάρταρα της ανυποληψίας και του χλευασμού; Αυτοί οι απόγονοι των αγρίων, που θέλουν να εξαθλιώσουν όλους εμάς; Γιατί κανένας σας δε μιλάει για τους εκβιαστές γερμαναράδες, που στην κατοχή, οι πρόγονοί τους ναζιστές ξεσήκωσαν τα θησαυροφυλάκια του ελληνικού κράτους και τα μετέφεραν στη Γερμανία, που κατακρεούργησαν τον ελληνικό λαό και τώρα με τη SIEMENS τους και τα C4I τους, για πολλοστή φορά μάς ξαναλήστεψαν; Γιατί κανείς δε σχολιάζει τους εκβιαστές τύπου Μέρκελ, που «πιέζουν» τη χώρα μας για ν’ αγοράσει τ’ αεροπλάνα τους, για να πουν δυο καλά λόγια στις αγορές για την οικονομία μας;
Όμως ας μην αρκεσθώ στα δικά μου λόγια. Εξ άλλου αρκετά αράδιασα. Αρκετή χολή δαπάνησα. Ας μιλήσω με τα λόγια του ανυπότακτου μεγάλου Γάλλου ποιητή Ρεμπώ, που βγήκε σε ανύποπτο χρόνο, σαν τη θεία δίκη, για να στηλιτέψει τη ράτσα του και την απανταχού αρπαχτικότητα κι απανθρωπιά : «Είναι φανερό πως η φυλή μου στάθηκε πάντα κατώτερη… Η ράτσα μου δεν εξεγέρθηκε παρά για να λεηλατήσει: καθώς οι λύκοι παίρνοντας τ’ αγρίμι καταπόδι, χωρίς να το σκοτώνουν…».****
Πιο έξω όμως, στις άτυχες αποικίες, η λύκαινα ράτσα του, και οι άγριες ράτσες όλων των αποικιοκρατών, σκότωναν, βασάνιζαν, άρπαζαν, έκλεβαν και λεηλατούσαν τους δύσμοιρους λαούς. Και σήμερα ακόμη, με άλλες μεθόδους, οι ίδιες «πολιτισμένες» ράτσες, πίνουν το αίμα των αδύνατων χωρών και από πάνω εμφανίζονται σαν τιμητές, ή ακόμη κι ευεργέτες! Σήμερα η δύσμοιρη Αϊτή πλήρωσε αναδρομικά, με χιλιάδες νεκρούς τα κατορθώματα των αποικιοκρατών. Αύριο η ξεγοφιασμένη απ’ τους πολιτικούς χώρα μας, απ’ ότι φαίνεται, θα μπει για καλά στο χορό της κόλασης των ισχυρών, με την ίδια σχεδόν του Ρεμπώ την επωδό: «Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός»!
* Από την «Κόλαση» του Δάντη, μετ, Ν. Καζαντζάκης.
** Άρπυιες: Μυθολογικά τέρατα, με ανθρώπινο πρόσωπο και σώμα όρνιου.
*** Από την «Κόλαση» του Δάντη, μετ, Ν. Καζαντζάκης.
**** Α. Ρεμπώ, «Αίμα Κακό», μετ. Ν. Σπάνιας, εκδ. «Γνώση»
Παρώρεια Αρκαδίας, 18 Ιανουαρίου 2010
Πηγή
Ρεμπό
Του Ηλία ΣιαμέλαΑϊτή: “Les blancs debarquent»! Χτες ξεμπαρκάρισαν οι λευκοί! Σήμερα ξεμπαρκάρισε ο εγκέλαδος, ξεμπαρκάρισε η καταστροφή, ξεμπαρκάρισε των δήμιων η φριχτή καταπαχτή!
Αμέτρητες χιλιάδες οι νεκροί. Η χώρα βούλιαξε κάτω απ’ τη μανία του εγκέλαδου, λες και κάποιοι θεοί την έχουν καταραστεί!
«Πολλών δ’ ανθρώπων είδον άστεα και νόον έγνων…». Πάνε χρόνια τώρα που μ’ ένα τουριστικό πλοίο, με σημαία Παναμά, το Ocean Islander, είχα επισκεφτεί τη χώρα αυτή. Αυτό που μου έμεινε και το κουβαλάω ακόμη σαν ένα κακό όνειρο, ήταν η γύμνια και η εξαθλίωση του πληθυσμού. Είχα βρεθεί αντιμέτωπος με τους κολασμένους της γης. Μύριζα την άφραχτη οσμή του ντόπιου πληθυσμού κι αυτό μου προκαλούσε αποστροφή.
Χρειαζόταν τόλμη να τους πλησιάσεις, να τους συμπαρασταθείς. Δεν ήταν τότε εύκολο να καταλάβω ότι βρισκόμουνα στο βόρβορο της Δύσης. Γνώριζα τόσα λίγα για την αποικιοκρατία και τα επακόλουθά της. Κι είχα μάλιστα παρεξηγήσει το αγριεμένο βλέμμα των ανθρώπων, όταν έπεφτε πάνω σ’ έναν λευκό.
Και τώρα, μετά το σεισμό, κάθομαι και θυμάμαι και τι δεν θυμάμαι! Αυτοί οι άνθρωποι, μού πλήγωναν την ψυχή. «Άντε, βιάσου, βιάσου, απομακρύνσου από τον κίνδυνο», έλεγα στον εαυτό μου και πήγαινα στην καμπίνα μου να κρυφτώ. Κι όμως έξω έτρεχε όλη η κίβδηλη ιστορία του δυτικού κόσμου. Τα μαύρα σκελετωμένα κορμιά που τριγυρνούσαν στους δρόμους, ήταν το δείγμα γραφής του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού κι εγώ δεν το έβλεπα. Η ζωή μου ήταν γλισχρή, γιατί έτσι την είχε κατασκευάσει το σύστημα. Έβλεπα τον κόσμο με τα μάτια της μικροαστικής κοινωνίας, κάτω απ’ την οποία είχα μεγαλώσει. Στο σχολειό δε μου είχαν πει τίποτα για τους αποικιοκράτες και τους εκμεταλλευτές. Έπρεπε να δω αυτούσιες τις αστραπές της αλήθειας για να μορφωθώ.
Και ήρθε η ώρα για να φύγει το καράβι με τους τουρίστες και όλο τον αμερικάνικο συρφετό. Κάτω στην αποβάθρα ένα ολόκληρο τσούρμο από ντόπιους Αϊτινούς περίμενε μήπως και ναυτολογηθεί. Οι δουλέμποροι ιδιοκτήτες του καραβιού, είχαν ανάγκη από κατώτερο προσωπικό κι έτσι επέλεγαν τους πιο εμφανίσιμους, τους πιο δυνατούς. Ο προσυμφωνημένος μισθός ήταν δέκα δολάρια το μήνα, την ώρα που σ’ εμάς έδιναν από χίλια μέχρι δυόμιση χιλιάδες και βάλε. Έτσι, πήραν μερικούς, τους ανέβασαν στο πλοίο, τους έδωσαν ρούχα και φόρμες, γιατί οι πιο πολλοί ήσαν σχεδόν γυμνοί και μόνο ένα βρώμικο πανί κάλυπτε τα γεννητικά τους όργανα. Δύο απ’ αυτούς τους τοποθέτησαν στην κουζίνα του καραβιού! Πέρασαν μέρες, η ζωή πάνω στο πλοίο κύλαγε ομαλά, οι επιβάτες, έτρωγαν, διασκέδαζαν, χόρευαν και αρλουμπολογούσαν κι εμείς πιστοί υπηρέτες φροντίζαμε τίποτα να μην τους λείψει. Είχαμε πια φύγει από την Αϊτή. Η κόλαση ήταν μακριά. Οι λυγμοί ενός ολάκερου λαού επίσης. Όμως σε κάποια στιγμή έσκασε η βόμβα. Ο εγγλέζος γιατρός του πλοίου είχε πει, ότι οι δυο Αϊτινοί που δούλευαν στα μαγειρεία είχαν σύφιλη και μάλιστα προχωρημένης μορφής!
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό και άλλα που ακολούθησαν ένιωσα να βγαίνω απ’ τον λήθαργο. Ήταν σα να ανοίχτηκαν της κόλασης οι πόρτες και είδα με το μάτι του ελεύθερου παρατηρητή αυτό τον σακατεμένο κόσμο. Από τότε είδα τους τύραννους της γης. Είδα τους δαίμονες εκμεταλλευτές. Είδα την αθλιότητα των ισχυρών. Είδα τους εγκληματίες που καθημερινά πνίγουν και σταυρώνουν τους λαούς.
Σήμερα, μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Αϊτή επέστρεψα στην «προσφιλή» μου οργή. Είδα τα πτώματα, είδα την οδύνη στα πρόσωπα των παιδιών, είδα τις πληγές τους, είδα τα καταπλακωμένα κορμιά τους, δίπλα «στ’ αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο... Είδα όλους τούτους τους χαμένους που ποτέ δε ζήσαν, π’ ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες»*.
Και είδα την πανουκλιασμένη εξουσία των μεγάλων του κόσμου αφεντικών, να το παίζουν, γενναιόδωροι, ευεργέτες και ελεήμονες! Τους είδα όλους με μαύρο δάκρυ να «θρηνούν».
Μα είδα κι εδώ όλους τους ντόπιους κροκόδειλους, όλες τις «σιχαμένες Άρπυιες** που μέσα στα κανάλια της τηλεόρασης φωλιάζουν… φαρδιά φτερά, λαιμός και θώρι ανθρώπου, νυχόποδα και φτερωτή κοιλάρα…»!*** κι είδα όλα αυτά τα τέρατα να συνθρηνούνε δήθεν για τον χαμό τόσων ανθρώπων. Και βγήκα στο μπαλκόνι μου και φώναξα: Ω, λεηλάτες των λαών, ω εγκληματίες, ω κακούργοι, ω φονιάδες, ω δυτική λέπρα, κανένας σας δε βρέθηκε να πει στον Αϊτινό λαό έστω μια συγγνώμη;
Κι εσείς νεοταξική πανούκλα της ντόπιας τηλεόρασης! Κι εσείς φιλάργυρα, της πολιτικής σαπρόφυτα, γιατί κανένας σας δεν είπε, ότι αυτά που έγιναν στην Αϊτή είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των θηρίων, που σήμερα τους ονομάζετε «εταίρους σας»; Γιατί κανένας σας δεν είπε ότι πρόκειται για έναν εξαθλιωμένο λαό, από τους φτωχότερους του δυτικού ημισφαίριου, που λεηλατήθηκε από τους Ισπανούς αποικιοκράτες, από τους Γάλλους, απ’ τους Βορειοαμερικάνους κατακτητές; Που δε μπορεί να φτιάξει ένα σπίτι με αντισεισμικές προδιαγραφές, γιατί οι αποικιοκράτες του αρπάξανε το βιος, τον εξαθλίωσαν, του έδωσαν ναρκωτικά, τον ανδραπόδισαν; Και ποιον; Έναν λαό περήφανο, που είχε πολεμήσει για τη λευτεριά του, που πρώτος και καλύτερος, είχε αναγνωρίσει την ελληνική επανάσταση του 21! Που είχε αποστείλει από τα πενιχρά ταμεία του, βοήθεια στο απελευθερωμένο γένος μας!
Γιατί κανένας σας δεν λέει ότι και σήμερα οι ίδιοι νεο-αποικιοκράτες του κερατά, βομβαρδίζουν τελευταία τη χώρα μας με πικρόχολα σχόλια κι ότι την έχουν βυθίσει στα τάρταρα της ανυποληψίας και του χλευασμού; Αυτοί οι απόγονοι των αγρίων, που θέλουν να εξαθλιώσουν όλους εμάς; Γιατί κανένας σας δε μιλάει για τους εκβιαστές γερμαναράδες, που στην κατοχή, οι πρόγονοί τους ναζιστές ξεσήκωσαν τα θησαυροφυλάκια του ελληνικού κράτους και τα μετέφεραν στη Γερμανία, που κατακρεούργησαν τον ελληνικό λαό και τώρα με τη SIEMENS τους και τα C4I τους, για πολλοστή φορά μάς ξαναλήστεψαν; Γιατί κανείς δε σχολιάζει τους εκβιαστές τύπου Μέρκελ, που «πιέζουν» τη χώρα μας για ν’ αγοράσει τ’ αεροπλάνα τους, για να πουν δυο καλά λόγια στις αγορές για την οικονομία μας;
Όμως ας μην αρκεσθώ στα δικά μου λόγια. Εξ άλλου αρκετά αράδιασα. Αρκετή χολή δαπάνησα. Ας μιλήσω με τα λόγια του ανυπότακτου μεγάλου Γάλλου ποιητή Ρεμπώ, που βγήκε σε ανύποπτο χρόνο, σαν τη θεία δίκη, για να στηλιτέψει τη ράτσα του και την απανταχού αρπαχτικότητα κι απανθρωπιά : «Είναι φανερό πως η φυλή μου στάθηκε πάντα κατώτερη… Η ράτσα μου δεν εξεγέρθηκε παρά για να λεηλατήσει: καθώς οι λύκοι παίρνοντας τ’ αγρίμι καταπόδι, χωρίς να το σκοτώνουν…».****
Πιο έξω όμως, στις άτυχες αποικίες, η λύκαινα ράτσα του, και οι άγριες ράτσες όλων των αποικιοκρατών, σκότωναν, βασάνιζαν, άρπαζαν, έκλεβαν και λεηλατούσαν τους δύσμοιρους λαούς. Και σήμερα ακόμη, με άλλες μεθόδους, οι ίδιες «πολιτισμένες» ράτσες, πίνουν το αίμα των αδύνατων χωρών και από πάνω εμφανίζονται σαν τιμητές, ή ακόμη κι ευεργέτες! Σήμερα η δύσμοιρη Αϊτή πλήρωσε αναδρομικά, με χιλιάδες νεκρούς τα κατορθώματα των αποικιοκρατών. Αύριο η ξεγοφιασμένη απ’ τους πολιτικούς χώρα μας, απ’ ότι φαίνεται, θα μπει για καλά στο χορό της κόλασης των ισχυρών, με την ίδια σχεδόν του Ρεμπώ την επωδό: «Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός»!
* Από την «Κόλαση» του Δάντη, μετ, Ν. Καζαντζάκης.
** Άρπυιες: Μυθολογικά τέρατα, με ανθρώπινο πρόσωπο και σώμα όρνιου.
*** Από την «Κόλαση» του Δάντη, μετ, Ν. Καζαντζάκης.
**** Α. Ρεμπώ, «Αίμα Κακό», μετ. Ν. Σπάνιας, εκδ. «Γνώση»
Παρώρεια Αρκαδίας, 18 Ιανουαρίου 2010
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου