Πόσο καλλίτερη θα ήταν η ζωή – και η κοινωνία - αν εφαρμόζαμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας τις απόψεις που έχουμε για τους άλλους!!!
Γιατί το λέω αυτό;
1ον. Γιατί ενώ κατέχουμε αγροτική γη, αντί να γίνουμε καλλιεργητές, φιλήσαμε κάθε κατουρημένη ποδιά που βρήκαμε μπροστά μας για να διοριστούμε στο δημόσιο (ή να διορίσουμε τα παιδιά τους) και τώρα μας τρώει η στενοχώρια για την εγκατάλειψη της αγροτικής γης και απορούμε οργισμένοι:
«Τι θα γίνει επί τέλους; Κανένας δεν παράγει αγροτικά προϊόντα στην Ελλάδα. Μέχρι και τα σκόρδα έρχονται από την Κίνα».
Βέβαια οι ίδιοι δεν έχουμε φυτέψει ποτέ ούτε μια φασολιά γιατί,
«Ποιος ασχολείται τώρα! Θέλουν χρόνο κι όρεξη αυτά τα πράγματα. Άσε που δεν συμφέρει κιόλας! Φτηνότερα σου έρχεται να το αγοράσεις». [1]
1ον. Γιατί ενώ κατέχουμε αγροτική γη, αντί να γίνουμε καλλιεργητές, φιλήσαμε κάθε κατουρημένη ποδιά που βρήκαμε μπροστά μας για να διοριστούμε στο δημόσιο (ή να διορίσουμε τα παιδιά τους) και τώρα μας τρώει η στενοχώρια για την εγκατάλειψη της αγροτικής γης και απορούμε οργισμένοι:
«Τι θα γίνει επί τέλους; Κανένας δεν παράγει αγροτικά προϊόντα στην Ελλάδα. Μέχρι και τα σκόρδα έρχονται από την Κίνα».
Βέβαια οι ίδιοι δεν έχουμε φυτέψει ποτέ ούτε μια φασολιά γιατί,
«Ποιος ασχολείται τώρα! Θέλουν χρόνο κι όρεξη αυτά τα πράγματα. Άσε που δεν συμφέρει κιόλας! Φτηνότερα σου έρχεται να το αγοράσεις». [1]
2ον. Γιατί εγκαταλείψαμε την επαρχία και συγκεντρωθήκαμε - μάλλον στοιβαχτήκαμε στην ...........Αθήνα – αλλά απορούμε με προσποιητή ανησυχία για το μέλλον του τόπου :
«Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Όλοι οι Έλληνες μαζεύτηκαν στην Αθήνα!»
Και την ίδια στιγμή αγοράζουμε κι άλλο ανήλιο διαμέρισμα στην Αθήνα γιατί,
«Να μωρέ δεν ξέρεις καμιά φορά πως έρχονται τα πράγματα . . . Για το παιδί το πήραμε». Για να είμαστε κατά το δυνατόν βέβαιοι ότι και «το παιδί» θα εγκατασταθεί σ’ αυτή την τερατούπολη και θα συνεχιστεί το έγκλημα της στρεβλής – θεόστραβης – ανάπτυξης.
«Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Όλοι οι Έλληνες μαζεύτηκαν στην Αθήνα!»
Και την ίδια στιγμή αγοράζουμε κι άλλο ανήλιο διαμέρισμα στην Αθήνα γιατί,
«Να μωρέ δεν ξέρεις καμιά φορά πως έρχονται τα πράγματα . . . Για το παιδί το πήραμε». Για να είμαστε κατά το δυνατόν βέβαιοι ότι και «το παιδί» θα εγκατασταθεί σ’ αυτή την τερατούπολη και θα συνεχιστεί το έγκλημα της στρεβλής – θεόστραβης – ανάπτυξης.
3ον. Γιατί αναρωτιόμαστε δήθεν στενοχωρημένοι :
«Μα τι κατάσταση είναι αυτή! Όλοι ρίχτηκαν στα γράμματα! Κανένας δεν θέλει να γίνει υδραυλικός. Κανένας δεν μαθαίνει μια τέχνη».
Βέβαια το δικό μας γιόκα – τούβλο, δεν τον μάθαμε «μια τέχνη» αλλά, αφού με τα χίλια ζόρια κατάφερε να τελειώσει το Λύκειο χάρη στην ελεήμονα συμπεριφορά των καθηγητών του[2], φροντίσαμε να το γράψουμε σε κάποιο τριτοκοσμικό «πανεπιστήμιο», ώστε να αγοράσει το πολυπόθητο «χαρτί» και να εξασφαλίσει τον τίτλο του «πτυχιούχου». Τίτλος μέσω του οποίου θα επιτευχθούν δυο στόχοι:
α) Θα δοθεί στον κανακάρη μας το δικαίωμα ώστε στο εξής να περιφέρει την έπαρσή του στις ευδοκιμούσες ανά την χώρα καφετέριες, αρνούμενος προφανώς να ασχοληθεί με οτιδήποτε χειρωνακτικό. Άλλωστε στα τριάντα και κάτι είναι μάλλον αργά να μάθει κάποιος τέχνη.
β) Θα αποκτήσει η μαμά την δυνατότητα να κάνει «συγκρίσεις» μεταξύ πανεπιστημίων κατά την ώρα του απογευματινού καφέ, καταλήγοντας στην γνωστή και μόνιμη επωδό.
« Α! δεν ξέρετε πως δουλεύουν εκεί! Καμία σύγκριση σας λέω!» [3]
4ον. Γιατί όλοι γνωρίζουμε τις «αρετές» της χειρωνακτικής εργασίας, αλλά πιστεύουμε ότι «δεν είναι για μας».[4] Γι αυτό και προτιμούμε να τις χορεύουμε παραπατώντας στις πίστες υπό τους ήχους του γνωστού άσματος της μακαρίτισσας Σωτηρίας,
«Μα τι κατάσταση είναι αυτή! Όλοι ρίχτηκαν στα γράμματα! Κανένας δεν θέλει να γίνει υδραυλικός. Κανένας δεν μαθαίνει μια τέχνη».
Βέβαια το δικό μας γιόκα – τούβλο, δεν τον μάθαμε «μια τέχνη» αλλά, αφού με τα χίλια ζόρια κατάφερε να τελειώσει το Λύκειο χάρη στην ελεήμονα συμπεριφορά των καθηγητών του[2], φροντίσαμε να το γράψουμε σε κάποιο τριτοκοσμικό «πανεπιστήμιο», ώστε να αγοράσει το πολυπόθητο «χαρτί» και να εξασφαλίσει τον τίτλο του «πτυχιούχου». Τίτλος μέσω του οποίου θα επιτευχθούν δυο στόχοι:
α) Θα δοθεί στον κανακάρη μας το δικαίωμα ώστε στο εξής να περιφέρει την έπαρσή του στις ευδοκιμούσες ανά την χώρα καφετέριες, αρνούμενος προφανώς να ασχοληθεί με οτιδήποτε χειρωνακτικό. Άλλωστε στα τριάντα και κάτι είναι μάλλον αργά να μάθει κάποιος τέχνη.
β) Θα αποκτήσει η μαμά την δυνατότητα να κάνει «συγκρίσεις» μεταξύ πανεπιστημίων κατά την ώρα του απογευματινού καφέ, καταλήγοντας στην γνωστή και μόνιμη επωδό.
« Α! δεν ξέρετε πως δουλεύουν εκεί! Καμία σύγκριση σας λέω!» [3]
4ον. Γιατί όλοι γνωρίζουμε τις «αρετές» της χειρωνακτικής εργασίας, αλλά πιστεύουμε ότι «δεν είναι για μας».[4] Γι αυτό και προτιμούμε να τις χορεύουμε παραπατώντας στις πίστες υπό τους ήχους του γνωστού άσματος της μακαρίτισσας Σωτηρίας,
. . . Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες
η δουλειά κάνει τους άντρες
το γιαπί το πιλοφόρι το μυστρί . . .
η δουλειά κάνει τους άντρες
το γιαπί το πιλοφόρι το μυστρί . . .
Αν και μάλλον η επόμενη στροφή εκφράζει πολύ καλλίτερα την νοοτροπία αρκετών από μας.
. . . Ρημαδιό ζωή και σπίτι
απ' τα χούγια σου αλήτη
που μετράς το αντριλίκι
με βρισιές . . .
απ' τα χούγια σου αλήτη
που μετράς το αντριλίκι
με βρισιές . . .
Για τούτο και θεωρούμε ότι φταίνε οι πάντες, (από την τουρκοκρατία μέχρι το ΔΝΤ) πλην ημών βέβαια για την κατάντια μας και το ρημαδιό μας και τους βρίζουμε επιβεβαιώνοντας το «αντριλίκι» μας.
Κι αν μετρώντας το αντριλίκι της βρισιάς, το βρούμε λειψό και δεν μας επαρκεί, εξασφαλίζουμε και λίγο «δανεικό αντρισμό» από το μούγκρισμα που προέρχεται από τον κινητήρα του «αμαξιού» μας ή της «μουσουκλέτας» μας.
Για τον οποίο κινητήρα καμαρώνουμε σαν να είναι έργο δικό μας.[5]
Και με το δίκιο μας βέβαια, αφού συχνά τον «φτιάχνουμε» ώστε να προσφέρει με το θόρυβο που προκαλεί, την μέγιστη δυνατή ενόχληση στους άλλους, κάνοντας ηχηρά γνωστή την παρουσία της ασήμαντης ύπαρξής μας. . . (Άλλη μια θλιβερή απόδειξη του βλακώδους εγωισμού μας)
Φαίνεται πως η απάντηση στο ερώτημα
«Πότε η Ελλάδα θα γίνει σωστό κράτος;» είναι απλή αλλά δεν μας συμφέρει.
«Όταν οι Έλληνες γίνουν σωστοί πολίτες».
Μάλλον έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας . . .
Κι αν μετρώντας το αντριλίκι της βρισιάς, το βρούμε λειψό και δεν μας επαρκεί, εξασφαλίζουμε και λίγο «δανεικό αντρισμό» από το μούγκρισμα που προέρχεται από τον κινητήρα του «αμαξιού» μας ή της «μουσουκλέτας» μας.
Για τον οποίο κινητήρα καμαρώνουμε σαν να είναι έργο δικό μας.[5]
Και με το δίκιο μας βέβαια, αφού συχνά τον «φτιάχνουμε» ώστε να προσφέρει με το θόρυβο που προκαλεί, την μέγιστη δυνατή ενόχληση στους άλλους, κάνοντας ηχηρά γνωστή την παρουσία της ασήμαντης ύπαρξής μας. . . (Άλλη μια θλιβερή απόδειξη του βλακώδους εγωισμού μας)
Φαίνεται πως η απάντηση στο ερώτημα
«Πότε η Ελλάδα θα γίνει σωστό κράτος;» είναι απλή αλλά δεν μας συμφέρει.
«Όταν οι Έλληνες γίνουν σωστοί πολίτες».
Μάλλον έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας . . .
* * * * * * * *
[1] Ίσως αυτή η συμπεριφορά να αποτελεί μέρος της απάντησης στο ερώτημα, «πως κατάφερε η Κίνα να διεισδύσει στην Ελλάδα και γιατί δεν κατάφερε η Ελλάδα να διεισδύσει στην Κίνα;» [2] Για τα «τούβλα με αγορασμένο πτυχίο» που κυκλοφορούν στην ελληνική επικράτεια, έχουν μεγάλο μέρος ευθύνης οι καθηγητές που τους χορήγησαν το απολυτήριο Λυκείου. Οι οποίοι πολλάκις το χορηγούν στηριζόμενοι στην εν μέρει σωστή σκέψη, ότι «αν πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, θα του το έδιναν, αφού πληρώνει». Εδώ αναδεικνύεται ο κύριος υπεύθυνος που είναι η πολιτεία που υποχωρεί στις «κοινωνικές πιέσεις» ευτελίζοντας την όποια αξία του απολυτηρίου Λυκείου (στο παρελθόν) αλλά και του πτυχίου (στο παρόν). [3] Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρετικά πανεπιστήμια έξω από την Ελλάδα.
Αλλά πώς να το κάνουμε, είναι κάπως αστείο να έχει γνώμη για το θέμα αυτό η κάθε ημιμαθής μαμάκα, της οποίας το βλαστάρι επιμελώς απέφυγε τα σοβαρά πανεπιστήμια γιατί γνώριζε εκ των προτέρων την ματαιότητα της προσπάθειας. [4] Φαίνεται πως διαβάσαμε πολύ Oscar Wilde που έλεγε:
«Λατρεύω την εργασία! Μπορώ να βλέπω ολόκληρες ώρες τον κόσμο να δουλεύει».
(Μακάρι να διαβάζαμε. Αλλά προτιμούμε την πλήρη αδράνεια. «Αραχτοί» κατά την σύγχρονη ορολογία). [5] Ποτέ δεν κουράσαμε τον εγκέφαλό μας με ερωτήματα του τύπου:
α) Πόσο να σκέφτηκαν άραγε αυτοί που έφτασαν το αυτοκίνητο (ή το κινητό ή την TV κλπ. κλπ) σε αυτό το βαθμό τελειότητας; Μας αρκεί να είμαστε απλοί χρήστες.
β) Γιατί κάποιες βορειοευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν περισσότερο πληθυσμό από την Ελλάδα, έχουν βιομηχανία κι εμείς όχι;
γ) Γιατί η Ιαπωνία που εισάγει το 95% των πρώτων υλών, έχει βιομηχανία κι εμείς όχι;
δ) Γιατί πολλά αγροτικά προϊόντα εισαγόμενα είναι φτηνότερα από τα δικά μας;
ε) Γιατί τέλος ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ (και όχι μόνον) ήξερε ότι η Γαλλία και η Γερμανία κέρδιζαν τεράστια ποσά από τις εξαγωγές τους προς την Ελλάδα κι εμείς όχι; (κλικ εδώ).
Είναι δυνατόν να εθελοτυφλούμε τόσο πολύ ή να είμαστε τόσο ηλίθιοι; ΠΗΓΗ:kafeneio-gr.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου