Γιατί το κατεστημένο (ξαφνικά) στηρίζει την Αλέκα;
“ Το ΚΚΕ θα διαπραγματευτεί πολύ σκληρά την πολιτική του επιβίωση ”
Ξαφνικά, τις προηγούμενες ημέρες, πριν και μετά από τις κρίσιμες συνεδριάσεις στη Βουλή των Ελλήνων για το μνημόνιο ΙΙΙ, αλλά και για την ψήφιση του προϋπολογισμού της φτώχειας,
ολόκληρο το κατεστημένο ξεκίνησε μία ιδιότυπη εκστρατεία υποστήριξης
προς τη γενική γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Αλέκα
Παπαρήγα. Ο υπουργός Οικονομικών και άνθρωπος των τραπεζιτών Γιάννης Στουρνάρας,
αφού βέβαια ξεκαθάρισε ότι διαφωνεί μαζί της, απένειμε τα δικά του
εύσημα για τη «συνεπή στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος». Στο ίδιο μήκος
κύματος και ο… πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος βέβαια μέσα στη γενικότερη σύγχυση των ημερών επικαλέστηκε και τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Λένιν) (θα τρίζουν τα κόκαλα του). Μετά από τις τοποθετήσεις των κ. Σαμαρά και Στουρνάρα, οι
οποίοι έστειλαν το μήνυμα της συγκατάθεσης στο μιντιακό κατεστημένο και
στο πολιτικό – επιχειρηματικό σύμπλεγμα συμφερόντων που αποτελούν τους
βασικούς πυλώνες υποστήριξης της λαοκτόνας πολιτικής του μνημονίου, ο
διευθυντής της εφημερίδας «Η Καθημερινή», της γνησιότερης και
διαχρονικής πλατφόρμας επικοινωνίας και ενημέρωσης του κατεστημένου, ο Αλέξης Παπαχελάς απένειμε και εκείνος με τη σειρά του τα εύσημα του στην Αλέκα Παπαρήγα για τη στάση που τηρεί η ίδια και το ΚΚΕ. Αφού πρώτα (και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε) ο εγγονός του υφυπουργού παρά των πρωθυπουργώ της κυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά Αλέξανδρου Παπαχελά, αναγνωρίζει,
σύμφωνα με το δικό του σκεπτικό, το μερίδιο ευθύνης του Κομμουνιστικού
Κόμματος Ελλάδας για τη σημερινή κατάσταση, στη συνέχεια γράφει τα
εξής: «Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία της κ. Παπαρήγα στο Κοινοβούλιο, σε
ορισμένες κρίσιμες στιγμές, έδειξε έναν άνθρωπο με συσσωρευμένη
εμπειρία, θεσμική συμπεριφορά και μια αίσθηση στοιχειώδους ευθύνης. Οταν
οι δυνάμεις του ΚΚΕ συγκρούσθηκαν με τους ποικίλους και αδέσποτους
«μπαχαλάκηδες» στο Σύνταγμα και αφού πέθανε ένας άνθρωπος που ανήκε στο
ΚΚΕ, η κ. Αλέκα Παπαρήγα δεν “έριξε λάδι στη φωτιά” ούτε κήρυξε την
επανάσταση. Αντιθέτως, φρόντισε να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποφύγει
τα χειρότερα. Ισως, βεβαίως, αυτή να είναι και η μεγάλη διαφορά. Εχει
ζήσει τα χειρότερα, ήταν εκεί όταν η χώρα ζούσε τραγικές στιγμές ή
κατέρρεε. Το ίδιο συνέβη στο Κοινοβούλιο τις προάλλες. Μέσα στον
ορυμαγδό της ανοησίας, του φτηνού τηλεεντυπωσιασμού, της μισαλλοδοξίας
και της καφρίλας, η κ. Παπαρήγα μίλησε πάλι με ηρεμία, νηφαλιότητα και
χωρίς περιστροφές. Η ρητορεία της δεν αφηνιάζει ποτέ, δεν ξεπερνά τη
λογική και την ανάλυσή της. Ολα έχουν μια αρχή, μέση και τέλος».
Βέβαια χρειάστηκε νωρίτερα η Αλέκα Παπαρήγα, η οποία
κλιμάκωσε το τελευταίο χρονικό διάστημα τις επιθέσεις της προς τον
ΣΥΡΙΖΑ να προσχωρήσει στη “γραμμή” του Αντώνη Σαμαρά και του
κατεστημένου σύμφωνα με την οποία “ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει ένα τμήμα
επιχειρηματιών το λόμπι της δραχμής”. Ωστόσο τόσο η ίδια, όσο και ο
Αντώνης Σαμαράς, αρνούνται να κατονομάσουν αυτό το λόμπι, το οποίο
βέβαια είναι ένα κατασκεύασμα. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το
αν η κυρία Παπαρήγα προσχώρησε στη “γραμμή” Σαμαρά συνειδητά ή
ασυνείδητα, ο κάθε Κομμουνιστής, το κάθε μέλος του Κομμουνιστικού
Κόμματος ή της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας θα πρέπει να ανησυχεί
όταν η κοινοβουλευτική του παρουσία ή οι τοποθετήσεις της ηγεσίας του
Κόμματος χαιρετίζονται από τους εκπροσώπους και τους συνοδοιπόρους της
ντόπιας ολιγαρχίας, όπως για παράδειγμα από τον Γιάννη Στουρνάρα και τον
Αλέξη Παπαχελά. Κυρίως πρέπει να ανησυχούν διότι η πολιτική πρακτική
και η στρατηγική που αποτελούν κινδύνους για το πολιτικό –
επιχειρηματικό σύστημα συμφερόντων και για την μεγαλοαστική τάξη.
Τι συμβαίνει, όμως, και εντελώς ξαφνικά το κατεστημένο σε ολόκληρο
το φάσμα του έχει «αγαπήσει», όψιμα βέβαια, το Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδας; Το πρώτο που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι ότι η δημοσκοπική
άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, έχει τρομοκρατήσει το κατεστημένο. Τα επιτελεία όλων
των κομμάτων επεξεργάζονται τα στοιχεία δημοσκοπήσεων, κάποιες από τις
οποίες δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Αυτά τα στοιχεία είναι
ενδεικτικά της ψαλίδας που ανοίγει ανάμεσα στο κόμμα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης και στην καταρρέουσα Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά. Το
κατεστημένο, η αλήθεια είναι, ότι υπό άλλες συνθήκες θα αντιμετώπιζε με
πολύ μεγάλη ευχαρίστηση και ικανοποίηση τη μη είσοδο του Κομμουνιστικού
Κόμματος Ελλάδας στο ελληνικό κοινοβούλιο στις επόμενες εκλογές.
Εξάλλου για τις χρεοκοπημένες γραφίδες του κατεστημένου, για τμήματα της
επιχειρηματικής ελίτ και για υποσυστήματα ή συστήματα της μιντικρατίας,
αλλά και για την υπερεθνική ελίτ και τη γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης που ανιστόρητα εξισώνει τον Κομμουνισμό με το έκτρωμα του
ναζισμού ο «κομμουνιστικός κίνδυνος δεν έχει εξαλειφθεί ακόμη». Φάνηκε
αυτό ξεκάθαρα στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και
του Ιουνίου του 2012, όταν στις προεκλογικές περιόδους τα δομημένα
συμφέροντα, τα οποία στήριξαν την προοπτική, τότε, της ανάληψης
πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Αντώνη Σαμαρά χρησιμοποίησαν ως βασική
επιχειρηματολογία για να πλήξουν την εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ
«ενδεχόμενη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα ισοδυναμεί με την
μετατροπή της Ελλάδας σε Αλβανία του Χότζα». Με λίγα λόγια η
επιχειρηματολογία τους θύμισε έντονα την επιχειρηματολογία της Δεξιάς
και του Κέντρου της δεκαετίας του 1950.
Η εκλογική βάση, του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν όλες οι
δημοσκοπήσεις διευρύνεται τη στιγμή μάλιστα που καταβάλλονται σημαντικές
προσπάθειες να μετασχηματιστεί το κοινωνικό ρεύμα που στήριξε την
προοπτική της Αριστερής διακυβέρνησης σε πολιτικό ρεύμα και ο πολιτικός
φορέας της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανασυγκροτείται οργανωτικά και
μεταβάλλεται από σύμπραξη συνιστωσών σε ενιαίο κόμμα. Πριν από τις
εκλογές της 6ης Μαΐου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας απέρριψε με
απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο οποιαδήποτε πρόσκληση συνεργασίας
απηύθυνε στην ηγεσία του ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. Στόχος
εκείνης της πρόσκλησης από την πλευρά του σημερινού αρχηγού της
αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν, εκτός από τη συγκρότηση ενός ενιαίου
προοδευτικού και Αριστερού, αρραγούς μετώπου αντίστασης στη μνημονιακή
πολιτική της ισοπέδωσης, ο σχηματισμός στη συνέχεια κυβέρνησης της
Αριστεράς, η οποία με όπλο την ενότητα του ελληνικού λαού θα ανέκοπτε
την βάρβαρη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, η οποία πλήττει τη χώρα και το λαό
μας. Οι προσκλήσεις, στα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012
πραγματοποιούνταν σε μία συγκυρία κατά την οποία το ΚΚΕ προηγείτο στις
δημοσκοπήσεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφοντας μάλιστα κάποιες φορές
διψήφια νούμερα στα ποσοστά του. Κάποιοι χειρισμοί της ηγεσίας του
Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, όπως για παράδειγμα η στάση του
απέναντι στο λεγόμενο κίνημα της πατάτας, λειτούργησαν με τέτοιο τρόπο
και τόσο δραστικά, ώστε σταδιακά και μέχρι τις εκλογές του Μαΐου του
2012, τα ποσοστά του ΚΚΕ σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποχώρησαν, ενώ
αντίστοιχα εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ να εκτινάχθηκαν. Σύμφωνα με μία άποψη, η
ηγεσία του ΚΚΕ επεδίωξε την επηρέπεια στις “γκάφες” προκειμένου να
συγκρατήσει κι εκείνο τα ποσοστά του τα οποία αυξάνονταν. Στην πρώτη
εκλογική μάχη, δηλαδή στις 6 Μαΐου το ΚΚΕ έλαβε ποσοστό υψηλότερο του
8%. Λίγο καιρό μετά, στις εκλογές του Ιουνίου, το ΚΚΕ είχε απώλειες της
τάξης περίπου του 50% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη εκλογική
αναμέτρηση λαμβάνοντας ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το 4%.Ταυτόχρονα τα
ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκαν ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα να
διεκδικήσει την πρωτιά. Προφανώς σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η άρνηση
του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας να προσέλθει σε διάλογο στο πλαίσιο
της διερευνητικής εντολής που είχε λάβει ο Αλέξης Τσίπρας για τον
σχηματισμό κυβέρνησης στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο
εκλογικές αναμετρήσεις. Τα βασικά επιχειρήματα της ηγεσίας στον Περισσό
είναι χονδρικά ότι το ΚΚΕ δεν επιθυμεί ή τουλάχιστον δεν ρισκάρει να
έχει την τύχη που είχαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη,
τις δεκαετίες που πέρασαν, η αδυναμία προγραμματικής σύγκλισης με τον
ΣΥΡΙΖΑ, οι διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις, οι διαφορετικές
πολιτικές επιδιώξεις μιας και η γραφειοκρατία του κόμματος αντιμετωπίζει
τον ΣΥΡΙΖΑ ως εκδήλωσης της σοσιαλδημοκρατίας και φυσικά το ζήτημα της
παραμονής ή όχι στο ευρώ (το ΚΚΕ υποστηρίζει την έξοδο από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, άρα και από την ευρωζώνη, η οποία θα συνοδευθεί από λαϊκή
εξουσία).
Σήμερα, όπως συμφωνούν όλα τα στοιχεία, οι πληροφορίες και οι
ενδείξεις, το κατεστημένο, πέραν της κατασυκοφάντησης, της διαστρέβλωσης
των θέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της “μαύρης”
προπαγάνδας που έχει εξαπολύσει, αναζητά και άλλους τρόπους ώστε να
ανακόψει τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία ή να περιορίσει την
επιρροή του στο εκλογικό σώμα. Η πολιτική κατάσταση, όπως αναμένεται να
διαμορφωθεί μέσα στους επόμενους μήνες υπό το βάρος των σφοδρών
επιπτώσεων της επιβολής των νέων μέτρων στη λειτουργία του κοινωνικού
ιστού, δεν είναι απίθανο να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για τον
σχηματισμό ακόμη και αυτοδύναμης κυβέρνησης από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το κατεστημένο, πολύ πριν από τη ριζική αναδιάταξη του πολιτικού
σκηνικού στις εκλογές της 6ης Μαΐου, είχε καταβάλει σημαντικές
προσπάθειες τόσο στο παρασκήνιο, όσο και στο προσκήνιο ώστε να
επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός της ντόπιας και της υπερεθνικής ελίτ
για την παγίωση του καθεστώτος κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος,
ο οποίος ως διαδικαστικό πλαίσιο θα άνοιγε τον δρόμο για τον σχηματισμό
κυβερνήσεων συνεργασίας, δηλαδή ευάλωτων έναντι των επιταγών και των
απαιτήσεων της ντόπιας ολιγαρχίας και των υπερεθνικών πολιτικών και
οικονομικών κέντρων εξουσίας κυβερνητικών σχημάτων. Τελικά, οι συνθήκες
οδήγησαν ταχύτατα και ραγδαία σε ριζικές μεταβολές της πολιτικής
κατάστασης στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε ούτε οι θύλακες του
κατεστημένου κατάφεραν να παρακολουθήσουν και να ελέγξουν τους ρυθμούς
και την κλίμακα της πολιτικής αναδιάταξης σε συνθήκες σφοδρής
οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση οι κυβερνήσεις
συνεργασίας αποτελούν πραγματικότητα, αν και χρειάστηκε η αρχή να γίνει
με την παραβίαση της συνταγματικής τάξης και με ένα είδος
κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, μέσω της επιβολής «τεχνοκρατικής
Χούντας», δηλαδή της δοτής κυβέρνησης του ευπατρίδη των τραπεζών Λουκά
Παπαδήμου. Αξίζει να υπενθυμίζει κανείς ότι ο διευθυντής της εφημερίδας
«Η Καθημερινή» Αλέξης Παπαχελάς, ο οποίος σήμερα αποθεώνει την Αλέκα
Παπαρήγα, πριν αναλάβει ο Λουκάς Παπαδήμος τα καθήκοντα του δοτού
πρωθυπουργού, είχε καταστήσει απολύτως δηλωτικό, μέσω της τηλεοπτικής
συχνότητας του ΣΚΑΙ, το μεγάλο του άγχος για την τελική επίτευξη της
«λύσης Παπαδήμου». Εξάλλου οι δυο τους προέρχονται από το ίδιο σύστημα
συμφερόντων το οποίο φέρει την επωνυμία Trilateral Commission. Πως
είναι, όμως, δυνατόν ένας τόσο πιστός υπηρέτης του κατεστημένου, αλλά
και του «αστικού συστήματος» και υποστηρικτής των «αστικών πολιτικών
δυνάμεων» να υποστηρίζει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας;
Το παράδειγμα του Παπαχελά είναι μόλις ένα από το πολλά.
Διότι, όπως αναφέρουν πληροφορίες, οι υποστήριξη προς το ΚΚΕ, όχι βέβαια
επί των πολιτικών θέσεων του Κόμματος, αλλά στο πεδίο της
επικοινωνιακής προσέγγισης των πραγμάτων και της παραπολιτικής, θα
ενταθεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Η διαπλοκή θα αναδείξει με κολακίες
την “υπευθυνότητα” των πράξεων και των λόγων του ΚΚΕ και της ηγεσίας
του, αλλά και τη διάθεσή του Περισσού να συνδράμει προς τη σταθεροποίηση
της υπάρχουσας κατάστασης, δηλαδή της σταθεροποίηση της ανωμαλίας. Στο
στόχαστρο αυτής της μεθόδευσης, αυτού του σχεδιασμού βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ
και η προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης της Αριστεράς, η οποία μαζί με το
λαό θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση. Το κατεστημένο, πέρα από όλα τα
υπόλοιπα σενάρια που απεργάζεται είτε στα μαυσωλεία της διαπλοκής, είτε
στα κλειστά σαλόνια των αστών, και αφορούν είτε στο σχηματισμό
μεταβατικής κυβέρνησης, είτε στη συγκρότηση πολιτικού φορέα, ο οποίος θα
κινείται ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και στο φιλελευθερισμό, έχει ως
αντικειμενικό σκοπό στο πλαίσιο της πολεμικής που έχει αναπτύξει να
«κοντύνει τον ΣΥΡΙΖΑ» και να περιορίσει το κοινωνικό ρεύμα που
συσπειρώνεται γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που
συμβαίνει αυτό και η στάση των δομημένων συμφερόντων δεν συνιστούν
αυταπόδεικτη αλήθεια για το ενδεχόμενο η Αλέκα Παπαρήγα να συμμετέχει σε
αυτό το «παιχνίδι συμφερόντων» συνειδητά.
Όταν το ΠΑΣΟΚ, πριν από τις εκλογές του Οκτώβρη του 2009, αγωνιζόταν
για να επανέλθει στην εξουσία, είχε διαπιστωθεί παρασκηνιακή υποστήριξη
του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού του Γιώργου Καρατζαφέρη, ώστε να
«κοπούν» ψήφοι από τη Νέα Δημοκρατία ή να διευκολυνθούν οι διαρροές από
τη Νέα Δημοκρατία προς το ΛΑΟΣ. Η διαπλοκή, η οποία δεν τα πήγαινε και
τόσο καλά με τον Γιώργο Παπανδρέου, πριν επίσης από τις εκλογές του
2009, όταν ο Αλέξης Τσίπρας είχε αναλάβει την προεδρία του Συνασπισμού
με τις ευλογίες, τότε, του Αλέκου Αλαβάνου, είχε προμοτάρει τη νέα
ηγεσία του Συνασπισμού μέσω των δημοσκοπικών ερευνών. Εκείνη η
διαδικασία είχε αποτελέσει μια προσπάθεια της διαπλοκής να «κοντύνει»
τον Γιώργο Παπανδρέου και όχι βέβαια να βοηθήσει τον Αλέξη Τσίπρα. Σε
εκείνη τη συγκυρία και ενώ ήδη το κατεστημένο απεργαζόταν σενάρια
κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος και σχηματισμού κυβερνήσεων
συνεργασίας, το ζητούμενο ήταν η διαρροή ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τον
ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε έρθει σε
παρασκηνιακή συνεννόηση με τα δομημένα συμφέροντα. Κάθε άλλο μάλιστα και
αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια. Ομοίως, όταν πριν από περίπου ένα χρόνο,
η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ συνοδεύτηκε από εντυπωσιακή δημοσκοπική άνοδο
τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, το
κατεστημένο «εντόπισε» την «Αριστερά της ευθύνης» στο ευκαιριακό
πολιτικό μόρφωμα του Φώτη Κουβέλη, το οποίο πρωταγωνίστησε σε άλλη μια
μεγάλη δημοσκοπική «φούσκα» των τελευταίων ετών. Η Δημοκρατική Αριστερά,
πολύ πριν τεθεί ανοικτά – και κατόπιν πιέσεων συγκεκριμένων
επιχειρηματικών κύκλων – στην υπηρεσία των συμφερόντων με τη συμμετοχή
της στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, διαδραμάτισε το ρόλο του
μνημονιακού αναχώματος στις διαρροές των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τον
ΣΥΡΙΖΑ. Έφθασε η Δημοκρατική Αριστερά στο σημείο να εμφανίζει ποσοστά
της τάξης του 18%, τα οποία στην πράξη, δηλαδή σε πραγματική εκλογική
αναμέτρηση δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Τώρα το κόμμα της «Δημοκρατικής
Αριστεράς», για κάθε σοβαρό πολιτικό αναλυτή θεωρείται ξοφλημένο, καθώς
έχει συμμετάσχει ανοικτά στην υλοποίηση της σημερινής βάρβαρης
νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Φυσικά οι επικοινωνιακές τακτικές του Φώτη
Κουβέλη δεν πείθουν κανέναν και δεν αρκούν για να σώσουν το πολιτικό
μόρφωμα που δημιούργησε και εισήλθε απότομα σε διαδικασία συμμετοχής σε
κυβερνητικό σχήμα. Συνεπώς δεν υπάρχει άλλος κοντινότερος ιδεολογικά και
πολιτικά, πολιτικός φορέας προς τον οποίο θα μπορούσαν να κατευθυνθούν
διαρροές από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μία μελλοντική εκλογική αναμέτρηση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο πιθανότατα θα
αλλάξει ηγεσία τον Μάρτιο του 2013, “παίζει το χαρτί” της πολιτικής του
επιβίωσης. Κάποιοι σοβαροί κύκλοι στο παρασκήνιο υποστηρίζουν ότι η
ηγεσία του κόμματος πριν παραδώσει τη σκυτάλη στη διάδοχη κατάσταση
διαπραγματεύεται με τον κατεστημένο και τη διαπλοκή (εξού και προσχώρηση
στη “γραμμή” Σαμαρά). Οπωσδήποτε το ΚΚΕ αποτελεί το ιστορικότερο κόμμα,
με 90χρονη ιστορία, με αγώνες και θυσίες, αλλά και διαχρονικά τραγικά
λάθη των ηγεσιών του στα πεδία της πολιτικής προσέγγισης, της τακτικής
και της χάραξης στρατηγικής και σε όλες τις φάσεις της ιστορίας. Λάθη τα
οποία το κίνημα τα πλήρωσε πολλές φορές ακριβά. Σύμφωνα με μία άποψη
του ΚΚΕ διαθέτει εκείνο το οποίο δεν διαθέτουν τα αστικά κόμματα:
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Στην παρούσα συγκυρία της σφοδρής κρίσης, ωστόσο, τώρα που
γράφεται ιστορία και που ο λαός αναζητά διέξοδο, το Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδας, δέσμιο της γραφειοκρατίας του, τηρεί για άλλη μια φορά παθητική
στάση απέναντι στις εξελίξεις, δίνοντας προτεραιότητα στην περιχαράκωση
της κομματικής καθαρότητας και της φύσης του κόμματος και όχι στο
κάλεσμα της ιστορίας. Σύμφωνα με κάποιους, λοιπόν το Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδας θα … διαπραγματευτεί πολύ σκληρά την πολιτική του ύπαρξη, ώστε
να ξεπεράσει την πληγή που άφησε το εκλογικό πλήγμα που δέχτηκε στις 17
Ιουνίου. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ότι θα βρει
τρόπους να διατηρήσει ως κεκτημένο, πλέον, τον τίτλο της «υπεύθυνης»
πολιτικής δύναμης. Ο καιρός θα δείξει. ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου