ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ

Κάρτα του Περικλή Γιαννόπουλου προς τον Ίωνα Δραγούμη, όταν υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη

Ο Ίων Δραγούμης για
τον Περικλή Γιαννόπουλο



Καταγραφές από το ημερολόγιο του Ίωνα
ΑΠΡΙΛΗΣ 1910
Σήμερα πρωί 8 του Απρίλη είναι σταχτερώτατος ανοιξιάτικος καιρός που θα βρέξει. Κ’ έλαβα από τον Περικλή Γιαννόπουλο ένα χαρτί που λέει: «Τι κρίμα να μη Σας ιδώ. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα!» Και αποπίσω έχει από τη ζωηφόρο του Παρθενώνα ένα άλογο που αγρίεψε και πάει να τραβήξει έναν έφηβο που βαστά καλά και δεν το αφίνει να φύγει. Το κεφάλι του νέου είναι χαλασμένο και φαίνεται επάνω στο μάρμαρο μονάχα το σχήμα του ελληνικού κεφαλιού. Τα φορέματα του νέου τα παίρνει ο αέρας. ΦΟΒΟΥΜΑΙ πως ο νέος - ο Περικλής Γιαννόπουλος - νοιώθοντας πως γερνάει και μη θέλοντας να γεράσει, θα κόψει ο ίδιος τη ζωή του...
10 ΑΠΡΙΛΗ
Ο Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχτές την Πέμπτη στη θάλασσα. Έβρεχε εκείνη την ημέρα.
Είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. Μονάχα ο γκιόνης είναι σύμφωνος με την περίσταση, λέει το θλιβερό τραγούδι του ο γκιόνης και δεν είναι μάταιο το τραγούδι του αυτό. Και τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δεν τα βλέπει πια; Τι λόγο έχουν και υπάρχουν τα πράματα που αγάπησε αυτός, αφού αυτός που τ’ αγάπησε δεν είναι πια εδώ να τα ιδεί; Τι λάμπει το άστρο άσκοπα; Τι φέγγει το φεγγάρι; Τι καίει ο ήλιος; Τι φυσάει τ’ αεράκι τα μεσημέρια; Και βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά για να φύγω κ’ εγώ εκεί που πήγε κείνος να κατοικήσει. Μ’ αρέσει ο θάνατος, τον ερωτεύομαι. Τόσο τον αγαπώ που όλα τ’ άλλα μού φαίνονται σαχλά και ανούσια και μέτρια, οι άνθρωποι και τα μικροσυμφέροντά τους και τα μικροκαμώματά τους και όλη τους η μικρότητα και η φρονιμάδα. Βία τρελλή με παίρνει κατά το θάνατο. Πότε να τελειώσω τις δουλειές μου όλες, όσες ανάγκασα τον εαυτό μου να φορτωθεί; Πότε να τελειώσω για να φύγω; Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράματα της ζωής. Και όμως την αηδία αυτή θέλω να τη νικήσω. Θέλω να ζήσω.
Τη βραδειά που έμαθα πως σκοτώθηκε εκείνος, περπατούσα στο δρόμο σα να είχα φτερά στα πόδια μου, γιατί ήμουν μεθυσμένος από την πνοή του θανάτου. Τι τραγική ομορφιά! Πόσο άσχετος είμαι από τα πράματα και τους ανθρώπους που με περιτριγυρίζουν! Πόσο έξω απ’ αυτά είμαι! Και πόσο κόπο κάνω για να νικήσω την αηδία!
Και ήμουν μεθυσμένος και φόρεσα λουλούδια, γιατί λουλούδια και κείνος θα φορούσε αν ζούσε, και θα ήθελε και κείνος να μη γιορτάσει κανείς το θάνατό του αλλοιώς παρά με λουλούδια και με γέλοια και χαρά. Μα η χαρά εκείνη η τρισμεγάλη, η βαθύτατη, η ηδονική, η τραγική χαρά της μέθης του θανάτου, είναι ο πόνος, ο πόνος που φτάνει ως την ηδονή!
Και έξαφνα χτες το βράδυ με πλάκωσε το βάρος το τρανό μιας λύπης μολυβένιας που δε λέγεται, και έσκυβα το κεφάλι κάτω και όταν μιλούσαν οι άλλοι, δε μ’ έμελε τι έλεγαν, και περπατούσα ίσια μπροστά μου με σκυμμένο κεφάλι και δεν ήξερα πού πήγαινα. Και ό,τι έβλεπα ήτανε παράχορδο και ό,τι άκουα ήτανε κοινό και ήθελα να ξεράσω.
Αγόρασα μιαν εφημερίδα που ένας φίλος μου έγραφε κάτι όμορφα για κείνον λόγια και το διάβασα, δυο, τρεις, τέσσερεις φορές - κι όλο τα ίδια πάλι.
Στην Ακρόπολη πρωί της Κυριακής ανέβηκα. Εκείνη την ημέρα ήτανε να γυρίσει η αγαπημένη μου, μα ο αγαπημένος μου εκείνος είχε πεθάνει. Και έκοψα μια παπαρούνα, που την ονόμαζε εκείνος «το άνθος της Περσεφόνης» και μια μαργαρίτα, στην πόρτα της Ακρόπολης και ανέβηκα γρήγορα τα μαρμάρινα σκαλιά και έβαλα στους βράχους τους λαξευμένους μπροστά στον Παρθενώνα τα λουλούδια αυτά! Και κείνη την ώρα κι όλο το πρωί εκείνο έτρεμε η ψυχή μου από συγκίνηση άφραστη. Ήταν σε συνουσία με την ψυχή τη δική μου...
Ο Γιαννόπουλος μου είπε τώρα τελευταία πως η μορφή μου κόβει σα σπαθί και ότι πρέπει, τώρα που η ένταση της ζωής μου είναι στο κατακόρυφο, να με ζωγραφίσει κάποιος. Του είπα πως δε μ’ αρέσει να διαιωνίζω τη μορφή μου.
Ένοιωθε πως ήρχουνταν τα γερατειά και δεν ήθελε να χάσει τα νειάτα του. Κάπου κάπου έλεγε: «Δε θέλω να σέρνομαι σαν τους άλλους». Και ήταν μια περιφρόνηση τόσο όμορφη μέσα στα λόγια του.
Από τότε που πέθανε, αισθάνομαι: α) Πείσμα για να κάνω εκείνα που πάντα ήθελα β) Πίστη σε ό,τι δεν είναι κοινωνικό αίσθημα γ) Αγάπη έντονη για τη φυλή μου δ) Λύπη που δε βλέπει εκείνος την Αττική που μάταια παρουσιάζει την καλλονή της ε) Ελευθερία, ελευθερία απεριόριστη, σα να φυσούσε ένας μεγάλος άνεμος, και σα να ήμουν εγώ αυτός ο άνεμος, και σα να ήμουνα μέσα του και τον άκουγα. Τίποτε δε με νοιάζει από κείνα που λεν οι άνθρωποι για μένα. Κατέχω τον εαυτό μου. Ο θάνατος του Γιαννόπουλου στερέωσε τον εαυτό μου. Ήταν από την αρχή ως το τέλος αληθινός, ακέριος. Πίστευε ό,τι έκανε και έκανε ό,τι πίστευε. Βλέπω τη ζωή του σα να ήταν η μορφή του. Με το σταμάτημα που έκανε της ζωής του μου έδωσε ολόκληρη την εικόνα του, τη μορφή του και όλα τα χρόνια, όλες τις μέρες, όλες τις ώρες, όλες τις στιγμές της ζωής που έζησε. (Effet de perspective). Με το θάνατό του το θεληματικό, περιόρισε τη ζωντανότητά του μέσα σε χρονικά όρια και ξεφύτρωσε για μένα η μορφή του και η ένταση της ζωντανάδας του ακέρια, η δύναμή του ολάκερη. Και είδα σαν δράμα την ψυχή του καθάρια. Ω βράχοι της Πνύκας που περιδιαβάζαμε άλλοτε, τι μελαγχολία έχετε! Εκεί στεκόμαστε και από κει βλέπαμε τον κόσμο, και λαχταρούσαμε για μια φυλή όμορφη, πανόμορφη σαν τη φυλή που γέννησε τον πολιτισμό τον Ελληνικό.
Ω κρίσες μικρότατες των ανθρώπων. Όλοι τώρα θέλουν να δείξουν πως κάτι ξέρουν. Όλοι θέλουν να φανούν ανώτεροι εκεινού που απόθανε επειδή δεν ήταν άνθρωποι άξιοί του...
Και όταν την Πέμπτη εκείνη έλεγα του αδελφού μου πως θα σκοτωθεί, ο αδελφός μου αποκρινόταν: «Μα ήταν γελαστός προχτές που τον είδα». Και όταν την ίδια μέρα έλεγα ενός φίλου του πως θα σκοτωθεί, ο φίλος του αποκρίνουνταν: «Μα τον είδα χτες στην πλατεία και φορούσε παπαρούνες». Και δεν πίστευαν εκείνο που πίστευα εγώ, ότι θα σκοτόνουνταν. Εκείνη την ημέρα ήταν πεθαμένος.
-Μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος, είναι ανάγκη να φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου. Και γι’ αυτό έχω πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω...
(Ιούνιος)
Ήταν στη φυσιολογική του κατάσταση τέλεια ευχαριστημένος έξω στη φύση την αττική, χαϊδεμένος από τον αέρα, από τη ζέστη την καλοκαιρινή, από την ευωδία της γης, των φυτών και των δέντρων...
Πολιτική και κοινωνική ενέργεια. Στην πολιτική του ενέργεια μάζευε τους πολλούς, το μεγάλο κύκλο των ανθρώπων της φυλής του. Στην κοινωνική του ενέργεια μάζευε γύρω του το λεπτότερο, το μικρότερο κύκλο, τον κύκλο των διανοητικών ανθρώπων της φυλής του. Και έτσι ήταν πλήρης και ακέριος.
(Δεκέμβριος)
Χτες, στην Ακρόπολη, περπάτησα στον ήλιο του δειλινού, που περνούσε ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα, και ήταν ζέστη και ήταν ομορφιά. Βράχια τριανταφυλλιά και μάρμαρα χρυσά, καθαρότητα. Θύμηση του Γ. που πάντα κοντά τους έζησε.
(Από τα «Φύλλα Ημερολογίου», Δ’ 1908-1912, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985).
  ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: