Κάμποσα χρόνια μετά την ίδρυση του ανίσχυρου προτεκτοράτου που
ονομάστηκε Ελλάς, φτιάχτηκε μια επιτροπή για να ονομάσει τους ήρωες του
αγώνα του 1821 και να παραδώσει στη λήθη τους προδότες. Τζάμπα κόπος. Η
επιτροπή έχρισε «ήρωες» σχεδόν τους πάντες: κι αυτούς που τα βρίσκανε
περιστασιακά με τους Τούρκους κλείνοντας συμφωνίες – τα περίφημα
«καπάκια» –,
κι εκείνους που αλληλοσφάζονταν στους εμφύλιους πολέμους που μαίνονταν παράλληλα με την επανάσταση, κι όσους φάγανε τα δάνεια της Αγγλίας, και τους άλλους που δεν έτρεχαν να βοηθήσουν αν δεν εισέπρατταν προκαταβολικά «πλερωμές».
Έτσι υπάρχουν σήμερα στη σκιά της Ακρόπολης των Αθηνών δύο δρόμοι: η οδός Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Κουκάκι και η οδός Ιωάννη Γκούρα στην Πλάκα. Στις 5 Ιουνίου 1825 τέσσερα «παλικάρια» του Γκούρα λιντσάρανε τον φυλακισμένο στον φράγκικο πύργο (έχει γκρεμιστεί, δεν ήτο κτίσμα του Περικλέους…) της Ακρόπολης Ανδρούτσο. Πετάξανε κάτω το πτώμα διαδίδοντας ότι ο ’Δυσσέας πήγε να δραπετεύσει αλλά έσπασε το σκοινί και σκοτώθηκε. Δύο δρόμοι. Ο ένας με το όνομα του θύματος. Ο άλλος με το όνομα του δολοφόνου. Δίπλα - δίπλα. Ήρωες της ελληνικής φυλής, ιστορικά δικαιωμένοι αμφότεροι!
Θυμήθηκα την ιστορία βλέποντας την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» για τη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη. Ο νεοεθνικιστικός κινηματογραφικός λόγος του Σμαραγδή τον έχει αναγάγει σε εθνικό κατασκευαστή εύπεπτων μύθων για μαζική κατανάλωση. Όπως ακριβώς τα πορτρέτα των ηρώων του ’21 στα ντουβάρια των σχολικών τάξεων: ο Κολοκοτρώνης πλάι στον Κουντουριώτη, αλλά η φυλακή της Ύδρας στην οποία ο δεύτερος έριξε τον πρώτο το 1824 πουθενά.
Οι μυθιστορηματικά «βιογραφούμενοι» πρωταγωνιστές του – οι κατά Σμαραγδήν Θεοτοκόπουλοι, Σολωμοί, Παπαδιαμάντηδες, Καβάφηδες, Εμπειρίκοι, Βαρβάκηδες κ.ά. – είναι θλιβερά μονοδιάστατοι: μοιραίοι και ωραίοι ως Έλληνες, θαρραλέοι, απόγονοι ευκλεών προγόνων, ευλογημένοι απ’ τον «Θεό των Ελλήνων» (πού ’ν’ τος να σώσει τον περιούσιο λαό απ’ τους μνημονιακούς σωτήρες;), ευφυείς, ξεπερνάνε όλα τα εμπόδια σαν τους σούπερ ήρωες των κόμιξ.
Στερεοτυπικές καρικατούρες. Αγιογραφίες. Άνθρωποι χωρίς αντιφάσεις, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς ξεπεσμό – εννιά φορές να πέφτουν και δέκα να σηκώνονται –, χωρίς βάθος, ρε αδελφέ.
Αν ο Σμαραγδής ήθελε πραγματικά να επιτελέσει εθνικό έργο, να προσφέρει κάτι στην αυτογνωσία ημών των συνελλήνων, ας μας έδειχνε τα μούτρα μας στον καθρέφτη. Ας έφτιαχνε ήρωες βουτηγμένους στις αντιφάσεις τους, αληθινούς. Όχι άλλους Έλληνες σούπερμαν. Όχι άλλο φτηνό ποπ-κορν ανακατεμένο με το βούτυρο της «ράτσας», της «φυλής» και άλλες τέτοιες ασυγχώρητες – στα χρόνια του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη – επικινδυνότητες. ΠΗΓΗ
κι εκείνους που αλληλοσφάζονταν στους εμφύλιους πολέμους που μαίνονταν παράλληλα με την επανάσταση, κι όσους φάγανε τα δάνεια της Αγγλίας, και τους άλλους που δεν έτρεχαν να βοηθήσουν αν δεν εισέπρατταν προκαταβολικά «πλερωμές».
Έτσι υπάρχουν σήμερα στη σκιά της Ακρόπολης των Αθηνών δύο δρόμοι: η οδός Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Κουκάκι και η οδός Ιωάννη Γκούρα στην Πλάκα. Στις 5 Ιουνίου 1825 τέσσερα «παλικάρια» του Γκούρα λιντσάρανε τον φυλακισμένο στον φράγκικο πύργο (έχει γκρεμιστεί, δεν ήτο κτίσμα του Περικλέους…) της Ακρόπολης Ανδρούτσο. Πετάξανε κάτω το πτώμα διαδίδοντας ότι ο ’Δυσσέας πήγε να δραπετεύσει αλλά έσπασε το σκοινί και σκοτώθηκε. Δύο δρόμοι. Ο ένας με το όνομα του θύματος. Ο άλλος με το όνομα του δολοφόνου. Δίπλα - δίπλα. Ήρωες της ελληνικής φυλής, ιστορικά δικαιωμένοι αμφότεροι!
Θυμήθηκα την ιστορία βλέποντας την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» για τη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη. Ο νεοεθνικιστικός κινηματογραφικός λόγος του Σμαραγδή τον έχει αναγάγει σε εθνικό κατασκευαστή εύπεπτων μύθων για μαζική κατανάλωση. Όπως ακριβώς τα πορτρέτα των ηρώων του ’21 στα ντουβάρια των σχολικών τάξεων: ο Κολοκοτρώνης πλάι στον Κουντουριώτη, αλλά η φυλακή της Ύδρας στην οποία ο δεύτερος έριξε τον πρώτο το 1824 πουθενά.
Οι μυθιστορηματικά «βιογραφούμενοι» πρωταγωνιστές του – οι κατά Σμαραγδήν Θεοτοκόπουλοι, Σολωμοί, Παπαδιαμάντηδες, Καβάφηδες, Εμπειρίκοι, Βαρβάκηδες κ.ά. – είναι θλιβερά μονοδιάστατοι: μοιραίοι και ωραίοι ως Έλληνες, θαρραλέοι, απόγονοι ευκλεών προγόνων, ευλογημένοι απ’ τον «Θεό των Ελλήνων» (πού ’ν’ τος να σώσει τον περιούσιο λαό απ’ τους μνημονιακούς σωτήρες;), ευφυείς, ξεπερνάνε όλα τα εμπόδια σαν τους σούπερ ήρωες των κόμιξ.
Στερεοτυπικές καρικατούρες. Αγιογραφίες. Άνθρωποι χωρίς αντιφάσεις, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς ξεπεσμό – εννιά φορές να πέφτουν και δέκα να σηκώνονται –, χωρίς βάθος, ρε αδελφέ.
Αν ο Σμαραγδής ήθελε πραγματικά να επιτελέσει εθνικό έργο, να προσφέρει κάτι στην αυτογνωσία ημών των συνελλήνων, ας μας έδειχνε τα μούτρα μας στον καθρέφτη. Ας έφτιαχνε ήρωες βουτηγμένους στις αντιφάσεις τους, αληθινούς. Όχι άλλους Έλληνες σούπερμαν. Όχι άλλο φτηνό ποπ-κορν ανακατεμένο με το βούτυρο της «ράτσας», της «φυλής» και άλλες τέτοιες ασυγχώρητες – στα χρόνια του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη – επικινδυνότητες. ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου