Εκείνη την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 1956, στο αντάρτικο λημέρι όπου βρισκόταν ο Παλληκαρίδης έγραψε για τους Τρεις το ποίημά του υπό τον τίτλο «Το τελευταίο Τρίο απαγχονισμού». Ξάδελφος του Παλληκαρίδη ήταν ο ένας από το «Τρίο», ο Μαυρομμάτης. Τους στίχους (πλην των τριών τελευταίων λέξεων) μελοποίησε στις μέρες μας ο Μιχ. Χριστοδουλίδης και είναι το τραγούδι «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε», στο δίσκο «Των Αθανάτων», του Νταλάρα με τη Διάσταση και το Γ. Δημοσθένους: «…Και να! Κτυπούνε πένθιμα, κάθε χωριού καμπάνες. Κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους κι όλη γη. Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε. Λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή: Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα. Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα, στο ελληνικό νησί…». Για τους τρείς ήρωές μας έγραψε και ο Κώστας Μόντης:
Πού τρέχουν όλοι αυτοί,
γιατί τόση αναταραχή
για να σκοτώσουν τρία παιδικά χαμόγελα !
Γιατί φοβούνται πως είναι τόσο δύσκολο
να σκοτώσουν αυτά τα χαμόγελα;
Ήταν εκείνης της μέρας το τελευταίο φως που είδαν στη ζωή τους. Όσο μπόρεσαν να δουν μέσα από τα κατάκλειστα, σιδερόφρακτα, κελιά των μελλοθανάτων. Ανάμεσα στο κτίριο της αγχόνης και στο μικρό κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Πριν από το χάραμα της Παρασκευής έγιναν οι ίδιοι φως. Άσβεστο για πάντα φως ελληνικό.
Το φως της επόμενης μέρας, της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956, δεν πρόλαβαν να το δουν. Προτού χαράξει η αυγή, τους κρέμασαν. Πριν το χάραμα κουβάλησαν εκεί τον Παπάντωνη να τους ψάλλει μόνος συνοπτικά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Πριν από το πρώτο φως τούς κατέβασαν στους τάφους της φυλακής. Τα Φυλακισμένα Μνήματα. Πρώτος δεξιά δίκλινος τάφος: Μαζί ο Παναγίδης κι ο Κουτσόφτας. Δίπλα μονόκλινος για τον Μαυρομμάτη. Ήσαν, ήδη, εκεί, άλλοι πέντε συγκάτοικοι. Ο Μιχαλάκης Καραολής κι ο Ανδρέας Δημητρίου, από τις 10 Μαΐου, ο Ανδρέας Ζάκος με τον Χαρίλαο Μιχαήλ και τον Ιάκωβο Πατάτσο από τις 9 Αυγούστου 1956. Θα 'φερναν, τον επόμενο χρόνο, άλλους τέσσερις: Τον Μάρκο Δράκο, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη και τον Στυλιανό Λένα. Και τον μεθεπόμενο χρόνο, Νοέμβριο του '58, τον 13ον και τελευταίο συγκάτοικο, τον Κυριάκο Μάτση, στα Φυλακισμένα Μνήματα των ενδόξων και πανευφήμων της ΕΟΚΑ αρχαγγέλων της Λευτεριάς, που θυσιάστηκαν αγωνιζόμενοι κατά της βρετανικής σκλαβιάς, για την Ένωση της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα.
Οι ήρωες Κουτσόφτας και Παναγίδης ήταν φίλοι αληθινοί. Ο Κουτσόφτας μπορούσε να τρέξει και να σωθεί, προτίμησε όμως να βοηθήσει το φίλο του, που δεν μπορούσε να τρέξει. Κοινή η πορεία τους, η φυλάκιση, η δίκη, η αγχόνη. Μαζί τους στο τελευταίο στάδιο προστέθηκε και ο Στέλιος Μαυρομμάτης από τη Λάρνακα της Λαπήθου.
Μ Ε Σ Α Ν Υ Χ Τ Α της Πέμπτης και κάτι, πάνε και τους τρεις σιδηροδέσμιους στην αγχόνη. Τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Και μόλις τον ολοκληρώνουν, χωρίς ανάσα, τον ξαναρχίζουν. Ώσπου ο απαίσιος γδούπος της καταπακτής της αγχόνης έκοψε στη μέση την επανάληψη τού «και σαν πρώτ' ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά»… Σαν αύριο, πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια.
«Παρασκευά, δεν θέλω να μαραζώνεις διότι θα μας κρεμάσουν. Πεθαίνω μόνο για ένα σκοπό. Δεν θα δω την Κύπρο ελεύθερη, αλλά προσέφερα το αίμα μου για να τη δουν οι νέες γενεές τής Κύπρου ελεύθερη…».
Τα πιο πάνω λόγια ανήκουν στον ήρωα Ανδρέα Παναγίδη. Εκείνος ο άλκιμος νέος υπηρέτησε επάξια το χρέος του. Προσέφερε θυσία το αίμα του για να εκτιμηθεί και να καταξιωθεί από τις μελλοντικές γενιές των Eλλήνων της Κύπρου. Τούτο το παλικάρι αγκυροβόλησε τα όνειρά του και τη ζωή του μέσα στο πέλαγος της λευτεριάς. Και ουδέποτε λύγισε. Ουδέποτε παρέκκλινε από το δρόμο του, για να αφήσει στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 την ψυχή του Αιώνιο Μήνυμα σε όλους τους Έλληνες.
Η αντίδραση των τριών αγωνιστών στην καταδικαστική απόφαση Αν οι τρεις αγωνιστές επέδειξαν ανδρεία, θάρρος και αποφασιστικότητα κατά τη διάρκειατης εκτέλεσης της αποστολής που τους ανέθεσε η ΕΟΚΑ, κατά την ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου, που διέταζε το θάνατο για τους δυο και την ισόβια κάθειρξη για το Χοιροπούλη, οι τρεις αγωνιστές υπερέβησαν κάθε τι το ανθρώπινο. Όχι μόνο δεν πτοήθηκαν από την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντίθετα επέδειξαν υπέρμετρο θάρρος και ανδρεία, έννοιες που εκείνη τη στιγμή ξέφυγαν από την ανθρώπινη σημασία τους και πέρασαν σε άλλη σφαίρα. Η καταδίκη τους σε θάνατο, όχι μόνο δεν ήταν γι' αυτούς κάτι το τρομακτικό, αλλά αντίθετα, ήταν μια ευκαιρία για να απελευθερωθεί η ψυχή τους, η οποία ήταν σκλαβωμένη μέσα στο σώμα τους, κατά τον ίδιο τρόπο που ήθελαν και η μικρή πατρίδα τους, η Κύπρος, που ήταν υπόδουλη, να απελευθερωθεί από τους Άγγλους κατακτητές. Συνεπώς, ήταν φυσικό απ' αυτή την άποψη να μην επιδείξουν ούτε ίχνος δειλίας κατά την ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, επειδή ακριβώς οι τρεις αγωνιστές είχαν ξεπεράσει το φόβο του θανάτου.Πριν ο Ειδικός δικαστής διαβάσει την απόφασή του είπε ότι βρίσκει όλους τους κατηγορούμενους ένοχους και πρόσθεσε στη συνέχεια ότι κανένας από τους κατηγορούμενους δεν έχει καταδικαστεί προηγουμένως και δεν υπάρχει τίποτα εναντίον τους.Οι τρεις ήρωες απαγχονίστηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και ώρα 0:45π.μ «Ομιλών εκ μέρους όλων ο Στέλιος Μαυρομάτης είπε τα εξής: ‘Αισθανόμεθα απόλυτον γαλήνην, διότι είμεθα πεπεισμένοι ότι ο Θεός μας έχει ήδη συγχωρήσει και μας συμπαρίσταται. Ενθυμούμεθα τα λεχθέντα υπό του Θεανθρώπου ότι απήλλαξε τον άνθρωπον από τον φόβον του θανάτου και ότι δεν πρέπει να φοβήται κανείς οιανδήποτε περίστασιν, εάν χάνεται με το σώμα του, αφήνει όμως την ψυχήν του ενέπαφον’. Ο Μαυρομάτης είπε τα εξής: ‘Είμαι ευχαριστημένος διότι μου εδόθη η ευκαιρία να γνωρίζω την ημέραν του θανάτου μου και να ετοιμαστώ πλήρως διά να την αντιμετωπίσω. Η μόνη μου μελαγχο λική σκέψις είναι το μέλλον της οικογενείας μου και ιδιαιτέρως των δύο ανυπάνδρων αδελφών μου, πολύ περισσότερον μάλιστα που ο πατήρ μου είναι ήδη ηλικιωμένος. Λυπούμαι όταν σκέπτωμαι ότι ούτος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά εις τα γηρατεία του’» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956). Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι Παναγίδης και Κουτσόφτας είπαν «ότι αντιμετωπίζουν με μεγάλην αταραξίαν την επικειμένην εκτέλεσίν των. Στο κάτω-κάτω, προσέθεσαν, κάθε άνθρωπος οφείλει την ψυχήν του εις τον Θεόν. Ο Παναγίδης ανεφέρθη με συγκίνησιν διά την σύζυγόν του και τα τέκνα του. Συναισθάνομαι πλήρως, είπεν, ότι είμαι οικογενειάρχης με σύζυγον και τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτα και άνευ περιουσίας. Αλλά βαδίζω προς τον θάνατον βέβαιος ότι τόσον οι συγγενείς όσον και οι φίλοι μου και εν γένει οι συμπατριώται μου θα τα φροντίσουν….»(Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).Συγγενείς των μελλοθανάτων, μιλώντας στον «Φ» είπαν ότι «εύρον τους νέους εντελώς ψυχραίμους, ετοίμους να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Τον Μιχαήλ Κουτσόφταν εύρον οι οικείοι του ψάλλοντα θρησκευτικούς ύμνους και το ‘Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει’. Μόλις αντίκρισε την σύζυγόν του Ευγενίαν, της είπε: "Θέλω να σταθής ανταξία μου, δεν θέλω κλάματα και λύπες". Προς την μητέραν του Ελένην Κυριάκου Κουτσόφταν είπεν ότι "ήλθε η ώρα διά να δείξη ότι είναι πραγματική Ελληνίς μητέρα. Πρέπει να ξέρετε ότι όταν θα βαδίζω εις την αγχόνην την νύχταν της Πέμπτης θα ψάλλω τον εθνικόν μας ύμνον". Εν συνεχεία συνέστησεν εις τους αδελφούς και αδελφάς του, Πέτρον, Κώσταν, Παρασκευούν και Ολυμπιάδα να παρηγορήσουν την μητέρα των. Αδέλφια μου, είπε, "θα πάω να εύρω τον μακαρίτην πατέρα μας" (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 20.9.1956).Στα ρεπορτάζ ο «Φ» έδινε πλήρεις περιγραφές για τα τραγικά γεγονότα: «Η αγωνία και η συγκίνησις έφθασαν εις το κατακόρυφον κατά την 1ην μεταμεσονύκτιον ώραν, ότε, ως εγένετο αντιληπτόν, επλησίαζε η ώρα της εκτελέσεως. Την 1.03΄ μεταμεσονύκτιον ηκούσθη να ψάλλεται από εκατοντάδες πρόσωπα εντός των Φυλακών ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Ηκολούθησε σιγή διά μερικά δευτερόλεπτα. Την 1 ώραν και 4 λεπτά ηκούσθησαν φωναί:" ‘Ο Θεός Μαζί σας. Αντίο παιδιά. Είσθε αθάνατοι", που εγέμισαν τον αέρα. Έν λεπτόν αργότερον, εν μέσω μιας μικράς μεν αλλά κατανυκτικής σιωπής, εκατοντάδες προσώπων έψαλον το "αιωνία η μνήμη"» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 23.9.1956). Ο ιερέας των φυλακών αιδεσιμότατος Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου δήλωσε σε συντάκτη του «Φ» ότι, όταν κοινώνησε τους μελλοθάνατους και τους έκανε το Άγιο Ευχέλαιο ήταν εντελώς ψύχραιμοι. «Την 12.45 μεταμεσονύκτιον οι 3 νεαροί ωδηγήθησαν εις την αγχόνην, ενώ έψαλλον ζωηρώς τον Εθνικόν Ύμνον. Την στιγμήν που θα εξετελούντο ηκούσθησαν εκ του δωματίου της αγχόνης διάφορα συνθήματα, τα οποία ούτοι εκραύγαζαν. Περί την 2αν πρωινήν ωδηγήθην πλησίον του δωματίου της αγχόνης, όπου είδον 3 φέρετρα. Ετράβηξα τα σκεπάσματά των και αντίκρυσα τους τρεις εκτελεσθέντας νεκρούς, έσκυψα και τους φίλησα. Τα πρόσωπά των ήσαν ήρεμα. Μετά τους έψαλλα την νεκρώσιμον ακολουθίαν. Τέλον, μετεφέρθην διά του ιδίου οχήματος εις την οικίαν μου. Κατά την διάρκειαν της νεκρωσίμου ακολουθίας παρίσταντο και οι κ.κ. Άιρον και Άκερς» (Βλ. «Ο Φιλελεύθερος», 23.9.1956). Οι τρεις εκτελεσθέντες ετάφησαν στο Κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών, δίπλα από τους τάφους των Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου, Ανδρέα Ζάκου, Ιάκωβου Πατάτσου και Χαρίλαου Μιχαήλ. Κύριες πηγές εφημερίδες "Φιλελεύθερος" και "Σημερινη"
ΠΗΓΗ:www.apoellas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου