Του Σπύρου Κτενά*
Θα μπορούσε κανείς να μιλάει ώρες για το καπετάν Βασίλη, το φτωχόπαιδο από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας που έγινε ο σημαντικότερος εφοπλιστής σε πλοία κοντέινερ στον πλανήτη. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου ήταν ότι, ενώ κατέκτησε τον απόλυτο σεβασμό της διεθνούς επιχειρηματικής κοινότητας, παρέμεινε ένας σπουδαίος άνθρωπος, σύζυγος και πατέρας. (Ο χαρακτήρας των περισσότερων επιτυχημένων επιχειρηματιών αλλοιώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού η όποια εξουσία αποκτούν τους διαφθείρει…).
Στις συναντήσεις μας έβλεπα έναν άνθρωπο που άκουγε με προσοχή κάποιο νεότερό του. Ενώ είχε οργώσει τις θάλασσες, μιλούσε με αγάπη για τα λιόδεντρά του και το ψαροκάικό του. Και όταν η κουβέντα έφθανε στα αγαπημένα του πρόσωπα τον άκουγες να μιλάει για τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του και να λιώνει…
Η φυγή του ήταν ξαφνική και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος πέτυχε αυτό που συμβούλευε τα παιδιά του: «Παιδί μου, όταν γεννήθηκες εσύ έκλαιγες και όλοι οι άλλοι γελούσαν. Κοίτα να ζήσεις έτσι ώστε, όταν έρθει η ώρα να πεθάνεις, όλοι να κλαίνε και εσύ να γελάς». Όταν έφυγε πολλοί έκλαψαν με αληθινά δάκρυα και αυτός γελούσε…
Αν και η απώλεια του καπετάν Βασίλη είναι ακόμη νωπή, ο ίδιος μάς πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία να σκεφθούμε το σήμερα αυτής της χώρας. Ιδιαίτερα αυτές τις κρίσιμες στιγμές που ο κόσμος υποφέρει και οι νέοι άνθρωποι σκέφτονται με μεγάλο προβληματισμό το αύριο.
Αν δει λοιπόν κανείς τη ζωή του ανθρώπου αυτού θα διαπιστώσει ότι η αφετηρία της ήταν από τρομακτικά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τη σημερινή ζωή των σύγχρονων Ελλήνων. Όταν ο ίδιος ξεκινούσε το 1948 από το χωριό του για να έρθει στην Αθήνα, ο εμφύλιος πόλεμος δημιουργούσε ακόμη πληγές στο ταλαίπωρο κορμί της χώρας. Και όμως ο μικρός Βασίλης κέρδιζε καθημερινά τη ζωή του ξεκινώντας από τα χαράματα για να μοιράσει γάλα και στη συνέχεια να πάει στο εργοστάσιο κουμπιών. Κατάκοπος συνέχιζε στο νυχτερινό σχολείο και μετά με τα πόδια ως το Βοτανικό, όπου έμενε…
Οι συνθήκες αυτές όχι μόνο δεν τον πτόησαν αλλά αντίθετα έκαναν την αποφασιστικότητά του πιο αιχμηρή, πυροδοτώντας τα φλογερά όνειρα του μικρού Μεσσήνιου. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται η ουσία όλων όσα πέτυχε ο ίδιος: έμεινε πιστός στα όνειρά του! Δεν τα περιόρισε, δεν τα κουτσούρεψε σε μια μίζερη ελληνική πραγματικότητα. Ανοίχτηκε στις θάλασσες και όταν οι άλλοι κοιμούνταν (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αυτός στη γέφυρα του πλοίου σχεδίαζε την επόμενη μέρα. Στις πολύωρες συζητήσεις που είχα μαζί του μου έλεγε: «Για μένα οι καλύτερες ώρες ήταν οι νυχτερινές βάρδιες. Εκεί ήμουν εγώ, η θάλασσα και τα σχέδιά μου για το αύριο».
Είναι αλήθεια ότι η μοναδική στιγμή που κάμφθηκε αυτή του η αποφασιστικότητα ήταν όταν γεννήθηκε ο τρίτος γιος του. Η αγάπη του για την οικογένειά του τον οδήγησε στην απόφαση να ξεμπαρκάρει. Με τις οικονομίες του σκεπτόταν να ανοίξει ένα μπακάλικο. Η γυναίκα του όμως, η πολύτιμη Κάρμεν, όσο και αν τον λάτρευε και τον ήθελε κοντά της, τον απέτρεψε λέγοντάς του: «Βασίλη μου, με το χαρακτήρα που έχεις θα πέσει έξω το μαγαζί, γιατί θα δίνεις πράγματα δωρεάν σε όποιον τα χρειάζεται αλλά δεν έχει να πληρώσει. Και από την άλλη, αν πάει καλά το μαγαζί, θα πει ότι άλλαξες χαρακτήρα και αυτό θα είναι χειρότερο». Έτσι, ο ίδιος ξανοίχτηκε και πάλι στις θάλασσες για να κατακτήσει αυτό για το οποίο ήταν γεννημένος. Με δυο λόγια, δεν περιόρισε τα όνειρά του στη φτωχή Ελλάδα αλλά ακολούθησε αυτό που έκαναν πάντα οι Έλληνες: το μάρκετινγκ των ανοικτών ωκεανών..
Η απόφασή του όμως αυτή δεν ήταν μια φυγή από τα προβλήματα. Ήταν μια πορεία με όραμα, με σχέδιο, πρακτικό πνεύμα και κυρίως αποφασιστικότητα. Αυτό άλλωστε ήταν και το μότο της ζωής του: «Όταν έχεις κάτι σημαντικό και δύσκολο να κάνεις, άπαξ και το αποφασίσεις, να είσαι από τσιμέντο, να μην κουνήσεις ρούπι».
Εκεί λοιπόν ξανά στη γέφυρα του πλοίου ή στην καμπίνα του την ώρα της σχόλης «έχτιζε το αύριο». Έτσι το 1974 κάνει την πρώτη κίνησή του: παίρνει την απόφαση να αγοράσει το πρώτο «καραβάκι», ένα πλοίο χιλίων τόνων, που έμελλε να αποτελέσει το αρχικό κύτταρο ενός μεγάλου οικονομικού οργανισμού με περίπου 60 πλοία κοντέινερ. Τον άθλο αυτό θα υπογράμμιζε με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια η «Lloyd’s list».
Το όραμά του όμως δεν αφορούσε μόνο τη ναυτιλία. «Δέσμιος» του μύθου του Οδυσσέα, επιθυμεί να επιστρέψει στην πατρική γη με έναν ξεχωριστό τρόπο…
Κάθε φορά που ταξιδεύει με κάποιο αεροπλάνο ευρωπαϊκής εταιρείας ανατρέχει στα φυλλάδια με τους τουριστικούς προορισμούς των χωρών. Κάπως έτσι γεννιέται η ιδέα την οποία με μικρά μικρά βήματα αρχίζει να υλοποιεί. Η βαθιά επιθυμία του είναι να αφήσει τη δική του σφραγίδα στην Καλαμάτα, αναδεικνύοντας τη Μεσσηνία σε έναν νέο τουριστικό προορισμό της Ελλάδας και – γιατί όχι; – και της Μεσογείου. Το νέο όραμά του πήρε σάρκα και οστά λίγο προτού πεθάνει.
Με δυο λόγια, ο καπετάν Βασίλης δεν μπήκε στο καλούπι μιας ψωροκώσταινας, αλλά της αληθινής Ελλάδας. Έφτιαξε τα δικά του καλούπια, μπολιάζοντας τις σκέψεις των ανθρώπων με μια νέα (όσο και παλιά) ιδέα: Μήπως η λογική της ψωροκώσταινας, που κάποιοι δυτικοί φίλοι μας προσπαθούν αιώνες τώρα να μας βάλουν στα μυαλά μας, μπορεί να αντικατασταθεί από τη λογική των ανοικτών ωκεανών που ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες, οι καπεταναίοι της Ύδρας και των Σπετσών, οι σημερινοί Έλληνες εφοπλιστές, ο μεγάλος καπετάν Βασίλης…
*Ο Σπύρος Κτενάς, κορυφαίος οικονομικός συντάκτης επί δεκαετίες, είναι σήμερα ο πρόεδρος της Statbank. Του σοβαρότερου οργανισμού που μελετά τις Ελληνικές επιχειρήσεις. ΠΗΓΗ:olympia.gr
Θα μπορούσε κανείς να μιλάει ώρες για το καπετάν Βασίλη, το φτωχόπαιδο από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας που έγινε ο σημαντικότερος εφοπλιστής σε πλοία κοντέινερ στον πλανήτη. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου ήταν ότι, ενώ κατέκτησε τον απόλυτο σεβασμό της διεθνούς επιχειρηματικής κοινότητας, παρέμεινε ένας σπουδαίος άνθρωπος, σύζυγος και πατέρας. (Ο χαρακτήρας των περισσότερων επιτυχημένων επιχειρηματιών αλλοιώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού η όποια εξουσία αποκτούν τους διαφθείρει…).
Στις συναντήσεις μας έβλεπα έναν άνθρωπο που άκουγε με προσοχή κάποιο νεότερό του. Ενώ είχε οργώσει τις θάλασσες, μιλούσε με αγάπη για τα λιόδεντρά του και το ψαροκάικό του. Και όταν η κουβέντα έφθανε στα αγαπημένα του πρόσωπα τον άκουγες να μιλάει για τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του και να λιώνει…
Η φυγή του ήταν ξαφνική και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος πέτυχε αυτό που συμβούλευε τα παιδιά του: «Παιδί μου, όταν γεννήθηκες εσύ έκλαιγες και όλοι οι άλλοι γελούσαν. Κοίτα να ζήσεις έτσι ώστε, όταν έρθει η ώρα να πεθάνεις, όλοι να κλαίνε και εσύ να γελάς». Όταν έφυγε πολλοί έκλαψαν με αληθινά δάκρυα και αυτός γελούσε…
Αν και η απώλεια του καπετάν Βασίλη είναι ακόμη νωπή, ο ίδιος μάς πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία να σκεφθούμε το σήμερα αυτής της χώρας. Ιδιαίτερα αυτές τις κρίσιμες στιγμές που ο κόσμος υποφέρει και οι νέοι άνθρωποι σκέφτονται με μεγάλο προβληματισμό το αύριο.
Αν δει λοιπόν κανείς τη ζωή του ανθρώπου αυτού θα διαπιστώσει ότι η αφετηρία της ήταν από τρομακτικά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τη σημερινή ζωή των σύγχρονων Ελλήνων. Όταν ο ίδιος ξεκινούσε το 1948 από το χωριό του για να έρθει στην Αθήνα, ο εμφύλιος πόλεμος δημιουργούσε ακόμη πληγές στο ταλαίπωρο κορμί της χώρας. Και όμως ο μικρός Βασίλης κέρδιζε καθημερινά τη ζωή του ξεκινώντας από τα χαράματα για να μοιράσει γάλα και στη συνέχεια να πάει στο εργοστάσιο κουμπιών. Κατάκοπος συνέχιζε στο νυχτερινό σχολείο και μετά με τα πόδια ως το Βοτανικό, όπου έμενε…
Οι συνθήκες αυτές όχι μόνο δεν τον πτόησαν αλλά αντίθετα έκαναν την αποφασιστικότητά του πιο αιχμηρή, πυροδοτώντας τα φλογερά όνειρα του μικρού Μεσσήνιου. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται η ουσία όλων όσα πέτυχε ο ίδιος: έμεινε πιστός στα όνειρά του! Δεν τα περιόρισε, δεν τα κουτσούρεψε σε μια μίζερη ελληνική πραγματικότητα. Ανοίχτηκε στις θάλασσες και όταν οι άλλοι κοιμούνταν (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αυτός στη γέφυρα του πλοίου σχεδίαζε την επόμενη μέρα. Στις πολύωρες συζητήσεις που είχα μαζί του μου έλεγε: «Για μένα οι καλύτερες ώρες ήταν οι νυχτερινές βάρδιες. Εκεί ήμουν εγώ, η θάλασσα και τα σχέδιά μου για το αύριο».
Είναι αλήθεια ότι η μοναδική στιγμή που κάμφθηκε αυτή του η αποφασιστικότητα ήταν όταν γεννήθηκε ο τρίτος γιος του. Η αγάπη του για την οικογένειά του τον οδήγησε στην απόφαση να ξεμπαρκάρει. Με τις οικονομίες του σκεπτόταν να ανοίξει ένα μπακάλικο. Η γυναίκα του όμως, η πολύτιμη Κάρμεν, όσο και αν τον λάτρευε και τον ήθελε κοντά της, τον απέτρεψε λέγοντάς του: «Βασίλη μου, με το χαρακτήρα που έχεις θα πέσει έξω το μαγαζί, γιατί θα δίνεις πράγματα δωρεάν σε όποιον τα χρειάζεται αλλά δεν έχει να πληρώσει. Και από την άλλη, αν πάει καλά το μαγαζί, θα πει ότι άλλαξες χαρακτήρα και αυτό θα είναι χειρότερο». Έτσι, ο ίδιος ξανοίχτηκε και πάλι στις θάλασσες για να κατακτήσει αυτό για το οποίο ήταν γεννημένος. Με δυο λόγια, δεν περιόρισε τα όνειρά του στη φτωχή Ελλάδα αλλά ακολούθησε αυτό που έκαναν πάντα οι Έλληνες: το μάρκετινγκ των ανοικτών ωκεανών..
Η απόφασή του όμως αυτή δεν ήταν μια φυγή από τα προβλήματα. Ήταν μια πορεία με όραμα, με σχέδιο, πρακτικό πνεύμα και κυρίως αποφασιστικότητα. Αυτό άλλωστε ήταν και το μότο της ζωής του: «Όταν έχεις κάτι σημαντικό και δύσκολο να κάνεις, άπαξ και το αποφασίσεις, να είσαι από τσιμέντο, να μην κουνήσεις ρούπι».
Εκεί λοιπόν ξανά στη γέφυρα του πλοίου ή στην καμπίνα του την ώρα της σχόλης «έχτιζε το αύριο». Έτσι το 1974 κάνει την πρώτη κίνησή του: παίρνει την απόφαση να αγοράσει το πρώτο «καραβάκι», ένα πλοίο χιλίων τόνων, που έμελλε να αποτελέσει το αρχικό κύτταρο ενός μεγάλου οικονομικού οργανισμού με περίπου 60 πλοία κοντέινερ. Τον άθλο αυτό θα υπογράμμιζε με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια η «Lloyd’s list».
Το όραμά του όμως δεν αφορούσε μόνο τη ναυτιλία. «Δέσμιος» του μύθου του Οδυσσέα, επιθυμεί να επιστρέψει στην πατρική γη με έναν ξεχωριστό τρόπο…
Κάθε φορά που ταξιδεύει με κάποιο αεροπλάνο ευρωπαϊκής εταιρείας ανατρέχει στα φυλλάδια με τους τουριστικούς προορισμούς των χωρών. Κάπως έτσι γεννιέται η ιδέα την οποία με μικρά μικρά βήματα αρχίζει να υλοποιεί. Η βαθιά επιθυμία του είναι να αφήσει τη δική του σφραγίδα στην Καλαμάτα, αναδεικνύοντας τη Μεσσηνία σε έναν νέο τουριστικό προορισμό της Ελλάδας και – γιατί όχι; – και της Μεσογείου. Το νέο όραμά του πήρε σάρκα και οστά λίγο προτού πεθάνει.
Με δυο λόγια, ο καπετάν Βασίλης δεν μπήκε στο καλούπι μιας ψωροκώσταινας, αλλά της αληθινής Ελλάδας. Έφτιαξε τα δικά του καλούπια, μπολιάζοντας τις σκέψεις των ανθρώπων με μια νέα (όσο και παλιά) ιδέα: Μήπως η λογική της ψωροκώσταινας, που κάποιοι δυτικοί φίλοι μας προσπαθούν αιώνες τώρα να μας βάλουν στα μυαλά μας, μπορεί να αντικατασταθεί από τη λογική των ανοικτών ωκεανών που ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες, οι καπεταναίοι της Ύδρας και των Σπετσών, οι σημερινοί Έλληνες εφοπλιστές, ο μεγάλος καπετάν Βασίλης…
*Ο Σπύρος Κτενάς, κορυφαίος οικονομικός συντάκτης επί δεκαετίες, είναι σήμερα ο πρόεδρος της Statbank. Του σοβαρότερου οργανισμού που μελετά τις Ελληνικές επιχειρήσεις. ΠΗΓΗ:olympia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου