της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του κενού, εθίζεσαι στη σαχλαμάρα! Στο ανόητο, στο ρηχό, στο επιδερμικό... Στο «τίποτα» που μεταμφιέζεται σε «κάτι»... Στο ασήμαντο που μεταμφιέζεται σε σημαντικό...
Όλο αυτό το μπαράζ της φτιασιδωμένης ηλιθιότητας ναρκώνει τον εγκέφαλο. Νεκρώνει τα αντανακλαστικά. Χαμηλώνει τον πήχυ αντοχών και ανοχών! Τα μέτρα σύγκρισης, αργά αλλά σταθερά, σβήνουν απ΄ τη μνήμη σου...
Στα χρόνια του κενού βουλιάζεις τόσο αργά, που δεν το συνειδητοποιείς καν! Κάποτε άκουγες το «Άξιον Εστί». Τώρα, στο ραδιόφωνο ακούς τους στυγνούς δολοφόνους του πενταγράμμου... (που, απ΄ τις επτά νότες, ζήτημα αν χρησιμοποιούν τις δυο-τρεις κι αυτές φάλτσα)... Κάποτε βυθιζόσουνα στο φως και το έρεβος του Ντοστογιέφσκι ή του Καβάφη, τώρα βολεύεσαι με το βιβλίο τσέπης κάτω απ΄ την ομπρέλα της πλαζ... Κάποτε οι αξίες, τώρα οι απαξίες...
ΕΤΣΙ ΑΛΛΑΞΕ η ζωή μας... Έτσι μετατράπηκε από βιβλιοπωλείο με σπάνιες εκδόσεις σε περίπτερο με βιβλία τσέπης... Έτσι άλλαξε η ζωή μας κι έγινε «η ζωή των άλλων»... Ποιος παντρεύτηκε, ποια έκανε μπότοξ, ποιος χώρισε, με ποιαν κοιμήθηκε και με ποιαν ξύπνησε! Εκπομπές «κοινωνικού σχολιασμού», περιοδικά για ανθυποδιάσημους, παπαράτσι που κυνηγάνε την κάθε χαρά της σιλικόνης για να τη φωτογραφίσουν με το άμοιρο το παιδάκι της! Αντικαταστήσαμε τα ντολμαδάκια της γιαγιάς με την πίτσα ντελίβερι. Άνοστη σαν κόλλα αναφοράς...
Που δεν την τρώμε: την καταπίνουμε απλώς! Αμάσητη, όπως καταπίνουμε πια τα πάντα...
Κι έτσι όπως αποχαυνωμένος μετράς τους λεπτοδείκτες του ασήμαντου, έρχεται κάτι να ταράξει τους εν υπνώσει αισθητήρες σου... Μια λέξη, μια φράση, ένα βλέμμα, μια μνήμη...
ΕΝΑ Ε-ΜΑΙL... Γιατί με την καλύτερή μου φίλη, τη Ρένα Θεολογίδου, κάποτε επικοινωνούσαμε με το βλέμμα... Τώρα επικοινωνούμε με emails... Μου γράφει σκόρπιες σκέψεις, ψήγματα αναπόλησης με τον δικό της, τον μοναδικό τρόπο γραφής... Χωρίς εμφανές έναυσμα, ό,τι της έρχεται, όπως και όποτε της έρχεται, το μοιράζεται μαζί μου. Κι εγώ μαζί σας... Έτσι, για να θυμόμαστε τι σημαίνει «σπουδαία πένα»:
«Ήταν μια εποχή που η Μύκονος ήταν κάτι σαν τον Άγιο Δομίνικο. Που το ρετιρέ στο Κολωνάκι ήταν ένα όνειρο στη σφαίρα του μύθου. Ήταν μια εποχή που η αντιπαροχή ήταν η μόνη διέξοδος από την πραγματικότητα του προπολεμικού πατρικού ισογείου. Κι αν δεν υπήρχε ούτε κι αυτό το ισόγειο η φυγή προς το αδύνατο μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο για ένα δίωρο στη σκοτεινή αίθουσα μιας χολιγουντιανής εκδοχής της ζωής. Ήταν η διέξοδος που σου έδινε ένα εισιτήριο του ταλίρου. Εκείνο το ελευθέρας να ταυτιστείς με τη μαγεία της Ρίτας Χέιγουορθ.
ΤΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ της Τζίλντα έβαλε στο Κολωνάκι και στη Μύκονο ένας. Ο Γιάννης Μαρής. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 πήρε την Ελληνίδα νοικοκυρά από το χέρι και στα πρώτα ελληνικά βιβλία τσέπης αγορασμένα από το περίπτερο έξι δραχμές σε υπερπολυτελή έκδοση για την εποχή, την έβαλε μέσα σε κότερα, της γνώρισε μυστηριώδεις καλλονές και γοητευτικούς δημοσιογράφους που τις φλέρταραν μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι. Δεν τις φλέρταραν μόνο. Άφηναν για μια στιγμή το ουίσκι στο τραπεζάκι του σαλονιού, στρέφονταν προς την αναγνώστρια και της εμπιστεύονταν τις σκέψεις τους για το τέλειο σώμα της, καθώς η καλλονή άφηνε τη μεταξωτή της ρόμπα να πέσει στο πάτωμα του μισοφωτισμένου δωματίου. Γιατί οι καλλονές του Μαρή ήταν πάντα δυο πράγματα: καλλονές και εύκολες. Καλλονές με εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά που κάθε συγγραφέας ανέξοδα χαρίζει στις ηρωίδες του και εύκολες σε μια εποχή που υπήρχε ακόμα ο όρος “προγαμιαίες σχέσεις”. Και οι νύχτες ήταν πάντα υγρές. Κι εκείνες έβγαιναν στο μπαλκόνι καπνίζοντας σχεδόν πάντα με μια μακριά πίπα κοκάλινη. Κάπου μακριά ακουγόταν μια τζαζ, αλλά εκείνες ήταν απορροφημένες από κάτι που τις απασχολούσε τυραννικά. Κοσμοπολίτισσες πάντα με κάποιο κρυμμένο μυστικό. Και ήταν αυτό ένα στοιχείο που παρέλυε την αναγνώστρια. Την αναγνώστρια που αντί να μένει στην Πλας Βαντόμ, έμενε στη Σκουφά, στη Φωκίωνος Νέγρη, στο Αιγάλεω ή στο Παγκράτι. Αυτή ήταν και η συνταγή της επιτυχίας του Μαρή που άφησε εποχή».
Αυτή είναι η φίλη μου... Αυτή είναι η Ρένα μου... Και την ευχαριστώ που- στα χρόνια του κενού ανθίσταται και με ξυπνάει απ΄ τον λήθαργο! Σ΄ ευχαριστώ που υπάρχεις, Ρενάκι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου