Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (Πάτραι 1871 [1]- Ἀθῆναι 1910), ὑπῆρξε ἑλληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ [2] καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ [3], «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» [4], «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» [5], «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» [6], «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» [7], «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» [7], «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» [7], ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» [8]. Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος [9], σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό [2], οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα [2], ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί [7], «ξανθός ἱππότης» [10], μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί [7], ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του [2].
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστὴς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 [1] καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ στὶς 8 Ἀπριλίου 1910. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη. [11]
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι [12]. Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. [13])
Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας [14]), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.
Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Στὶς 8 Ἀπριλίου 1910, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν [15], στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).
Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα. [15]
α) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Τέχνη
Κατὰ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν. [...] ἠγωνίζετο νὰ καταδείξῃ ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶναι τὸ μόνον ἁρμόζον, ἀλλὰ καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ ἑλληνικόν.» Τὴν ἑλληνικότητα αὐτήν, τὸ «κατὰ φύσιν» τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὶς τέχνες μέχρι τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνία, ὁ Γιαννόπουλος τὸ ἀνήγαγε στὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Αἰσθητικὸς μὲ σπάνια εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια, στὴν Φύσι ἔβλεπε τὴν ἀρχὴ τῶν πάντων. Καὶ πρὶν τὴν Ἱστορία, τὴν κοινωνία καὶ τὴν πολιτική, ὁ Γιαννόπουλος, τὴν πρώτη μεγάλη στρέβλωσι καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν φύσιν τὴν ἐντοπίζει στὶς τέχνες.
Γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσῃ ὁ Γιαννόπουλος τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ἑλληνικότητος στὶς τέχνες (Ζωγραφική, Γλυπτική, Ἀρχιτεκτονική, Μουσική κ.ἄ.), ἀπὸ τὶς ὁποῖες, κατ᾿ αὐτόν, λόγῳ τῆς ξενομανίας, συμπλέγματος κατωτερότητας ἔναντι τῆς Δύσεως, ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ κοινωνία εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, δὲν θέτει ὡς βάσι ὁποιαδήποτε τέχνη, ρυθμὸ ἢ τεχνοτροπία, ἀλλὰ αὐτήν ταύτην τὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Μὲ εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια ὁρίζει τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος, ὅπως αὐτὰ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Φῶς γύρω του. Τὶς θεμελιώδεις του αὐτὲς ἀρχὲς γιὰ τὶς τέχνες, ἀναπτύσσει κυρίως στὰ ἔργα του «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903) και «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904). Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:
i) Ἡ Ἑλληνικὴ Γραμμὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, ἁπαλότητα, καμπυλότητα, λυγεράδα, χάρι, ἀρμονία τοῦ συνόλου ἀλλὰ ποικιλία τῶν λεπτομερειῶν. [16]
ii) Το Ἑλληνικὸν Χρῶμα χαρακτηρίζεται από: ἀϋλότητα, ἐλαφρότητα, μὲ βασικὰ χρώματα τὸ κυανὸ καὶ τὸ χρυσό, ἀλλὰ καὶ ποικιλία στὶς λεπτομέρειες καὶ διαρκεῖς παραλλαγὲς καὶ παιχνίδισμα σὲ ὁλόκληρο φᾶσμα λεπτοτάτων ἀποχρώσεων. [17]
«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος», σημειώνει μὲ ἐκστατικὸ οἶστρο ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὰ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικής Φύσεως πρέπει νὰ καθορίζουν κάθε ἔκφανσι τῆς Ἑλληνικῆς Τέχνης, ὅπως καθορίζουν καὶ τὴν ψυχή, τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα: «σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο [...] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων [...] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».
β) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Φυλή
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
«Αναβαπτισθείτε εις το θείον φως της γης σας και εις τα παραδείσια ελληνικά νερά. Θα εξέλθετε ζωντανοί και θα εξέλθετε Έλληνες...»! έγραφε ο Περικλής Γιαννόπουλος στις αρχές του 20ού αιώνα. Γη ωραιοτάτη και Θειοτάτη, Γη τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, η Μητέρα Ελληνική Γη, ανέδωσε καρπόν όμοιον. Ομοίως Ωραίον και ομοίως Θείον. το απλούστερον και φυσικώτερον των πραγμάτων: Η Ωραιοτέρα Γη να αποδίδη το Ωραιότερον Άνθος. αλλά: δεν είσαι τίποτα . Η ελληνική γη είναι το παν
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
γ) Ἑλλὰς καὶ Δύσις - Ξενομανία
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
Είναι αδύνατον να αρχίσει δημιουργία Ελληνικής ζωής ενόσω όλα τα πράγματα της ζωής, και όλων των ιδεών, από το πρώτον κουρέλι του λίκνου μέχρι του τελευταίου κουρελιού του τάφου, είναι ξένα. Το κτύπημα της ξενομανίας είναι το πρώτον κίνημα, ο πρώτος αγών των ποθούντων να αγωνισθούν διά μίαν αρχήν Ελλάδος. Η ξενομανία είναι χωριατιά. Είναι προστυχιά. Είναι κουταμάρα. Είναι αφιλοτιμία. Είναι αφιλοπατρία. Και είναι ξιπασιά. Και είναι αμάθεια. Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι -τα χθεσινά Αγριογούρουνα- Εμάς, αλλ' Εμείς θα κρίνουμε Σας και τον Πολιτισμόν σας.
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
δ) Ἑλληνικὴ Ἱστορία καὶ Πολιτισμὸς
Ἢ Ἑλλὰς ἢ τέφρα
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Τότε λοιπόν, ὅτε ἐτελειώθη διὰ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ, τότε μόνον ἡ ὥρα σημαίνει διὰ νὰ ἀρχίσῃ Πραγματικῶς... ἡ Ἑλλ. Ἱστορία. Ἡ ἀληθῶς τρισμεγίστη Ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος εἰς τὸν Κόσμον. Καὶ ἡ Ιστορία αὐτὴ εἶναι: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
Αν εμείς εκαμπτόμεθα μίαν μόνον ημέραν, ο Πολιτισμός του Κόσμου ολοκλήρου θα εσκεπάζετο από τους Γουρουνόφραγκους, σαν μαργαριτάρι από κατρακύλημα βούρκου χαντακιού. Εάν ο Φραγκόκοσμος είχε και ίχνος Τιμιότητος, όχι εις τον Αρχαίον, αλλ' εις τον Βυζαντινόν Έλληνα θα έκαμνε: ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ. Οι Φράγκοι δεν πρέπει να νομίζουν, ότι δεν βαραίνει και γονατίζει κι εμάς όλη αυτή η Ασήκωτη ΔΟΞΑ, και δεν μάς καίει το κεφάλι το Πύρινο Στέμμα που λέγεται: ΕΛΛΗΝ.
Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἠμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἔως τὴν ὥραν αὐτήν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούια. Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλληνικὸν ΦΩΣ, εἶναι ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρα τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλληνικὴ Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ. Πᾶς Ἕλλην ἔχει τὸ δικαίωμα ἀγρίας ὑπερηφανείας πρὸ τῶν σημερινῶν Λαῶν καὶ τῶν Παληανθρωπισμῶν τῶν Βασιλιάδων των μὲ τὰ ἐμετικῶς Μπακαλικὰ καὶ ἀναιδῶς λωποδυτικὰ Ἰδανικά των. ... Ἡ μεγαλυτέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶναι, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα. Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι δὲν ἔχει νὰ πολεμήσει κατὰ τοῦ Παπᾶ. Ὁ Ἕλλην Παπᾶς δὲν ἔχει, Δόξα τῷ Θεῷ, καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Φραγκόπαπα. Ὁ Ἑλληνόπαπας, ἀπαραλλακτότατος καὶ κοινωνικότατος πολίτης, [...], ὁ Ἕλλην Παπᾶς, ὁ λαϊκός, ὁ ἐθνικός, ὁ φύσει φιλαλλόδοξος καὶ διόλου φανατικός, εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσῃ περίφημα ὅτι ἡ ἀνωτέρα Πνευματικὴ Ἑλληνικὴ Θρησκεία θὰ σώσῃ εἰς τὸ μέλλον τὴν φυλήν, ὅτι βαθύτερον τοῦ ράσου τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι Ἕλλην. Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός. Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούια: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶναι Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ. ... Καὶ δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ στιγμὴ καταλληλοτέρα πρὸς φανέρωσιν τῆς δυνάμεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ φαίνεται, διὰ πρώτην φοράν, βαθειὰ καὶ πραγματικὰ ὅτι ἡττᾶται. [...] Καὶ Ἀδύνατον πλέον τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν Ἕλληνα, χάριν ἀνοητάτων λόγων, νὰ στερεῖται τῆς συναισθήσεως ἀκριβῶς τῆς Τρισμεγίστης του Δυνάμεως: ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ. Διότι ὅταν ὁ ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ὑψώνεται τρισμέγιστος μὲ τὸν Οὐρανὸ κατάλαμπρον κατεβασμένον στὴ γῆ γιὰ καπέλλο, ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς μέσα εἰς τὰς μεγίστας ἀγκάλας του εἰσέρχεται τραγουδῶν τὰ νέα τραγούδια, τώρα ὄχι μόνον ἀκροατὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ Δράματος ἐν τῷ Θρησκευτικῷ Θεάτρῳ, ἀλλὰ καὶ λαμβάνων μέρος μὲ τὰ τραγούδια του, ὅταν ἐν μέσῳ τῆς καταλάμπρου ΝΕΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ποὺ καταστολίζει τὰ πάντα ἀπὸ ἀπὸ τὰ βάθρα ἔως τοὺς θόλους καὶ καταθέλγει τὰς ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ του, αἰσθάνεται ὅτι δὲν τοῦ στεροῦν τίποτε ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ τὴν Χαρὰν καὶ τὴν Εὐμορφίαν ποὺ εἶναι συνηθισμένος νὰ ἔχῃ καὶ νὰ λατρεύῃ, ὅταν οἱ Χοροὶ τραγουδοῦν, καὶ οἱ φωτοχυσίαι καὶ τὰ θυμιάματα καὶ οἱ λαμπροστόλιστοι ΝΕΟΙ ΙΕΡΕΙΣ παίζουν τὸ Θεῖον Δρᾶμα, τώρα μόλις πίσω ἀπὸ ἕνα ἐλαφρότερον παραπέτασμα τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ ἀνοίγεται ὅλην τὴν ὥραν, καὶ ὅταν οἱ ΡΗΤΟΡΕΣ, ἀπὸ τὴν Ἄμβωνα τώρα, τοῦ δίδουν τὴν ὑπερτάτην ἀπόαυσιν παντὸς Ἕλληνος πάσης ἐποχῆς: ΤΟ ΛΟΓΟ! αἰσθάνεται τὸν ἐαυτὸ του, ἐννοεῖ ὅτι δὲν ἔχασε τίποτε, ὅτι εἶναι ὅλα τὰ ἴδια, ὅτι τίποτε δὲν τὸν Ἐστέρησαν, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος, καὶ τότε οὔτῳ μόνον, ὑπ᾿ αὐτοὺς μόνον τοὺς ὅρους, ἀποδέχεται τελειωτικῶς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Καὶ ὅταν οἱ Γρηγόριοι θέλοντες νὰ μοναστηριάσουν μεταβάλλουν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ τραγουδοῦν, κιθαρωδοῦν, δραματουργοῦν τὸ Νέον Θρήσκευμα, ἡ Νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος εἶναι τελεία, εἶναι ἀκριβῶς παρομοία μὲ τὴν κατάκτησιν - ἐκεῖ Ξένης - τῆς Ἀριστοκρατίας καὶ Βασιλείας τῆς Ρώμης, καὶ ὅταν οἱ Χρυσόστομοι Παπα-Δημοσθένηδες καὶ Παπα-Περικλῆδες τῶν Νέων Καιρῶν δημαγωγοῦν τὸν λὰόν των καὶ τὸν καταμεθοῦν καὶ καταμεθοῦνται ὅλοι μαζὺ στὴν καταλαμπρύνουσα καὶ ἐξαίρουσα τὰ πάντα Εὐμορφιὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου, τότε πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς Θεόστραβος γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ επάνω ἀπὸ τὸν μεγάλον Θόλον, τὴν Ἀήττητον Παρθένον, τὴν Πρόμαχον ΑΘΗΝΑ, τώρα μὲ τὸ Βυζαντινό της Φόρεμα, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Νέου Θεοῦ στὸ στῆθος, προβάλλουσαν μὲ τὸ χέρι της τὸ νέον ὅπλον τό: ΣΤΑΥΡΟ. ... Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐχρησίμευσεν ὡς μέσον καὶ ὅπλον πολιτικὸν θαυμάσιον, διὰ τὴν Κοσμοκρατορίαν ἡμῶν τῶν τότε, καὶ ἄγκυρα σωτηρίας μετὰ τὸν Τοῦρκον, διπλᾶ δι᾿ αὐτὸ ἀγαπητός, ὑπερβέβαιο εἶναι ἀφ᾿ ἐτέρου ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός, ἀδιάφορον ἂν εἶναι συγγνωστὸν ἔνεκα τῆς φορᾶς τῶν Καιρῶν, ἀλλὰ εἶναι: Καὶ εἶναι συγχρόνως καὶ λεπτότερον καὶ βαθύτερον ψυχολογικὸν Κέντρον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὁργανισμοῦ, ἐκ τῆς ὀρθῆς κεντήσεως καὶ ἡρέμου ἀφυπνίσεως τοῦ ὁποίου, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρος αὐτὴ ἡ Βαθυτάτη ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, καὶ τὰ δύο ἀγκομαχοῦντα στα τρίσβαθα σκοτάδια τοῦ ἐαυτοῦ μας, ἡ τελειωτικὴ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ. (Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
ς) Ἑλληνικὴ Γλῶσσα
κατακεραύνωνε την στενομυαλιά δημοτικιστών και αρχαϊστών ομού: Μιστριώτης-Ψυχάρης, με την μίαν όψιν, απολίθωμα Βλακοδιδασκαλικού Μπαμπούλα, με την άλλην, αποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αυταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ένας δήθεν Νέος Ελληνισμός [...], σημαιοφορούμενος από το Αρχικατεργαρικότατον Επιστημονικόν φως -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικός Νεοελληνισμός Μισελληνικώτατος, θέλων να σπάση την Ενότητα της Ιστορίας, την Ενότητα της Γλώσσης, την Ενότητα της Θρησκείας [...] (Περικλής Γιαννόπουλος, "Νέον Πνεύμα", 1906)
Ελληνική Φυλή, οι Έλληνες της ΕΥΡΩΠΗΣ -ΟΙ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΣΟΥ- Σού έκαμαν το Τρομερότερο και Αγριότερο ΚΑΚΟ. Αυτοί με τους Δασκαλοτσούσιδες και τους Κουτσουροκαλλιτέχνες Σου Σέ βούλιαξαν στη ΦΡΑΓΚΟΣΚΛΑΒΙΑ. (Περικλής Γιαννόπουλος, "Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν", 1907)
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
ζ) Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ Κοινωνία
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶναι Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσης, δὲν τὸν πείθεις τὸν Ληστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτούς θὰ προσπαθήση νὰ Σᾶς πάρη κάθε Γῆ. Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούτσηδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμητα Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ. Καὶ εἶναι ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτε τί. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρη. Τὸ Ἠθικὸν εἶναι ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ. Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της μόνο μὲ Σπαθί. Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ. ΤΑ πάντα στὴ Ζωή - Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ - κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶναι καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶναι.
Ελληνική Φυλή τι φωνάζεις; Μπήκαν κλέφτες στο μανδρί; Εάν Σού βαστά έμπα διώχτους. Ελληνική Φυλή είσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οι Φραγκικοί Στρατοί και Στόλοι να Σού φυλάν τ' αμπέλια ΣΟΥ. (Περικλής Γιαννόπουλος, "Έκκλησις προς το Πανελλήνιο Κοινό", 1907) Περικλής Γιαννόπουλος [«Νέον Πνεύμα»] : Κάτω η Ελλάς των : ΨΗΦΩΝ, των ΜΙΣΘΩΝ, των ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ και των ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.
[ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ]
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ [2] καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ [3], «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» [4], «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» [5], «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» [6], «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» [7], «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» [7], «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» [7], ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» [8]. Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος [9], σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό [2], οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα [2], ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί [7], «ξανθός ἱππότης» [10], μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί [7], ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του [2].
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστὴς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)
Κατὰ τὸν Κ.Θ. Δημαρά [*1], ὁ Γιαννόπουλος ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωσι τῆς ἑλληνικής ἰδεολογίας τῆς περιόδου 1881-1913, ἡ ὁποία ἰδεολογία μάλιστα φθάνει στὴν κορύφωσί της μὲ τὸν ἴδιον, τὸν Μανουήλ Χαιρέτη καὶ τὸν Ἴωνα Δραγούμη. Τὸ ἑλληνοκεντρικὸ πνευματικὸ αὐτὸ ρεῦμα (Σάθας, Ψυχάρης, Ἐφταλιώτης, Ξενόπουλος, Χαιρέτης, Γιαννόπουλος κ.ἄ.), σημειώνει ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς, ἀξιοποιεῖ τὴν κληρονομιὰ τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ὅπου μὲ τοὺς Σπ. Ζαμπέλιο, Κ. Παπαρρηγόπουλο κ.ἄ. ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους) καὶ προσθέτει ἐπιπλέον δύο σημαντικὲς ἀνελίξεις: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς (ἀρχαιότητα καὶ Βυζάντιο, λαϊκὴ παράδοσις, δημοτικὴ γλῶσσα) σὲ ἕνα ἐνιαῖο καὶ ὀργανωμένο σύνολο, καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν θεωρία στὴν πράξι, μετάβαση ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα καὶ τοὺς νικηφόρους Βαλκανικοὺς Πολέμους.
Τὸ κίνημα τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ, ὅμως, τὸ αἴτημα τῆς ἐπανελληνίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (ὁπότε μάλιστα, μὲ τὴν ἐνσωμάτωσι τῶν προσφύγων στὸν ἐθνικὸ κορμό, ἡ ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐγνώρισε καὶ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀνατολῆς) δὲν ἔπαυσε νὰ ἀποδίδῃ καρπούς, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου [*2]: πολιτικὴ καὶ κοινωνία (Ἴων Δραγούμης, Ἐθνικὴ Ἐταιρεία καὶ Μακεδονικὸς Ἀγῶν, Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος (1909), Βαλκανικοὶ Πόλεμοι 1912-13 [*1], Ἰωάννης Συκουτρῆς καὶ πολιτιστικὴ ἰδεολογία τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ περὶ «Τρίτου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ», σήμερα Χρίστος Γούδης καὶ Ἰνστιτοῦτο «Ἴων Δραγούμης»), λογοτεχνία (Γενιὰ τοῦ ᾿30) [*3], ἀρχιτεκτονική (Δ. Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης), ζωγραφική καὶ γλυπτικὴ (Θεόφιλος, Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Σπύρος Παπαλουκᾶς, Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Ἀντώνης Σῶχος [*4]), μουσικὴ καὶ λαϊκὴ παράδοσις (Σίμων Καρρᾶς, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, Δώρα Στράτου, Χριστόδουλος Χάλαρης), κινηματογράφος (Κώστας Φέρρης, Λάκης Παπαστάθης), θρησκεία καὶ φιλοσοφία (περὶ τὸ τέλος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο», ἀφ᾿ ἑνός, καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο, ἀφ᾿ ἑτέρου, πνευματικὸ ρεῦμα) [*5].
Ἐὰν ὅμως τὸ ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα ἔδωσε καρποὺς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τῆς πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς παραγωγῆς, ἡ μεγάλη σύνθεσις, τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Γιαννόπουλο, ὁ συνολικὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ ἀναγέννησις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου, ὑγιοῦς καὶ λαμπροῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι μὲ στείρα προγονολατρεία ἀλλὰ μὲ δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως, παραμένει ζητούμενον. Στὴν κατεύθυνσι αὐτὴ δὲν λείπουν μέχρι σήμερα (2009) οἱ νέες, πρωτότυπες προτάσεις [*6]. Ἡ ἀναζήτησις συνεχίζεται.
- «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», Δεκ. 1902
- «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνες μας», Φεβ. 1903
- «Ἡ ξενομανία», 16 Ἰαν. 1903
- «Πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν», 11-13 Μαρτ. 1903
- «Τηλεφωνήματα», 1903
- «Ἑλληνικὴ Γραμμή», Μαρτ. 1903
- «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 3-11 Σεπτ. 1904
- «Καὶ περὶ Ἑλληνικῆς Μουσικῆς τίποτε;», 18 Ἰουλ. 1904
- «Ἑλληνικὴν Μουσικὴν ἐμπρός», 25-28 Ἰουλ. 1904
- «Νέον Πνεῦμα», 1906
- «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907
Ἐκδόσεις ἔργων τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου:
- Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἄπαντα (ἐπιμέλεια Δημήτρης Λαζογιῶργος - Ἑλληνικός), Νέα Θέσις, 1963· β' ἔκδ. 1993
- Περικλῆ Γιαννόπουλου Ἄπαντα, Ἐλεύθερη Σκέψις, β' ἐπανέκδοσις 1999 (α' ἔκδ. 1988), ISBN 960-7931-17-3
- «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5
- Ἀπόστολος Σαχίνης, «Ἡ πεζογραφία τοῦ αἰσθητισμοῦ», Ἑστία, 1981, σελ. 219-245 (Περιλαμβάνονται ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πεζὰ ποιήματα τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου.)
- Γ. Κατσίμπαλης, Βιβλιογραφία Περικλῆ Γιαννόπουλου, «Τὰ Νέα Γράμματα», τ. 1-3, 1938· ἀναδημοσίευσις: περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 179-185
- Περιοδικὸν «Ἑλληνικὰ Γράμματα», τόμ. Δ', 1-2-1929
- Περιοδικὸν «Νεοελληνικὰ Γράμματα», τ. 77, 21-5-1938
- Περιοδικὸν «Τὰ Νέα Γράμματα», Ἰαν.-Μάρτ. 1938, χρόνος Δ'
- Περιοδικὸν «Ἑλληνικὴ Δημιουργία», τ. 136, 1-10-1953
- Ἴων Δραγούμης, «Ὅσοι Ζωντανοί»· «Φύλλα Ἡμερολογίου», τόμος Δ', 1908-1912, Ἑρμῆς, 1988· «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906
- Ἄγγελος Σικελιανός, «Λυρικὸς Βίος», τόμος Α', Ἴκαρος, 1999· τόμος Β', Ἴκαρος, 2003· «Πεζός Λόγος» (1908-1928), τόμος Α', Ἴκαρος, 2001· «Γράμματα», ἐπιμ. Μπουρναζάκης, τόμος Α', Ἴκαρος, 2000
- Δημήτριος Βεζανής, «Τὸ μέγα μήνυμα τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», 1951
- Σοφία Λασκαρίδου, «Ἀπό τὸ ἡμερολόγιό μου - Συμπλήρωμα: Μιὰ ἀγάπη μεγάλη», 1960
- Χένρυ Μίλλερ, «Ὁ κολοσσὸς τοῦ Μαρουσιοῦ», μτφ. Ἀνδρέας Καραντώνης, Γαλαξίας, 1970
- Σπύρος Μελᾶς, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Δάσκαλος τοῦ Γένους», Ἀθήνα 1971
- Κ.Θ. Δημαρᾶς, κεφ. «Ἡ διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμος ΙΔ', Ἐκδοτικὴ Ἀθηνών, 1977, σελ. 398-409
- Σαρδελής Κ., «Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἴων Δραγούμης· Ἑλληνοκεντρισμὸς καὶ ἑλληνορθόδοξη παράδοση», Νέα Ἑστία, τόμος 129, ἔτ. ΞΕ', τ. 1534, 1-6-1991, σελ. 758-763
- Νικόλαος Καρρᾶς, «Μὲ ἰδεολογία Ἑλληνική: Νεοέλληνες πνευματικοὶ ἥρωες», Πελασγός, 1998
- Νικόλαος Μιχαλολιάκος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ Ἀπολλώνιος Λόγος», Ἀσκαλών, ἐπανέκδοσις 2008
- Λεωνίδας Χρηστάκης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ τελευταῖος τῶν Ἀθηναίων», Σπηλιώτης, 2002
- Γιάννης Καιροφύλας, «Αὐτοὶ οἱ ὡραῖοι τρελοί», Φιλιππότης, 2002
- Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2
- Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 137-178
- Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007, ISBN 978-960-6627-71-2
- Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007
- Μάνια Στάικου, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ προφήτης τοῦ ἑλληνισμοῦ», ἐφημ. «Ὁ Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ», ἔνθετο «Culture», 1-3-2008
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ὁ αὐτόχειρας τοῦ Σκαραμαγκᾶ - Μυθιστορηματικὴ βιογραφία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου καὶ τῆς Σοφίας Λασκαρίδου», Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, 2008, ISBN 978-960-8351-37-0
- Περικλῆς Γιαννόπουλος (1871-1910): Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
- Facebook Page: Περικλής Γιαννόπουλος
- Facebook Group: ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο προφήτης του Ελληνισμού
- Βιβλιοθήκη Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸ scribd
- Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα), Νεκτάριος Μαμαλοῦγκος
- Δημοσιεύσεις γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο στὸ ἱστολόγιον Κρατύλος
- Δημοσιεύσεις γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο στὸ ἱστολόγιον Ἀρετή καὶ Τόλμη
[1] Τὸ ἔτος γεννήσεως τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἶναι ἀνεξακρίβωτον. Σὲ διαφορετικὲς πηγὲς ἀναφέρονται τὰ ἔτη 1869, 1870, 1871, 1872. Στὰ μητρῶα τοῦ Δήμου Πατρέων, ὅμως, ἀναφέρεται ὡς γεννηθεὶς τὸ 1871. (Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007, ISBN 978-960-6627-71-2, σελ. 26-27.)
[2] Μελέτης Μελετόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Βίος, ἔργο καὶ αὐτοκτονία», περ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004, ISSN 1105-8099, σελ. 137-178.
[3] Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007.
[4] Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906 («Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες...»)· Βλάσης Γαβριηλίδης, «Μαστιγωτὴς καὶ προφήτης», ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 1-9-1906· Μάνια Στάικου, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Ὁ προφήτης τοῦ ἑλληνισμοῦ», ἐφημ. «Ὁ Κόσμος τοῦ Ἐπενδυτῆ», ἔνθετο «Culture», 1-3-2008.
[5] Βλάσσης Γαβριηλίδης, ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 12-4-1910.
[6] Γρηγόριος Ξενόπουλος.
[7] Δημήτρης Κιτσίκης, «Ὁ ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας Περικλῆς Γιαννόπουλος», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002.
[8] Ἐπαμεινώνδας Παντελεμίδης, «Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ Ἕλλην», περ. «Τετρακτὺς ἀείγνητος».
[9] Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ἕνα σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906.
[10] Παύλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».
[11] Δημήτρης Λαζογιώργος-Ελληνικός, «Μανουὴλ Θ. Χαιρέτης: Ὁ ἄγνωστος προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», Πελασγός, 1998, σελ. 59-67
[12] «Σ᾿ αὐτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω», γράφει γιὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁ ἀδελφικός του φίλος Ἴων Δραγούμης. Κατὰ τὸν Π. Ταγκόπουλο, «ὁ Ἴων ὁλόκληρος θαρρεῖς κι ἔχει ἀναπηδήσει ἀπὸ τὰ κηρύγματα τοῦ Γιαννόπουλου, σὰ νά ᾿ναι τὸ δεύτερο ἐγώ του, πιὸ φίνο καὶ λαμπικαρισμένο». (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Στέφανος Μπεκατῶρος, «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5, σελ. 209.)
[13] Κατὰ τὸν Α. Καραντώνη, «Ὁ Ἴων Δραγούμης καὶ ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, μορφοποίησαν τὴ συνείδηση τοῦ ἑλλαδισμοῦ τους μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ προφητικό θάμπος ποὺ σκορποῦσε ὁ Γιαννόπουλος ζῶντας καὶ δημιουργῶντας.» (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 209) Ὁ Σικελιανὸς μελετᾷ τὸν Γιαννόπουλο καὶ διατυπώνει τὶς συμφωνίες καὶ τὶς διαφωνίες του σὲ σχετικὸ κείμενό του τὸ 1919. (Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 211)
[14] Ὁ Παῦλος Νιρβάνας χαρακτηρίζει τὸν Γιαννόπουλο «ξανθὸν ἱππότη» καὶ θυμᾶται μὲ θαυμασμὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἐκεῖνος: «Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλῇ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρῃς στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβῃς ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνὴς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του.» Ὁ δὲ θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς ἀναφέρει ὅτι «ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καά, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα... γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακή, καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2, σελ 57)
[15] Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2, σελ. 51-56.
[16] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903): «Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ὡραῖα, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον τὴν φυσιογνωμίαν του σὰν ἄτομον, σὰν ἄνθρωπος. [...] Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: . [...] Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμὸς αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. [...] Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μιὰ ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη [...] σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο. [...] Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο [...] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι : ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων. [...] Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τεχναι ὅλαι.»
[17] Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904): «Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. [...] Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. [...] Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκος Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. [...] ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα λέγει εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοῦ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. [...] Η ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. [...] Καὶ ἡ Ἀϋλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. [...] Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. [...] Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ [...] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς [...] θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξεως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καὶ ...ἡμῶν -διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλανω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν ἐφάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα. [...] ἔχει τὸ χαρακτηριστικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ [...] Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.»
[*1] Κ.Θ. Δημαρᾶς, κεφ. «Ἡ διακόσμηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας» στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμος ΙΔ', Ἐκδοτικὴ Ἀθηνών, 1977, σελ. 398-409, καὶ εἰδικῶς κεφ. «Χαιρέτης, Γιαννόπουλος, Δραγούμης» καὶ «Τὰ φτερά...», σελ. 408-409· Βλ. καὶ Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας», 9η ἔκδ., γνώση, 1999, ISBN 960-235-638-3· 1η ἔκδ., Ἴκαρος, 1949.
[*2] Γενικὴ ἐπισκόπησις τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Γιαννόπουλου στὸ Στέφανος Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 205-218.
[*3] Γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου στὴν λογοτεχνία βλ. Μπεκατῶρος, ὅ.π., καὶ Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Τὸ ἱλαρὸν φῶς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου», «Βιβλιοθήκη», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 12-10-2007.
[*4] Βλ. π.χ. στὸ «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6, τὰ κεφ. «Ἀντώνης Σῶχος» (σελ. 91-103), «Σπύρος Παπαλουκᾶς» (σελ. 104-109) κ.ἄ. Ἐπίσης στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, τὸ κεφ. «Τὰ ὁμηρικὰ ἀκρογυάλια καὶ οἱ Ἀριάδνες τοῦ ζωγράφου Στέρη» (σελ. 246-248).
[*5] Στὸν χῶρο τῆς θρησκείας (ἀλλὰ καὶ φιλοσοφίας καὶ πολιτικῆς ἰδεολογίας), τὰ δύο σημαντικότερα ἑλληνοκεντρικὰ πνευματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ρεύματα τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο» ρεῦμα (Ἰ. Ρωμανίδης, Κωστῆς Μοσκώφ, Δημήτρης Κιτσίκης, Χρῆστος Γιανναρᾶς, Κώστας Ζουράρις, Θεόδωρος Ζιάκας), ὅσο καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα (μεταξὺ ἄλλων Ι.Δ. Πασσᾶς, Ἀνδρέας Μαζαράκης, Δ.Ι. Λάμπρου, Ι. Φουράκης, Παναγιώτης Μαρίνης, Βλάσσης Ρασσιᾶς, Δημ. Δημόπουλος, Ἄδωνις Γεωργιάδης, Δημήτρης Λιαντίνης (αὐτόχειρ ἐπίσης), Μαρία Τζάνη) (μὲ ποικίλες τάσεις τὸ τελευταῖο, ἀπὸ τὴν σοβαρὴ ἐπιστημονικὴ μελέτη τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παραδόσεως ἔως τὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, ἀκόμη καὶ τὴν νεομυθολογία τῶν «ἐξωγήινων Ἑλλήνων - Ἔψιλον»), φαίνεται νὰ βρίσκουν στὸν Γιαννόπουλο ὄχι μόνον ἄμεση ἢ ἔμμεση ἔμπνευσι, ἀλλὰ καὶ ἐπίκαιρη κριτικὴ τῶν ὅποιων σημερινῶν ἐκτροπῶν τους καί, τελικῶς, τὴν ζητούμενη ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο μέχρι σήμερα σύνθεσι. Πράγματι, ὁ Γιαννόπουλος, ἂν καὶ ἀρχαιολάτρης, ὄχι μόνον δὲν ὑποτιμᾷ ἀλλὰ ἐξυμνεῖ τὸ Βυζάντιον καὶ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία· ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν καὶ ἀντιδυτικός, εἶναι πάντοτε ἑλληνοκεντρικὸς ἀγωνιστὴς χωρὶς ποτὲ νὰ παρασύρεται σὲ ἀκραῖο ἀνατολισμὸ- ὀθωμανισμό. (Κριτικὴ ἐπισκόπησις τοῦ ἀρχαιόφιλου ἑλληνοκεντρικοῦ ρεύματος στὸ περ. «Ἄρδην», τ. 52, Ἰαν. 2005, «Ἕλληνες: Ἰνδοευρωπαίοι ἤ... ἐξωγήινοι;»· ἐπίσης, Στέλιος Φανός, «Ὁδηγὸς τῶν βιβλίων γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα», β' τόμος, Κίνηση Ἰδεῶν, 2005. Γιὰ τὴν ἡττοπαθὴ ὑποταγὴ ὁρισμένων ἀντιδυτικῶν διανοητῶν στὴν Τουρκία (ὅσο καὶ ἂν ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ χαρακτηρίζει ἀκόμη περισσότερο τοὺς δυτικόφιλους) βλ. «Νεο-οθωμανισμός», ἐπιμ. Γιῶργος Καραμπελιᾶς, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2009.)
[*6] Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικῶς νέες ἀναζητήσεις, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου, ὅπως: i) Ὁ Παῦλος Δημοτάκης, μὲ τὸ βιβλίο του «Τὸ χᾶος καὶ ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων» (Γεωργιάδης, 2001), ἐπεκτείνει τὴν φυσιοκρατικὴ θεωρία τῶν Χαιρέτη-Γιαννόπουλου, ἐφαρμόζοντας τὶς ἀρχὲς τῆς χαοτικῆς δυναμικῆς. ii) Ὁ Μάνος Δανέζης καὶ ὁ Στράτος Θεοδοσίου, μὲ τὸ βιβλίο τους «Τὸ μέλλον τοῦ παρελθόντος μας: Ἐπιστήμη καὶ νέος πολιτισμός» (Δίαυλος, 2005), προβλέπουν τὴν κατάρρευσι τοῦ δυτικοῦ, παγκόσμιου σήμερα, νεωτερικοῦ πολιτισμικοῦ ὑποδείγματος καὶ τὴν οἰκοδόμησι ἑνὸς νέου, μὲ ἑλληνικὲς ἀρχές, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη (Δύσις: Πραγματισμός - Ἀριστοτέλης (μερικῶς, κατὰ τὴν δυτικὴ πρόσληψί του), Ἰουδαϊσμός - Νευτώνεια Φυσική· Ἑλληνικὴ Ἀνατολή (μελλοντικὸ παγκόσμιο ὑπόδειγμα): Ἰδεαλισμός - Πλάτων - Ἑλληνισμός - Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία - [Νεώτερη Φυσική (;)]). iii) Τὸ περιοδικὸ «Ἄρδην» τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ ἐπαναφέρει τὸ αἴτημα γιὰ ἕνα μετανεωτερικὸ ἐναλλακτικὸ ὑπόδειγμα, βασισμένο στὴν δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς παραδόσεως, τὴν ἐθνικὴ αὐτοδιάθεσι, τὸν κοινοτισμό, τὴν οἰκολογικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ εὐαισθησία. iv) Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, μὲ τὰ βιβλία του ὅπως «Πολιτιστικὴ Διπλωματία» (Ἴκαρος, 2003), καθὼς καὶ τὶς παραδόσεις μαθημάτων πολιτιστικῆς διπλωματίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο, τὶς διαλέξεις του γιὰ τὴν διαχρονικὴ ἑλληνικότητα κ.ἄ. ἐπαναφέρει τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τὴν σχέσι τῆς καταστάσεως τῆς πολιτείας καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν κατάστασι στὴν τέχνη καὶ τὸν πολιτισμό, σὲ σχέσι μάλιστα μὲ τὴν ἑλληνικότητα. Σημειώνεται ἡ φράσις τοῦ Γρηγορίου Ξενόπουλου: «Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.» (Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ἕνα σύστημα», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 214, 24-9-1906)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου