« |
«Έσσεται ήμαρ» (Όμηρος, Δ 164, Ζ 448) Του Σαράντου Ι. Καργάκου Σε μια παλαιότερη εποχή, όταν ήθελαν μερικοί, που δεν ήταν και λίγοι, να εκφράσουν την αδιαφορία και την απουσία από τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, αναφέρονταν σχεδόν πάντα ονειδιστικά στην Ακαδημία και όχι πάντοτε αδίκως. Στον παρόντα καιρό κάτι στο χώρο της Ακαδημίας μας αλλάζει. Ένας καινούργιος ορίζοντας χαράζει. Πριν από μερικούς μήνες η Ακαδημία μας χτύπησε την καμπάνα του συναγερμού για τους κινδύνους, που απειλούν την ελληνική γλώσσα. Κάποιοι έσπευσαν και πάλι να την κακολογήσουν και να της προσάψουν τη μομφή του «οπισθοδρομισμού». Είναι οι συνήθεις υπνωτιστές του ελληνικού λαού που χτυπούν κάθε φορά αυτόν που χτυπάει την καμπάνα του συναγερμού και όχι όποιον βάζει τη φωτιά. Σήμερα δυστυχώς έχουμε φθάσει στο όριο των καιρών. Το γλωσσικό τοπίο μας πάει να ρημάξει. Αποψιλώνεται συνεχώς από τα «φεστιβάλ πυρκαϊάς», που οργάνωσαν αλλεπάλληλοι «μεταρρυθμιστές», που απορρύθμισαν τη γλώσσα και την παιδεία μας. Κι ακολούθησαν άλλα «σήματα λυγρά», που ακονίζουν συστηματικά το γλωσσικό μας πολιτισμό. Ωστόσο, οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες για ανάκαμψη δεν λείπουν. Ο χρόνος που πέρασε έχει ανακηρυχθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών. Η Ακαδημία Αθηνών άδραξε την ευκαιρία και με μια μεστή ανακοίνωσή της εξέφρασε για μια ακόμη φορά την πίστη της προς τα κείμενα της κλασικής Ελληνικής Γραμματείας ως εκπαιδευτικών αγαθών μεγάλης αξίας για όλη την ανθρωπότητα. Παράλληλα εξέφρασε η Ακαδημία την ανησυχία της για την υποχώρηση της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και για την επέλαση του λατινικού αλφαβήτου, που τείνει να εξαφανίσει την ελληνική γραφή. Τέλος, η Ακαδημία Αθηνών απηύθυνε έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση και προς τους εκπροσώπους μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προβούν στις δέουσες ενέργειες για την επανεισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων στα σχολεία των ευρωπαϊκών κρατών, δίνοντας όμως η Ελλάς το εμψυχωτικό παράδειγμα στους Ευρωπαίους. Διότι θα φαινόταν σολοικισμός να επαναφέρουν οι ξένοι τα αρχαία και να τα αποπτύουμε εμείς, και την ώρα που ο Ζαν Λαγκ μελετά την επανεισαγωγή τους, η δική μας επίτροπος να κόπτεται υπέρ της ανακηρύξεως της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στον τόπο μας, ενώ είναι και στους μωρούς φανερό, ότι η αγγλική de facto και μερικώς de jure έχει την πρωτεύουσα θέση στις μαθήσεις και προτιμήσεις των κατοίκων της Ευρωκώσταινας. Το επ’ εμοί, και εφόσον δεν αφυπνισθούμε και δεν δραστηριοποιηθούμε έστω και την ύστατη στιγμή και εφόσον, για να θυμηθώ τον Θουκυδίδη, η «φύσις» του σύγχρονου Έλληνα παραμένει ανθελληνική, βλέπω το μέλλον της ελληνικής ζοφώδες. Φοβάμαι ότι στο μέλλον η ιστορία της Ελλάδας δεν θα είναι ελληνική. Είμαστε - όσοι απομείναμε – η τελευταία γενιά που ομιλεί και γράφει κάπως υποφερτά την ελληνική. Η καθαρεύουσα του μέλλοντος θα είναι η αμερικανική και η δημοτική του μέλλοντος η απλουστευμένη αλβανική. Οι παλαιότεροι ίσως ενθυμούνται το μετακατοχικό σατιρικό ασμάτιο, που έλεγε: «Ρε, γυναίκα, τίνος είναι τα παιδιά; / Τό ’να μου φωνάζει «γιες» τ’ άλλο μου φωνάζει «για», ρε γυναίκα, δεν μιλούν ελληνικά». Τώρα όμως είναι η ώρα που το άσμα τούτο «δικαιώνεται». Τα παιδιά που θα έλθουν μετά από μας, δεν θα είναι δικά μας παιδιά. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά της παιδείας τους, και τούτη η παιδεία, που τους προσφέρουμε, δεν είναι παιδεία ελληνική. Όταν δεν είναι ανθελληνική, είναι υποπαιδεία, μια ανάπηρη ή ημιπληγική παιδεία. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (25οι σε γλωσσική παιδεία ανάμεσα σε 31 χώρες της γης!) έδειξε πως ο βασιλιάς της παιδείας μας είναι γυμνός (1). Επί 25 χρόνια, μετά την απορρύθμιση του 1976, που άρχισε η έξωση των αρχαίων ελληνικών από τα γυμνάσια και τη ζωή μας, πυργώνουμε μηδενικά επί μηδενικών. Υποβάλλουμε τα παιδιά και τον εαυτό μας σε μια δίαιτα πνευματικής και γλωσσικής σκουπιδοτροφίας, έτσι που μόνο στη βωμολοχία, στη χυδαιολογία και στην αισχρογραφία – κι αυτό φαίνεται από την κρατικοβραβευόμενη και κρατικοπροβαλλόμενη λογοτεχνία – διαπρέπουμε (Σήμερα, αν θεωρήσω σοβαρές τις δηλώσεις της κυρίας επιτρόπου και όχι σαν προπαίδεια για εξετάσεις υποτελείας, φαίνεται πως φθάσαμε σε μια φάση ωριμάνσεως, που ευνοεί ένα διαλεκτικό άλμα: να μεταπηδήσουμε δηλαδή από την ελληνική σε μια αγγλική αμερικανικού τύπου. Κάτι που για μένα σημαίνει αντιστροφή της θεωρίας του Ντάργουιν: γλωσσική επιστροφή στον πίθηκο). Όλα αυτά, που συμβαίνουν γύρω μας, συνθέτουν μια ζοφερή προοπτική μέλλοντος. Έχω την ατυχία να διασχίζω καθημερινώς την Avenue Vovos, όπως θα λέγεται μελλοντικά η άλλοτε πανέμορφη Λεωφόρος Κηφισιάς. Σε όλη την ευρεία έκταση Vov-ville, όπως θα λέγεται και το Μαρούσι, η ελληνική επιγραφή έχει γίνει εθνογραφικό αξιοπερίεργο. Γι’ αυτό θυμάμαι διαρκώς μια μελαγχολική φράση του Κάφκα: «Υπάρχουν πολλές ελπίδες, για μας καμιά». Εκτός κι αν κάποια οικολογική οργάνωση τύπου «Αρκτούρος» αναλάβει την προστασία του γένους των Ελλήνων. Ο ελληνικός κόσμος, που μαραζώνει λόγω πληθυσμιακής γηράνσεως και γλωσσικής αποξηράνσεως, αρχίζει να σβήνει μέσα στην πληθυσμιακή και γλωσσική πλημμυρίδα άλλων ευρώστων λαών. Προβλέπει ότι σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον – αν δεν προτάξουμε έστω και τώρα μια εθνική αντίσταση – θα γίνουμε σαν τους Ποσειδωνιάτες, τους κατοίκους του σημερινού Παίστουμ, που κάποτε ήσαν Έλληνες, αλλ’ όπως λέει ο Αθήναιος, εβαρβαρώθηκαν αφού αναμίχθηκαν με Τυρρηνούς ή Ρωμαίους «και την τε φωνήν μεταβεβληκέναι». Οι Ποσειδωνιάτες μια φορά το χρόνο, λέει ο Αθήναιος, συνέρχονταν για να συμμετάσχουν σε κάποια παλιά ελληνική γιορτή. Και τότε συνέβαινε το εξής: «Αναμιμνήσκονται των αρχαίων ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες απέρχονται». Αυτό το περιστατικό ενέπνευσε στον Καβάφη να γράψει ένα ποίημα συγκλονιστικό, υπό τον τίτλο «Ποσειδωνιάται», όπου επιλογικά φαίνεται ότι οι στίχοι γράφτηκαν όχι για κείνους, γράφτηκαν για μας. Λέει ο Καβάφης: «Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες – Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί. Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, Να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά Βγαλμένοι –ω συμφορά!- απ’ τον Ελληνισμό». Από τούτο τον Ελληνισμό, που τόσο ως λέξη ενοχλεί μια άλλη κυρία μας της Ευρωβουλής, που λέει ότι δεν την εννοεί, ήσαν βγαλμένοι όλοι οι κάτω της Νεαπόλεως, ίσως είχαν ακούσει το παλαιό τραγουδάκι που έλεγε: “Anche noi fumo Graeci” (= Κάποτε κι εμείς ήμαστε Έλληνες)”. Ασφαλώς κάτι ανάλογο θα λέμε κι εμείς μετά από κάποια χρόνια, όταν η πολιτισμένη ανθρωπότητα θα ξαναστραφεί προς τις κλασικές σπουδές, αλλά τότε πια δεν θα είμαστε Έλληνες. Κι αυτό που θα μιλάμε θα είναι μια κρεολή γλώσσα τύπου Πίτζιν και Σινούκ. (2) Πάντα όμως υπάρχει καιρός για ανάκαμψη. Ποτέ δεν είναι νωρίς. Η ελληνική ακόμη αντέχει. Δεν το κρύβω ότι με φοβίζουν οι «ρεαλισμοί». Τούτοι οι «ρεαλισμοί» των πολιτικών μας είναι που μας έφαγαν, αρχίζοντας από τη γλώσσα. Η γλωσσική μας πολιτική, μετά από το 1976, παραπέμπει στα «Θυέστεια Δείπνα», που έγιναν η βαριά κατάρα που αφάνισε τον οίκο των Ατρειδών. Έτσι και η κατάρα για την εγκληματική γλωσσική μας πολιτική θ’ αφανίσει κι εμάς. Το ζήτημα της γλωσσικής παιδείας είναι βέβαια πολιτικό, όχι όμως γιατί έγινε αρμοδιότητα των πολιτικών, αλλά γιατί άπτεται αμέσως και εμμέσως της εθνικής μας αυθυπαρξίας. Δεν ήταν αφελής ο Σολωμός όταν έλεγε στο «Διάλογο», το πεζό αριστούργημά του, την περίφημη φράση: «Μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Γλώσσα και εθνική ελευθερία πάνε μαζί. Η γλώσσα είναι το σπαθί της ελευθερίας, κι απ’ την όψη της γλώσσας και της γραφής γνωρίζει κανείς το μέγεθος της ελευθερίας, που είναι άξιος να σηκώσει ένας λαός. Ποια είναι η όψη σήμερα της ελληνικής γλώσσας; Έρχεται ο ξένος στην Ελλάδα και Ελλάδα δεν βλέπει, και αυτό που ακούει να κυριαρχεί στη νεανική λαλιά είναι η λέξη με τα τρία …α…, που κάνει τα παιδιά μας συνονόματα, η λέξη που παραπέμπει στη Μαλακάσα, που σημειολογικά ισοδυναμεί με το νέο εθνικό μας ενδόσημο. Ασφαλώς δεν ήταν αφελής και ο Λένιν, όταν έλεγε, «εάν θέλεις να εξαφανίσεις ένα λαό, εξαφάνισε τη γλώσσα του». Η νέα μορφή ιμπεριαλισμού παίρνει γλωσσικό χαρακτήρα. Με τον εκκρεολισμό και τον ευτελισμό των εθνικών γλωσσών γίνεται πιο ευχερής η οικονομική και πολιυική κυριαρχία των κατά καιρούς ισχυρών της γης. Υπάρχει όμως κι ένα πρόβλημα δημοκρατίας. Ο ελληνικός λόγος είναι από τη φύση και τη δομή του δημοκρατικός. Ο Φρειδερίκος Έγκελς έλεγε ότι «Οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί». Η διαλεκτικότητα αυτή αποτυπώνεται στη γλώσσα μας, που είναι γι’ αυτό η πιο δημοκρατική γλώσσα της γης. Γι’ αυτό οι «Μπιγκ Μπράδερ» της εποχής έχουν αποφασίσει ότι πρέπει να εξαφανιστεί, γιατί το μέλλον που μας ετοιμάζουν απαιτεί λιγότερη δημοκρατία. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο λόρδος Λοντόντερυ (Londonderry) είχε πει ότι η Ελλάς, για να καταστεί όσο γίνεται λιγότερο επικίνδυνη, πρέπει ο λαός της να γίνει μικρόψυχος σαν τους λαούς του Ινδοστάν (Βλ. Γ. Φιλάρετου: «Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι 1821-1897», σ. 116). Έναν αιώνα μετά κάποιος πνευματικός κληρονόμος του λόρδου Λοντόντερυ διακήρυξε μόλις έσβησε η φλόγα του Πολυτεχνείου, που ανέδειξε σαν πρώτιστο σύνθημα την εθνική ανεξαρτησία, ότι πρέπει να καταστραφούν οι βάσεις της κλασικής μας παιδείας, για να γίνουν έτσι οι Έλληνες πιο ευκολοκυβέρνητοι. Πραγματικά δύο χρόνια μετά το Πολυτεχνείο άρχισε η κατεδάφιση της κλασικής μας παιδείας, η διάβρωση και η συρρίκνωση της εθνικής μας γλώσσας. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, νομίζω ότι ο σκοπός που έθεσε ο λόρδος Λοντόντερυ επετεύχθη. Εγίναμε ένας λαός που μισεί, που αποστρέφεται και απεχθάνεται τη γλώσσα του. Το όποιο αυριανό γλωσσικό πρόβλημα, που θα προκύψει, θα λυθεί με την προσθήκη ενός ακόμη αστερίσκου στην αμερικανική σημαία. Μα τότε προς τί ο αγώνας για την ελληνική; Καθένας από μας, που σχηματίσαμε το σύλλογο «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», έχει τους λόγους του. Εγώ ως Λάκων μάχομαι, επειδή θέλω να θυμάμαι τις Θερμοπύλες. Κι όποιος θυμάται τις Θερμοπύλες, θυμάται όχι μόνο το Λεωνίδα, θυμάται και τον Εφιάλτη. Πολλοί γνωρίζουν πώς έπεσε ο Λεωνίδας, λίγοι όμως γνωρίζουν το τέλος του Εφιάλτη. «Έσσεται ήμαρ» λοιπόν. Θα έλθει κάποτε καιρός που τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση. Ας μη μας φοβίζει το πυκνό σκοτάδι, που μας ζώνει από παντού. Μετά από αυτό έρχεται η αυγή. Δεν θ’ αργήσει να φανεί καινούργιος ήλιος πάνω από τον ουρανό της Ελλάδας. Κι όλοι μαζί πρέπει να σηκώσουμε και να στηλώσουμε τούτο τον ήλιο και να τον κρατήσουμε πάνω από τα κεφάλια μας. ΥΓ. Μετά από την ανάγνωση της εισηγήσεως αυτής κάποιοι από τους ακροατές μου είπαν πως βρίσκουν τους φόβους μου υπερβολικούς, ότι δεν δικαιολογούν την τόση μου απαισιοδοξία, και μου συνέστησαν αισιοδοξία. Απάντησα ότι η αισιοδοξία δεν είναι θέμα γραμμής. Όπως έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου, υπάρχει ακόμη ισχυρή δόση «σταλινίνης» στο πνευματικό μας εποικοδόμημα. Επί Στάλιν ο πολύς Ζντάνωφ είχε επιβάλει την αισιοδοξία ως πολιτική γραμμή στη λογοτεχνία και την πνευματική ζωή. Για μένα η αισιοδοξία είναι έκφραση μοιρολατρίας. Το ότι ενδεχομένως τα πράγματα μπορούν μελλοντικά να έχουν καλύτερη έκβαση, αυτό δεν με υποχρεώνει να βλέπω με ροζ γυαλιά την υπάρχουσα κατάσταση και να την ωραιοποιώ. Προτιμώ να βλέπω το δυσάρεστο και να μάχομαι εναντίον του. Η αισιοδοξία είναι μάχη, έστω κι αν πρόκειται να χάσεις. Από την άποψη αυτή συμμερίζομαι απόλυτα τη γνώμη του Αντόνιο Γκράμσι: «Στην απαισιοδοξία της γνώσης αντιτάσσω την αισιοδοξία της βούλησης». Η δική μου αισιοδοξία είναι ο αγώνας μου. Σημειώσεις: 1.Στα μαθηματικά ήλθαμε 28οι (τρίτοι από το τέλος!) και στις επιστήμες 25οι. Διώξαμε τ’ αρχαία με το πρόβλημα ότι θα αφιερωθούμε σε επωφελέστερες μαθήσεις και προκόψαμε! 2.Κρεολός είναι ο λευκός που γεννήθηκε από προγόνους Γάλλους, που εγκαταστάθηκαν πρώτοι στη Νέα Ορλεάνη και σε κάποια νησιά της Καραϊβικής. Κρεολή γλώσσα ονομάζεται στη γλωσσολογία η παρεφθαρμένη γλώσσα, η μικτή, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων που έχουν διαφορετικές μητρικές αλλά και περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο. Αντί του όρου κρεολή χρησιμοποιείται και ο όρος Πίτζιν γλώσσα (πιθανώς από το αγγλικό business, που κατά την κινεζική προφορά έγινε pidgin. Γλώσσα Σινούκ είναι αυτή που σχηματίστηκε σε κάποιες περιοχές των αμερικανικών πολιτικών Ουάσιγτκον και Όρεγκον, από την ανάμιξη ινδιάνικων και αγγλικών λέξεων. Περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ», τεύχος 4, σελ. 385 Η Ακαδημία Αθηνών | |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου