Ο καπετάν Κώττας, υπήρξε ο Μακεδονομάχος πριν τους Μακεδονομάχους και δεν κατανοώ την ανιστόρητη απόφαση της Ελληνικής Πολιτείας να ορίσει το 1904 ως έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα. Ή μάλλον την κατανοώ απόλυτα. Αν για το Ελληνικό κράτος ο Μακεδονικός Αγώνας άρχισε το 1904, για τον Μακεδονικό Ελληνισμό ο αγώνας ξεκινά το 1870 με τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδίως το 1878 με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Απλώς, με το Ελληνικό κράτος περί άλλα ετύρβαζε και εκοιμάτο τον ύπνο του δικαίου (οι ποιες εξαιρέσεις, επιβεβαιώνουν την άποψη).
Ο Μακεδονικός Ελληνισμός ανέλαβε μόνος του την αυτοάμυνα του και ο καπετάν Κώττας, που ήταν αληθινός πολυτεχνίτης, καλλιεργούσε έναν μικρό κλήρο, πουλούσε λίγα ζαρζαβατικά κι έκανε τον πανδοχέα, έφτιαχνε κεριά και εκτελούσε δουλειές του ποδαρού... Διετέλεσε επίσης και μουχτάρης (κοινοτάρχης) στο χωριό του, εδώ στη Ρούλια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μπροστάρης, ο εκδικητής και ο τιμωρός...
Εκδικητής και τιμωρός γιατί εδώ πάνω -κορέστια και Πρέσπες- ο τουρκικός ζυγός ήταν βαρύτερος, καθώς οι ντόπιοι τσιφλικάδες, οι αδίστακτοι Αλβανοί μπέηδες, που απομυζούσαν και τον τελευταίο παρά, χωρίς να λογαριάζουν τους οθωμανικούς νόμους... Το τυραννικό αυτό καθεστώς αψήφησε ο Κώττας, πιστός στην κλέφτικη παράδοση και αναδείχθηκε σε αφοσιωμένο υπερασπιστή των τοπικών δικαιωμάτων...
Είχε πολλές διαφορές με τον Κασίμπεη της Καπέσνιτσα, ο οποίος κατείχε μία μεγάλη έκταση στο οροπέδιο της Φλώρινας. Μια διαφορά, για παράδειγμα, αφορούσε ένα χάνι που ανήκε στην Εκκλησία, ενώ μια άλλη είχε να κάνει με την λειτουργία ενός νερόμυλου, που στερούσε τις γειτονικές κοινότητες από το αναγκαίο για άρδευση νερό. Ο Κώττας αντιτάχθηκε επίσης στους Τούρκους υπαλλήλους που γύρευαν τρόφιμα για την στρατιωτική επιμελητεία. Το τόλμημα αυτό του στοίχισε κάποτε ένα γερό ραβδισμό, στη συνέχεια, όμως, παρουσιάστηκε αγέρωχος στις αρχές στην Καστοριά για να υποβάλει διαμαρτυρία με αποτέλεσμα να του χορηγηθεί αποζημίωση.
Η φήμη του είχε εξαπλωθεί τόσο, ώστε πολλά χωριά άρχισαν να προσκαλούν αυτόν και το Σώμα του για προστασία. Ενέπνεε φόβο στους Τούρκους αξιωματούχους και στους ανθρώπους των μπέηδων, και όσοι τόλμησαν να τον αψηφήσουν βρήκαν άσχημο τέλος στα χέρια του.
Μετά από κάθε κατόρθωμα συνήθιζε να πηγαίνει στο βυζαντινό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Πισοδέρι και να προσκυνά, χωρίς ποτέ να μάθει αν το έκανε για να ζητήσει συγχώρεση για το αίμα που χύθηκε ή για να ευχαριστήσει την Παρθένο που τον ευλόγησε να απαλλάξει την γη από έναν ακόμη κακούργο. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ τα περισσότερα από τα θύματα του ήταν Τουρκαλβανοί, ο ίδιος έγινε ένας από τους ήρωες του αλβανικού λαού, ο οποίος έχει και τραγούδι για τον Κώττα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι διατηρούσε αγαθές σχέσεις με τους Τούρκους στρατιώτες και χωροφύλακες, με τους οποίους περνούσε πάντα την ημέρα του χωρίς ποτέ να τον ενοχλήσουν.
Αν και είχε γεννηθεί και βαπτισθεί ορθόδοξος και ζούσε σε κοινότητα κυρίως πατριαρχική, σε κάποια φάση της ζωής του είχε γίνει εξαρχικός. Η αλλαγή αυτή πιθανώς δεν σήμαινε πολλά για τον Κώττα, για τον οποίο δεν είχε διαφορά αν η Λειτουργία γινόταν στα ελληνικά ή στα σλαβικά. Ήταν πάντως πιστός. Ως γνήσιος κλέφτης καταδίκαζε τους αδιάκριτους φόνους χριστιανών. Ο ίδιος, πάντως, είχε σκοτώσει προς το τέλος του 1900 τον Σέρβο δάσκαλο της Καστοριάς Σοτίρ Ποπσβίλχ, με την εντολή του επαναστατικού κομιτάτου. Ο Κώττας ήταν επίσης αυτός που «καθάρισε» και τον Ιβάντσε από το Ντέβενι.
Ο καπετάν Κώττας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι νεαροί επαναστάτες έπρεπε να αγοράζουν όπλα στην Ελλάδα μία λίρα περίπου το ένα κι ύστερα να υποχρεώνουν τους φτωχούς χωρικούς να τα' αγοράζουν με εξωφρενικό τίμημα, την στιγμή που θα μπορούσαν να τα είχαν προμηθευτεί πολύ πιο φθηνά από τους Αλβανούς της περιοχής τους. Γι' αυτούς και άλλους, καθαρά προσωπικούς λόγους, ο Κώττας είχε τραβηχτεί μακριά από τους πράκτορες της ΕΜΕΟ και στα τέλη του 1901 εργαζόταν εναντίον της.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, άλλη μία εξέχουσα εκκλησιαστική μορφή του Μακεδόνικου Αγώνα ήταν πλήρως ενημερωμένος για την λειτουργία της ΕΜΕΟ και την ιδιόμορφη θέση του Κώττα. Γνώριζε επίσης τα πάντα για τα σχέδια αγοράς όπλων από την Ελλάδα...
Στα τέλη του 1901 ο Καραβαγγέλη κατόρθωσε με μεγάλη δυσκολία να κανονίσει μια συνάντηση με τον Κώττα στο χωριό Τίρνοβο, απέναντι από τη Ρούλια. Σύμφωνα με την περιγραφή του ιδίου του Καραβαγγέλη, ήταν μεσάνυχτα όταν συναντήθηκαν και συνέχισαν να συνομιλούν μέχρι την αυγή. Ο Καραβαγγέλης είπε στον Κώττα: «εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη πού πατούμε είναι ελληνική.
Το μαρτυρούν τα αγάλματα πού είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δεν στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθεί, παρά την ελευθέρωσε η Ρωσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώσει την Μακεδονία; Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώσει την Μακεδονία στην Βουλγαρία και προπάντων την Φλώρινα και την Καστοριά, πού απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;... Από σήμερα, του είπα, θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να χωρίσεις τους Έλληνες βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν»....
Τιμούμε σήμερα τον Μακεδονομάχο που εκπαίδευσε μια σειρά από εξαίρετους Μακεδονομάχους που θα γίνονταν κατόπιν εξαίρετοι καπετάνιοι: Ο Σίμος άπ' τα Άλωνα, ο Μακρής, ο Καούδης, ο Νταλίπης, ο Κύρου, ο Μελέτσκος ή Παναγιωτίδης, ο Βαγενάς, ο Κολίτσης, ο Νταηλάκης, ο Γρηγορίου, ο Πύρζας, ο Πάπας, ο Παρασκευαίδης, ο Περράκης... Τιμούμε σήμερα τον καπετάνιο που έπεσε θύμα προδοσίας και τον Ιούνιο του 1904 αιφνιδιάστηκε από τουρκικό απόσπασμα εδώ στο σπίτι του Ρούλια και φυλακίστηκε στο Μοναστήρι... που για μας θα είναι πάντα μοναστήρι, για άλλους είναι Μπίτολα... Το Ατ' Παζάρ πάντα είναι γιομάτο κόσμο. Η κεντρική μεγάλη πλατεία του Μοναστηρίου. Εκεί γίνεται το παζάρι, ο περίπατος, το αλισβερίσι...
Μα σήμερα ψυχή δεν έχει... Στη μέση της πλατείας υψώνεται ένας στύλος, που σχηματίζει ένα μεγάλο κεφαλαίο Γ μ ένα σκοινί, που λεύτερο πηγαίνει κατά τα κέφια του αέρα. Τον αγέρα που σήμερα χαλάει τον κόσμο.
Ο ήλιος ακόμα δεν έχει καλοβγεί, όταν τον φέρνουν. Στρατιώτες μπροστά να κοιτάνε με υποψία τα στενώματα, άλλοι στρατιώτες μ' έφ' όπλου λόγχη, αξιωματικοί να δίνουν τον τόνο στο βάδισμα κι ο κύκλος άδειος, και μέσα στον κύκλο ο καπετάνιος. Δύο δεσμοφύλακες, θεριά ως εκεί πάνω, τον κρατούν από τους ώμους και τον σπρώχνουν... Πίσω πάλι, όλη θαρρείς η Τουρκία να συνοδεύει τον Ένα...
Ο Κώττας περπατάει με μεγάλες δρασκελιές. Τα σχισμένα, ματωμένα χείλια του χαμογελούν. Τι τον νοιάζει τώρα εκείνον για τις διαταγές που δίνονται, τι τον νοιάζει για το σκοινί που βάζουν στο λαιμό του; Ποιος ακούει τον εισαγγελέα που διαβάζει την καταδικαστική απόφαση, ποιόν ρωτάνε: «Έχεις τίποτα να πεις;»
Τούτη την ώρα ο Κώττας χαϊδεύει τα κεφάλια των παιδιών του, μπαίνει στο σπίτι του, παίρνει την Ζωή στην αγκαλιά του, χορεύει μαζί της, βγαίνει στο χαγιάτι, βλέπει απέναντι στο Πράσινο, ακούει το ποτάμι, καμαρώνει τα κάστανα που έχουν σχεδόν γίνει μέσα στο καύκαλό τους, κουνάει το χέρι στους συντοπίτες του, πηγαίνει στο Ανταρκτικό κρατώντας στην χούφτα του ένα νόμισμα. Βρίσκει εκεί τον Βασίλη, τον παπαδημήτρη, όλα τα παλικάρια του και ανεβαίνουν μαζί ως τις λίμνες. Οι καλαμιές τρεμουλιάζουν, το νερό είναι φουσκωμένο, ο Αγιος Αχίλλειος αντιστέκεται έρημος, μοναχός στο τόσο νερό. «Ματοβαμμένες λίμνες μου», ψελλίζει κι είναι όλος ευτυχία που τις αντίκρισε πάλι.
Λοιπόν καπετάνιο, θες τίποτα; Ανυπόμονη είναι η φωνή.
Τότε συνέρχεται ο Κώττας. Τα μάτια του αστράφτουν στ' αυγινό φως κι οι πληγές του τώρα, θαρρείς και χάθηκαν. Κι η φωνή του που την ξέραν τα φαράγγια των Κορεστίων και οι Πρέσπες, βουερή σαν όλους μαζί τους αγέρηδες να' χε μέσα της τάραξε το κοιμισμένο Μοναστήρι.
- Ντα ζίβι γκ(ι)ρτσια (να ζει η Ελλάδα), στην ντοπολαλιά...
Και δίνει ένα σάλτο το λιοντάρι, κλοτσάει το σκαμνί που πάταγε, τρεμοπαίζει τρομαγμένο το σκοινί, τσιτώνεται το σκοινί, μπαίνει βαθιά στην στεγνή σάρκα το σκοινί, το κορμί ταλαντεύεται βίαια, το βάρος μεγαλώνει, κρατάει για λίγο το κόκαλο στον τράχηλο, δεν αντέχει άλλο το κόκαλο, ανατριχιαστικά σπάει, τα μάτια βγαλμένα άπ' τις κόγχες τους, αγριεμένα, κοιτούν ακόμη προς τις λατρευτές λίμνες. Ο αγέρας, που για μια στιγμή σταμάτησε, θέλησε να νανουρίσει το παλικάρι. Αλαφρά, μη το ξυπνήσει, το λίκνισε. Κι ο ήλιος ήρθε τρυφερά και τον ασπάστηκε στο στόμα... Ήταν 27 Σεπτέμβρη του 1905.
Νικολάου Τούλια
Ο λαός πού τόν λάτρεψε καί τόν είχε ίνδαλμά του τόν τραγούδησε άπό τά φυλλοκάρδια του.
Τό κάθε μας χωριό τόν Κώτα ύμνεϊ
τής Ρούλιας τά άντάρτικα τ'άσκέρια
πού τ' όνομά τους πήρανε οί ούρανοί
χρυσό νά τό κεντήσουνε τ' άστέρια.
Αίώνια τά ντουφέκια τους βροντοϋν
στους κάμπους, στό βουνό, σέ κάθε ράχη
κι έμπρός άπό τά μάτια μας περνοϋν
άγέρωχοί Μακεδονομάχοι.
Τά χείλη εύλαβικά τόν Κώτα ύμνοϋν
καί στήνουν στην Θυσία του μνημεϊα
oi 'Ελληνες πcύ μάθαν νά τιμοϋν
τούς ήρωες καί τή Μακεδονία.» ΠΗΓΗ:toklisma.blogspot.com
Τό κάθε μας χωριό τόν Κώτα ύμνεϊ
τής Ρούλιας τά άντάρτικα τ'άσκέρια
πού τ' όνομά τους πήρανε οί ούρανοί
χρυσό νά τό κεντήσουνε τ' άστέρια.
Αίώνια τά ντουφέκια τους βροντοϋν
στους κάμπους, στό βουνό, σέ κάθε ράχη
κι έμπρός άπό τά μάτια μας περνοϋν
άγέρωχοί Μακεδονομάχοι.
Τά χείλη εύλαβικά τόν Κώτα ύμνοϋν
καί στήνουν στην Θυσία του μνημεϊα
oi 'Ελληνες πcύ μάθαν νά τιμοϋν
τούς ήρωες καί τή Μακεδονία.» ΠΗΓΗ:toklisma.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου