Ένας Αργεντινός πρόσφυγας κλεισμένος σε στρατόπεδο στην Ισπανία… Μια γυναίκα έγκυος που γυρίζει άρον-άρον στην πατρίδα της… Ένα ζευγάρι που παντρεύεται σε μια ημέρα ποδοσφαιρικού ντέρμπι… Ένα θαύμα που γεννιέται πρόωρα και ζυγίζει ελάχιστα… Μια κομπογιαννίτισσα γιατρός που το σώζει σε παιδική ηλικία... Μια μπάλα που φέρνει χαμόγελα… Μια ευκαιρία, ένα παραλήρημα, μια ασθένεια, μια απώλεια, μια ζωή, μια καριέρα μικρότερη των δυνατοτήτων του. Ο Χαβιέρ Σαβιόλα σε τίτλους! Το gazzetta.gr παρουσιάζει τον σπουδαίο Αργεντινό παίκτη!
Παραμύθι της γιαγιάς…
Σε ένα μικρό δωμάτιο του διαμερίσματος στη γειτονιά του Μπελγκράνο οι συζητήσεις μεταξύ μιας ηλικιωμένης γυναίκας και ενός παιδιού με πεταχτά δόντια προκαλούσαν περισσότερα όνειρα απ’ όσα θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Οι διηγήσεις για τον Πέντρο Φερνάντεζ, τον αποθανόντα παππού, οι περιγραφές για την Ισπανία, έστω κι αν την είχαν γνωρίσει σε δύσκολη περίοδο, έμοιαζαν να προδιαθέτουν τις μοίρες για τη ζωή του αγοριού. Εκείνου που ήρθε πρόωρα στη ζωή στις 11 Δεκεμβρίου του 1981 μέσα στο σπίτι της οδού Ντράγκο στο νούμερο 1880. Ο Κάτσο και η Μαρία Αντονία είχαν παντρευτεί έντεκα χρόνια πριν, σε μια μέρα που οι περισσότεροι συμπατριώτες του ασχολούνταν με το ντέρμπι της Μπόκα Τζούνιορς με τη Ρίβερ Πλέιτ.
Το βρέφος γεννήθηκε στον όγδοο μήνα της κύησης και στην πρώτη του εμφάνιση στον κόσμο ζύγιζε μόλις 2400 γραμμάρια. Ο Χαβιέρ Πέντρο Σαβιόλα Φερνάντεζ ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και θα παρέμενε μοναχοπαίδι. Ένας λόγος παραπάνω να νιώθουν τρομοκρατημένοι οι γονείς του, όταν μόλις εννέα μήνες μετά τη γέννησή του, έβγαλε σημάδια στη μέση του, έχασε την όρεξή του και υπέφερε από αλλεπάλληλες διάρροιες που είχαν θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Ο Κάτσο και η Μαρία απευθύνθηκαν σε γιατρούς, όμως δεν έπαιρναν πειστικές απαντήσεις. Κι όταν η επιστήμη αποτυγχάνει, ο άνθρωπος είναι πρόθυμος να πιστέψει τη μαγεία. Οι γονείς του Χαβιέρ απευθύνθηκαν στη Σουζάνα, μια ανειδίκευτη θεραπεύτρια, η οποία τους συμβούλεψε τι να κάνουν και εντέλει κατόρθωσε να γιατρέψει το παιδί.
Η συνέχεια μοιάζει με δεκάδες ακόμα ιστορίες… Ο πιτσιρικάς που από την κοιλιά ακόμα κλωτσούσε τη μαμά του, το μικρό αγόρι που έκανε ζημιές με τη μπάλα του, το πρώτο δώρο που τον έκανε να αγαπήσει το ποδόσφαιρο και μερικά παιδικά αναμνηστικά. «Δυσκολευόμασταν να τον κάνουμε να χαμογελάσει για να βγάλουμε φωτογραφία. Μόλις, όμως, του δείχναμε τη μπάλα γελούσε και κάναμε τη δουλειά μας», περιγράφει η μητέρα του, που είχε τη μικρότερη συμμετοχή στο ποδοσφαιρικό ταλέντο που ανέτειλε. Ο πατέρας του και ο θείος του ήταν η μεγαλύτερη επιρροή, καθώς από την ηλικία των τριών ετών τον πήγαιναν στο γήπεδο για να βλέπει ποδόσφαιρο.
«Παρακολουθούσε με απίστευτη προσήλωση για ένα παιδί τριών ετών. Γύρω του γινόταν χαμός και εκείνος χάζευε όντας απόλυτα ήσυχος». Ο πατέρας του, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, είχε χαρίσει στον πιτσιρικά την πρώτη του μπάλα όταν ήταν ακόμα ενός έτους και ο θείος του – που αργότερα έκανε το λάθος να του υποσχεθεί ότι θα του δίνει λεφτά σε κάθε γκολ που θα έβαζε ο μικρός – τον ώθησε να ασχοληθεί λιγάκι παραπάνω. Ο πιτσιρικάς άρχισε να φεύγει από την αγκαλιά της Κασιάνας, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή του. Σε εκείνο το μικρό δωμάτιο του σπιτιού έλυναν όλα τα προβλήματα, σε εκείνο το μικρό δωμάτιο έμαθε για τον παππού του που δεν πρόλαβε να γνωρίζει και σε εκείνο αγάπησε μια χώρα που δεν ήξερε.
«Μου μιλούσε για την Ισπανία. Για τις δυσκολίες που είχαν με τον παππού μου, τα παιδικά τους χρόνια, τη φτώχεια, την προσπάθεια, την αγάπη, το χωρισμό και την επανένωση. Ήταν όλες αυτές οι ιστορίες που με έκαναν να νιώθω ότι οι ρίζες μου είναι στην Ισπανία. Δεν ξέρω τι με έπιανε κι ένιωθα έτσι. Χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει αυτή τη χώρα, ένιωθα νοσταλγία για εκείνη».
Παραμύθι της μπάλας…
Εκείνο το δώρο που πήρε στην ηλικία του ενός έτους είχε… άσχημο τέλος. Σε μια καθημερινή στιγμή παιχνιδιού με τον κολλητό του, η μπάλα κατέληξε στον αυτοκινητόδρομο και κάτω από τις ρόδες ενός λεωφορείου. Ευτυχώς να συμβεί το δυσάρεστο στον Μπιπίτο, όπως είχε βαφτιστεί, η καριέρα του Χαβιέρ είχε δρομολογηθεί. Έστω κι αν ακόμα το ποδόσφαιρο τού έμοιαζε περισσότερο ως χόμπι, δίπλα στο όνειρό του να γίνει αρχιτέκτονας. Η πρώτη του ομάδα ήταν η «Ateneo College», στην οποία πήγε έπειτα από προτροπή του θείου του και στο ποδόσφαιρο σάλας άρχισε να αναδεικνύει το ταλέντο του. Έστω κι αν στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν ο πιο μικρόσωμος και αδύνατος των παιδιών.
Ο Χαβιέρ άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το ποδόσφαιρο, έβλεπε ως πρότυπο και αγαπημένο του παίκτη τον Αριέλ Ορτέγκα και σιγά-σιγά εξελισσόταν μέσα στη… βιομηχανία ταλέντων της Αργεντινής. Πήρε μεταγραφή στην Παρκέ Κας, μια ομάδα που πριν λίγα χρόνια αποφάσισε να σώσει με δική του πρωτοβουλία και έξοδα. «Αν δεν ήταν ο Χαβιέρ, αυτός ο σύλλογος θα είχε εξαφανιστεί. Με δικά του έξοδα έσωσε την ομάδα και τις παιδικές του αναμνήσεις». Εκείνες που χρόνο με το χρόνο έφερναν καθιέρωση, γκολ, επιτυχίες, βραβεύσεις, πρωταθλήματα και εντέλει ένα όνειρο που δεν μπορούσε να φανταστεί… Τη Ρίβερ Πλέιτ!
«Οι εκατομμυριούχοι» είχαν συνάψει συμφωνία με την Παρκέ Κας, όπως και με δεκάδες ακόμα παρεμφερείς ομάδες, για να απορροφούν τα ταλέντα που αναδεικνύονται. Ο Χαβιέρ Σαβιόλα ήταν ένα από αυτά και στα 16 του χρόνια βρέθηκε να προπονείται σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους της χώρας. Κι αυτό ήταν απλά η αρχή… «Το πρώτο πράγμα που παρατηρήσαμε ήταν το παιδικό του πρόσωπο, πραγματικά αγγελικό», θυμάται ο Ρομπέρτο Μπονάνο, γκολκίπερ τότε της ομάδας. «Μας εξέπληξε με την ποιότητά του και το ένστικτο που είχε για το γκολ. Δεν τον είχαμε ακούσει ποτέ μέχρι τότε. Ήταν σπάνιος, ξεχωριστός. Γι’ αυτό και στο ντεμπούτο του κατόρθωσε μέσα σε 90 λεπτά να τον μάθει όλος ο κόσμος».
Το παραμύθι είχε και συνέχεια… Ο Χαβιέρ Σαβιόλα προπονήθηκε έξι φορές με την Ρίβερ, πριν μείνει με ανοικτό το στόμα. «Πήγαινα για ντους μετά την προπόνηση όταν τυχαία κοίταξα τον πίνακα ανακοινώσεων στα αποδυτήρια. Ήταν το όνομά μου στη λίστα για την αποστολή. Νόμιζα ότι έγινε λάθος. Έμεινα εκεί να το κοιτάζω, μέχρι να με πείσουν οι υπόλοιποι ότι όντως είναι το όνομά μου».
Ήταν 16 Οκτωβρίου του 1998. Ο μικρός δεν είχε κλείσει καν τα 17 του χρόνια και θα συμμετείχε σε αποστολή της ανδρικής ομάδας. Ανυποψίαστος ακόμα για το τι θα επακολουθούσε. «Χτύπησε ο Κριστιάν Καστίγιο στο 15ο λεπτό του αγώνα. Καθόμουν στον πάγκο. Κοίταξα δεξιά μου, κοίταξα αριστερά μου και αντιλήφθηκα ότι ήμουν ο μόνος διαθέσιμος επιθετικός. Άρχισα να τρέμω». Ο Ραμόν Ντίας, τον οποίο λίγες μέρες πριν οι εφημερίδες αποκαλούσαν baby-sitter για την επιλογή του να παίρνει μικρούς στην αποστολή, του έδωσε εντολή να μπει στο παιχνίδι. Οκτώ λεπτά μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, ο Σαβιόλα σκόραρε…
«Έκλαιγα από τη χαρά μου. Σκεφτόμουν την οικογένειά μου, την προσπάθεια που είχε κάνει για μένα και για να φτάσω εδώ. Ποτέ δε φανταζόμουν να κάνω ένα τέτοιο ντεμπούτο». Ο κόσμος άρχισε να πέφτει στα πόδια του. Οι συγκρίσεις με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, τα πρωταθλήματα με τη Ρίβερ Πλέιτ παρέα με τον κολλητό του Πάμπλο Αϊμάρ, οι ατομικές διακρίσεις, οι επιτυχίες σε Εθνικό επίπεδο, θα μπορούσαν να τον κάνουν να χάσει το δρόμο του. Ο Χαβιέρ έμεινε προσγειωμένος…
«Το πιο σημαντικό μάθημα στη ζωή μου το έχω πάρει από τον πατέρα μου. Πάντα μού μιλούσε για ταπεινότητα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο ποδόσφαιρο. Όταν επέστρεφα μετά από το αγώνα με την Παρκέ Κας ή τη Ρίβερ και του έλεγα «είδες τι έκανα σήμερα μπαμπά; Έβαλα τρία γκολ!», μου απαντούσε: «Και πιστεύεις ότι είσαι καλός επειδή έκανες κάτι τέτοιο; Περισσότερα έπρεπε να βάλεις». Με έκανε να πιστεύω ότι ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένος μαζί μου. Με τον καιρό, αντιλήφθηκα ότι μου μιλούσε έτσι για να μη θεωρώ ότι κάνω και κάτι σπουδαίο. Αυτό για μένα ήταν το καλύτερο μάθημα».
Παραμύθι της καριέρας…
Μέσα σε τρία χρόνια, η καριέρα του Χαβιέρ Σαβιόλα είχε απογειωθεί. Ήταν το αγαπημένο «κουνέλι» των οπαδών της Ρίβερ, ένα παρατσούκλι που του κόλλησε ο Χέρμαν Μπούργκος, λόγω της ταχύτητάς του και της ικανότητάς του να ξεπηδάει εκεί που δεν τον περιμένεις. Σύντομα θα ερχόταν και η στιγμή της μεταγραφής. Και το κάλεσμα θα ήταν βγαλμένο από τις διηγήσεις της γιαγιάς στο μικρό δωμάτιο. Το καλοκαίρι του 2000, η Μπαρτσελόνα προσπάθησε να τον αποκτήσει, όμως έπεσε σε τοίχο. Ένα χρόνο μετά επανήλθε πιο αποφασισμένη. Το ίδιο αποφασισμένος ήταν τότε και ο Χαβιέρ Σαβιόλα.
Η ζωή του είχε πάρει μια αρνητική τροπή, λόγω της ασθένειας του πατέρα του. Χτυπημένος στο συκώτι από τον καρκίνο, είχε σύμφωνα με τους γιατρούς, μόλις έξι μήνες ζωής. Ο Χαβιέρ ήθελε να εξαντλήσει τα περιθώρια για τον πατέρα του, ήθελε να του παράσχει την καλύτερη ιατρική περίθαλψη. Η Ρίβερ ήταν αντίθετη. Οι οπαδοί της ήταν αντίθετη. Ο Τύπος στην Αργεντινή ήταν αντίθετος. Ο Σαβιόλα, έβλεπε λίγο πριν τα 20 του χρόνια μια τεράστια ευκαιρία και όχι μόνο αγωνιστική. Ο πιτσιρικάς που είχε συμβόλαιο 100 χιλ. πέσος και μισθό 2.000 πέσος, τα οποία και έδινε στην οικογένειά του, είχε την ευκαιρία να λαμβάνει 2,5 εκ. ευρώ ετησίως. Αποφάσισε να παρέμβει.
«Θέλω οι θαυμαστές μου να ξέρουν ότι περνάω μια πολύ δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, λόγω του προβλήματος υγείας του πατέρα μου και θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να έχει την καλύτερη ιατρική φροντίδα που μπορώ. Παίζω στη Ρίβερ από τα εννιά μου χρόνια, έχω αφιερώσει σχεδόν τη μισή μου ζωή σε αυτή την ομάδα». Αποκάλυψε όλα του τα οικονομικά, τις συμφωνίες που κατά καιρούς είχε συνάψει με τη Ρίβερ, την αμοιβή του, τα συμβόλαιά του, ακόμα και την ασυνέπεια της ομάδας του, απέναντι στην οποία δεν είχε καμία αντίδραση. Πλέον, ήταν μονόδρομος. Στις 5 Ιουλίου του 2001 ανακοινώθηκε η μεταγραφή. «Έχω μπροστά μου την ευκαιρία της ζωής μου και θέλω να την αρπάξω, γιατί έχω δουλέψει σκληρά για αυτή», έλεγε τότε ο Χαβιέρ Σαβιόλα. Όμως τα πράγματα, πήγαν στραβά από την αρχή. Ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση της μεταγραφής του, ο πατέρας του απεβίωσε.
Στην Μπαρτσελόνα δεν έκανε ποτέ την καριέρα που αναμενόταν, δεν έφτασε τις προσδοκίες που υπήρχαν για εκείνον. Στα έξι χρόνια που έμεινε στο Καμπ Νου, πέρασε τα δύο ως δανεικός και μόνο στις τρεις πρώτες σεζόν κατόρθωσε να ξεχωρίσει. Όμως και πάλι ήταν τα χρόνια που μεσουρανούσε η Ρεάλ. «Ήταν μια δύσκολη στιγμή, σκληρή. Ήμουν 19, ήμουν έφηβος και λίγο μετά την άφιξη μου, ο πατέρας μου πέθανε. Όταν οι περισσότεροι χρειάζονται υποστήριξη και τις συμβουλές του, εγώ τον έχασα. Πάντα είχα τη μαμά μου και καλούς φίλους που με βοήθησαν, αλλά ένιωσα μόνος. Μεγάλωσα γρήγορα, έπρεπε να κάνω τον άντρα αμέσως».
Παραμύθι με… αετό!
Οι προσδοκίες τον λύγισαν. Η προσπάθεια να κάνει βήμα πίσω, ώστε να είναι έτοιμος εκ νέου για το άλμα αποδείχθηκε μάταια. Πήγε στο Μονακό και πέρα από ένα γκολ κόντρα στον Ολυμπιακό, το οποίο μνημονεύει ως ένα απ’ τα καλύτερα της καριέρας του, έχει να θυμάται μόνο μια τυχαία συνάντησή του με τον Μάικλ Τζόρνταν σε ένα εστιατόρια. «Εγώ είχα συγκλονιστεί που τον έβλεπα κι εκείνος ούτε καν ήξερε ποιος είμαι», έλεγε γελώντας. Πήγε στη Σεβίλλη και παρότι κατόρθωσε να κατακτήσει το κύπελλο ΟΥΕΦΑ, δεν κατάφερε στην επιστροφή του στην Μπαρτσελόνα ούτε να βρει θέση, ούτε να κερδίσει ένα καινούργιο συμβόλαιο.
Κατόρθωσε, όμως, να βρει χώρο στην αιώνια αντίπαλο. Η Ρεάλ είχε ανακοινώσει – άτυπα – τη μεταγραφή του από τον Απρίλιο. Εκείνος το διέψευδε, όμως το καλοκαίρι έκανε το δρομολόγιο το οποίο έχει κάνει δεκάδες παίκτες μισητούς. Ο Σαβιόλα δεν έγινε ποτέ… Στο «Καμπ Νου» πάντα θα τον χειροκροτούν, έστω κι αν στην πρώτη του σεζόν θα κατακτούσε το πρωτάθλημα με τη «βασίλισσα». «Δεν κρατάω κακία σε κανέναν, δε θέλω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Όταν διαλέγεις έναν σύλλογο, όπως η Ρεάλ το κάνει για την αγωνιστική σου πρόοδο, για να δείξεις την αξία σου. Όταν θα σκοράρω πρώτη φορά, έναν άνθρωπο μόνο θα σκέφτομαι κι αυτός είναι ο πατέρας μου».
Στη Ρεάλ, η πορεία του θα είναι ακόμα χειρότερη από την Μπαρτσελόνα. Σε δύο σεζόν θα έχει μόλις 28 συμμετοχές και πέντε γκολ, για να έρθει το κάλεσμα του Πάμπλο Αϊμάρ να τον σώσει. «Ποτέ δε χάσαμε επαφή, πάντα μιλούσαμε και συναντιόμασταν. Τον θεωρώ τον καλύτερο συμπαίκτη που είχα ποτέ κι εκείνος το ίδιο. Όταν έφυγα από τη Ρεάλ, με πήρε και μου είπε να πάω στην Μπενφίκα και δε δίστασα στιγμή». Στην Πορτογαλία κέρδισε τίτλους, έφυγε πάλι βασικός, έπαιξε ξανά με τον φίλο του Παμπλίτο και γύρισε ανανεωμένος στην Primera Division, για να παίξει καθοριστικό ρόλο στη φετινή πορεία της Μάλαγα.
Το δικό του παραμύθι…
Η ενδεκάδα του περιλαμβάνει παίκτες όπως ο Μπουφόν, ο Αγιάλα, ο Μπαρέζι, ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο Ντάνιελ Άλβες, ο Ρεδόντο, ο Ζιντάν, ο Μαραντόνα, ο Αϊμάρ, ο Μέσι και ο Ρομάριο. Ο καλύτερος προπονητής του ήταν ο Ραμόν Ντίαζ και ακολουθούν οι Χοσέ Πέκερμαν, ο Μπαρσέλο Μπιέλσα και ο Χόρχε Τζέσους. Οι καλύτεροι παρτενέρ του στην επίθεση είναι ο Ερνάν Κρέσπο και ο Πάτρικ Κλάιφερτ. Θεωρεί το πιο όμορφο στάδιο που έχει παίξε το «Μονουμένταλ», μαζί με το «Άνφιλντ» και το «Καμπ Νου», ενώ αγαπημένη του πόλη είναι η Μπαρτσελόνα. Όσο για το αγαπημένο του χρώμα; Το κόκκινο είχε πει σε εντελώς ανύποπτο χρόνο… Καιρός να το δοκιμάσει!
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου