γράφει η Άννα Δημητρίου
Μελετώντας τό έργο τοϋ Αριστοτέλη Βαλαωρίτη διερωτάσαι, άν
τό έργο αυτό είναι άπλα ποίησι ή Δράσι Εθνική; Είναι ποιητής ό Βαλαωρίτης ή
ένας θερμός πατριώτης, πού όλα του τά βιώματα -οί 'Αγώνες του Έθνους- τά
εξέφρασε ποιητικά;
Γιά ένα, όμως, είσαι σίγουρος. Γιά τήν απέραντη αγάπη του
πρός τήν Ελλάδα, Ιδίως εκείνη, πού στέναζε ακόμα κάτω άπό τόν Τούρκικο ζυγό.
Ό Βαλαωρίτης έμπρακτα πήρε μέρος σ' όλες σχεδόν τίς
άπολυτρωτικές κινήσεις τών υποδούλων τμημάτων τού ελληνισμού Στά 33 του χρόνια
πρωτοεκλέγεται στήν Λευκάδα βουλευτής και αρνούμενος την προνομιούχο θέση
του έπαρχου που του προσφέρουν οι Άγγλοι για να τον δελεάσουν, τους γνωστοποιεί πως «η
ψυχή του δεν είναι προς πώληση».
Ή ένωσις τών Έπτανήσων μέ τήν Ελλάδα
γίνεται τό λάβαρο του. Μέσα στήν επτανησιακή Βουλή άπό τό 1857 έως τό 1863 ή
φωνή του φλέγει τίς
ψυχές, καθοδηγεί, αγωνίζεται, ώσπου νάρθη ή ποθητή νίκη. Ή
ένωσι μέ τήν Μητέρα Ελλάδα.
Κι όμως! Ό ποιητής δέν σταματά έδώ. Δέν τόν κούρασαν οί
Αγώνες του γιά τήν Επτάνησο. Όταν τό 1866 ξέσπασε ή Κρητική Έπανάστασι, οί αγορεύσεις
του γιά τήν συγκρότησι Εθνικού στρατού, οί διαμαρτυρίες του εναντίον τών..
διπλωματικών μεθόδων, δέν συγκλόνισαν μονάχα τήν Ελλάδα, άλλά πέρασαν καί τά
σύνορα «αισθάνθηκαν τό δέος πού μπορούσε νά σκορπίση κι ένας μόνον άνθρωπος,
όταν αυτός ό άνθρωπος έκλειούσε μέσ' τά στέρνα του όλη τήν Ελλάδα καί τήν έκαμε
απόλυτα ένα μέ τήν ίδια του τήν καρδιά» λέγει ό "Αγγελος Σικελιανός.
Καί αυτό ακριβώς μετέφερε στήν ποίησί του ό Βαλαωρίτης. Τόν
ήρωϊκό, επικό τόνο τής δράσεως. Οί αγώνες τού έθνους του υπέρ τής Ελευθερίας,
οί ήρωες τών βουνών, οί άρματωλοί καί οί κλέφτες, τά επικά επεισόδια τού
εικοσιένα είναι τά κυριώτερα θέματα τών εμπνεύσεων του.
Στό ποίημα του ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ παρουσιάζει τήν μάχη τής
Αλαμάνας, τήν συντριβή τών παλληκαριών μπροστά στήν αριθμητική υπεροχή τοϋ
εχθρού, τήν γενναιότητα τού Διάκου, πού έμεινε ώς τό τέλος μόνος πολεμώντας «δέκα
χιλιάδες κ' ένας» καί φυσικά τήν σύλληψί του. Έδώ ό Βαλαωρίτης γίνεται συγκλονιστικός.
Παρουσιάζει τόν Διάκο αλυσοδεμένο καί κλεισμένο στό μπουντρούμι τού Όμέρ
Βρυώνη.
Κι όμως, δέν μένει μόνος! "Ερχονται καί τόν συντροφεύουν όλοι οί
σκοτωμένοι σύντροφοι «λιοντάρια πού δέν άφησαν τόν "Αδη σ' ησυχία» καί του
φιλούν τό μέτωπο καί τόν περιδροσίζουν... Καί νά πώς αποκρίνεται ό Διάκος βλέποντας
άπό τόν ουρανό τήν Πόλη :
Δεσπότη! ποιά είναι εκείνη ή χώρα πού μαυρολογά, χτισμένη σ'
έπτά Ράχες;
Προσκύνησε τόν θρόνο τού πρώτου μας τού βασιλιά, τό μνήμα
τοϋ στερνού μας.Πώς τρέμεις Διάκε; Γιατί κλαις; Θανάση είναι δική μας
Βλέπει, όμως καί τόν Πατριάρχη, τά μαρτύρια του. Σπαράζει τάγιο λείψανο. Τάχόρταγα τά όρνεα ολόγυρα του
σφίγγονται. Τού ξέσχισαν τά ράσα. Ξεγύμνωσαν τά στήθεια του κι έφάνηκε στόν
ήλιο απόκρυφη λαβωματιά...
Πλάκωσαν κι οί Εβραίοι καί ξεκρέμασαν τόν νεκρό. Αρπάζουν
τήν τριχιά του, δαιμονισμένοι τρέχουνε...
Μέ τόν μαρτυρικό θάνατο τού Διάκου τελειώνει τό ποίημα
αυτό, υπέροχο δείγμα τής πατριωτικής έξάρσεως του ποιητή.
Στόν ΑΣΤΡΑΠΟΠΑΝΝΟ παρουσιάζει τά αίσθήματα πού έδεναν τούς αδάμαστους
Κλέφτες μεταξύ τους. Αίσθήματα φιλίας και αγάπης ως τον θάνατο .Οι κλέφτες που
πεθαίνοντας θέλουν να ακούσουν μόνο τον ήχο από το ματωμένο τους καρυοφύλι
«Τρέχα παιδί μου γρήγορα τρέξε ψηλά στη ράχη και ρίξε τό
τουφέκι μου. Στόν ύπνο μου επάνω θέλω γιά ύστερη φορά ν' ακούσω τή βοή του»
Αυτά λέγει ό Γεροδήμος στό ποίημα Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΥΛΙ
ΤΟΥ. Μιλάει γιά τούς αγώνες πενήντα χρόνων καί ζητά άπό τά παλληκάριά του,
καθώς είναι σιμά του, νά μή τόν κλάψουν, γιατί «του ανδρειωμένου ό θάνατος
δίνει ζωή στή νιότη».
Τό Σούλι επίσης υμνείται άπό τόν ποιητή. Ή καταστροφή του
καί ό εξανδραποδισμός τών γενναίων κατοίκων του σκοτεινιάζει τήν ζωή τών
διασωθέντων Σουλιωτών. Ό καλόγερος τους, επίσης, ό Σαμουήλ, πού έμεινε στο
Σούλι κι έγινε ολοκαύτωμα, είναι τό σύμβολο τής θυσίας καί τής φιλοπατρίας.
Καλύτερα ό θάνατος παρά ό άτιμασμός. Καί θάνατος πού ούτε το πτώμα των συντρόφων
του, αφήνει στα χέρια των απίστων Το Κούγκι ανατινάζεται παρασέρνοντας στόν θάνατο καί πολλούς έκ τών
Οθωμανών καί Αλβανών.
Ο ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ είναι τό ποίημα πού εκφράζει τόν πόθο του ποιητή,
γιά τήν Ένωσι τών 'Επτανήσων μέ τήν "Ελλάδα. Καί εξεδόθη ακριβώς τήν ήμερα
τής εκπληρώσεως του πόθου αυτού.
Στό ποίημα αυτό συγκινητικά τά Ιόνια νησιά ζητούν άπό τήν
Μητέρα Ελλάδα νά τά πάρη κοντά της! Νά μοιράζονται τίς συμφορές, τόν πόνο καί
τά δάκρυα της.
«Σφίξε μας, μάννα, σφίξε μας. Γυμνά, ξαρματωμένα, σάν
νάτανε κατάδικο, σάν νάταν νικημένα, έρχονται μές τόν κόρφο σου. Δώσε μας τήν
ευχή σου...»
Καί δέν μπορεί νά μή νοιώθης πόνο καί θλίψη, όταν τά λόγια
αυτά δέν ακούγονται κι άπό τ' άλλο Νησί μας, πού κινδυνεύει σήμερα ν'
αφανισθεί ολόκληρο άπό τόν ίδιο εχθρό. Τήν προδομένη, γλυκειά ΚΥΠΡΟ.ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου