Μας έπιασε η νύχτα, ξεχασμένους πάνω από το ποτήρι της ζωής. Μια παρέα αλλόκοτη είμαστε, ζωσμένη τον θυμό από την αδικία που μας κάνανε οι γραμματιζούμενοι πραματευτάδες και οι παρατρεχάμενες καφετζούδες τους. Ακούω τον αχό της ημέρας που έφυγε και που την σειρά του δίνει σε μουσικές όπου με γλυκαναθρέψανε. Καθισμένος σε ένα άδειο τραπέζι, με σκυμμένο το κεφάλι, κοιτώ τα χέρια όλων μας και βλέπω τους κόπους και τα βάσανα που αυτά κουβάλησαν και συνεχίζουν να κουβαλούνε.
Χτυπώ το ποτήρι με θυμό στο τραπέζι και σηκώνομαι όρθιος. Τα πόδια δεν αντέχουν από την κούραση, μα η καρδιά φουντωμένη τα στυλώνει. Ανοίγω τα χέρια μου και κοιτώ ψηλά προς τον Θεό με ένα παράπονο. Ο κάματος της ζωής και οι αγωνίες της με λύγισαν μα δεν με ρίξανε ακόμη κάτω. Σαν προσευχή τα χείλη μου βρίσκουν τις λέξεις ενός παλιού τραγουδιού, που το έγραψε ένας φίλος που ποτέ δεν συνάντησα…
Έχω άλλες είκοσι ψυχέςΠολύ το πιοτό, πιότερα τα βάσανα, με οδηγούν μέσα στην κάπνα των τσιγάρων, μέσα στην μπόχα του ιδρώτα και κάνω ένα βήμα μπρος. Γέρνω και χαιρετώ τον αόρατο αντίπαλο συγχορευτή μου. Τον θερσίτη, τον χάρο που παραμονεύει να με ‘βρει λάσκα, να με γελάσει και να με πάρει μακριά από τα αλώνια της ζωής.
ταξιδεμένα τρεχαντήρια
στις μπόρες και στις αστραπές
στης μοναξιάς τα πανηγύρια.
Έχω άλλες είκοσι ψυχές
τη λογική πετάω στην πάντα
οι νύχτες μου τρελές γιορτές
κι όλη η ζωή μου, μια μπαλάντα..
Έχω άλλες είκοσι ψυχές
το εμβαδόν μου μη γυρέψεις
ΑΛΗΤΗ ΧΑΡΕ
θες δεν θες
πριν να με φας,
ΘΑ ΠΑΖΑΡΕΨΕΙΣ.
Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω αδέρφια… Σιωπούν, δεν μιλάνε, κοιτούν δεν χορεύουν…
Λυγίζουν τα πόδιαΤρέχω στην πόρτα, για να προλάβω… ποιος ξέρει τι…! Δεν αντέχω να είμαι άλλο με εκείνους που κοιτούν και δεν κάνουν τίποτε για τη ζωή τους. Με ρούχα κουρέλια προχωρώ στα στενά σοκάκια. Μια λάμπα που καίει εδώ, και άλλη παραπέρα. Δύο κορίτσια πληρώνουν σε είδος τους μπάτσους που τους την πέσαν… Από ένα παράθυρο ακούω το κλάμα ενός παιδιού και τη μάνα του να του λέει πως θα έχει φαγητό αύριο… Μιζέρια και σκοτάδι παντού.
χτυπάει η καρδιά
υψώνω τα χέρια
σαν μια μαχαιριά..
Χτυπάω το χώμα
σηκώνομαι ορθός
αδέλφια, φωνάζω,
κιοτεύει ο εχθρός...
Άρχισε να βρέχει. Δεν έχω που να πάω. Δεν έχω που να σταθώ. Λίγο το μεθύσι, λίγο η αδυναμία πέφτω κάτω. Το πρόσωπό μου ένα με τα απόνερα και την λάσπη. Τα δάχτυλά μου την αγγίζουν, την νιώθουν, την ευγνωμονούν. Ξαφνικά, νιώθω κάποιον να με πιάνει από το μπράτσο και να μου λέει: «σήκω παλικάρι μου, μπορείς». Βάζω τα χέρια και σηκώνομαι. Ο δικός μου χορός δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η νύχτα κυλάει, αλλά ξέρω πως κάθε στιγμή που περνά πλησιάζει το πρωί που θα φέρει τον ήλιο, που θα φέρει το φως. Το μυαλό μου άρχισε να ξεθολώνει και ας περπατώ σε μία ζωντανή πηχτή ομίχλη.
Σκύβω, και πιάνω τη λάσπη και δίνω μια υπόσχεση: «Ακόμη κι όταν τριγύρω όλα γκρεμιστούνε και γίνουν λάσπη, τα χέρια θα βάζω με πάθος για να χτίσω με ετούτη το αύριο. Αυτό το αύριο που αξίζει να ζήσουν οι άλλοι, οι επόμενοι από εσένα κι από εμένα. Γιατί έτσι τους πρέπει, γιατί έτσι το βρήκα. Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γιατί έμαθα να σκύβω μόνο όταν προσεύχομαι στον Θεό. Δεν σκύβω σε κανέναν άλλο»
Περπατώ στον δρόμο με τον άνθρωπο που με σήκωσε. Όσο περπατάμε βρίσκουμε κι άλλους πεσμένους. Τους σηκώνουμε και συνεχίζουμε όλοι στον ίδιο δρόμο. Κατά κει που βγαίνει ο ήλιος. Και γινόμαστε ΠΗΓΗ:kostasxan.blogspot.comόλο και περισσότεροι. Σαν ξημερώσει θα είμαστε αμέτρητοι…
Κωνσταντίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου