Ωραία τα παραμύθια σου, παππού. Σε σένα μιλάω, το παιδί της Κατοχής. Σε σένα ντε, που μεγάλωσες χωρίς παπούτσι, όπως διηγήσε στα καφενεία και στο εγγόνι σου όταν το έχεις αγκαλιά . Εσύ, που είδες το πατρικό σου ως παιδί να γίνεται στάχτη από τις γερμανικές οβίδες και σε σένα που μεγάλωσες ως τελευταίος της γενιάς σου όταν οι ξιφολόγχες έσκιζαν την κοιλιά της μάνας σου. Σε σένα που ανάμεσα στα συντρίμμια της πόλης σου από τους βομβαρδισμούς κρυβόσουν κάτω από την φούστα της μάνας σου για να προφυλαχτείς. Τελικά, ρε παππού, είναι αληθινά τα όσα έζησες ή φούμαρα πουλάς χρόνια τώρα;
Πώς είναι δυνατόν εσύ να έχεις περάσει όλα αυτά και στην τελευταία ευθεία της ζωής σου να σκιάζεσαι από χαρτιά και νόμους στεκόμενος στην ουρά ενός νέου συσσιτίου με το χαράτσι στο χέρι για να σου δοθεί απλόχερα από τον τρομοκράτη μία μερίδα παραπάνω τρόμος;
Κάτι πάει στραβά, παππού, με αυτά που διηγήσε ότι έκανες και με τις πράξεις που βλέπουμε να κάνεις τώρα μπροστά στα μάτια μας. Από τις 5 τα ξημερώματα στέκεσαι στα ταμεία των εφοριών, της ΔΕΗ, των τραπεζών κρατώντας στο χέρι σου λογαριασμούς από το δικό σου σπίτι και από το σπίτι των παιδιών σου, που έχουν να δουν μεροκάματο χρόνια. Αλήθεια, ρε παππού, σκέφτηκες έστω και μία φορά ότι αντί να στηρίξεις την επόμενη γενιά να γυρίσει ανάποδα το τραπέζι των καταστροφικών διαπραγματεύσεων, εσύ συντηρείς την κατάσταση με το να πληρώνεις με την σύνταξή σου;
Πώς είναι δυνατόν να έχεις δει τους δικούς σου γονείς να χτίζουν μέσα στα συντρίμμια το ίδιο τους το σπίτι και να αφήνεις τον κάθε λίγδα χαρτογιακά να σε απειλεί με ειδοποίηση προ κατάσχεσης; Τι έχεις να χάσεις, παππού; Την μίζερη σύνταξη των 650 ευρώ που την κόβεις στα δέκα κομμάτια έχοντας πρώτα πληρώσει τους φόρους απέναντι σε ένα κράτος που ούτε για την μάνα σου έκλαψε, ούτε για τον πατέρα σου που εκτελέστηκε, ούτε για τα μεροκάματα του τρόμου που έκανες ξυπνώντας από τις 3 το βράδυ στημένος και πάλι σε μια ουρά περιμένοντας το λεωφορείο να σε πάει στην οικοδομή ή στο εργοστάσιο; Τι έγινε, ρε παππού, η λεβεντιά σου; Συρρικνώθηκε μένοντας άγρυπνος ολόκληρες νύχτες σκεπτόμενος πώς θα αντιμετωπίσεις το καθίκι του δημοσίου που με μια σφραγίδα σε περιμένει να σε πετάξει έξω από το σπίτι σου; Το σπίτι σου, παππού, εκείνο που σου στέρησε ταξίδια στον κόσμο, γλέντια που πόθησες, όνειρα που τα έβαλες στο μπαουλοντίβανο βάζοντας πάνω του, χρόνια πριν, να κοιμηθεί ο μεγάλος γιος της οικογένειας λόγω στενότητας χώρου.
Τι διάολο δίδαξες τα παιδιά σου, ρε παππού, που αντί να τρομάζουν μην πάθει κάτι η υγεία σου και σε χάσουν, τρέμουν μην πεθάνεις και χαθεί η σύνταξη που τα συντηρεί; Πώς κατάφερες να βάζουν την αξιοπρέπεια και την λεβεντιά κάτω από το συνολικό ποσό της σύνταξής σου; Πώς κατάφερες, ρε παππού, εσύ που περπατούσες 5 ώρες για να βρεις μία ασπιρίνη, να κάθεσαι στο φαρμακείο σε μια άλλη ουρά βαζοντας την βέρα σου ενέχυρο για ένα κουτί χάπια πιέσεως. Πώς κατεβάζεις το κεφάλι σαν να είσαι ο τιμωρημένος μιας χώρας -που μην ξεχνάς- εσύ την έχτισες από την μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη.
Πού είσαι ρε παππού, που με περηφάνια έμπαινες στα καράβια να σε πάνε στην εξορία ή στα τρένα που σε στοίβαζαν για να υπηρετήσεις την πατρίδα στον Έβρο, στην Νέα Σάντα, στο Νευροκόπι και στην Λήμνο καταχείμωνο; Πού είναι εκείνο το βλέμμα που όταν έμπαινες στο σπίτι χωρίς μεροκάματο και ψωμί έφθανε να χορτάσει όλη η οικογένεια για μια εβδομάδα;
Πώς ανέχεσαι να ξεφτιλίζεσαι σε τηλεοπτικά παράθυρα ως «κακομοίρα μάζα» κουνώντας στα τρεμάμενα, σακατεμένα χέρια σου ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς; Από ποιον ζητάς την δικαιοσύνη, παππού, από την τηλεοπτική δικτατορία που σε θυμάται κάνοντάς σε θέαμα όταν λιποθυμάς στην εφορία, όταν πεθαίνεις στην ουρά του ΙΚΑ, όταν καταγράφουν την απόγνωσή σου σε βρώμικα ράντζα νοσοκομείων μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα εκλογικά προγνωστικά των ψηφισμένων εκτελεστών σου;
Το δικό μας εφιαλτικό παραμύθι παππού, θα έχει διάρκεια όσο εσύ θα κάνεις πίσω για την γαμημένη συνταξούλα σου, για την δήθεν κάλυψη της φαρμακευτική σου αγωγής, για τις δήθεν δωρεάν εξετάσεις σου, για τον στημένο επικήδειο που ετοιμάζουν τα παιδιά σου εφόσον ακόμη θεωρείς ότι σε αγαπάνε επειδή ζεις και όχι επειδή εσύ τα ζεις.
Δεν σου άξιζε αυτό το τέλος παππού. Δεν σου άξιζε.-
Πώς είναι δυνατόν εσύ να έχεις περάσει όλα αυτά και στην τελευταία ευθεία της ζωής σου να σκιάζεσαι από χαρτιά και νόμους στεκόμενος στην ουρά ενός νέου συσσιτίου με το χαράτσι στο χέρι για να σου δοθεί απλόχερα από τον τρομοκράτη μία μερίδα παραπάνω τρόμος;
Κάτι πάει στραβά, παππού, με αυτά που διηγήσε ότι έκανες και με τις πράξεις που βλέπουμε να κάνεις τώρα μπροστά στα μάτια μας. Από τις 5 τα ξημερώματα στέκεσαι στα ταμεία των εφοριών, της ΔΕΗ, των τραπεζών κρατώντας στο χέρι σου λογαριασμούς από το δικό σου σπίτι και από το σπίτι των παιδιών σου, που έχουν να δουν μεροκάματο χρόνια. Αλήθεια, ρε παππού, σκέφτηκες έστω και μία φορά ότι αντί να στηρίξεις την επόμενη γενιά να γυρίσει ανάποδα το τραπέζι των καταστροφικών διαπραγματεύσεων, εσύ συντηρείς την κατάσταση με το να πληρώνεις με την σύνταξή σου;
Πώς είναι δυνατόν να έχεις δει τους δικούς σου γονείς να χτίζουν μέσα στα συντρίμμια το ίδιο τους το σπίτι και να αφήνεις τον κάθε λίγδα χαρτογιακά να σε απειλεί με ειδοποίηση προ κατάσχεσης; Τι έχεις να χάσεις, παππού; Την μίζερη σύνταξη των 650 ευρώ που την κόβεις στα δέκα κομμάτια έχοντας πρώτα πληρώσει τους φόρους απέναντι σε ένα κράτος που ούτε για την μάνα σου έκλαψε, ούτε για τον πατέρα σου που εκτελέστηκε, ούτε για τα μεροκάματα του τρόμου που έκανες ξυπνώντας από τις 3 το βράδυ στημένος και πάλι σε μια ουρά περιμένοντας το λεωφορείο να σε πάει στην οικοδομή ή στο εργοστάσιο; Τι έγινε, ρε παππού, η λεβεντιά σου; Συρρικνώθηκε μένοντας άγρυπνος ολόκληρες νύχτες σκεπτόμενος πώς θα αντιμετωπίσεις το καθίκι του δημοσίου που με μια σφραγίδα σε περιμένει να σε πετάξει έξω από το σπίτι σου; Το σπίτι σου, παππού, εκείνο που σου στέρησε ταξίδια στον κόσμο, γλέντια που πόθησες, όνειρα που τα έβαλες στο μπαουλοντίβανο βάζοντας πάνω του, χρόνια πριν, να κοιμηθεί ο μεγάλος γιος της οικογένειας λόγω στενότητας χώρου.
Τι διάολο δίδαξες τα παιδιά σου, ρε παππού, που αντί να τρομάζουν μην πάθει κάτι η υγεία σου και σε χάσουν, τρέμουν μην πεθάνεις και χαθεί η σύνταξη που τα συντηρεί; Πώς κατάφερες να βάζουν την αξιοπρέπεια και την λεβεντιά κάτω από το συνολικό ποσό της σύνταξής σου; Πώς κατάφερες, ρε παππού, εσύ που περπατούσες 5 ώρες για να βρεις μία ασπιρίνη, να κάθεσαι στο φαρμακείο σε μια άλλη ουρά βαζοντας την βέρα σου ενέχυρο για ένα κουτί χάπια πιέσεως. Πώς κατεβάζεις το κεφάλι σαν να είσαι ο τιμωρημένος μιας χώρας -που μην ξεχνάς- εσύ την έχτισες από την μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη.
Πού είσαι ρε παππού, που με περηφάνια έμπαινες στα καράβια να σε πάνε στην εξορία ή στα τρένα που σε στοίβαζαν για να υπηρετήσεις την πατρίδα στον Έβρο, στην Νέα Σάντα, στο Νευροκόπι και στην Λήμνο καταχείμωνο; Πού είναι εκείνο το βλέμμα που όταν έμπαινες στο σπίτι χωρίς μεροκάματο και ψωμί έφθανε να χορτάσει όλη η οικογένεια για μια εβδομάδα;
Πώς ανέχεσαι να ξεφτιλίζεσαι σε τηλεοπτικά παράθυρα ως «κακομοίρα μάζα» κουνώντας στα τρεμάμενα, σακατεμένα χέρια σου ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς; Από ποιον ζητάς την δικαιοσύνη, παππού, από την τηλεοπτική δικτατορία που σε θυμάται κάνοντάς σε θέαμα όταν λιποθυμάς στην εφορία, όταν πεθαίνεις στην ουρά του ΙΚΑ, όταν καταγράφουν την απόγνωσή σου σε βρώμικα ράντζα νοσοκομείων μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα εκλογικά προγνωστικά των ψηφισμένων εκτελεστών σου;
Το δικό μας εφιαλτικό παραμύθι παππού, θα έχει διάρκεια όσο εσύ θα κάνεις πίσω για την γαμημένη συνταξούλα σου, για την δήθεν κάλυψη της φαρμακευτική σου αγωγής, για τις δήθεν δωρεάν εξετάσεις σου, για τον στημένο επικήδειο που ετοιμάζουν τα παιδιά σου εφόσον ακόμη θεωρείς ότι σε αγαπάνε επειδή ζεις και όχι επειδή εσύ τα ζεις.
Δεν σου άξιζε αυτό το τέλος παππού. Δεν σου άξιζε.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου