του Θανάση Μπελεμέμη
Ένα καταταλαιπωρημένο εξαθλιωμένο φάντασμα, ερχόταν αυτός κάθε βράδυ και ξάπλωνε δίπλα της. Δεν της μιλούσε καν. Μόνο τον άκουγε που ξεφυσούσε και στριφογύριζε κολασμένα στο κρεβάτι τους. Τον ένοιωθε πως βογκούσε από μέσα του βουβά και ηρεμία δεν έβρισκε.
Ήθελε να τον ρωτήσει όπως τον ρωτούσε και παλιά. Τι έχει και τι τον βασανίζει. Μα ήξερε πως, όπως και τότε, απάντηση δεν θα έπαιρνε. Ήξερε πως η αγάπη και η λατρεία που είχε για αυτή και την οικογένειά του, δεν του επέτρεπε να τους στεναχωρήσει στο παραμικρό, με τα προβλήματα της οικογένειας. Αυτά τα θεωρούσε αποκλειστικά δικιά του ευθύνη.
Όλους, ακόμα και την αγαπημένη του άφηνε μακριά απ’ τα σύννεφα και τις καταιγίδες, όποτε τους έβρισκαν . Και ας τον έπαιρνε αυτή, πότε με το καλό και πότε με το κακό, μπας και τον καταφέρει να τα μοιραστεί μαζί της, για να μπορέσει να τον βοηθήσει.
Εγωιστή τον έλεγε τότε αυτή και αυτός δέχονταν την κατηγόρια αδιαμαρτύρητα.
Κάποιες μόνο απ’ τις χαρές μοιράζονταν αυτός με την οικογένεια. Μα για τα βάσανα και τις λύπες ούτε κουβέντα. Τα στρίμωχνε βαθιά μες την ψυχή του και δεν μιλούσε μη και τους στεναχωρήσει . Και όσα από αυτά χωρούσαν σ’ αυτή τα δέχονταν αγόγγυστα. Μα για όλα τ’ άλλα που δεν χωρούσαν και ξεχείλιζαν από μέσα του, βογκούσε, και ξεφύσαγε. Και αυτά ήταν, που δεν τον άφηναν ούτε μία στιγμή να ησυχάσει. Και τις νύχτες, απ’ το άγχος και την ανησυχία του για το μέλλον όλων τους…, κρύος ιδρώτας τον έλουζε. Πανικός τον κυρίευε, που γιγαντώνονταν και γινόταν πελώριο θηρίο έτοιμο να τον κατασπαράξει.
Έτσι και αυτή η νύχτα ήταν το ίδιο φρικτή όπως τόσες άλλες παλιά. Τον ένοιωθε δίπλα της να υποφέρει μα δεν τολμούσε να του μιλήσει. Καταλάβαινε πως βασανίζονταν, αλλά δεν μπορούσε να του πιάσει το χέρι, μήπως καταφέρει να τον καθησυχάσει και να τον ηρεμήσει έστω για λίγο.
Πέρασαν πολλές βασανιστικές ώρες, ώσπου αυτός άρχισε να της μιλάει για τον εαυτό του, τους φόβους του και τις ανησυχίες του.
Δεν προσπαθούσε να της εξηγήσει τα γεγονότα, μα ούτε και να δικαιολογηθεί για την πράξη του. Απλά της τα εξιστορούσε με έναν παράξενο και απόκοσμα ήρεμο τρόπο. Την άφηνε έτσι μόνη της να πάρει την απόφαση να τον κατηγορήσει, ή να τον συγχωρέσει.
Της μίλησε για όλα αυτά που δεν της είχε πει τόσο καιρό.
Της μίλησε για το χρέος απ’ το δάνειο του σπιτιού τους που δεν μπορούσε να πληρώσει. Για την επιστολή που έλαβε απ’ την τράπεζα και έλεγε πως το σπιτικό των ονείρων τους, σε ένα μήνα θα έβγαινε στον πλειστηριασμό. Πως έτρεξε μάταια δεξιά κι αριστερά να βρει δανεικά, να καταφέρει να το σώσει. Βοήθεια από κανέναν δεν βρήκε, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κλειστές πόρτες.
Μετά της είπε για τα προβλήματα στην δουλειά και την απόλυση που του ανακοινώθηκε ύστερα από λίγες μέρες. Πως πάλι παρακάλεσε και ικέτεψε, μα ούτε τότε κατάφερε τίποτα.
Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να πάρει τα μειωμένα λεφτά της αποζημίωσης και να μπορέσει με αυτά να πληρώσει για να σώσει το σπίτι τους.
Ωστόσο ήξερε πως στην ηλικία του αυτούς τους δύσκολους καιρούς δεν θα μπορούσε να ξαναβρεί πουθενά αλλού δουλειά.
Της είπε πόσο ανίκανος και άχρηστος ένοιωσε τότε, να μπορέσει να τους βοηθήσει.
Σκέφτηκε ότι από προστάτης του σπιτιού, μόνο βάρος είχε γίνει.
Σηκώθηκε τότε και πήγε στο δωμάτιο των παιδιών που κοιμούνταν. Αυτή τον ακολούθησε. Κάθισε δίπλα στο κρεβάτι των παιδιών αυτός και άρχισε να κλαίει. Ένα κλάμα βουβό και πνιχτό με αναφιλητά, ένα κλάμα κάθαρσης. Χάιδεψε τα μαλλιά των παιδιών και τα φίλησε. Ύστερα γύρισε στην κάμαρα τους και πιάνοντας τα χέρια της, γονάτισε μπροστά της.
Της είπε τότε για την συνάντηση που είχε με τον βαρκάρη. Που εκείνος του ζητούσε τον οβολό του να τον περάσει απέναντι, να μην περιπλανιέται άσκοπα. Μα δεν είχε τίποτα να του δώσει του βαρκάρη και παρέμεινε εκεί.
Της ζήτησε τότε να τον συγχωρέσει και να τον βοηθήσει να ησυχάσει, να αναπαυθεί…
Πετάχτηκε έντρομη και αλαφιασμένη η γυναίκα. Κοίταξε δίπλα της μα δεν αντίκρισε κανέναν. Δεν ήξερε αν μόλις ξύπνησε ή αν κοιμόταν ακόμα. Δεν ήξερε ούτε αν ήταν ζωντανά όλα αυτά που είδε ή αν ήταν ένα όραμα.
Έτρεξε η ζωή τους τότε, μπροστά στα μάτια της και είδε τον ερωτά τους, τον γάμο τους και την ευτυχία που ένοιωσαν με την γέννηση των παιδιών τους. Είδε και τα όνειρα που έκαναν μαζί και τις ελπίδες που είχαν για αυτά.
Μετά θυμήθηκε τον αστυνόμο με το θλιμμένο ύφος να της ανακοινώνει το φοβερό δυστύχημα, με το αυτοκίνητο που είχε πέσει στην χαράδρα.
«Όχι…»!!! ούρλιαξε. Τώρα πια γνώριζε ότι δεν ήταν ατύχημα.
Το πρωινό την βρήκε στο μνήμα να ανάβει ένα κερί στον καλό της. Του μιλούσε και του έλεγε πόσο τον αγαπούσε και πόσο τον λάτρευε. Του έκανε καινούργιους τώρα όρκους, πως δεν θα τον ξεχάσει ποτέ… Του είπε επίσης, πως δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορεί να του συγχωρέσει. Τέλος κοιτάζοντας το κερί που έκαιγε, του ευχήθηκε καλό ταξίδι…
Φεύγοντας, σαν ένδειξη αποχαιρετισμού χάιδεψε το παγωμένο μάρμαρο. Δεν ήξερε αν ήταν γέννημα της φαντασία της αλλά το ένοιωσε να κουνιέται ελαφριά.
Την ρωτούσαν τώρα τα παιδιά της τι έχει. Μα εκείνη δεν μιλούσε. Ένα ξερό τίποτα της έβγαινε μόνο. Δεν ήθελε να τους μιλήσει για τα προβλήματά τους. Δεν έφταιγαν σε τίποτα τα παιδιά για να τα μοιραστεί μαζί τους. Μάταια προσπαθούσε στο σπίτι να παριστάνει την ευτυχισμένη, αλλά δεν τα κατάφερνε. Δεν μπορούσε να τα ξεγελάσει. Και αυτά όλο και ξαναρώταγαν… μα απάντηση πάλι δεν έπαιρναν. Μέχρι που αυτά ξεχνιούνταν και άρχιζαν το παιχνίδι.
Μονάχα τις νύχτες, κλεισμένη στην κάμαρά της έκλαιγε βουβά και σκέφτονταν πώς θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Πώς θα καταφέρει να μεγαλώσει τα παιδιά της. Πανικός την έπιανε τότε και στριφογύριζε ξεφυσώντας ανήσυχα, σαν κολασμένη στο κρεβάτι της. Βουβά σπάραζε και ούρλιαζε, να μην την ακούσουν τα παιδιά απ’ το διπλανό δωμάτιο.
Όχι αδικαιολόγητα… μιας και σήμερα έμαθε ότι θα της κόψουνε την σύνταξη χηρείας.
Ήταν αρκετά μικρή, καταλάβαινε… απ’ την ανακοίνωση. Κάτω των πενήντα, της είπαν, και δεν την δικαιούνταν.
Ήταν αρκετά μικρή, καταλάβαινε… Και γι’ αυτό το λόγο και μόνο, στερούσαν απ’ τα παιδιά της το δικαίωμα να μεγαλώσουν…
ΥΓ. Αφιερωμένο στην «κυρία» Λαγκάρντ και σε όλους αυτούς που μπορούν και ξεχωρίζουν την δυστυχία ανάμεσα στα παιδιά του κόσμου και υποκριτικά θυμούνται την εξαθλίωση αυτών του Νίγηρα χωρίς ποτέ τους να τους έχουν προσφέρει κάποια ουσιαστική βοήθεια. Μοναδική τους πρόθεση με τις αναφορές αυτές να τους δοθεί η ευκαιρία να τιμωρήσουν όλο και περισσότερα παιδιά. ΠΗΓΗ:freepen.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου