Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 - 514] & «Έργα και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός[1], ο αδελφός του Ωκεανού, είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Ο Ιαπετός έσμιξε με την «καλλίσφυρον» Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκε ο «ποικίλος αἰολόμητις» Τιτάνας Προμηθέας, ο Τιτάνας Επιμηθέας, ο Τιτάνας Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Άτλαντας – στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την Ωκεανίδα Πλειόνη ή Πληιόνη ή Αίθρα, την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, και γεννήθηκαν οι επτά Πλειάδες[2] : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη (ή Αστερόπη),
η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την
Πανδώρα, την εκ γαίας και ύδατος πλασμένη από τον Ήφαιστο κατ’ εντολή
του Διός, και γεννήθηκε η θνητή Πύρρα. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την
Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας. Ο Δίας ή ο Δευκαλίωνας έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α’, 1.49.1].
<τετυγμένα> = κατεσκευασμένα. <τέτυκται> = γεγένηται. (βλ. Λεξικό Γρηγόριου Ναζιανζού).
<τετυγμένα> = σύνθετα, πεποιημένα. πεφροντισμένα. (βλ. Λεξικό Ησύχιου).
Το αυτό γεγονός, η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά έλαβε χώρα, όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α΄, 1.47. 1 - 4], μετά την καταστροφή του χάλκινου γένους[3] και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων[4] (που διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά), άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Αλλά ας δούμε όλο τον μύθο που παραθέτει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.47.1 - 1.50.13] : «Επειδή
ο Ζεύς θέλησε να εξαφανίσει το χάλκινο γένος, ο Δευκαλίωνας κατά
προτροπή του Προμηθέα έφτιαξε μια λάρνακα και, αφού έβαλε μέσα τα
αναγκαία, μπήκε κι αυτός μαζί με την Πύρα. Ο Ζευς έριξε έχυσε από
τον ουρανό πολύ υετό πλημυρίζοντας τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος,
έτσι ώστε διεφθάρησαν [πέθαναν] όλοι οι άνθρωποι, εκτός από λίγους, οι
οποίοι κατέφυγαν στα κοντινά υψηλά όρη. Τότε χωρίστηκαν και τα όρη της
Θεσσαλίας και πλημμύρισαν όλες οι περιοχές έξω από τον Ισθμό και την
Πελοπόννησο. Ο Δευκαλίωνας όμως
μέσα στην λάρνακα, παρασυρόμενος στην θάλασσα για εννέα ημέρες και
νύκτες, έπιασε στον Παρνασσό κι εκεί, όταν σταμάτησε ο όμβρος, βγήκαν
έξω και πρόσφεραν θυσία στον Φύξιο Ζευς. Ο Ζεύς, στέλνοντας του τον Ερμή, τον προέτρεψε να διαλέξει ότι θέλει. Κι αυτός διάλεξε να του γεννήσει ανθρώπους.
Όπως του είπε λοιπόν ο Ζευς, έπαιρνε λίθους και τους πετούσε πάνω από
το κεφάλι του. Όσοι πέταξε ο Δευκαλίωνας έγιναν άνδρες, όσοι έταξε η
Πύρρα γυναίκες. Για αυτό και ονομάστηκαν λαοί μεταφορικά, από το λάας
που είναι ο λίθος. Ο
Δευκαλίωνας απέκτησε από την Πύρρα δυο υιούς, πρώτο τον Έλληνα, που όπως
λένε κάποιοι, γεννήθηκε από τον Δία και δεύτερο τον Αμφικτύονα, που
έγινε βασιλιάς στην Αττική μετά τον Κραναό, και μία θυγατέρα, την
Πρωτογένεια, που από τον Δία γέννησε τον Αέθλιο. Από τον Έλληνα και τη
νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός ονόμασε
Έλληνες τους λεγόμενους Γραικούς και μοίρασε τη χώρα τα παιδιά του. Ο
Ξούθος, που πήρε την Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα, κόρη του
Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάστηκαν οι Αχαιοί
και οι Ίωνες. Ο Δώρος έλαβε την περιοχή πέρα από την Πελοπόννησο και
ονόμασε τους κατοίκους της με το όνομά του Δωριείς. Ο Αίολος, ως
βασιλέας στην περιοχή της Θεσσαλίας, ονόμασε του κατοίκους της Αιολείς,
παντρεύτηκε την Εναρέτη, κόρη του Δηίμαχου, και απέκτησε επτά γιούς, τον
Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα
και τον Περιήρη, και πέντε κόρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την
Πεισιδίκη, την Καλύκη και την Περιμήδη - ἐπεὶ
δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος, ὑποθεμένου Προμηθέως
Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην
μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ᾽ οὐρανοῦ χέας τὰ
πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους,
ὀλίγων χωρὶς οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ
Θεσσαλίαν ὄρη διέστη, καὶ τὰ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ καὶ Πελοποννήσου συνεχύθη
πάντα. Δευκαλίων δὲ ἐν τῇ
λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος <ἐφ᾽> ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας
<τὰς> ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει, κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων
ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ. Ζεὺς δὲ πέμψας Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ὅ τι βούλεται· ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι.
καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε
Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ
μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται
δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι
<ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν
βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος.
Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽
αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν
ἐμέρισε τὴν χώραν· καὶ Ξοῦθος μὲν λαβὼν τὴν Πελοπόννησον
ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιὸν ἐγέννησε καὶ Ἴωνα, ἀφ᾽ ὧν Ἀχαιοὶ καὶ
Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δὲ τὴν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβὼν τοὺς
κατοίκους ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δὲ βασιλεύων τῶν περὶ τὴν
Θεσσαλίαν τόπων τοὺς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καὶ γήμας
Ἐναρέτην τὴν Δηιμάχου παῖδας μὲν ἐγέννησεν ἑπτά, Κρηθέα Σίσυφον Ἀθάμαντα
Σαλμωνέα Δηιόνα Μάγνητα Περι ήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην Ἀλκυόνην
Πεισι δίκην Καλύκην Περιμήδην».
Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, όμως, όπως λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του υιού του με την Κόρη Περσεφόνη : του «Ζαγρέος εὐκεράοιο». Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος : «Ό πατήρ Ζεύς,
τον τεμαχισμό του πρώτου Διονύσου αντιλαμβανόμενος από την αντανάκλαση
της μορφής επάνω στο δόλιο κάτοπτρο, καταδίωξε με εκδικητικό πυρσό την
μητέρα των Τιτάνων και του ομορφοκέρατου Ζαγρέα τους φονιάδες τους
φυλάκισε κλείνοντας την πύλη του Ταρτάρου. ….Τότε ο βροχοφόρος Ζευς
έφερε κατακλυσμό σε όλη την γαία, αφού πρώτα γέμισε τον πόλο με πυκνά
νέφη. ….Οι υδρορροές που βάσταγαν το ύδωρ του 7-πορου αιθέρος άνοιξαν,
καθώς ο Ζευς διέταξε βροχή. Του πολύφλοισβου κόλπου οι χαράδρες
μούγκρισαν με ορμητικότερους χείμαρρους. Οι λίμνες, του Ωκεανού, οι
αποσπασθέντες θυγατέρες, ξεχείλισαν. Οι κρουνοί εξακόντιζαν στον αέρα
του Ωκεανού το επίπεδο ύδωρ, οι βράχοι ψιλόβρεχαν. … Τότε ο Δευκαλίων
πέρασε τα υψωμένα ύδατα ναυτίλος άφθαστος στων αιθέρων την ρότα. Μια
Λάρνακα ήταν ο στόλος του που έπλεε σε δική της πορεία και μόνη της
κινιόταν σαν αυτόματη, διασχίζοντας τα μανιασμένα ύδατα δίχως να βρίσκει
λιμάνι. - Ζεὺς δὲ πατήρ,
προτέροιο δαϊζομένου Διονύσου γινώσκων σκιόεντα τύπον δολίοιο κατόπτρου,
μητέρα Τιτήνων ἐλάσας ποινήτορι πυρσῷ Ζαγρέος εὐκεράοιο κατεκλήισε
φονῆας Ταρταρίῳ πυλεῶνι· καὶ αἰθομένων ἀπὸ δένδρων θερμὰ βαρυνομένης
ἐμαραίνετο βόστρυχα γαίης. …καὶ τότε γαῖαν ἅπασαν ἐπέκλυσεν
ὑέτιος Ζεὺς πυκνώσας νεφέεσσιν ὅλον πόλον,… ἑπταπόρου δὲ αἰθέρος
ὑδατόεντες ἀνωίχθησαν ὀχῆες Ζηνὸς ἐπομβρήσαντος· ἐριφλοίσβοιο δὲ κόλπου
κρουνοῖς πλειοτέροισιν ἐμυκήσαντο χαράδραι, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες
ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι ἐκουφίζοντο, καὶ ἠέρι νέρτερον ὕδωρ κρουνοὶ
ἀκοντιστῆρες ἀνέβλυον † Ὠκεανοῖο καὶ σκοπιαὶ ῥαθάμιζον,… καὶ τότε
Δευκαλίων περόων ὑψούμενον ὕδωρ ναυτίλος ἦν ἀκίχητος, ἔχων πλόον
ἠεροφοίτην, καὶ στόλος αὐτοκέλευθος ἄτερ ποδός, ἄμμορος ὅρμου, λάρνακος
αὐτοπόροιο κατέγραφε δύσνιφον ὕδωρ».
Κεφάλας Ευστάθιος [Ελλάς, 1/1/2009]
[1] Ο Ιαπετός, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 50», είναι νοητικός θεός, αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του ουρανού. «παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω.
[2]
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες,
383 – 387», ο Άτλαντας σηκώνει τον ουρανό και ο ίδιος με μια συνοχή
στηρίζει τους κίονες “που χωρίζουν την γαία και τον ουρανό”, καθώς έχει
λάβει δυνάμεις που διαχωρίζουν τον ουρανό και την γη, δυνάμεις λόγω των
οποίων ο ουρανός μένει χωριστός από την γαία και περιστρέφεται στον
παντοτινό χρόνο γύρω από την γαία, ενώ αυτή μένει σταθερή στο κέντρο και
γεννά μητρικά όλα όσα γεννά πατρικά ο ουρανός. Γιατί αυτές τις
δυνάμεις, οι οποίες διατηρούν απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ των δυο,
τις αποκάλεσε «κίονες, που χωρίζουν γαία και ουρανό». Αυτό σημαίνει ότι ο
ουρανός και η γαία μένουν αιώνια χωριστά το ένα από το άλλο και δεν
αναμειγνύονται μεταξύ τους ποτέ. Ως τέκνα του Άτλαντα αναφέρονται οι
Πλειάδες, που είναι επτά : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη –
Αστερόπη, η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Όλες αυτές είναι δυνάμεις
αρχαγγελικές, οι οποίες επιβαίνουν στους αρχαγγέλους των επτά σφαιρών, η Κελαινώ της σφαίρας του Κρόνου, η Στερόπη – Αστερόπη της σφαίρας του Δία, η Μερόπη της σφαίρας του Άρη, η Ηλέκτρα της σφαίρας του Ήλιου, η Αλκυόνη της σφαίρας της Αφροδίτης, η Μαία της σφαίρας του Ερμή και η Ταϋγέτη της σφαίρας της Σελήνης. Αυτή η ενιαία σύνταξη των επτά σφαιρών έχει τοποθετηθεί μέσα στους απλανείς ως «ἄγαλμα ἐνουράνιον» το οποίο ονομάζουμε Πλειάδα και είναι άστρο εμφανές. Το άστρο αυτό είναι «κατεστηριγμένον» εντός του αστερισμού του Ταύρου και κατά τις ανατολές και τις δύσεις του προκαλεί πάμπολλη μεταβολή στην ατμόσφαιρα.
[3]
Το Χάλκινο γένος, που είναι το τρίτο στην σειρά, αναλογεί, μας λέγει ο
Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια],
76. 10 – 16», στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική
εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο
χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει
όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και
αισθητά. Το χάλκινο γένος, και για τον Ησίοδο εξάλλου, σταθεροποιεί το
οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και
μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος
λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία
πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις
πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
[4] Το
γένος των ημιθέων, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας
Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76.23 – 77.4», που είναι το τέταρτο στην
σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική]
ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και
ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη
προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο
κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν
και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με
τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του
πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα
έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω
της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος
στη συνύφανση του με τον Λόγο. ΠΗΓΗ:eleysis69.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου