Αι προσπάθειαι τού σώματος Καούδη δεν επρόκειτο να παραμείνουν μοναδικαί εις τα Κορέστια. Την νύκτα τής 27/28 Αυγούστου 1904 διήρχετο την Ελληνοτουρκικήν μεθόριον, παρά την Μονήν Μερίτσας (Οξυνείας), το σώμα τού Ανθυπολοχαγού Πυροβολικού Παύλου Μελά και ή αποφασιστική επέμβασις τού Ελληνικού Κράτους εις τα Μακεδονικά προβλήματα κατέστη πλέον γεγονός. Την 14ην Αυγούστου, όταν ό Μελάς επέστρεψεν εκ Κοζάνης, διωρίσθη υπό τής Μακεδονικής Επιτροπής αρχηγός όλων των ευρισκομένων εις Δυτικήν Μακεδονίαν Ελληνικών σωμάτων και αμέσως ήρχισε να καταρτίζη το σώμα του και να προετοιμάζη την είσοδόν του εις Μακεδονίαν. 0 από μακρού απορροφών τας σκέψεις του διακαής πόθος ήρχισε πλέον να πραγματοποιήται. Ολίγας ημέρας πριν διαβή μετά τού σώματός του τα σύνορα έγραφε εις την σύζυγόν του Ναταλίαν: «... Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω και Κυβέρνησιν και Κοινήν Γνώμην περί τούτου. . . ». Αποδεδειγμένος εξήρχετο εις την Μακεδονίαν εξωθούμενος από την φλόγαν ενός ειλικρινούς σταυροφόρου.
Το σώμα του αποτελούμενον εκ τριάκοντα ανδρών συνωδεύετο υπό τριών οδηγών, οι οποίοι κατά τας διαβεβαιώσεις των εγνώριζον καλώς τας περιοχάς διά των οποίων θα διήρχετο τούτο. Παρ’ όλα αυτά, ό ένας εξ αυτών ασθενήσας κατά την νύκτα τής διαβάσεως των συνόρων, παρέμεινεν εντός τού Ελληνικού εδάφους. 0 άλλος, ονομαζόμενος Αθανάσιος Βάγιας και καταγόμενος εκ Σπηλαίου, ευθύς ως προσήγγισε το σώμα εις την περιοχήν τού χωρίου του, εγκατέλειψε τούτο και έσπευσε μετά τού οπλισμού του εις Γρεβενά να ειδοποιήση τας Τουρκικάς Αρχάς. Αι τελευταίαι θορυβηθείσαι από την δημοσίευσιν εις τας Αθηναϊκάς εφημερίδας διακηρύξεως τού Μακεδονικού Κομιτάτου, σχετικής με την αποστολήν εις Μακεδονίαν ενόπλων σωμάτων, είχον ενισχύσει τας φρουράς των συνόρων και είχαν εντείνει τα μέτρα επαγρυπνήσεως. Τα μέτρα αυτά συνδυαζόμενα με το γεγονός, ότι ό απομένων εις το σώμα οδηγός ουδόλως εγνώριζε το έδαφος τής πορείας, εδυσχέραινον τας κινήσεις του. Επομένως άνευ οδηγών και με επαγρυπνούσας τας Τουρκικάς Αρχάς, ήρχισε το σώμα Μελά την κίνησιν προς Βορράν, παρεκλίνον ευρέως εκ τής κατευθύνσεώς του, βαδίζον κατά την νύκτα υπό βροχήν, άνευ τροφίμων και επί εντελώς ανωμάλου εδάφους, επιτυγχάνον όμως πάντοτε να αποφεύγη τα Τουρκικά αποσπάσματα. Τελικώς, μετά πορείαν ένδεκα ήμερών, έφθασεν εις την περιοχήν Χρουπίστης (Άργους Ορεστικού) και αφού διέβη τον Αλιάκμονα εισήλθεν εις Κωσταράζιον την νύκτα τής 7/8 Σεπτεμβρίου.
Εις Κωσταράζιον το σώμα Μελά παρέμεινεν επί τρεις ημέρας, προς ανάπαυσιν και επιδιόρθωσιν των υποδημάτων και των ενδυμάτων των ανταρτών, διά παρασχεθείσης βοηθείας από του Μητροπολίτου Καραβαγγέλη. Κατόπιν επεσκέφθη το Βογατσικόν, εις το οποίον επληροφορήθη τον εις Μοναστήριον φόνον του Θεοδώρου Μόδη και τας αγριότητας των κομιτατζήδων εις την Πρεκοπάναν, ως και τα τής δράσεως του σώματος Καούδη. Την 12ην Σεπτεμβρίου το σώμα κατέλυσεν εις την Μονήν του Αγίου Νικολάου του Τσιριλόβου και την 17ην Σεπτεμβρίου εισήλθεν εις Πρεκοπάναν, όπου εφόνευσε τον Βουλγαροδιδάσκαλον και τον Εξαρχικόν ιερέα, οι οποίοι ετρομοκράτουν το χωρίον των και εβαρύνοντο με φόνους συγχωριανών των. 0 Μελάς συγκαλέσας τούς χωρικούς υπέμνησεν εις αυτούς την Ελληνικήν καταγωγήν των και τούς συνέστησε διά θερμοτάτης ομιλίας να επανέλθουν εις τούς κόλπους τής Μεγάλης Εκκλησίας, εκ τής οποίας διά τής βίας είχαν αποσπασθή.
Ενώ ευρίσκοντο εις την Μονήν Τσιριλόβου, ή οποία μέχρι τής πυρπολήσεώς της υπό των κομιτατζήδων τον Φεβρουάριον του 1905 απετέλει ισχυρόν στήριγμα των Ελλήνων ανταρτών, ό υπαρχηγός του σώματος Λάκης Πύρζας εισηγήθη την εφαρμογήν αντιποίπων διά τον φόνον του πατριαρχικού ιερέως του Στρεμπένου (Ασπρωγείων). 0 Μελάς, ανήρ ευπατρίδης και εκ φύσεως φιλάνθρωπος, δεν ενέκρινε τα τοιούτου είδους αντίποινα. Τελικώς όμως συνενωθείς και μετά τής ομάδος του εκ Λεχόβου Ζήση Δημουλιού, εδέχθη όπως οδηγήση τούς άνδρας του εις το Στρέμπενον (Ασπρώγεια). 0ταν αφίχθη εις το χωρίον, ωμίλησε και πάλιν θερμώς προς τούς κατοίκους, διέλυσε την τοπικήν επιτροπήν (Κομίσια) τής ΕΜΕ0 και συνέλαβε τούς υπευθύνους τής δολοφονίας του Παπα— Δημήτρη, τούς οποίους εν συνεχεία εισήγαγεν εις δίκην και κατεδίκασεν εις θάνατον. Ανέβαλεν όμως την εκτέλεσιν τής ποινής των, διότι ισχυρίσθησαν ότι εγένοντο Εξαρχικοί διά της βίας και ως εκ τούτου ηθέλησε να τούς δώση την ευκαιρίαν να επανέλθουν εις την Ορθοδοξίαν. Συγχρόνως επεσκέφθη την χήραν του Καπετάν Βαγγέλη, ή οποία εκτός του συζύγου της εθρήνει ήδη τον αδελφόν της Ελληνοδιδάσκαλον Μηλοβίστης (επί Γ/Β εδάφους), ό οποίος είχε φονευθή και αυτός υπό των κομιτατζήδων, ως και την χήραν του ιερέως Παπαδημήτρη. Εις τας προαναφερθείσας ό Μελάς έδωσε χρήματα και υπεσχέθη να μεριμνήση διά τον ευπρεπισμόν του τάφου του καπετάν Βαγγέλη. Τελικώς ωργάνωσε και εξώπλισε φρουράν του χωρίου εκ δέκα πέντε ανδρών και αναχωρήσας εκ Στρεμπένου (Ασπρωγείων) μετέβη εις Μπελκαμένην (Δροσοπηγή), εις την οποίαν προσήλθε και κατετάγη εις το σώμα ό εκ Μοναστηρίου Φίλιππος Καπετανόπουλος. 0 θερμός αυτός Έλλην πατριώτης, συμμετέχων εις την τριμελή Επιτροπήν Αμύνης τής πόλεως, δεν ηδύνατο πλέον να παραμένη εις Μοναστήριον μετά τον φόνον τού άλλον μέλους αυτής, Θεοδώρου Μόδη.
Εις Μπελκαμένην (Δροσοπηγή) εξηνάγκασε τον εκεί Ρουμανοδιδάσκαλον να διαλύση το σχολείον του και να εγκαταλείψη την θέσιν του, ωργάνωσε τοπικήν ένοπλον ομάδα διά την ασφάλειαν τού χωρίου, εγκατέστησε μιαν επιτροπήν συνεργασίας μετά των Ελληνικών σωμάτων και αφού επεσκέφθη το Ελληνικόν σχολείον και ωμίλησε, ως εσυνήθιζε, προς τούς μαθητάς, κατηυθύνθη εις Νερέτι (Πολυπόταμον). Εις το χωρίον τούτο, εις το οποίον εισήλθε την πρωίαν της 2Οης Σεπτεμβρίου, είχεν ως σκοπόν να συλλάβη πέντε κατοίκους του, οι οποίοι εβαρύνοντο με φόνους Πατριαρχικών. Πλην όμως την στιγμήν πού οι άνδρες του σώματός του εκύκλωσαν τας οικίας εις τας οποίας εκρύπτοντο οι αναζητούμενοι, Τουρκική δύναμις πεζικού και ιππικού επετέθη κατ’ αυτών και τούς εξηνάγκασε να αποσυρθούν εις τούς παρακειμένους λόφους. Κατά την αποχώρησιν, εκ των ριφθέντων υπό τού Τουρκικού αποσπάσματος πυροβολισμών, ετραυματίσθη σοβαρώς εις τον πόδα ό Καπετανόπουλος και μετ’ ολίγον εξέπνευσεν εκ της ακατασχέτου αιμορραγίας. Μετά το ατύχημα τούτο κατηυθύνθη ό Μελάς μετά τού σώματος εις Λέχοβον και Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), παρέμεινε δε εις την περιοχήν αυτήν επί αρκετάς ημέρας, απασχολούμενος με την τοπικήν οργάνωσιν τού Ελληνικού αγώνος. Εις Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον) αφίχθησαν την 7ην Οκτωβρίου και τα αποσταλέντα προς ενίσχυσιν υπό τού κομιτάτου σώματα των Αλεξάνδρου Καραλιβάνου, Ιωάννου Πούλακα και Γεωργίου Βολάνη, συνολικής δυνάμεως 40 περίπου ανδρών. Αι ενισχύσεις αυταί ανεβίβασαν την δύναμιν τού σώματος Μελά& εις εβδομήκοντα περίπου άνδρας, μη υπολογιζομένων εις τον αριθμόν τούτον των εντοπίων ενόπλων.
Ή παρουσία τού ισχυρού αυτού σώματος, το οποίον ενήργει κατανεμημημένον εις τέσσαρα τμήματα, από τούς Καραλίβανον, Πούλακαν, Πύρζαν και Γιοβάνην, ενέσπειρε τον πανικόν εις την Βουλγαρικήν οργάνωσιν τής περιοχής και εξηνάγκασε πολλούς εκ των πρωτεργατών των κομιτάτων να καταφύγουν εις Φλώρινα και τας άλλας πόλεις τής περιοχής, εις τας οποίας υπήρχον Τουρκικαί φρουραί. Τοιουτοτρόπως, αι πέντε Βουλγαρικαί συμμορίαι (εκάστη των 12 ανδρών περίπου) αι οποίαι έδρων εις την περιοχήν των ανατολικών κρασπέδων τού όρους Βίτσι (Βέρνον)—ειδικώτερον εις τα χωρία Νερέτι (Πολυπόταμον), Νεγκοβάνη (Φλάμπουρον), Εξί—Σού (Ξυνό Νερό), Ζέλενιτς (Σκλήθρον), Μόκραινα (Βαρυκόν) και Νέβεσκα (Νυμφαίου)—ουδόλως εσημείωνον την παρουσίαν των εις αυτήν. Αι συμμορίαι, αυταί ή εκρύπτοντο επιμελώς εντός των χωρίων, ή είχον αποχωρήσει προς άλλας περιοχάς. Οι Έλληνες κάτοικοι είχον αναθαρρήσει και εβοήθουν μετ’ ενθουσιασμού το σώμα Μελά. Διά τής βοηθείας των ηδυνήθη ό Ανθυπολοχαγός Μελάς να οργανώση πλήρως την περιοχήν με βάσιν τα χωρία Λέχοβον και Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), εις τα οποία εσχηματίσθησαν ισχυραί ένοπλοι ομάδες εξ εντοπίων από τούς παλαιούς Έλληνας αρματολούς Ζήσην Δημουλιόν και Κόλε Πίναν. Το κεφαλοχώριον Νέβεσκα (Νυμφαίον) ωρίσθη ως διευθύνον κέντρον ολοκλήρου τής περιοχής. Εσχηματίσθη εις αυτό Επιτροπή κατευθύνσεως τού αγώνος, ή οποία απετελείτο εκ των Τάκη Γκόλνα ως Προέδρου, διδασκάλου Γεωργίου Σούρλα ως γραμματέως, Νικολάου Γιάννη ως ταμίου και των Δημητρίου Μιχαηλίδη, Ιωάννου Λιάτση και Ιωάννου Σακελλαροπούλου ως μελών. Παρόμοιαι επιτροπαί συνεστήθησαν και εις τα χωρία Λέχοβον, Στρέμπενον (Ασπρώγεια), Νεγκοβάνη (Φλάμπουρον), Μπελκαμένην (Δροσοπηγή) και Κάτω Κότορι (Υδρούσα), εις όλα δε τα χωρία ωρίσθησαν αγγελιαφόροι και οδηγοί διά τα σώματα.
Μετά την οργάνωσιν της Ελληνικής αμύνης εις την ανατολικώς τού όρους Βίτσι περιοχήν και την εγκατάστασιν προς έλεγχον ενός ισχυρού σώματος εκ πεντήκοντα περίπου ανδρών υπό την γενικήν διεύθυνσιν τού παλαιού Αρματολού Γιοβάνη, ό Παύλος Μελάς είχε την πρόθεσιν να μεταβή εις την περιοχήν Μαρόβου και Μοναστηρίου, μέσω Κορεστίων, διά να οργανώση και την περιοχήν αυτήν προ τού χειμώνας. Με τοιαύτα σχέδια κατά νουν, ειδοποίησε το σώμα Καούδη — Κύρου όπως επιδιώξη συνάντησιν μετ’ αυτού πλησίον τής Στατίστης (Μελά) και αφού παρέλαβε τα τμήματα των Πύρζα, Βολάνη, Πούλακα και Καραλιβάνου, εκινήθη αμέσως προς τα Κορέστια. Την εσπέραν τής 12ης Οκτωβρίου, ολόκληρος ή δύναμις, ανερχομένη εις 35 άνδρας, παρέμεινεν εις Στάτισταν (Μελά), οι κάτοικοι τής οποίας υπεδέχθησαν με ιδιαιτέραν χαράν το σώμα, με επικεφαλής τον πρόκριτον τού χωρίου Ντίναν. Ο τελευταίος ανήκεν εις το σώμα Καούδη — Κύρου και είχεν αποσταλή ύπ’ αυτών διά να οδηγήση την επομένην το σώμα Μελά εις το σημείον τής συναντήσεως. Ενώ ευρίσκοντο κατηυλισμένοι, μία χωρική ειδοποίησε τον Μελάν την εσπέραν τής 13ης Οκτωβρίου ότι ισχυρόν Τουρκικόν τμήμα εξήλθεν εκ Κονοπλατίου (Μακροχωρίου) και κατηυθύνετο προς Στάτισταν. Ο Μελάς έχων την γνώμην ότι οι Τούρκοι θα απέφευγον να τον καταδιώξουν, δεν έδωσε σημασίαν εις την πληροφορίαν και διέταξε τούς άνδρας να παραμείνουν κρυμμένοι εντός των οικιών τής Στατίστης, χωρίς να προβούν εις ουδεμίαν ενέργειαν. Παρ’ ελπίδα, όταν το Τουρκικόν τμήμα αφίχθη εις Στάτισταν, κατηυθύνθη αμέσως προς τον κάτω συνοικισμόν αυτής και άνευ χρονοτριβής εκύκλωσε τας οικίας εις τας οποίας είχε καταυλισθή το Ελληνικόν σώμα. Αι προσχεδιασθείσαι κινήσεις τού Τουρκικού τμήματος απεδείκνυον σαφώς ότι τούτο εκινείτο βάσει θετικών πληροφοριών. Κατά πάσαν πιθανότητα ή ενεδρεύουσα οργάνωσις τής ΕΜΕΟ, ή οποία παρηκολούθει ασφαλώς τας κινήσεις του Μελά, θα είχε καταλλήλως ενημερώσει τούς Τούρκους.
Ευθύς ως εκυκλώθησαν τα καταλύματα τού Ελληνικού τμήματος, πυκνόν πυρ ήρχισεν εξ όλων των κατευθύνσεων. 0 Μελάς ευρεθείς προ μιας μη αναμενομένης καταστάσεως, προσεπάθησε να εξαγάγη το σώμα του από την δύσκολον θέσιν εις την οποίαν είχε περιέλθει. Προς τούτο ενήργησε τολμηράν έξοδον εκ τής οικίας, διά να αντιληφθή καλύτερον την κατάστασιν, πριν όμως διέλθη την αυλόθυραν, εβλήθη υπό τουρκικής βολίδος εις την οσφυικήν χώραν και κατέπεσεν επί τού εδάφους. Κατώρθωσε να συρθή μέχρι τής οικίας. Το τραύμα του όμως ήτο θανατηφόρον και μετ’ ολίγον εξέπνευσεν. Εκ τού υπολοίπου τμήματος ή Τουρκική δύναμις επέτυχε την σύλληψιν επτά ανταρτών, μεταξύ των οποίων ευρίσκετο και ό οπλαρχηγός Γεώργιος Βολάνης. Το υπόλοιπον σώμα κατώρθωσε να διαρρεύση προς την ανατολικώς τού Βίτσι (Βέρνον) περιοχήν, πλην δύο ανταρτών, οι οποίοι περιπλανηθέντες εις την περιοχήν Βαψωρίου, έπεσαν εις χείρας κομιτατζήδων και εύρον μαρτυρικόν θάνατον*.
Η θλιβερά είδησις τού θανάτου τού Παύλου Μελά ταχέως έφθασεν εις Αθήνας. Οι κώδωνες των εκκλησιών εσήμανον πενθίμως και ενώ εις την πρωτεύουσαν και την λοιπήν Ελλάδα πολύ ολίγοι εγνώριζον την έξοδόν του εις την Μακεδονίαν, εν τούτοις ό Θάνατος τον εθρηνήθη ως εθνικού ήρωος. Κύματα αγανακτήσεως συνετάραξαν το Πανελλήνιον και άπ’ άκρου εις άκρον τής χώρας εζητείτο εκδίκησις. Μέχρι τότε το Μακεδονικόν Ζήτημα αφεώρα ένα μικρόν τμήμα του όλου Ελληνισμού. Από τής στιγμής όμως εκείνης καθίστατο πλέον αγών επιβιώσεως ολοκλήρου του Έθνους. Από τής απόψεως αυτής ό θάνατος του Μελά απετέλεσε πραγματικόν εγερτήριον σάλπισμα. Οι συνάδελφοί του αξιωματικοί εζήτουν να μεταβούν εις την Μακεδονίαν διά να εκδικηθούν τον θάνατόν του και όλοι οι Έλληνες αντελήφθησαν ότι ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού διεκυβεύοντο εις τον χώρον της. Εάν αυτά τα συμφέροντα δεν κατωχυρούντο, τότε ή Ελλάς θα έζη πάντοτε υπό την ασφυκτικήν πίεσιν ενός ισχυρού βορείου γείτονος.
0ι διαφυγόντες τον Τουρκικόν κλοιόν άνδρες του σώματος Μελά, έφθασαν εις Ζέλοβον (Ανταρτικόν), όπου συνηντήθησαν μετά του σώματος Καούδη. Το ηθικόν των δεν ευρίσκετο εις καλόν σημείον και διχογνωμίαι περί τής περαιτέρω δράσεως ανέκυψαν μεταξύ των αρχηγών, με αποτέλεσμα ή όλη δύναμις να παραμένη ουσιαστικώς ακέφαλος. Τελικώς απεφασίσθη ή μετάβασις εις την ανατολικώς του Βίτσι περιοχήν, διά να επιτευχθή συνάντησις μετά των εκεί παραμενόντων τμημάτων. Κατόπιν τούτου αφέθη εντός του Ζελόβου (Ανταρτικού) μικρά δύναμις υπό τον Παύλον Κύρου και όλοι οι υπόλοιποι, υπό τας διαταγάς του Ευθυμίου Καούδη, κατηυθύνθησαν προς Μπελκαμένην (Δροσοπηγήν). Εκεί απεφασίσθη να τηρηθούν αι φρουραί εις Μπελκαμένην (Δροσοπηγήν), Λέχοβον και Νεγκοβάνην (Φλάμπουρον), ανέλαβον δε την διοίκησιν τούτων αντιστοίχως οι Λαμπρινός Βρανάς, Ανδρέας Δικώνυμος (Μπαρμπανδρέας) και Ιωάννης Πούλακας. 0ι υπόλοιποι άνδρες θα απετέλουν κινητόν τμήμα υπό τον Ευθύμιον Καούδην, αρκετοί όμως άλλοι (υπό τούς Λάκην Πύρζαν και Αλέξανδρον Καραλίβανον) επροτίμησαν να επιστρέψουν εις την ελευθέραν Ελλάδα, υπό διαφόρους δικαιολογίας.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου