Οι Καλόγεροι
Εἴμαστ᾿ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ἄχαροι,
καὶ τῆς ζωῆς εἴμαστ᾿ ἐμεῖς οἱ καταλαλητάδες,
γιὰ νὰ πατᾶμε καὶ νὰ σβήνουμε εἴμαστε
τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀληθινά, τ᾿ ἄνθια καὶ τὶς λαμπάδες.
Τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἡλιόχαρα ὀχτρευόμαστε,
καὶ τὶς ἀγάπες τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ παιδιοῦ τὰ γέλια,
μὲ νεκροσάβανο σκεπάζουμε
τὸ Λόγο τὸν τετράψυχο στὰ γαληνὰ Βαγγέλια.
Εἴμαστ᾿ ὁ κούφιος ἦχος ὁ παράταιρος
στῶν κεραυνῶν τὸ ταίριασμα καὶ στῶν κελαιδημάτων,
χαλάσματα καὶ σκιάχτρα κάνουμε
τοὺς θείους ναοὺς καὶ τὰ λευκὰ κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων.
Μὰ νὰ ὁ ραγιᾶς τὰ σύντριψε τὰ σίδερα,
«Ζωή!» ὁ Τεχνίτης ἔκραξε, Σοφέ, ἀλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε καὶ τρυπώσαμε
μέσ᾿ στῶν ἐρήμων τὶς μονιὲς καὶ γίναμεν οἱ λύκοι.
Καὶ τώρα κάθε ποὺ ἀπαντήσουμε
τὴν Ὑπατία τὴν ἄτρομην Ἰδέα τὴν ἀστρομάτα,
τὴ σφάζουμε, τὴ χιλιοκομματιάζουμε,
καὶ - ὦ λύσσα! - τὰ κομμάτια της τὰ ρίχνουμε στὴ στράτα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου