ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

“300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας”: Μία κριτική


Πριν λίγες εβδομάδες, έκανε την πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία “300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας”. Η συνέχεια της κινηματογραφικής μεταφοράς του γνωστού κόμικ “300”, που έχει ως θέμα του τη μάχη των Θερμοπυλών. Η τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας, που μεταφράζεται σε εκατομμύρια δολαρίων από τις εισπράξεις, ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα οδηγούσε τους παραγωγούς στη δημιουργία μίας δεύτερης ταινίας. Το ζητούμενο, για τους περισσότερους λάτρεις της ιστορίας και του επικού, ήταν το κατά πόσο αυτή η κινηματογραφική συνέχεια θα στεκόταν στο επίπεδο που έθεσε η πρώτη ταινία, σε αισθητικό, κινηματογραφικό και σεναριακό αποτέλεσμα.

Αν και η δεύτερη ταινία βασίζεται επίσης στη δουλειά του Frank Miller και πιο συγκεκριμένα στο ανέκδοτο, ακόμη, κόμικ με τίτλο “Ξέρξης”, ωστόσο ο δημιουργός δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή σε αυτή, σε αντίθεση με την πρώτη. Πάντως, σε γενικές γραμμές, “η άνοδος της αυτοκρατορίας” σκηνοθετικά και αισθητικά καταφέρνει και κινείται στο ίδιο ύφος με την πρώτη ταινία. Μάλιστα, οι σκηνές με τις μάχες είναι περισσότερες, πιο άγριες και πιο αιματηρές. Ιδιαίτερα στην τρισδιάστατη προβολή, ο θεατής σχεδόν νιώθει τις σταγόνες αίματος να πέφτουν πάνω του.

Πολλοί από αυτούς που είδαν την ταινία σχολίασαν αρνητικά ότι παραποιεί την πραγματική ιστορία. Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους είναι ότι δεν περιμένουμε από το Hollywood να μας μάθει ιστορία. Σίγουρα, ο Δαρείος δεν πέθανε από βέλος του Θεμιστοκλή στη μάχη του Μαραθώνα, ούτε βέβαια η ναυμαχία της Σαλαμίνας κρίθηκε από τις σπαρτιάτικες τριήρεις, των οποίων ηγούνταν η γυναίκα του Λεωνίδα. Καλώς ή κακώς, οι ταινίες που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα έχουν την “κινηματογραφική αδεία” να παραλλάξουν τα πρόσωπα και τις πράξεις τους, ώστε το αποτέλεσμα να ικανοποιεί τον σκηνοθέτη και φυσικά να εξυπηρετεί την πλοκή και την εμπορικότητα της ταινίας. Μπορεί σε αρκετούς να μην αρέσει αυτή η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, αλλά αυτοί είναι οι κανόνες αυτού που ονομάζεται show-business. Το κατά πόσο θα μπορούσε να αποδοθεί με ακρίβεια η ελληνική ιστορία σε κινηματογραφικές παραγωγές τέτοιας κλίμακας είναι ένα άλλο θέμα, που αφορά την πολιτική βούληση, τον ρόλο του υπουργείου πολιτισμού και του κέντρου ελληνικού κινηματογράφου, την εύρεση κονδυλίων και χορηγιών και πολλές άλλες παραμέτρους.

Από τη στιγμή που δεν παρουσιάζει κάποια χονδροειδή στρέβλωση, όπως για παράδειγμα το να προβάλλει κάποιον αφρικανικής καταγωγής ηθοποιό ως Έλληνα πολεμιστή, τότε μπορεί να ειπωθεί ότι η ταινία απλά παραλλάσσει αλλά δεν παραχαράζει την ιστορία. Ακόμη όμως και με αυτή τη μορφή της μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο, αποτελώντας την αφορμή για πολλούς νέους σε όλο τον κόσμο να μελετήσουν τα πραγματικά γεγονότα των περσικών πολέμων, αναζητώντας την αλήθεια στις ιστορικές πηγές, δημιουργώντας έτσι εν δυνάμει νέους φιλέλληνες και λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού της αρχαιότητας.

Εκτός, όμως, από την ιστορική πιστότητα της ταινίας, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, που γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί από την παραγωγή, είναι η εξύψωση του αθηναϊκού δημοκρατικού ιδεώδους, όπως φυσικά το αντιλαμβάνεται αυτή. Έτσι λοιπόν, εκτός από την κεντρική σύγκρουση με τους βάρβαρους Πέρσες, που αυτή τη φορά αντιμετωπίζονται εκ μέρους των Ελλήνων από τους Αθηναίους, με αρχηγό τον στρατηγό Θεμιστοκλή, παράλληλα, εξελίσσεται και μία άλλη σύγκρουση, αυτή της δημοκρατικής Αθήνας και της στρατοκρατικής Σπάρτης. Στην ταινία παρουσιάζονται με διακριτικό τρόπο οι διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις δύο πόλεις - κράτη, όσον αφορά στον τρόπο λήψης των αποφάσεων, καθώς και στον τρόπο ζωής των κατοίκων τους. Όπως θα περιμέναμε, η λιτή και σκληροτράχηλη ζωή των Λακεδαιμόνιων παρουσιάζεται αρνητικά. Αυτή η παρουσίαση, όμως, αναιρείται στο τέλος από την ίδια την πλοκή της ταινίας, καθώς οι Σπαρτιάτες είναι αυτοί που σώζουν τους Αθηναίους και φυσικά ολόκληρη την Ελλάδα.

Βέβαια, το σημαντικότερο στοιχείο σε μία ταινία, μακριά από τα ειδικά εφέ και το ποιος είναι πρωταγωνιστής ή σκηνοθέτης, είναι το ποια μηνύματα μεταφέρει και τι αισθήματα δημιουργεί στον θεατή που θα τη δει. Σε μία κινηματογραφική βιομηχανία, που κυριαρχείται από παραγωγές που στοχεύουν στην αποχαύνωση του σύγχρονου ανθρώπου, προσφέροντάς του φθηνά θεάματα, παρά τα υψηλά κόστη παραγωγής, αυτή η ταινία, όπως και η πρώτη της σειράς, διαφέρουν ριζικά. Αποτελούν μειονότητα για έναν σύγχρονο κινηματογράφο που ενοχοποιεί τον Λευκό άνθρωπο, παρουσιάζει τη γυναίκα με χυδαίο τρόπο και τον άντρα με θηλυπρεπή συμπεριφορά, ηρωοποιεί εγκληματικές και σχιζοφρενικές συμπεριφορές και προβάλλει ως μοναδικούς υπερασπιστές του καλού αμερικάνικα πρότυπα - προϊόντα τύπου Batman και Spiderman. Ξεχωρίζουν γιατί μεταφέρουν στον θεατή αξίες και ιδανικά που η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί λυσσαλέα να εξαφανίσει. Απέναντι στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες προβάλλουν ομοιογενείς φυλετικά κοινότητες, όπου τα άτομα έχουν έντονη εθνική συνείδηση, ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και ακλόνητη πίστη στα ήθη και στις παραδόσεις τους. Προβάλλουν τη γυναίκα ως μάνα, πιστή σύζυγο, ακόμη και ικανότατη πολεμίστρια. Παρουσιάζουν τους άνδρες να έχουν ως πρωταρχικό γνώρισμα την πολεμική αρετή και να είναι έτοιμοι να πεθάνουν μαχόμενοι για την ελευθερία.

Το ιστορικό των Μηδικών πολέμων και η τραγικότητα της ανυπέρβλητης θυσίας του βασιλιά Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών, παρά τις όποιες ανακρίβειες και τις όποιες αναπόφευκτες “αμερικανιές” συναντάμε στην ταινία, εκπέμπει μηνύματα στον θεατή τα οποία είναι σήμερα υπό εξαφάνιση. Γι' αυτό ίσως και αρκετοί κριτικοί εκφράστηκαν μειωτικά για την ταινία. Παραθέτουμε ένα τέτοιο απόσπασμα: “Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι οι ίδιες οι ανακρίβειες, αλλά το ότι έχουν δομηθεί πάνω σε μια άθλια και φασίζουσα αισθητική μίσους. Οι αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας αντικαθίστανται από την ιδεολογία της «πολεμικής αρετής», της δύναμης και της τόλμης, η οποία ισοπεδώνει κάθε έννοια πολιτισμού. Αυτό που κυριαρχεί στους «300» είναι η ισχύς του Πολέμου και όχι η στρατηγική του Πολιτισμού”.

Την απάντηση στα παραπάνω δίνει ο Αισχύλος, ο πατέρας της τραγωδίας, που είχε πολεμήσει και μάλιστα είχε διακριθεί στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Μία από τις πνευματικές κορυφές της ανθρωπότητας θεωρεί ότι μεγαλύτερο επίτευγμα στη ζωή του δεν είναι τα αθάνατα έργα του, που αναγνωρίζονται σήμερα παγκοσμίως, αλλά το ότι υπήρξε πολεμιστής. Αυτή η αξία που έδινε ο Αισχύλος στην πολεμική του δράση στην υπηρεσία της πατρίδας δύναται να εκτιμηθεί στο κείμενο του επιτύμβιου επιγράμματος, που ο ίδιος συνέθεσε και έγραφε: “Το γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο Αισχύλο, κρύβει νεκρό το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια. Την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος και ο Μήδος ο ακούρευτος, οπού καλά την ξέρει”.

Καταλήγοντας, πιστεύουμε ότι, παρ' όλες τις αδυναμίες της, η “άνοδος της αυτοκρατορίας” παραμένει κατά βάση πιστή στο μήνυμα του αγώνα “υπέρ βωμών και εστιών”, που αποτελεί και την ουσία των Μηδικών, στέκεται στο ύψος της σχετικά με το επίπεδο που έθεσε η πρώτη ταινία των “τριακοσίων” και προσφέρει στον τηλεθεατή μία εμπειρία διαφορετική από αυτή που μας έχει συνηθίσει ο σύγχρονος σκουπιδότοπος του Hollywood.

του Κ. Παπαδόπουλου
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: